Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Η σφαγή του Ludlow

Ήταν το ανοιξιάτικο εκείνο πρωινό του μακρινού 1914, στο Κολοράντο των ΗΠΑ, όταν η εθνοφρουρά επιτέθηκε στους αυτοσχέδιους καταυλισμούς των απεργών μεταλλωρύχων της πόλης Λάντλοου, πνίγοντάς τους στο αίμα. «Η πιο βίαιη σύγκρουση εργοδοσίας και εργατών στην αμερικανική ιστορία», θα πει ένας από τους γνωστότερους αμερικανούς ιστορικούς, ο Howard Zinn. Οι μετανάστες-εργάτες των ορυχίων, ελληνικής καταγωγής πολλοί από αυτούς, έδωσαν άνιση μάχη…
Η ιστορία ξεκινάει κάποιους μήνες πριν, καθώς οι ανθρακωρύχοι, εργαζόμενοι των εταιριών Colorado Fuel and Iron Company (CF&I, ιδιοκτησίας των διαβόητων Ροκφέλερ), είχαν ξεκινήσει απεργία ήδη από το φθινόπωρο του προηγούμενου έτους. Ήταν τα χρόνια πριν το ξέσπασμα του Α” Παγκοσμίου πολέμου, όταν το εργατικό κίνημα των ΗΠΑ γνώριζε τεράστια άνθηση, αντίστοχη της μεγέθυνσης της οικονομίας και της βιομηχανικής παραγωγής που χαρακτήριζε τις ΗΠΑ την ίδια περίοδο. Στο φόντο των σκληρών εργατικών αγώνων που ξεσπούσαν με ιδιαίτερη συχνότητα, οι συνδικαλιστές που έπαιρναν πάνω τους μεγάλο μέρος της οργάνωσης των κινητοποιήσεων βρίσκονταν ήδη στο στόχαστρο της εργοδοσίας και των νόμιμων και παράνομων μηχανισμών που είχε στα χέρια της.
Πηγαίνοντας λοιπόν στο καλοκαίρι του 1913, βρίσκουμε το συνδικάτο United Mine Workers να ξεκινά την προσπάθεια να οργανώσει τις 11.000 ανθρακωρύχους που απασχολούνταν από την Colorado Fuel Iron & Company. Οι περισσότεροι από τους εργάτες ήταν μετανάστες πρώτης γενιάς από την Ιταλία, την Ελλάδα και άλλες περιοχές των Βαλκανίων. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς είχαν προσληφθεί, μια δεκαετία πριν, αντικαθιστώντας τους εργαζόμενους που είχαν ξεκινήσει τότε απεργία. Τον Αύγουστο, και ενώ δυνάμωνε σε μέλη, το συνδικάτο απέστειλε προσκλήσεις σε εκπροσώπους της εταιρείας των Ροκφέλερ ώστε να υπάρξει διαπραγμάτευση για τα μακρά και άναρχα ωράρια, τις χαμηλές απολαβές, την αυθαιρεσία της διοίκησης κατά τη διάρκεια της δουλειάς. Η κίνηση αυτή συνάντησε άρνηση από την πλευρά της εταιρίας κι ένα μήνα αργότερα, οκτώ χιλιάδες εργαζόμενοι του Κολοράντο κατέβηκαν σε απεργία. Μεταξύ των αιτημάτων τους –πολλά από τα οποία υποχρεούνταν να παρέχει διά νόμου η εργοδοσία- ήταν η αύξηση των μισθών κατά δέκα τοις εκατό, η θεσμοθέτηση του οκτάωρου για κάθε εργάσιμη μέρα και το δικαίωμα να μπορούν να ζουν και να έχουν οικονομικές συναλλαγές έξω από την εργατούπολη που ανήκε στην εταιρεία και προοριζόταν ειδικά για τους εργάτες της(!)
 "Το μοναδικό αίτημα που «έκανε δεκτό» προσωρινά κι εκδικητικά αντιδρώντας στο ξέσπασμα της απεργίας η εταιρία ήταν να πετάξει τους απεργούς έξω από τα σπίτια που τους είχε παραχωρήσει για να μένουν. Έτσι, κι επειδή η πράξη της εταιρίας δεν έκαμψε τη διάθεση να συνεχίσουν την απεργία οι εργάτες, προέκυψαν οι αυτοσχέδιοι καταυλισμοί, στους οποίους έμεναν οι ανθρακωρύχοι και οι οικογένειές τους καθ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας. Οι ίδιοι καταυλισμοί, που θα γίνονταν αργότερα το θέρετρο των αιματηρών επιθέσεων της εθνοφρουράς."

Η οικογένεια Ροκφέλερ, με το δυνάμωμα της απεργίας και τη δημιουργία των καταυλισμών, αντέδρασε ακόμη πιο λυσσασμένα. Προσέλαβε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ «Baldwin–Felts», προκειμένου να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία. Το Πρακτορείο είχε σπουδαία φήμη σε όλη την Αμερική για την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή απεργιών. Προμήθευσε την εργοδοσία με οπλισμένους φρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, πράκτορες, επαγγελματίες προβοκάτορες, ακόμη και με τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο. Από εκείνο το σημείο και μετά τα επεισόδια ήταν καθημερινά. Το Πρακτορείο και οι έμμισθοι μπράβοι των Ροκφέλερ, σε συνεργασία με απεργοσπάστες και τις τοπικές Αρχές, προσπαθούσαν να προκαλέσουν διαρκώς έκρυθμες καταστάσεις ώστε να κάμψουν τους απεργούς.

Στις 17 Οκτωβρίου ένας απεργός σκοτώθηκε και δύο παιδιά τραυματίσθηκαν από τους πολυβολισμούς του τεθωρακισμένου οχήματος. Ενώ στις 28 του ίδιου μήνα, ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Elias M. Ammons, απέστειλε την Εθνοφρουρά στο Λάντλοου για να επιβάλει την τάξη και να διαλύσει την απεργία. Οι απεργοί, όμως, δεν λύγισαν ούτε από την Εθνοφρουρά, την οποία ο Άμονς απέσυρε μετά από τρεις μήνες λόγω του υψηλού κόστους που προέκυπτε από τη συντήρησή της. Τότε οι Ροκφέλερ προσφέρθηκαν να επανδρώσουν με δικό τους προσωπικό και πόρους την Εθνοφρουρά διαλύοντας κάθε ίχνος αμφιβολίας για το κατά πόσο ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούσε κι αυτός ως ιδιοκτησία τους απέναντι στους απεργούς.
Η κατάσταση διαρκώς κλιμακωνόταν και όταν στις 10 Μαρτίου του 1914 ένας απεργοσπάστης βρέθηκε νεκρός στις γραμμές του τρένου κοντά στον καταυλισμό των απεργών, δόθηκε η αφορμή για τις δυνάμεις καταστολής να ξεκαθαρίσουν μια και καλή την κατάσταση. Η Εθνοφρουρά, με τη νέα της σύνθεση, αποφάσισε να ισοπεδώσει τους καταυλισμούς, αν και ήταν σε χώρο ιδιοκτησίας των ανθρακωρύχων. Στο στόχαστρο βρέθηκε η κατασκήνωση του Λάντλοου, 30 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης Τρίνινταντ.
 "Το πρωί της 20ης Απριλίου, Δευτέρα τού Πάσχα, την ώρα που η πολυπληθής ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων κοιμόταν έχοντας γιορτάσει την προηγούμενη μέρα την μεγάλη τους γιορτή, οι εθνοφρουροί άνοιξαν πυρ, οι απεργοί ανταπέδωσαν και η μάχη διήρκεσε επί ώρες. Όταν μάλιστα μια από τις ηγετικές μορφές του αγώνα, ο ελληνικής καταγωγής συνδικαλιστής Λούης Τίκας, επικεφαλής του συγκεκριμένου καταυλισμού, προσπάθησε να ζητήσει αργά το απόγευμα εκεχειρία από την Εθνοφρουρά, ο επικεφαλής της, υπολοχαγός Karl Linderfeld, τον χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Τρεις σφαίρες από όπλα εθνοφρουρών βρήκαν στην πλάτη τον πεσμένο συνδικαλιστή και τον αποτελείωσαν, σε ηλικία 30 ετών."
Οι εθνοφρουροί επέδραμαν στη συνέχεια στην κατασκήνωση του Λάντλοου και την παρέδωσαν στις φλόγες. 17 άνθρωποι από την πλευρά των ανθρακωρύχων σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, που έμεινε στην ιστορία ως «Η σφαγή του Λάντλοου». Ανατριχιαστική λεπτομέρεια η ανακάλυψη το επόμενο πρωί ανάμεσα στα καμμένα ερείπια τεσσάρων γυναικών και έντεκα παιδιών που είχαν επιδιώξει να γλιτώσουν από τις μάχες και είχαν εγκλωβιστεί μέσ στην κόλαση της φωτιάς σε κάτι σαν αυτοσχέδιο λάκκο. Ειδικά με αυτή την εικόνα θα ασχοληθεί ο Woody Guthrie πολλά χρόνια μετά, επιχειρώντας να ξαναφέρει στο προσκήνιο με το τραγούδι του, την ιστορία του Ludlow…
Η σφαγή συσπείρωσε και εξαγρίωσε τους εργάτες, οι οποίοι έβαλαν φωτιές σε όλους τους καταυλισμούς. Οπλισμένοι πια και σε συντονισμό με τα παρακείμενα ανθρακωρυχεία κινήθηκαν εναντίον της εθνοφρουράς τού Κολοράντο, πολλοί άνδρες της οποίας αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους απεργούς. Ομάδες απεργών ανατίναξαν ανθρακωρυχεία και κατέλαβαν κτήρια σε πολλές πόλεις του Κολοράντο.
Η κατάσταση ήταν πια εκτός ελέγχου. Για 10 μέρες μένονταν οι συγκρούσεις, όταν ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Elias M. Ammons, ζήτησε την συνδρομή του Προέδρου Woodrow Wilson. Ο ομοσπονδιακός στρατός που εστάλη στην περιοχή αφόπλισε τους απεργούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα ανθρακωρυχεία χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Μάλιστα, η εργοδοσία προχώρησε σε εκτεταμένες απολύσεις, αντικαθιστώντας τους απεργούς με μη συνδικαλισμένους εργάτες. Από την Εθνοφρουρά κανείς δεν διώχθηκε για τις επιθέσεις στους απεργούς και τις οικογένειές τους. Ο συνολικός απολογισμός ήταν φρικτός. Οι επιθέσεις είχαν στοιχίσει τη ζωή συνολικά σε 66 ανθρώπους, ηλικίας από 2,5 έως 45 ετών! Ενώ ο ίδιος ο Ροκφέλλερ, σε έκθεση που συνέταξε, αρνήθηκε την ορθότητα του όρου σφαγή και απέδωσε τους νεκρούς και τα επεισόδια στην «απεγνωσμένη προσπάθεια των πληρωμένων από τον ίδιο εθνοφρουρών να αμυνθούν…»
Ο ηρωικός αγώνας των ανθρακωρύχων του Κολοράντο, όπως και η απεχθής πράξη της εργοδοσίας στο Ludlow και άλλους καταυλισμούς, δεν άφησε ανεπηρέαστη τη μετέπειτα πορεία των πραγμάτων στην αμερικανική ιστορία. Ο σάλος που δημιουργήθηκε ήταν τόσο μεγάλος, που θορύβησε μεγάλο κομμάτι και του κυρίαρχου επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου. Υπήρξαν ακόμα και πολιτικοί των ρεπουμπλικάνων που στράφηκαν ενάντια στον Ροκφέλλερ για τον απολυταρχικό τρόπο που χειρίστηκε την κατάσταση, αλλά και για άλλα ζητήματα που αφορούσαν τη διαπλοκή των οικονομικών δραστηριοτήτων του με το κράτος. Οι πιο διορατικοί, πάντως, έβλεπαν τον κίνδυνο να έρχεται με γοργό ρυθμό αν δεν έβρισκαν τρόπο να τιθασεύσουν συγκρούσεις σαν κι αυτές.

 "Το αποτέλεσμα ήταν ότι η απεργία αυτή επέφερε αλλαγές στη νομοθεσία και επέβαλε να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή σε κάποια μορφή τήρησής της. Η παράλληλη αύξηση της δυναμικής του συνδικαλισμού ποσοτικά και ποιοτικά σήμαναν τη λήξη της εποχής της εργοδοτικής «άγριας δύσης» στην πρώιμη αμερικάνικη βιομηχανία."
Σήμερα ζούμε σε μια πολύ διαφορετική περίοδο από πολλές απόψεις. Όχι όμως από όλες. Οι συγκρίσεις και οι ομοιότητες είναι αβασάνιστα φανερές, αν σκεφτεί κανείς τι επικρατεί σε όλο το δυτικό κόσμο στην αγορά εργασίας, στην εργατική νομοθεσία, στους μισθούς, στους λόγους δηλαδή που οδηγούν και σήμερα τους εργαζόμενους στην ανάγκη να αγωνιστούν σκληρά για τα στοιχειώδη. Οι ομοιότητες είναι υπαρκτές και στις σχέσεις επιχειρηματιών – κράτους απέναντι σε εργατικές κινητοποιήσεις, όπως αυτή της χαλυβουργίας στη χώρα μας το περασμένο διάστημα. Ίσως γι' αυτό μία μέρα πριν και τη φετινή Πρωτομαγιά αυτή η ιστορία λέγεται και ακούγεται με ενδιαφέρον. Μαζί με το τραγούδι, που πολλά χρόνια μετά έγραψε για τη σφαγή ο Woody Guthrie, να τη συνοδεύει

Ήταν νωρίς την άνοιξη, και είχαμε απεργία  
Μας οδήγησαν εμάς τους ανθρακωρύχους έξω από τα σπίτια μας 
Έξω από τα σπίτια που ανήκουν στην Εταιρεία 
Και στήσαμε σκηνές στο Ludlow.
Ανησύχησα πολύ για τα παιδιά μου 
/στρατιώτες φρουρούν την γέφυρα του σιδηροδρόμου/ 
Κάθε λίγο μια σφαίρα μπορεί να πετάξει / 
Σαν χαλίκι που το κλωτσάω με το πόδι μου.

Ήμασταν τόσο φοβισμένοι ότι μπορεί να σκοτώσουν τα παιδιά μας 
Έτσι σκάψαμε μια σπηλιά εφτά πόδια βαθιά  
Και κουβαλήσαμε τους μικρότερους και τις έγκυες γυναίκες
κάτω στη σπηλιά για να κοιμηθούνε.
Την ίδια νύχτα οι στρατιώτες σας παραμονεύαν 
Μέχρι όλοι εμείς οι ανθρακωρύχοι να έχουμε κοιμηθεί 
Ώστε να μπορέσετε να τρυπώσετε κρυφά στον καταυλισμό  
Και να ποτίσετε τις σκηνές μας με κηροζίνη.

Ώστε να μπορέσετε να ανάψετε ένα σπίρτο και μέσα στην πυρκαγιά που ξεκίνησε να τραβήξετε τη σκανδάλη στα όπλα σας 
Έκανα να τρέξω για τα παιδιά , αλλά το τείχος φωτιάς με σταμάτησε 
Δεκατρία παιδιά έχασαν τη ζωή τους από τα όπλα σας .
Μετέφερα την κουβέρτα μου μέχρι τη γωνία σε ένα συρμάτινο φράχτη
Παρακολούθησα τις φλόγες μέχρι η φωτιά να σβήσει
Βοήθησα μερικούς ανθρώπους να μαζέψουν ότι τους είχε απομείνει
Ενώ οι σφαίρες σας, μας σκότωναν ολόγυρα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα στα πρόσωπα
Των ανδρών και των γυναικών εκείνη τη φοβερή μέρα
Όταν σταθήκαμε γύρω για να γίνουν οι κηδείες
Και στείλαμε τα πτώματα των νεκρών μας μακριά.

Είπαμε στον κυβερνήτη του Κολοράντο να καλέσει τον Πρόεδρο
«Πες του να ανακαλέσει την Εθνική Φρουρά του»
Όμως, η Εθνική Φρουρά ανήκε στον Κυβερνήτη
Έτσι, δεν το προσπάθησε και πολύ σκληρά.
Οι γυναίκες μας από το Trinidad μάζεψαν μερικές πατάτες
Τις πήγαν μέχρι Walsenburg σε ένα μικρό καλάθι
Τις πούλησαν και μας έφεραν πίσω κάποια όπλα
Και έβαλαν ένα όπλο στο κάθε χέρι .
Οι στρατιώτες πήδηξαν σε ένα σύρμα 
Δεν ήξεραν ότι είχαμε αυτά τα όπλα 
Και οι ανθρακωρύχοι «με τους κόκκινους λαιμούς» τους θέρισαν 
Θα έπρεπε να μπορούσατε να δείτε αυτά τα καημένα τα παιδιά πως έτρεξαν.
Πήραμε λίγο τσιμέντο και κλείσαμε τη σπηλιά μέχρι πάνω
Εκείνη που μέσα της σκοτώσατε δεκατρία παιδιά
Είπα, «ζήτω η Ένωση Ανθρακωρύχων «
Και μετά έκρυψα το πρόσωπό μου και έκλαψα…
Woody Guthrie, Ludlow Massacre
(Σημείωση: -SOS- Δείτε εδώ πληροφορίες για το ντοκυμαντέρ σχετικά με τη «σφαγή του Ludlow», με τίτλο «Παλληκάρι – Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου».toperiodiko
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: