Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

SOS! ΗΠΑ απειλούν Κίνα!


Προειδοποιητική βολή μιας μείζονος σημασίας αλλαγής πορείας που επίσης στόχευε στη δημιουργία τετελεσμένων και στο τεστάρισμα του αντιπάλου κι όχι προϊόν ασχετοσύνης ήταν η τηλεφωνική επικοινωνία στις 2 Δεκεμβρίου μεταξύ του νεοεκλεγέντα αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που επίσημα θα αναλάβει καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου, με την ηγέτη της Ταϊβάν, Τσάι Ίνγκ-ουέν.
Οι πρώτες αντιδράσεις εκ μέρους της ομάδας μετάβασης του Τραμπ αποσκοπούσαν στην υποβάθμιση της σημασίας της συνομιλίας των δύο ηγετών προσθέτοντας και αυτό το τηλεφώνημα στις άλλες γκάφες που έχει μέχρι στιγμής κάνει ο ρεπουμπλικάνος ηγέτης. Αστοχία για παράδειγμα θεωρήθηκε η απάντηση που έδωσε στη βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι «ενημέρωσέ με, αν ταξιδέψεις στις ΗΠΑ», λες και ένας πρωθυπουργός υπάρχει περίπτωση να επισκεφθεί άλλη πρωτεύουσα για city break χωρίς να τηρηθεί το εθιμοτυπικό πρωτόκολλο των επισκέψεων…

Προϊόν ασχετοσύνης χαρακτηρίστηκε επίσης η υπόσχεση που έδωσε ο Τραμπ στον πακιστανό πρωθυπουργό Ναβάζ Σαρίφ ότι θα επισκεφθεί το Πακιστάν, εξοργίζοντας την Ινδία. Η ενόχληση της Ινδίας προέρχεται από την παραβίαση ενός πρωτοκόλλου που θέλει τον Λευκό Οίκο να ακολουθεί μια ισορροπημένη πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ των δύο κρατών που βρίσκονται σε συνεχή διαμάχη. Ωστόσο, κατά την άποψή μας, δεν επρόκειτο για ένα ανθρώπινο λάθος που υπαγορεύθηκε από τον παρορμητικό και χειμαρρώδη χαρακτήρα του νέου αμερικανού προέδρου. Ο Τραμπ πριν καν εγκατασταθεί επίσημα στον Λευκό Οίκο έστειλε ένα σαφέστατο μήνυμα: ότι παύει να σέβεται χρόνιες και λεπτές ισορροπίες και στο εξής θα ανταμείβει γενναιόδωρα εκείνες τις χώρες που συντάσσονται με τις ΗΠΑ, όπως είναι το Πακιστάν που επιτρέπει αλλεπάλληλους βομβαρδισμούς στα εδάφη του από μη επανδρωμένα αμερικανικά αεροσκάφη, ενώ θα τιμωρεί άλλες, όπως είναι η Ινδία που φαίνεται να έχει επιλέξει μια στρατηγική συμμαχία με την Κίνα.
Το γεγονός ότι το τρίτο «λάθος» και σημαντικότερο του Τραμπ στόχευε την Κίνα, κάθε άλλο παρά τυχαίο μπορεί να είναι…
Αναβάθμιση της Ταϊβάν
Η τηλεφωνική επικοινωνία του Τραμπ σήμανε κατάσταση συναγερμού στη διεθνή διπλωματία επειδή ποτέ άλλοτε από το 1979 αμερικανός πρόεδρος δεν είχε μιλήσει με την ηγεσία της Ταϊβάν, την οποία η Κίνα θεωρεί ως αναπόσπαστο τμήμα της. Η Ουάσινγκτον δε, όταν σύναψε εκ νέου σχέσεις με το Πεκίνο το 1979 αποδέχθηκε πλήρως την κινέζικη απαίτηση που συμπυκνώνεται στο δόγμα της «μίας Κίνας». Μοναδική παραφωνία μια άτυπη αμυντική συμφωνία που σύναψε με την Ταιπέι την ίδια χρονιά, βάσει της οποίας την προμηθεύει με πολεμικό υλικό το οποίο εγγυάται την άμυνά της. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ έχουν κάνει σαφές ότι θα θεωρήσουν αιτία πολέμου με την Κίνα τυχόν προσπάθεια της να επανενσωματώσει την Ταϊβάν, τερματίζοντας το καθεστώς αυτονομίας που επέβαλλαν οι εθνικιστές το 1949, που κατέφυγαν στο νησί, μετά την επανάσταση του Μάο. Η Κίνα, από τη μεριά της, έχει κάνει σαφές ότι θα θεωρήσει αιτία πολέμου τυχόν προσπάθεια της Ταϊβάν να αναβαθμίσει το στάτους της, διεκδικώντας την πλήρη και επίσημη απόσχισή της από την Κίνα και τερματίζοντας το σημερινό υβριδικό καθεστώς. Αυτή η εύθραυστη ισορροπία φαίνεται να αμφισβητείται και να λαβαίνει τέλος με το τηλεφώνημα του Τραμπ.
Σε επικοινωνιακό επίπεδο η νέα πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ έσπευσε να επανορθώσει προβάλλοντας την εκδοχή του σφάλματος. Συγκεκριμένα, σε tweet που έγραψε ο Τραμπ, από τον προσωπικό του λογαριασμό τόνισε, πληκτρολογώντας με κεφαλαία γράμματα, ότι δέχτηκε τηλεφώνημα και δεν κάλεσε αυτός την πολιτική ηγεσία της Ταϊβάν. Και πάλι όμως η διόρθωση δεν ήταν πλήρης, καθώς το tweet ξεκίναγε γράφοντας «Η πρόεδρος της Ταϊβάν…». Μια ορολογία πλήρης νοημάτων καθώς η χρήση του όρου «προέδρου» σηματοδοτούσε την  πολιτική αναγνώριση ενός στάτους που δεν διαθέτει σήμερα η Ταϊβάν κι επιθυμεί να αποκτήσει, αναβαθμίζοντας τη θέση της. Στη συνέχεια ακολούθησε κι άλλο tweet του Ντόναλντ Τραμπ με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου που ισοδυναμούσε με δημόσια συγγνώμη καθώς έγραφε ότι «είναι ενδιαφέρον πώς οι ΗΠΑ πουλούν στην Ταϊβάν στρατιωτικό εξοπλισμό δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά δεν θα έπρεπε να δεχθώ αυτό το τηλεφώνημα για συγχαρητήρια».
Τυπικά, το διπλωματικό επεισόδιο μπορούσε να θεωρηθεί λήξαν, έστω κι αν οι Taipei Times διέψευδαν την αμερικανική εκδοχή υποστηρίζοντας ότι η τηλεφωνική συνομιλία είχε κανονιστεί από το προσωπικό του Τραμπ, κατόπιν μάλιστα της ενημέρωσής του για την κατάσταση στην Ταϊβάν. Ουσιαστικά, ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα μόλις άνοιγε, παρά μάλιστα τις άοκνες προσπάθειες της παραδοσιακής αμερικανικής διπλωματίας να διατηρήσει το ισχύον καθεστώς. Είναι ενδεικτικό ότι την ίδια μέρα με το τηλεφώνημα ο πρόεδρος της Κίνας, Ξι Γινπίνγκ, υποδεχόταν στο Πεκίνο τον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, που πιστώνεται κατά σημαντικό μέρος την αμερικανο-κινέζικη προσέγγιση της δεκαετίας του ’70.
Ευθύνες των Δημοκρατικών
Η αλήθεια είναι ότι το έδαφος για την όξυνση στις κινο-αμερικανικές σχέσεις είχε στρωθεί πολύ καιρό πριν ο Ντόναλντ Τραμπ θέσει στο στόχαστρό του την Κίνα στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας κατηγορώντας την για διατάραξη της νομισματικής σταθερότητας με αφορμή την ισοτιμία του εθνικού της νομίσματος, κι απειλώντας με φόρο ακόμη και 45% όσες αμερικανικές επιχειρήσεις στέλνουν παραγωγικές δραστηριότητες τους στο εξωτερικό και στη συνέχεια εισάγουν τα προϊόντα τους στην αμερικανική αγορά. Ο δρόμος είχε ανοιχτεί από την προεδρία του Ομπάμα! Γράφει για παράδειγμα ο Τζον Πίλγκερ δημιουργός του ντοκιμαντέρ «Ο επερχόμενος πόλεμος στην Κίνα», στο εναλλακτικό αμερικανικό περιοδικό Counterpunch: «Η άνοδος της Κίνας ως οικονομική δύναμη χαρακτηρίζεται “υπαρξιακή απειλή” απέναντι στο θεϊκό δικαίωμα των ΗΠΑ να διαφεντεύουν και να κυριαρχούν στις ανθρώπινες υποθέσεις. Για να την αντιμετωπίσουν, το 2011 ο πρόεδρος Ομπάμα εξήγγειλε μια “στροφή στην Ασία” που σημαίνει ότι σχεδόν τα δύο τρία των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων των ΗΠΑ θα μεταφερθούν στην Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό μέχρι το 2020. Σήμερα, περισσότερες από 400 αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις περικυκλώνουν την Κίνα με πυραύλους, βομβαρδιστικά, πολεμικά πλοία και, πάνω απ’ όλα, με πυρηνικά όπλα. Από τη βόρεια Αυστραλία, στον Ειρηνικό και την Ιαπωνία, την Κορέα και κατά μήκος της Ευρασίας, του Αφγανιστάν και της Ινδίας, οι βάσεις σχηματίζουν, υποστηρίζει ένας αμερικανός στρατηγικός αναλυτής, “την τέλεια θηλιά”. Σε άλλο σημείο του άρθρου του επίσης αναφέρει πώς «το 2010 η Κλίντον πέταξε στη Μανίλα. Ζήτησε από την πρώην αμερικανική αποικία να ανοίξει ξανά τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις που έκλεισαν τη δεκαετία του ’90, κατόπιν μιας λαϊκής εκστρατείας ενάντια στη βία που προκαλούσαν ειδικότερα απέναντι στις γυναίκες. Η Κλίντον χαρακτήρισε τις αξιώσεις της Κίνας επί των Νήσων Σπράτλι – που βρίσκονται περισσότερα από 7.500 μίλια μακριά από τις ΗΠΑ – απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και την ελευθερία της ναυσιπλοΐας».
Φαίνεται επομένως ότι οι ΗΠΑ ετοιμάζονται σιωπηρά και σε πολλά επίπεδα επί χρόνια για να αντιμετωπίσουν τη σοβαρότερη οικονομική απειλή που δέχεται η πλανητική τους κυριαρχία, δηλαδή την Κίνα, στο μοναδικό επίπεδο όπου διατηρούν το αδιαμφισβήτητο προβάδισμα: στο θέατρο του πολέμου. Για να υπηρετήσουν αυτό το στόχο δεν αποκλείεται να ακολουθήσουν μια πολιτική γεφυρώματος του χάσματος με τη Ρωσία, όπως αυτή που πρέσβευε ο Τραμπ στις προεκλογικές του ομιλίες, που θα περιλαμβάνει ακόμη και υποχωρήσεις των ΗΠΑ στα ανοιχτά μέτωπα της Συρίας και της Ουκρανίας, έτσι ώστε να κοπούν οι δεσμοί Μόσχας – Πεκίνου.
Προφανώς μια πορεία όξυνσης των κινεζοαμερικανικών σχέσεων επισείει ασύμμετρα κόστη και για τις ΗΠΑ, που ξεκινούν από τη χείρα βοηθείας του Πεκίνου στα Συμβούλια Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη χαλιναγώγηση της πάντα απρόβλεπτης Β. Κορέας. Και, το σπουδαιότερο, φτάνουν στην κινέζικη χρηματοδότηση των αμερικανικών ελλειμμάτων δεδομένου ότι το Πεκίνο διατηρεί ομόλογα ύψους 1,24 τρισ. δολ., αποτελώντας τον τρίτο σε σειρά κατάταξης επενδυτή επί της αμερικανικής δημοσιονομικής επέκτασης μετά τα ασφαλιστικά ταμεία (3 τρις. δολ.) και την αμερικανική κεντρική τράπεζα (2 τρις. δολ.). Πρόκειται για τοποθετήσεις που κρατούν όμηρο την Αμερική, δεδομένου ότι ακόμη κι αν έχουν επεξεργαστεί εναλλακτικά σενάρια, η μετάβαση σε αυτά θα προκαλέσει πρωτοφανείς σεισμικές δονήσεις.
Παρόλα αυτά η οικονομική παράμετρος όσο κι αν απομακρύνει δεν ακυρώνει το σενάριο μιας πολεμικής αναμέτρησης ΗΠΑ – Κίνας…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα 

Δεν υπάρχουν σχόλια: