Γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε, στις 7 Νοεμβρίου του 1913 στην Αλγερία. Ιδρυτής του Theatre
du Travail (1935), χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά
του «Ο Ξένος» και «Η Πανούκλα», στα θεατρικά του έργα «Καλλιγούλας» και «Οι δίκαιοι» αλλά και στα φιλοσοφικά του δοκίμια «Ο Μύθος του Σίσυφου» και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος». Έγραψε για την αναζήτηση του νοήματος στη ζωή και για την ανάγκη της εξέγερσης και τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957.
Για τον βιογράφο του, Ολιβιέ Τοντ, ήταν ένας «επικίνδυνος συγγραφέας»
αμφισβητώντας το ιδεολογικό δόγμα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο Καμύ
δεν αποδέχεται τον σουρεαλισμό, χαρακτηρίζοντάς τον παρωχημένο
πνευματικό κίνημα, αλλά, αντιθέτως, αντιλαμβάνεται το παράλογο με την
έννοια του αντιφατικού, του μη λογικού. Δεν θεωρεί λογικό εκείνον που
σκέφτεται, αλλά εκείνον που αισθάνεται λογικά, αναφέροντας σ' ένα από τα
πρώτα του άρθρα ότι «η Τέχνη δεν αντέχει τη λογική».
Από τα 47 χρόνια της ζωής του τα 27 τα έζησε στην Αλγερία και τα 20 στη Γαλλία. Ο ίδιος συστηνόταν ως «γιος ενός οιναποθηκάριου και μιας παραδουλεύτρας, ανιψιός βαρελοποιού». Ο πατέρας του, Λουσιάν, τραυματίστηκε στη μάχη της Μαρν κατά τη διάρκεια του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα πέθανε. Με τη μητέρα του είχε μία πολύ ιδιαίτερη σχέση. Χαρακτηριστικό είναι ότι της αφιέρωνε τα βιβλία του με την επισήμανση «σ΄ αυτήν που δεν θα μπορέσει να το διαβάσει ποτέ», γιατί ήταν αγράμματη.
Ο Καμύ ξεκινάει να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα δημοσιεύονται στο περιοδικό Sud το 1932. Πήρε πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία αλλά εξαιτίας της φυματίωσης δεν κατάφερε να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation). Δύο χρόνια μετά την εγγραφή του στο κομουνιστικό κόμμα, το εγκαταλείπει, προσάπτοντάς του «ιδεολογικό απολυταρχισμό». Εκείνη την εποχή γράφει στα σημειωματάριά του: «Όσοι έχουν κάποιο μεγαλείο μέσα τους δεν κάνουν πολιτική». Εργάζεται στην εφημερίδα Front populaire (Το λαϊκό μέτωπο), του Πασκάλ Πια, όμως η έρευνά του με τίτλο «Μιζέρια της Καμπυλίας», συναντά αντιδράσεις και το 1940 η κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ.
Τότε είναι που εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει και τον «Ξένο» (1942) και τον «μύθο του Σίσυφου» (1942). «Ο Ξένος», η ιστορία ενός άντρα που δεν δείχνει κανένα συναίσθημα για το θάνατο της μητέρας του, που στη συνέχεια σκοτώνει έναν Άραβα, έγινε παγκόσμια εκδοτική επιτυχία. Σύμφωνα με την δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου», ο οποίος θα συμπληρωθεί με τα θεατρικά έργα «Η παρεξήγηση» και ο «Καλλιγούλας».
Το 1943 προσλαμβάνεται ως αναγνώστης από τον εκδοτικό οίκο Gallimard. Κατά την κατοχή της Γαλλίας από τους Ναζί, ο Καμύ υπήρξε ενεργός στην αντίσταση, γράφοντας και έχοντας την αρχισυνταξία για την παράνομη εφημερίδα Combat. Το λογοτεχνικό του έργο συνεχίζεται με τον «κύκλο της εξέγερσης», στον οποίο περιλαμβάνεται η «Πανούκλα» (1947) αλλά και άλλα έργα όπως «Οι δίκαιοι» (1949) και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951).
Ο βιογράφος του γράφει για τη σχέση του με τη δημοσιογραφία: «Πολλοί συγγραφείς γεννιούνται από τη δημοσιογραφία. Αλλοι τόσοι θάβονται απ΄ αυτήν. Ο Καμύ ξεκινάει μια αντίστροφη κίνηση. Ξέρει ήδη να στήνει το σκηνικό, να τοποθετεί τα πρόσωπα. Το δίπλωμα της φιλοσοφίας του είναι χρήσιμο: αναζητεί το νόημα κάτω από τα γεγονότα».
Πολιτική και δημοσιογραφία έχουν αξίες ασύμβατες κατά τον Καμύ, καθώς ο πολιτικός αποκρύπτει την αλήθεια, ενώ ο δημοσιογράφος οφείλει να την ξεσκεπάσει, χαρακτηρίζοντας τον δημοσιογράφο «ιστορικό τού άμεσου».
Επισκέφθηκε την Ελλάδα στις 28 Απριλίου 1955 και είχε δώσει διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Τη συζήτηση αποτύπωσε στο μαγνητόφωνο ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος.
Εκείνη την εποχή, οι μνήμες του Εμφυλίου στη χώρα μας ήταν ακόμα νωπές, ενώ ο Καμύ είχε ήδη συνυπογράψει επιστολή συμπαράστασης στους αριστερούς που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο (1949), ενώ αργότερα κράτησε την ίδια στάση και για τους αγωνιστές της Κύπρου. «Πράγματι», παραδεχόταν, «υπήρξε μια γαλλική εθνική αλληλεγγύη και υπήρξε και μια ελληνική εθνική αλληλεγγύη: η αλληλλεγγύη της οδύνης. Αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης».
Κατά τη συζήτηση αυτή, απάντησε και στην ερώτηση «πού είναι η ελευθερία την οποία διεκδικείτε;», που του έθεσε μια μαθήτρια: «Η άνευ όρων ελευθερία είναι το αντίθετο της ελευθερίας. Την άνευ ορίων ελευθερία μόνον οι τύραννοι μπορούν να την ασκούν. Ο Χίτλερ ήταν ένας σχετικά ελεύθερος άνθρωπος, ο μόνος άλλωστε από όλη την Αυτοκρατορία του. Αλλά αν θέλουμε να ασκήσουμε μια αληθινή ελευθερία, αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί μόνο προς το συμφέρον τού ατόμου που την ασκεί. Η ελευθερία είχε πάντα ως όριο την ελευθερία των άλλων».
Ο συγγραφέας έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1960 σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, όταν ο οδηγός, εκδότης Μισέλ Γκαλιμάρ, παρέκκλινε της πορείας του και χτύπησε σε ένα δέντρο. Ο Γκαλιμάρ τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε πέντε ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο. Ο Καμύ σκοτώθηκε επί τόπου. Ο ίδιος έλεγε στους φίλους του ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα». Η σορός του ενταφιάστηκε στην Lourmarin, στη Νότια Γαλλία, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής του....πηγή:tvxs
Από τα 47 χρόνια της ζωής του τα 27 τα έζησε στην Αλγερία και τα 20 στη Γαλλία. Ο ίδιος συστηνόταν ως «γιος ενός οιναποθηκάριου και μιας παραδουλεύτρας, ανιψιός βαρελοποιού». Ο πατέρας του, Λουσιάν, τραυματίστηκε στη μάχη της Μαρν κατά τη διάρκεια του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα πέθανε. Με τη μητέρα του είχε μία πολύ ιδιαίτερη σχέση. Χαρακτηριστικό είναι ότι της αφιέρωνε τα βιβλία του με την επισήμανση «σ΄ αυτήν που δεν θα μπορέσει να το διαβάσει ποτέ», γιατί ήταν αγράμματη.
Ο Καμύ ξεκινάει να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα δημοσιεύονται στο περιοδικό Sud το 1932. Πήρε πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία αλλά εξαιτίας της φυματίωσης δεν κατάφερε να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation). Δύο χρόνια μετά την εγγραφή του στο κομουνιστικό κόμμα, το εγκαταλείπει, προσάπτοντάς του «ιδεολογικό απολυταρχισμό». Εκείνη την εποχή γράφει στα σημειωματάριά του: «Όσοι έχουν κάποιο μεγαλείο μέσα τους δεν κάνουν πολιτική». Εργάζεται στην εφημερίδα Front populaire (Το λαϊκό μέτωπο), του Πασκάλ Πια, όμως η έρευνά του με τίτλο «Μιζέρια της Καμπυλίας», συναντά αντιδράσεις και το 1940 η κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ.
Τότε είναι που εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει και τον «Ξένο» (1942) και τον «μύθο του Σίσυφου» (1942). «Ο Ξένος», η ιστορία ενός άντρα που δεν δείχνει κανένα συναίσθημα για το θάνατο της μητέρας του, που στη συνέχεια σκοτώνει έναν Άραβα, έγινε παγκόσμια εκδοτική επιτυχία. Σύμφωνα με την δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου», ο οποίος θα συμπληρωθεί με τα θεατρικά έργα «Η παρεξήγηση» και ο «Καλλιγούλας».
Το 1943 προσλαμβάνεται ως αναγνώστης από τον εκδοτικό οίκο Gallimard. Κατά την κατοχή της Γαλλίας από τους Ναζί, ο Καμύ υπήρξε ενεργός στην αντίσταση, γράφοντας και έχοντας την αρχισυνταξία για την παράνομη εφημερίδα Combat. Το λογοτεχνικό του έργο συνεχίζεται με τον «κύκλο της εξέγερσης», στον οποίο περιλαμβάνεται η «Πανούκλα» (1947) αλλά και άλλα έργα όπως «Οι δίκαιοι» (1949) και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951).
Ο βιογράφος του γράφει για τη σχέση του με τη δημοσιογραφία: «Πολλοί συγγραφείς γεννιούνται από τη δημοσιογραφία. Αλλοι τόσοι θάβονται απ΄ αυτήν. Ο Καμύ ξεκινάει μια αντίστροφη κίνηση. Ξέρει ήδη να στήνει το σκηνικό, να τοποθετεί τα πρόσωπα. Το δίπλωμα της φιλοσοφίας του είναι χρήσιμο: αναζητεί το νόημα κάτω από τα γεγονότα».
Πολιτική και δημοσιογραφία έχουν αξίες ασύμβατες κατά τον Καμύ, καθώς ο πολιτικός αποκρύπτει την αλήθεια, ενώ ο δημοσιογράφος οφείλει να την ξεσκεπάσει, χαρακτηρίζοντας τον δημοσιογράφο «ιστορικό τού άμεσου».
Επισκέφθηκε την Ελλάδα στις 28 Απριλίου 1955 και είχε δώσει διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Τη συζήτηση αποτύπωσε στο μαγνητόφωνο ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος.
Εκείνη την εποχή, οι μνήμες του Εμφυλίου στη χώρα μας ήταν ακόμα νωπές, ενώ ο Καμύ είχε ήδη συνυπογράψει επιστολή συμπαράστασης στους αριστερούς που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο (1949), ενώ αργότερα κράτησε την ίδια στάση και για τους αγωνιστές της Κύπρου. «Πράγματι», παραδεχόταν, «υπήρξε μια γαλλική εθνική αλληλεγγύη και υπήρξε και μια ελληνική εθνική αλληλεγγύη: η αλληλλεγγύη της οδύνης. Αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης».
Κατά τη συζήτηση αυτή, απάντησε και στην ερώτηση «πού είναι η ελευθερία την οποία διεκδικείτε;», που του έθεσε μια μαθήτρια: «Η άνευ όρων ελευθερία είναι το αντίθετο της ελευθερίας. Την άνευ ορίων ελευθερία μόνον οι τύραννοι μπορούν να την ασκούν. Ο Χίτλερ ήταν ένας σχετικά ελεύθερος άνθρωπος, ο μόνος άλλωστε από όλη την Αυτοκρατορία του. Αλλά αν θέλουμε να ασκήσουμε μια αληθινή ελευθερία, αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί μόνο προς το συμφέρον τού ατόμου που την ασκεί. Η ελευθερία είχε πάντα ως όριο την ελευθερία των άλλων».
Ο συγγραφέας έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1960 σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, όταν ο οδηγός, εκδότης Μισέλ Γκαλιμάρ, παρέκκλινε της πορείας του και χτύπησε σε ένα δέντρο. Ο Γκαλιμάρ τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε πέντε ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο. Ο Καμύ σκοτώθηκε επί τόπου. Ο ίδιος έλεγε στους φίλους του ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα». Η σορός του ενταφιάστηκε στην Lourmarin, στη Νότια Γαλλία, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής του....πηγή:tvxs
Τι είναι ένας επαναστατημένος άνθρωπος;
Ένας άνθρωπος πού λέει όχι. Αρνιέται
αλλά δεν παραιτείται: είναι ακόμα κι αυτός πού λέει ναι από την πρώτη
του κίνηση. "Ένας σκλάβος πού σ' όλη του τη ζωή δεχόταν διαταγές ξαφνικά
κρίνει μια νέα εντολή απαράδεκτη. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του
«όχι»; Σημαίνει, λόγου χάρη, «ή υπόθεση
τραβάει μακριά», «μέχρι εκεί και μη παρέκει», «το παρακάνετε» κι ακόμα
«υπάρχει ένα όριο πού δε θα ξεπεράσετε». Με λίγα λόγια αυτό το όχι
επιβεβαιώνει την παρουσία ενός ορίου.Ξαναβρίσκουμε την ίδια ιδέα του ορίου στο αίσθημα του επαναστατημένου ότι ο άλλος υπερβάλλει, ότι απλώνει τα δικαιώματά του πέρα από κάποια σύνορα, όπου βρίσκουν αντιμέτωπο ένα άλλο δικαίωμα και περιορίζονται απ' αυτό. Έτσι το κίνημα εξέγερσης στηρίζεται ταυτόχρονα πάνω στην κατηγορηματική άρνηση μιας παραβίασης πού κρίνεται απαράδεκτη και την όχι πολύ ξεκάθαρη βεβαιότητα ενός σταθερού δικαιώματος ή σωστότερα την εντύπωση του επαναστατημένου ότι «Έχει το δικαίωμα να...».
Ή εξέγερση δε γίνεται χωρίς το αίσθημα ότι, κάποιος και κάπου, Έχει δίκιο. Εδώ είναι πού ο επαναστατημένος σκλάβος λέει ταυτόχρονα και ναι και όχι. Επιβεβαιώνει ότι εκτός από το όριο υποψιάζεται πώς κάτι υπάρχει πού θέλει να διατηρήσει μέσα από το όριο. Αποδείχνει πεισματάρικα ότι υπάρχει μέσα του κάτι πού «αξίζει τον κόπο να...», πού ζητάει να το προσέξουν. Με κάποιο τρόπο, αντιμετωπίζει τη διαταγή πού τον καταπιέζει μ' Ένα είδος δικαιώματος να μην καταπιεστεί περισσότερο απ' όσο μπορεί ν' ανεχτεί. Μαζί με την αποστροφή για τον παρείσακτο, σε κάθε εξέγερση υπάρχει μια τέλεια, στιγμιαία εναρμόνιση του ανθρώπου μ' ένα μέρος του εαυτού του.
Αυτόματα λοιπόν παρεμβαίνει μια κρίση αξίας πού τον εκθέτει σε χίλιους κινδύνους. Μέχρι τότε σώπαινε αφημένος στην απελπισία της παραδοχής μιας κατάστασης Έστω κι αν την Έκρινε άδικη. Σωπαίνοντας αφήνεις να πιστεύουν ότι δεν Έχεις ούτε κρίση ούτε επιθυμία για τίποτα και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά δεν επιθυμείς τίποτα. Ή απελπισία όπως και το παράλογο επιθυμεί και κρίνει τα πάντα γενικά και τίποτα ειδικά. Ή σιωπή την εκφράζει εύγλωττα. Αλλά όταν αρχίσει να μιλάει, ακόμα κι αν πει όχι, επιθυμεί και κρίνει.
Ό επαναστατημένος με την ετυμολογική Έννοια αλλάζει στάση. Ήταν υποτακτικός κάτω από το μαστίγιο του αφέντη. Ξαφνικά παύει να είναι πειθήνιος, θέλει ν αντιτάξει κάτι πού προτιμάει σε κάτι πού δεν τού αρέσει. Κάθε αξία δε συνεπάγεται και επανάσταση, αλλά κάθε κίνημα εξέγερσης συνεπάγεται σιωπηλά μια αξία. Αλλά πρόκειται πάντα για αξία;
Από το κίνημα εξέγερσης γεννιέται, έστω και συγκεχυμένα ή συνειδητοποίηση: ή αντίληψη πού ξεπροβάλλει ξαφνικά πώς μέσα στον άνθρωπο υπάρχει κάτι με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί Έστω και προσωρινά. Μέχρι τώρα αυτός ο συνταυτισμός δεν είχε γίνει αντιληπτός. Ό δούλος άντεχε όλες τις υπερβολικά άδικες πράξεις πριν από την εξέγερση. Συχνά μάλιστα είχε δεχτεί χωρίς ν' αντιδράσει διαταγές πιο καταπιεστικές από κείνη πού προκάλεσε την άρνησή του. Έκανε υπομονή, απωθώντας τες ίσως μέσα του αλλά μια και σώπαινε συνέχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για τα άμεσα συμφέροντά του παρά για τη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων του. Χάνοντας την υπομονή του, με την ανυπομονησία αρχίζει ένα κίνημα πού μπορεί να επεκταθεί σε κάθε τι πού αποδεχόταν μέχρι τότε. Αυτή η ορμή δρα σχεδόν πάντα αναδρομικά.
Ο σκλάβος τη στιγμή που απορρίπτει την ταπεινωτική διαταγή του αφέντη του απορρίπτει και την ιδία την Ιδιότητα του σκλάβου. Το κίνημα εξέγερσης τον οδηγεί πιο πέρα από την απλή άρνηση. Ξεπερνά ακόμα και το όριο πού έθετε στον αντίπαλο του ζητώντας τώρα να τον μεταχειρίζονται σαν ίσο. Αυτό πού ήταν πρώτα μια ακαταμάχητη αντίσταση του ανθρώπου γίνεται τώρα ολόκληρος ο άνθρωπος πού ταυτίζεται αυτή και περιέχεται σ' αυτή. Το μέρος της προσωπικότητάς του πού επιθυμούσε να το σέβονται το θέτει πάνω από τ' άλλα και του δίνει προτεραιότητα απ' όλα τ' άλλα, ακόμα κι από τη ζωή. Γίνεται γι' αυτόν το υπέρτατο αγαθό. Ζώντας μέχρι τότε μέσα σ' Έναν κομφορμισμό, ό σκλάβος ρίχνεται απότομα «μια κι είναι Έτσι τα πράγματα. ..» στο όλα ή τίποτα.
Η συνείδηση προβάλλει στο φως μαζί με την εξέγερση. Διαπιστώνουμε όμως πώς είναι συνείδηση ενός όλου ακόμα αρκετά αδιαμόρφωτου και συνάμα ενός «τίποτα» πού προαγγέλλει τη δυνατότητα της θυσίας του ανθρώπου γι' αυτό το όλο. Ό επαναστάτης θέλει να είναι το πάν, να ταυτίζεται ολοκληρωτικά μ' αυτό το αγαθό πού συνειδητοποίησε ξαφνικά και πού επιθυμεί ν' αναγνωρίζεται και να γίνεται σεβαστό σα στοιχείο της προσωπικότητάς του, ή να είναι ένα τίποτα, δηλαδή να αποστερηθεί οριστικά τη δύναμη πού τον κυριαρχεί.
Τέλος αποδέχεται την τελική πτώση πού είναι δ θάνατος, αν υποχρεωθεί να στερηθεί αυτό το αποκλειστικό ιερό δικαίωμα πού θα ονομάσει π.χ. Ελευθερία. Καλύτερα να πεθαίνει όρθιος παρά να ζει γονατιστός. Ή άξια, σύμφωνα με τούς καλούς συγγραφείς, «αντιπροσωπεύει τις πιο πολλές φορές ένα πέρασμα από το γεγονός στο δικαίωμα, από την επιθυμία στο επιθυμητό (με τη μεσολάβηση της κοινής επιθυμίας γενικά) . Το πέρασμα στο δικαίωμα είναι Έκδηλο, όπως είδαμε, στην εξέγερση. Το ίδιο και το πέρασμα από το "θα έπρεπε να ήταν έτσι" στο «θέλω να είναι έτσι». Άλλα είναι ίσως πολύ περισσότερο Έκδηλη ή Έννοια της μετουσίωσης τού ατόμου σε κοινό αγαθό. Ή προβολή του «Όλα ή του Τίποτα» δείχνει πώς ή εξέγερση αντίθετα με την τρέχουσα γνώμη και παρ' όλο πού γεννιέται μέσα σ' ότι πιο ατομικό έχει ο άνθρωπος, αμφισβητεί την ίδια την Έννοια του ατόμου.
Αν, πραγματικά, το άτομο δέχεται να πεθάνει και πεθαίνει όταν έρθει ή στιγμή μέσα στην εξέλιξη της εξέγερσης του, δείχνει μ' αυτό ότι θυσιάζεται για ένα αγαθό πού πιστεύει πώς ξεπερνά τα όρια του δικού του πεπρωμένου. "Αν προτιμά την πιθανότητα του θανάτου από την άρνηση του δικαιώματος πού υπερασπίζει είναι γιατί τοποθετεί αυτό το δικαίωμα πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό. Δρα λοιπόν στο όνομα μιας αξίας πού δεν Έχει ακόμα ξεκαθαρίσει στο μυαλό του άλλα πού αισθάνεται τουλάχιστο πώς είναι κοινή για όλους τούς ανθρώπους. Βλέπουμε ότι ή επιβεβαίωση πού συνεπάγεται κάθε πράξη εξέγερσης εξελίσσεται σε κάτι πού ξεπερνά το άτομο αφού το βγάζει από την υποθετική μοναξιά του και του δίνει μια αφορμή δράσης.
Είναι όμως σημαντικό να σημειώσουμε ακόμα ότι αυτή ή αξία πού προϋπάρχει πριν από κάθε δράση βρίσκεται σε αντίφαση με καθαρά ιστορικές φιλοσοφίες, σύμφωνα με τις όποιες ή αξία καταχτιέται (αν καταχτιέται) όταν τελειώνει ή δράση. Ή ανάλυση της εξέγερσης οδηγεί τουλάχιστο στην υπόνοια ότι υπάρχει μια ανθρώπινη φύση όπως τη φαντάζονταν οι "Έλληνες και σ' αντίθεση με τ' αξιώματα της σύγχρονης σκέψης. Γιατί να επαναστατήσει κανείς αν δεν έχει μέσα του κάτι το σταθερό να προασπίσει; Ό σκλάβος δεν ξεσηκώνεται μόνο για τον εαυτό του, άλλα για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις, όταν κρίνει πώς με την υπάρχουσα τάξη κάτι μηδενίζεται μέσα του πού δεν ανήκει μόνο σ' αυτόν, άλλα είναι κοινός τόπος, όπου δόλοι οι άνθρωποι, ακόμα κι εκείνος πού τον προσβάλλει και τον καταπιέζει, μπορούν να βρουν μια κοινότητα.
πηγή: antikleidi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου