Γράφει: Αντώνης Ν. Φράγκος
ΠΗΓΗ: Το Περιοδικό
Δεκεμβριανά 1944, Η Μάχη της Αθήνας,
Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Tόσο με το προηγούμενο βιβλίο του για την «Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα»
(Αλεξάνδρεια 2012) όσο, κυρίως, με το τελευταίο του για τα Δεκεμβριανά,
ο νεαρός και πολύ δημιουργικός, ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης
επιδιώκει, πέρα από τα γεγονότα καθ’ εαυτά, να δώσει μια ολόπλευρη ανάλυση σχετικά και με τον διεθνή παράγοντα.
Τέσσερα χρόνια διήρκεσε η ιστορική μελέτη του βασισμένη σε αναφορές και
αναλύσεις των βρετανικών δυνάμεων που έδρασαν στην Αθήνα, σε
αταξινόμητα αρχεία -πολιτικά και στρατιωτικά- των ελληνικών στρατιωτικών
αρχών, σε τμήμα των αρχείων του ΚΚΕ, όπως και στον τύπο της εποχής και
σε προφορικές μαρτυρίες μερικών εκ των πρωταγωνιστών.
Τα
Δεκεμβριανά θεωρούνται από τον συγγραφέα σαν συνέχεια της εμφύλιας
σύγκρουσης κατά τον τελευταίο χρόνο της Γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα.
Η προσπάθεια των Γερμανών να ρίξουν στη μάχη ενάντια στις εαμοκρατούμενες συνοικίες τα διάφορα δωσιλογικά σώματα -Ειδική Ασφάλεια, Τάγματα Ασφαλείας κτλ- συνάδει και με την διάθεση της συνεργαζόμενης ντόπιας ελίτ να εξασφαλίσει το συνεχές της εξουσίας της στην επικείμενη απελευθέρωση. Με άλλα λόγια, ο Δεκέμβρης μοιάζει φυσικό επακόλουθο του εμφυλίου που είχε ξεκινήσει ένα χρόνο πριν. Επιπλέον, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η μορφή της σύρραξης, που εξελίσσεται στην καρδιά του άστεως. Από την άλλη ο ιστορικός βλέπει την ταξικότητα της διαμάχης, καθώς η παλαιά προπολεμική αντίθεση ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς είχε μεταλλαχθεί στην αντίθεση ανάμεσα στο οργανωμένο λαϊκό στοιχείο από τη μία και, συνολικά, την άρχουσα τάξη από την άλλη.
Η προσπάθεια των Γερμανών να ρίξουν στη μάχη ενάντια στις εαμοκρατούμενες συνοικίες τα διάφορα δωσιλογικά σώματα -Ειδική Ασφάλεια, Τάγματα Ασφαλείας κτλ- συνάδει και με την διάθεση της συνεργαζόμενης ντόπιας ελίτ να εξασφαλίσει το συνεχές της εξουσίας της στην επικείμενη απελευθέρωση. Με άλλα λόγια, ο Δεκέμβρης μοιάζει φυσικό επακόλουθο του εμφυλίου που είχε ξεκινήσει ένα χρόνο πριν. Επιπλέον, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η μορφή της σύρραξης, που εξελίσσεται στην καρδιά του άστεως. Από την άλλη ο ιστορικός βλέπει την ταξικότητα της διαμάχης, καθώς η παλαιά προπολεμική αντίθεση ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς είχε μεταλλαχθεί στην αντίθεση ανάμεσα στο οργανωμένο λαϊκό στοιχείο από τη μία και, συνολικά, την άρχουσα τάξη από την άλλη.
Ο
Χαραλαμπίδης αντιμετωπίζει κοινωνικά την εμφύλια σύγκρουση, αλλά είναι
οι περιγραφές των μαχών, οι στρατηγικές ένθεν και ένθεν και τα διάφορα
αριθμητικά στοιχεία και οι λεπτομερείς χάρτες, που συνθέτουν ολόκληρο το
πεδίο των πολεμικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε να αποτελούν πολύτιμο
στρατιωτικό εγχειρίδιο προς μελέτη. Σχετικά με την παρέμβαση του
διεθνούς παράγοντα, το πρόβλημα έγκειται στο πώς με το μοίρασμα των
χωρών, η Ελλάδα πέφτει στην επιρροή των Άγγλων οι οποίοι θέλουν να
αποκαταστήσουν την παλιά τάξη πραγμάτων και όσον αφορά στον Τσόρτσιλ και
στον βασιλιά. Η δυσκολία του εγχειρήματος είχε να κάνει με την παρουσία
ισχυρού αριστερού κινήματος που επιδίωκε την απελευθέρωση της χώρας και
ταυτόχρονα την ανατροπή εκ θεμελίων του προπολεμικού αστικού
συστήματος. Υπάρχει, λοιπόν, επέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας με
αποτέλεσμα να διεθνοποιηθεί η υπόθεση της Ελλάδας και αυτό είναι που
παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Και ενώ οι συζητήσεις,
ανάμεσα στο ΕΑΜ και τον αστικό πολιτικό κόσμο, είναι σε εξέλιξη, ο
Σκόμπι, με προτροπή του Τσόρτσιλ ,διατάζει την 1η
Δεκεμβρίου τον αφοπλισμό μόνο των αντάρτικων στρατών του ΕΛΑΣ και του
ΕΔΕΣ, ενώ το ΕΑΜ ζητούσε το ίδιο για όλες της στρατιωτικές ομάδες -της
Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ιερού Λόχου και των Σωμάτων Ασφαλείας
συμπεριλαμβανομένων- και την παράλληλη, βεβαίως, δημιουργία νέου μικτού
στρατού. Βαρύνουσας, επίσης, σημασίας είναι το θέμα των δωσίλογων
-πολλοί εξ αυτών είχαν συλληφθεί, αλλά καθυστερούσαν να περάσουν από
δίκες με τα γνωστά αποτελέσματα. Είναι δηλαδή, αυτοί που εγκλεισμένοι,
αλλά ένοπλοι σε διάφορα ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας, χτυπάνε τον
κόσμο στο μεγάλο συλλαλητήριο της 3ης Δεκέμβρη, στο Σύνταγμα, αλλά και την επομένη στην κηδεία των δολοφονηθέντων. Η
εντολή δίνεται κατά τον συγγραφέα από «κύκλους της μοναρχικής Δεξιάς
που είχαν πρόσβαση στα Σώματα Ασφαλείας και τον στρατό και οι οποίοι
παράλληλα αποτελούσαν τη μόνη πολιτική δύναμη που ανέμενε, στη φάση
αυτή, πολιτικά οφέλη από μια εμφύλια σύγκρουση». Υπογραμμίζει πως ούτε οι Βρετανοί στην αρχή, πολύ δε περισσότερο το ΕΑΜ, επιθυμούσαν την ένοπλη σύρραξη.
Σε
διεθνές επίπεδο, σημειώνεται η επέμβαση των Συμμάχων και η αποτροπή
δημιουργίας αριστερής κυβέρνησης στο Βέλγιο και οι πιέσεις στην Ιταλία
για αποκλεισμό των κομμουνιστών από υπουργικά πόστα. Σε αυτή την
στρατηγική εντάσσεται και το χτύπημα του εαμικού κινήματος «από τον
φόβο, ενός ντόμινο σε ολόκληρη την Ευρώπη από το ενδεχόμενο μιας επιτυχημένης έκβασης της εξέγερσης στην Ελλάδα», τονίζει
ο συγγραφέας. Έτσι, ο Τσόρτσιλ επιμένει και επιτυγχάνει την μεταφορά
60.000 στρατιωτών από το μέτωπο της Ιταλίας, καθώς δίνει μεγάλη
βαρύτητα στην καταστολή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ προς αποφυγήν δυσάρεστων
γι’ αυτόν εξελίξεων.
Βεβαίως, υπήρξε ένα χρονικό διάστημα μέχρι στης 17ης
Δεκέμβρη, όταν φτάνουν οι ενισχύσεις, ένα διάστημα στο οποίο ΕΑΜ και
ΕΛΑΣ είχαν κυριαρχήσει σχεδόν σε όλη την Αθήνα με την κατάληψη δεκάδων
αστυνομικών τμημάτων και με συντριπτικά χτυπήματα στο σύνταγμα
Μακρυγιάννη, στους στρατώνες Παραπηγμάτων στο Κολωνάκι και στο Γουδί.
Εκείνη ακριβώς η εβδομάδα της παντοδυναμίας των αριστερών δυνάμεων δεν
είχε ως επακόλουθο την κάθοδο του κυρίως σώματος του ΕΛΑΣ από την
επαρχία, ώστε να ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Αθήνας, διότι το ΚΚΕ και
ο τότε γραμματέας Γιάννης Σιάντος, ύστερα και από την «εκκωφαντική η
σιωπή της Σοβιετικής Ένωσης», δεν προχώρησε στην επόμενη φάση, καθώς
πίστευε πως δεν θα είχε την υποστήριξη της τελευταίας. Έτσι, η
στρατιωτική νίκη κατά των Βρετανών θα οδηγούσε πάλι σε πολιτικές
διαπραγματεύσεις. Υπήρχε ήδη η απόφαση να πάει προς την εξουσία με
κοινοβουλευτικό και όχι με επαναστατικό τρόπο. Αυτό έδειχναν οι
υποχωρήσεις στην Καζέρτα και στο Λίβανο.
Τώρα,
οι περιγραφές των συγκρούσεων ενέχουν τέτοια ένταση αλλά και σασπένς
παράλληλα με τις προσωπικές μαρτυρίες των αντιπάλων και συμπληρώνουν
την εικόνα της Μάχης της Αθήνα τόσο ζωντανά, ώστε είναι σαν να την ζει
κανείς. Οι ελεύθεροι σκοπευτές, οι ανατινάξεις, οι επελάσεις των τανκς,
τα οπλοπολυβόλα και οι χιλιάδες βόμβες των βρετανικών μαχητικών
αεροπλάνων δημιουργούν ένα εφιαλτικό τοπίο που τόσο συγκροτημένα και με
τέτοιο συγχρονισμό σπάνια έχει γραφτεί. Τέλος, ο Χαραλαμπίδης αφιερώνει
αρκετές σελίδες για την Εθνική Πολιτοφυλακή (πρώην ΟΠΛΑ) ξεδιαλύνοντας
επίπλαστες κατασκευές για την δράση της και χωρίς να της δίνει άλλοθι
δεν παραβλέπει την δυσκολία να κρίνονται εκ των υστέρων δράσεις που
συνδέονται άμεσα με τις διαθέσεις της συγκεκριμένης εποχής. Επίσης,
θίγει το θέμα της τεράστιας πολιτικής προπαγάνδας των Βρετανών όπως και
την Θυματολογία που αναπτύχθηκε μετά την Βάρκιζα -με την απόδοση
χιλιάδων δολοφονηθέντων στο κίνημα, ενώ, όπως δείχνει η έρευνα, πολλοί
από αυτούς ήταν αριστεροί αγωνιστές ή θύματα των βομβαρδισμών.
Αποτέλεσμα ήταν να χάσουν, ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, το μεγάλο ηθικό προβάδισμα που
είχαν κατακτήσει κατά την περίοδο της Αντίστασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου