Για τους μικροαστούς έχουν μιλήσει σχεδόν όλοι όσοι θα μπορούσαν να πουν κάτι. Οι θεωρητικοί του Μ/Λ, οι επαναστάτες,
οι μεγάλοι του λόγου, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι ακόμη και Έλληνες
πεζογράφοι έχουν ασχοληθεί μ’ αυτούς και το κοινωνικό φαινόμενο που
συνθέτουν. Οι μικροαστοί ζουν ανάμεσά μας. Ακριβέστερα και λόγω της
συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής τους, οι ελάχιστοι «άλλοι» είναι που
νιώθουν να πνίγονται από την πολυπληθή παρουσία τους.
Είναι ο ανθρωπάκος της διπλανής πόρτας. Ο συνηθισμένος άνθρωπος. Ο
ήσυχος. Ίσως κι εμείς, κάποιες φορές, που τον στηλιτεύουμε. Ο «δε
γαμιέται ρε φίλε, όλοι ίδιοι είναι». Ο «κοίτα τη δουλειά σου, τρώγε το
ψωμί σου, χώνε το πουλί σου». Ο «εσύ θα βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα;»,
«τα κάστανα απ’ τη φωτιά;» Το απολιθωμένο ον του καναπέ, η εκνευριστική
αγορεύουσα της παρέας, η ανόητη… Υδροχόος της αστρολογίας, ο κάθε
πνιγμένος στον ανορθολογισμό και στην ηλιθιότητα της μεταφυσικής, η…
ματιασμένη. Η δήθεν προοδευτική σουφραζέτα που επέλεξε το «η δε γυνή να
φοβείται τον άνδρα» κι έχωσε τα παιδιά της στην κολυμπήθρα της ανοησίας.
Στο τελευταίο δηλώνει πως θυσιάστηκε για την υγεία των γονιών. Ή ένεκα
ρομαντισμού. Ήθελε… νυφικό. Και πως τα παιδιά θα μεγάλωναν…
στιγματισμένα. Φοράει και κομποσκοίνι. Όχι πως… πιστεύει, αλλά… έτσι.
Ο μικροαστός δεν θέλει μπλεξίματα. Αυτή είναι η γενική αντίληψη και
στάση του. Ζήτω ο χαμαιλεοντισμός! Που στη φύση, είναι ένα εξελικτικό
πλεονέκτημα. Στην κοινωνική ζωή όμως, πρόκειται για τον μηχανισμό που
παράγει ανθρωπάκια. Είναι όμως ένα γενικό χαρακτηριστικό τους. Ντύνουν
τα στερεότυπα με επαναστατικά λογύδρια και βαπτίζουν τις συμβατικότητες
μεγαλοθυμία, έναντι όσων θα… βάλλονταν από την ενδεχόμενη αλλά φευ –
ανύπαρκτη επαναστατικότητά τους. Βιώνει συνεχώς την αντίφαση μεταξύ ενός
ελάχιστου «Είναι» και της αναπλήρωσης μέσω του γιγαντωμένου και ψευδούς
«Φαίνεσθαι». Κι όσο συνειδητοποιεί το ελάχιστο του «Είναι», τόσο
πριμοδοτεί το κάλπικο «Φαίνεσθαι» και καθίσταται συμπλεγματικός. Πνίγει
ακόμη και τις φυσιολογικές ομορφιές της ζωής, με τις νευρώσεις και τον
τρόμο. Ο μικροαστός, στις σπάνιες περιπτώσεις που θα μιλήσει για το σεξ
στα παιδιά του, θα σταθεί στους κινδύνους κι όχι στην μοναδική ηδονή
του.
Κύρια χαρακτηριστικά του μικροαστού, σε επίπεδο συμπεριφοράς, η
αμάθεια – ημιμάθεια, συνδυασμένη με την απορρέουσα κομπορρημοσύνη, η
δειλία, η υπολειπόμενη αντιληπτικότητα, ο συντηρητισμός. Δεν είναι όμως
απλώς ο συντηρητικός. Ο συντηρητικός μπορεί και να μην είναι μικροαστός.
Οι μικροαστοί έχουν άποψη περί παντός επιστητού. Είναι… μοδάτοι.
Αποδέχονται κάθε νεωτερισμό απ’ όπου κι αν προέρχεται. Παπαγαλίζουν τις
απόψεις των «αυθεντιών». Από τον ακαδημαϊσμό μέχρι το κιτς κι από το
σκυλάδικο και την Γιουροβίζιον ως την… κουβερτούρα (σ.σ. ουβερτούρα) του
Ροσσίνι.
Βαφτίζουν καλλίφωνο τον κάθε ουραγκοτάγκο, μουσική τον εξευτελιστικό
θόρυβο, γλυπτική την πατημασιά του ελέφαντα, ψυχαγωγία την έκπτωση,
δημιούργημα το ξερατό του κάθε ανδρείκελου. Προϊόντα ενός συστήματος που
μαγαρίζει, όταν δεν καταφέρνει να απαγορεύσει, καθιστώντας ανίκανο το
υποκείμενο να αντιληφθεί το κάλλος της Τέχνης και να το διαχωρίσει από
τους δημίους του.
Συγχέουν, ανοήτως, την υποστήριξη βαλλομένων κοινωνικών ομάδων και
ιδιαιτεροτήτων μέσα από το ταξικό τους πλαίσιο, με την προβολή
εξευτελιστικών καρικατούρων και τον τελικό διασυρμό τους. Αδυνατούν να
αντιληφτούν πως η… Κοντσίτα είναι ο διασυρμός και όχι η έκφραση της
«ιδιαιτερότητας», ο Σόϊμπλε δεν είναι, απλώς, ένας ΑΜΕΑ αλλά, ως
εκπρόσωπος της τάξης του, ο δολοφόνος και των ΑΜΕΑ. Εκστασιάζονται με
τον… Γουόρχωλ, προσπερνούν αδιάφορα τον Πικάσο και αποστρέφονται τον
Σκεπτόμενο Άνθρωπο του Ροντέν αλλά και κάθε σκεπτόμενο γενικώς.
Διαθέτουν όμως κοινωνικά αντανακλαστικά. Στρέφουν πάντα όπου τους
δείχνει το δάκτυλο. Ζωόφιλοι άνευ ζώου, ευαίσθητοι, ψυχοπονιάρηδες.
Σχολιάζουν, κρίνουν, κατακρίνουν τα πάντα, άνευ επαρκούς γνώσης. Τα
τελευταία χρόνια, μέσω των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης, όπου
αναπληρώνουν την απολεσθείσα και ανωφελή (στην καλλίτερη περίπτωση) ζωή
τους και θαρρούν πως μπορούν να επιπλεύσουν, διακρινόμενοι στο copy
paste και στην ανέξοδη επαναστατικότητα. Αλλά και στις καφετέριες, στις
παρέες και οπουδήποτε συναγελάζονται ομοίους.
Ο μικροαστός, ανεξαρτήτως φύλου, είναι προφανές πως δεν γεννιέται
τέτοιος. Διαμορφώνεται στην πορεία. Θύμα της διάβρωσης του συστήματος
και θύτης των υπολοίπων. Τον αναγνωρίζεις απ’ την στυφότητα των
ανεκπλήρωτων ψευδαισθήσεων. Κι όσο αυτές παραμένουν ανεκπλήρωτες
εμπλουτίζονται με επόμενες. Κι αντιλαμβανόμενος τη μιζέρια του, ο
μικροαστός, γίνεται ολοένα πιο δήθεν κι επιθετικός. Δηλώνει προοδευτικός
και άγριος στηλιτευτής της μικροαστικότητας των άλλων.
Ο μικροαστός δεν φείδεται καμίας εξέγερσης ή επανάστασης. Εν ριπή
οφθαλμού, καταλαμβάνει ανάκτορα και γκρεμίζει κάστρα. Μπορεί να μην
διαδηλώνει και να απεργεί, αλλά γενικώς, λέει, δεν ορρωδεί προ ουδενός
μακρόπνοου αγώνα. «Αψηφά» κανόνια κι οδοφράγματα, βόμβες και ρόπαλα,
δακρυγόνα και ξύλο. Αλλά δεν διανοείται την αλληλεγγύη και τη συλλογική
δράση. Του φέρνει αλλεργία οτιδήποτε θυμίζει οργάνωση, συνέχεια και
συνέπεια, επιτίθεται από καλυμμένα έως και λυσσαλέα στην εργατική τάξη,
στους αγώνες της και στην πολιτική της εκπροσώπηση. Ενίοτε, «πλησιάζει»
υποδυόμενος τον επαναστάτη ένεκα μόδας κι αυτό για να μολύνει, να
διαβάλει, να διαβρώσει.
Ευρισκόμενος σε πλήρη σύγχυση μουντζώνει κοινοβούλια θεωρώντας πως
εκεί βρίσκεται η εξουσία και κατακεραυνώνει κλάδους εργαζομένων ως
υπεύθυνους για την κατάντια του. Αν δεν βρίσκει κάποιον κλάδο εύκαιρο
προς ενοχοποίηση, του φταίνε γενικώς οι δημόσιοι υπάλληλοι κι αν είναι ο
ίδιος δημόσιος υπάλληλος, του φταίει κάποιος κλάδος συναδέλφων του,
ειδικώς.
Η δειλία του ανθρωπάκου, που λουφάζει όταν του πετσοκόβουν δικαιώματα
αλλά χαίρεται όταν αυτό συμβαίνει στους άλλους, μετατρέπεται σε φθόνο
για όσους τολμούν. Ο ανθρωπάκος απαιτεί κι απ’ τους άλλους να σέρνονται
υποταγμένοι. Ουδείς δικαιούται να διεκδικεί, να θυσιάζει και να
θυσιάζεται για τις ιδέες του. Η πάλη ενάντια στην κοινωνική
πραγματικότητα είναι τουλάχιστον πολιτική ανωριμότητα.
Ο μικροαστός είναι ο δειλός εαυτούλης. Αποστρέφεται την
πραγματικότητα και στέκεται εμπόδιο με την στάση του στη διέξοδο από την
όζουσα πραγματικότητα. Αδυνατεί, έτσι κι αλλιώς, να αλλάξει κάτι από
όσα τον διαμορφώνουν ως τέτοιον. Κρύβεται πίσω απ’ τον αγώνα των άλλων
για να δρέψει τους καρπούς της νίκης τους, αλλά όσο εκείνοι αγωνίζονται
τους χλευάζει και τους λοιδορεί αν δεν τους διαβάλει και τους
υποσκάπτει.
Άδειος από αξίες και ιδανικά, από ιδέες και στόχους, από ελπίδα,
ανίκανος να αντιληφθεί και να εμπνευστεί από τον συλλογικό αγώνα
παραμένει η δεξαμενή του συστήματος για την φασιστικοποίησή του. Είναι ο
Ιταλός που τραγούδαγε αμέριμνα τις άριες από τις όπερες του Τζιάκομο
Πουτσίνι όταν αυτός εκλεγόταν βουλευτής του φασιστικού κόμματος της
χώρας του. Ο Γερμανός που παρακολουθούσε αδιάφορα το κάψιμο των βιβλίων
στο Βερολίνο το 1933, ο ίδιος που, απλώς, προστάτευε το δικό του σπίτι
από τις φλόγες της «Νύχτας των Κρυστάλλων», λίγο αργότερα, αυτός που
ένιωθε εθνικά υπερήφανος που ο γιος του βάδιζε ένοπλος προς τον αφανισμό
των Σλάβων.
Ο ίδιος που αργότερα έθαβε το παιδί του σκεπασμένο με μια σβάστικα,
αλλά αυτά ο μικροαστός δεν τα γνωρίζει, ενδεχομένως και να μην τα
θυμάται. Είναι ο φουκαράς που πάντα ελπίζει πως θα την σκαπουλάρει.
Πρόκειται, ίσως, για το μεγαλύτερο επίτευγμα του καπιταλισμού σε
κοινωνικό επίπεδο. Η δημιουργία, η ύπαρξη και η συντήρηση του
μικροαστισμού, διασφαλίζει την μακροημέρευση του συστήματος, την εύρυθμη
λειτουργία του. Αποτελεί τον πυλώνα σταθεροποίησής του, το μαξιλάρι των
όποιων κραδασμών προκαλούνται από την πάλη των χειραφετημένων και τις
αντιδράσεις των καταπιεζόμενων μαζών.
Ο μικροαστός έρχεται στον κόσμο, φαινομενικά εν είδει ανωφελούς
κώνωπος, συντηρεί την κοινωνική στασιμότητα κι αποχωρεί χωρίς ν’
αντιληφθεί το μεγαλείο της ζωής, έχοντας αφήσει πίσω του κάποιες
φωτογραφίες της θλιβερής ύπαρξής του. Είναι, κατ’ ουσία, το συντηρητικό
δεκανίκι στο διάβα της ζωής. Το προσφέρει στην κοινωνία απλόχερα κι
έντεχνα η κυρίαρχη τάξη, για να μην βαδίσει ο καταπιεσμένος ελεύθερα, να
μην πέσει και μάθει να σηκώνεται, να μην ονειρευτεί, να μη χτίσει την
επόμενη μέρα, να μην εμπνεύσει τα παιδιά του, να μην κατακτήσει την
κοινωνική του χειραφέτηση.
«Σκιάς όναρ» ο μικροαστός, παραφράζοντας τον Πίνδαρο. Ένα γιγαντωμένο
είδωλο μιας ελάχιστης ύπαρξης, μέχρι το δειλινό της δύσμοιρης ζωής του.
Που τον περιγράφει έξοχα ο Πάνος Τζαβέλας:
«…Μακριά από κόμματα μην βρεις μπελά,
«Πατρίς, θρησκεία και φαμελιά».
Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή,
τι κι αν πεθαίνουνε πάνω στη γη
χιλιάδες άνθρωποι χωρίς ψωμί,
μαύροι, λευκοί ή κίτρινοι;
Ο γιος σου μοναχά να ’ναι καλά
ν’ αφήσεις τ’ όνομα και τον παρά…
…Δίπλα σου τ’ όνειρο, η ζωή και το φως
μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός.
Ξέρεις πως δώσανε, κυρ Παντελή,
άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί
να φας κι εσύ, κυρ Παντελή;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου