Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Το ιταλικό ΟΧΙ ακούγεται πολύ μακριά, (του Θανάση Σκαμνάκη )

 

Είναι μερικές Δευτέρες που παρ’ ότι αρχίζει η σχολική βδομάδα, δεν είναι βαρύθυμες. Το αντίθετο. Αυτό οφείλεται σε Κυριακές όπως η χθεσινή. Όπου οι Ιταλοί είπαν το δικό τους ΟΧΙ.
 
Είναι το τρίτο ΟΧΙ που λένε ευρωπαϊκοί λαοί στα σχέδια της Ε.Ε. Ο χορός που άρχισε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015 δεν δείχνει να τελειώνει. Το αντίθετο. Αυτό πιστοποιούν και οι ολολυγμοί που ακούγονται πρωί πρωί από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Και, φυσικά, η ακολουθούσα κινδυνολογία και οι απειλές.  

 
Φαίνεται πως στην Ιταλία η ψήφος του Σόϊμπλε, που δήλωσε εμφαντικά πως αν ήταν Ιταλός θα ψήφιζε ΝΑΙ, δεν μετράει και πολύ. Κι έτσι, με ένα ποσοστό που αγγίζει το 60% οι Ιταλοί απάντησαν ΟΧΙ, σε ένα δημοψήφισμα με περίεργα ερωτήματα, τα οποία διατυπωμένα κατά τον τρόπο που ξέρουν οι άρχουσες τάξεις να συσκοτίζουν τους λαούς, κατέληγαν, μετά την αποκρυπτογράφησή τους, πως αφαιρούνται αρμοδιότητες από τα εκλεγόμενα όργανα και μεταφέρονται στην κυβέρνηση, και πως γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να επιδρά ο λαϊκός παράγοντας στην πολιτική ζωή.
 
Πρωτοφανές; Καθόλου. Απλώς στην Ιταλία έγινε απόπειρα μέσω δημοψηφίσματος να καθιερωθεί εκείνο που με άλλες μορφές καθιερώνεται σε όλες τις “δημοκρατίες” του καπιταλιστικού κόσμου. Πόσο αλήθεια είναι αυτό, το πιστοποιεί το γεγονός πως ο Μ. Ρέντσι είναι πρωθυπουργός που δεν έχει εκλεγεί από το λαό, όπως και όλοι οι πρωθυπουργοί ως τώρα, από το 2011, όταν καθαιρέθηκε από τους Μέρκελ και Σόϊμπλε ο εκλεγμένος Σ. Μπερλουσκόνι.
 
Ο “ελεύθερος κόσμος” θεωρεί όλο και πιο προβληματική την ανάμειξη του λαού στις πολιτικές υποθέσεις και επιχειρεί συστηματικά να επιβάλει την δέουσα απόσταση. Φαίνεται όμως πως τα θεσμικά μέτρα, οι εκστρατείες αποπροσανατολισμού, οι μόδες της αποπολιτικοποίησης, η προσπάθεια απαξίωσης των λαϊκών κινημάτων, ο ορυμαγδός των μέσων ενημέρωσης, δεν έχουν αποδώσει ως τώρα όσα οι κυρίαρχοι αναμένουν.
 
Και οι λαοί εξακολουθούν να προβάλλουν αντιστάσεις. Τόσο το χειρότερο για τους λαούς, λένε τα διευθυντήρια του Σόϊμπλε, του Τραμπ κλπ. Τόσο το χειρότερο για τα διευθυντήρια λένε οι λαοί. Και κάθε φορά που τους δίνεται η ευκαιρία, όπως τώρα στην Ιταλία, δίνουν ένα εμφαντικό χαστούκι.
 
Φυσικά, αυτό απέχει ακόμα από το να κάνει τον λαϊκό παράγοντα μια δυναμική πολιτική παρουσία, ικανή να ανατρέψει τα σχέδια των κυρίαρχων ελίτ - πολύ περισσότερο που στο λαϊκό ΟΧΙ εισδύουν και ακροδεξιές, φασιστικές λογικές και βλέψεις, άρα δηλ. με άλλο τρόπο σχέδια πάλι των κυρίαρχων.
 
Όμως, βάζει εμπόδια στους αντιδραστικούς σχεδιασμούς και ταυτόχρονα ανοίγει δρόμους γι’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε δυνατότητα.
 
Με πίστη στη δυνατότητα λοιπόν, ας εκτιμήσουμε το αποτέλεσμα του ιταλικού δημοψηφίσματος.
 
Το περιεχόμενο των ερωτημάτων που έθεσε ο πρώην, πλέον, πρωθυπουργός Μ. Ρέντσι, με πρώτη ματιά (και όπως είναι διατυπωμένα) δείχνει “αθώο”. Μερικές διευθετήσεις στο σύστημα διακυβέρνησης. Περιορισμός των νομοθετικών αρμοδιοτήτων και του αριθμού των μελών της Γερουσίας (“θέλετε να περιοριστούν κατά 500 εκατ. το χρόνο τα έξοδα του προϋπολογισμού;”, ήταν η διατύπωση της σχετικής ερώτησης), αλλά και του τρόπου ανάδειξής της, ανασχεδιασμός δήμων και περιφερειών, αύξηση του αριθμού των υπογραφών που απαιτούνται για την πρόταση δημοψηφίσματος από 500.000 σε 800.000 και για την υποβολή νόμων λαϊκής πρωτοβουλία από 50.000 σε 150.000, αλλαγή του τρόπου διορισμού των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
 
Όλα ωστόσο συντείνουν στον περιορισμό των δημοκρατικών δυνατοτήτων και την συγκέντρωση εξουσιών στην κυβέρνηση, σύμφωνα με τη κυριαρχούσα λογική στους αστικούς (και ευρωγερμανικούς) κύκλους πως ακόμα και αυτή η κουτσή δημοκρατία βλάπτει την οικονομία (και τα μεγάλα συμφέροντά τους).
 
Το ποιόν της στημένης μεγάλης απάτης δείχνει η παραπλανητική διατύπωση των ερωτημάτων, του τύπου: “Θέλετε η Βουλή και τα Περιφερειακά Συμβούλια να είναι αποτελεσματικά και αυτόνομα στη λήψη αποφάσεων;”.
 
Το επίσης ουσιώδες, όμως, είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης του δημοψηφίσματος περιόδου, τα διλήμματα που ετέθησαν στον ιταλικό λαό έδωσαν τις πραγματικές διαστάσεις του εγχειρήματος. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι θεσμοί της ΕΕ,   οι περίφημες “μεταρρυθμίσεις”, ολόκληρο δηλαδή το οικοδόμημα του αστικού σχεδιασμού, τα άγια των αγίων του, έμπαιναν στη δοκιμασία.
 
Η ρητορική των κομμάτων και των φορέων που υποστήριζαν το ΝΑΙ, και, όπως πάντα, όλων σχεδόν των μέσων μαζικής ενημέρωσης, επεδίωξε να τρομοκρατήσει τους ψηφοφόρους με απειλές για κατάρρευση ιταλικής οικονομίας και κοινωνίας.
 
Φυσικά σε αυτές τις περιπτώσεις το ρίσκο είναι μεγάλο. Αν η απειλή δεν πιάσει, το επιχείρημα στρέφεται εναντίον του επιχειρούντος επιχειρηματολόγου. Και γι’ αυτό, όσο οι δημοσκοπήσεις έδειχναν να υπερτερεί το ΟΧΙ και να μην πιάνει η κινδυνολογία, τόσο προσπαθούσαν να μαζέψουν τους ανέμους που είχαν βγάζει από τον ασκό τους. Αλλά, όπως είναι γνωστό από την εποχή της Οδύσσειας, με τους ανέμους δεν παίζουν.
 
Τώρα θα προσπαθήσουν να τιθασσεύσουν τα ρεύματα με το γνωστό περί της ξενοφοβικής και αντιευρωπαϊκής ακροδεξιάς. 
 
Ασφαλώς, όπως και νάχει, αυτό είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα. Και φυσικά η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο στην υπενθύμιση του ποιός τροφοδοτεί, ευνοεί και υποστηρίζει αυτά τα ρεύματα και τις φασιστικές οργανώσεις. Ούτε ακόμα πως εκείνοι που επισείουν τον κίνδυνο της ακροδεξιάς είναι εκείνοι που παίρνουν μέτρα αντιδημοκρατικά, αντιλαϊκά, πολλές φορές φασιστικού τύπου, άρα υλοποιούν ακροδεξιές πολιτικές με δημοκρατική ρητορεία.
 
Το πραγματικό ζήτημα είναι ότι σε αυτή την κατάσταση της κοινωνικής αποδιάρθρωσης που επιβάλλουν οι αστικές επιλογές, αναπτύσσονται στην κοινωνία και τους λαούς υπόγεια ρεύματα αντίδρασης (και αντίστασης), που παίρνουν ποικίλες μορφές. Αυτές οι ηφαιστειώδεις, στοιχειακές δυνάμεις που οργίζονται στα βάθη του πυθμένα, βρίσκουν τρόπο να εξακοντιστούν στο κοινωνικό περιβάλλον με κάθε ευκαιρία. Τα δημοψηφίσματα είναι μια τέτοια.
 
Όσο οι δυνάμεις της Αριστεράς είναι στην ουσία κατακερματισμένες και αδύνατες, όσο το προγραμματικό σχέδιο της μένει ελλειπές, διεκδικώντας απλώς καλύτερες μεταρρυθμίσεις ή απογειώνοντας στην κομμουνιστική στρατόσφαιρα τις διεκδικήσεις για αλλαγές στην καθημερινή ζωή, τόσο απομακρύνονται από τις λαϊκές αυτές διαθέσεις και τόσο πιο πολύ κινδυνεύουν να εγκλωβίζονται μεταξύ “λαϊκισμού” και “δημοκρατίας”, μεταξύ Τραμπ και Ομπάμα, μεταξύ του ακραίου, του φασιστοειδούς και του μέσου, του δημοκρατικοφανούς, με τελικά  κερδισμένο το σύστημα των τραπεζών, των μεγάλων στρατιωτικοβιομηχανικών συμπλεγμάτων, των ελίτ.
 
Στο ιταλικό ΟΧΙ εκφράζονται όντως και ακροδεξιά ρεύματα. Όμως, κυρίως, εκφράζεται λαός. Λαός που αναζητεί απαντήσεις. Πολύ περισσότερο που στην προκειμένη ιταλική περίπτωση είχαμε μια μεγάλη κινητοποίηση της Αριστεράς υπέρ του ΟΧΙ. Πολιτικών φορέων, συνδικάτων, κινήσεων κλπ. που έδωσαν και χρώμα και περιεχόμενο στο αίτημα.
Που θέτουν το ΟΧΙ της ανυπακοής να γίνει ΟΧΙ της ανατροπής.           
 
Εν τέλει, όμως, πιστοποιεί πως “γυρίζουμε” εποχή. Η Ε.Ε. που ξέραμε δεν υπάρχει πια. Τι θα απογίνει με τη γάγγραινά της δεν ξέρουμε. Μπορεί να μας μολύνει, μπορεί και να προλάβουμε ν’ απαλλαγούμε. Ωστόσο, νέες δυνατότητες, νέες αναζητήσεις, νέες προκλήσεις, είναι μπροστά μας. Θα σταθούμε ικανοί να ανταποκριθούμε;
 
Αυτό είναι ένα ερώτημα που μπαίνει σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, ιδιαίτερα εκείνες που μιλούν σε κομμουνιστική διάλεκτο, το οποίο κρίνει το μέλλον τους (και το μέλλον γενικά).      
  από:Kommon

Δεν υπάρχουν σχόλια: