Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 25 / Απρίλιος 2010
Καθώς οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια επίθεση χωρίς
προηγούμενο, οι σημερινές συνδικαλιστικές ηγεσίες αποδεικνύονται το
λιγότερο ανεπαρκείς στην οργάνωση του αγώνα για την απόκρουσή της. Η
διάσταση μεταξύ της ανάγκης συγκρότησης των εργατικών αντιστάσεων και
της πολιτικής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, θέτει
για μια ακόμα φορά το ζήτημα που επανειλημμένα έχει απασχολήσει τον
ελληνικό συνδικαλισμό: Με ποιους όρους μπορεί να συνδυάζεται η επιδίωξη
της οργανωτικής ενότητας του κινήματος με την ταυτόχρονη διατήρηση της
ανεξαρτησίας των αγωνιστικών ταξικών δυνάμεων. Κατά πόσο ο αναγκαίος
αγωνιστικός ταξικός προσανατολισμός μπορεί να εκφραστεί στο πλαίσιο των
γραφειοκρατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, που ελέγχονται από δυνάμεις
προσκείμενες στην εκάστοτε αντεργατική κυβέρνηση.
Η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος έχει σημαδευτεί από τις
επίμονες και συστηματικές προσπάθειες ελέγχου του συνδικαλισμού από
δυνάμεις εγκάθετων καθεστωτικών. Ήδη στα πρώτα χρόνια ίδρυσης της ΓΣΕΕ,
το 1920, η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε (αποτυχημένα) να αντιπαραθέσει
στην εκλεγμένη Διοίκηση, που συνδεόταν με το νεοσύστατο Σοσιαλιστικό
Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (Κομμουνιστικό), μια άλλη, διασπαστική, φιλικά
προσκείμενη προς αυτήν.
Ο έλεγχος της ΓΣΕΕ από τις ενωμένες δυνάμεις των συντηρητικών
εργατοπατέρων και των σοσιαλδημοκρατών συνδικαλιστών, που επιτεύχθηκε το
1926, επί δικτατορίας Πάγκαλου, με τη βοήθεια της αστυνομίας,
ολοκληρώθηκε δυο χρόνια αργότερα με τον αποκλεισμό των μαζικών
οργανώσεων που επηρέαζε το ΚΚΕ. Σε απάντηση, οι ταξικές δυνάμεις
προχώρησαν στη συγκρότηση χωριστής Συνομοσπονδίας, της Ενωτικής ΓΣΕΕ,
στα 1929. Επρόκειτο για μια κίνηση που εντασσόταν στην τότε πολιτική της
Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία χαρακτηρίστηκε αργότερα «σεχταριστική»
από τους ίδιους τους εμπνευστές της.
Η τεράστια επιρροή του ΚΚΕ στην εργατική τάξη, ήδη από τα χρόνια της
Κατοχής και της Αντίστασης, διατηρήθηκε και στα αμέσως επόμενα χρόνια
και εκφράστηκε με τη θριαμβευτική νίκη του Εργατικού Αντιφασιστικού
Συνασπισμού (ΕΡΓΑΣ), στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ τον Μάρτιο 1946, όταν η
διοίκηση πέρασε υπό αριστερό έλεγχο. Τρεις μήνες μετά, η εκλεγμένη
Διοίκηση της ΓΣΕΕ καθαιρέθηκε. Ακολούθησε η καθαίρεση των διοικήσεων και
η διάλυση μαζικών οργανώσεων που ελέγχονταν από την Αριστερά, και οι
μαζικές διώξεις, εκτοπίσεις, φυλακίσεις, δολοφονίες και εκτελέσεις των
στελεχών του κινήματος.
Από τον Εμφύλιο μέχρι το 1981, οι τριτοβάθμιες οργανώσεις, η ΓΣΕΕ και
η ΑΔΕΔΥ, τα Εργατικά Κέντρα, οι Ομοσπονδίες και τα πρωτοβάθμια σωματεία
που εντάσσονται σ’ αυτές, ελέγχονται πλήρως και ασφυκτικά από
εργατοπατέρες συνδικαλιστές, που συνεργάζονται με τις αστυνομικές
υπηρεσίες για τη δίωξη του κομμουνισμού, έχοντας αναγάγει τον
αντικομμουνισμό σε προσοδοφόρο επάγγελμα. Αρχιερείς του εργατοπατερισμού
υπήρξαν οι Φώτης Μακρής (γραμματέας της ΓΣΕΕ) και Δημήτρης Θεοδώρου
(γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης), που συνεργάζονταν άμεσα
με τους εντεταλμένους της CIA, Αμερικανούς συνδικαλιστές, και την
Ευρωπαϊκή Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία, την οποία έλεγχαν
αντικομμουνιστές σοσιαλδημοκράτες. Από την (πλούσια) δράση τους προέκυψε
ο όρος «μακρηθεοδωρισμός». Όταν το κίνημα αρχίζει να ανασυντάσσεται στη
δεκαετία του 1950, όσες πρωτοβάθμιες οργανώσεις αναδείκνυαν αριστερές
διοικήσεις, με συνοπτικές διαδικασίες διαγράφονταν από τα Εργατικά
Κέντρα και τις Ομοσπονδίες, προκειμένου να έχουν τον απόλυτο έλεγχο των
συνδικαλιστικών οργανώσεων οι επαγγελματίες αντικομμουνιστές
εργατοπατέρες.
Το κίνημα των «115»
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, η εργατική τάξη περνάει σε μια
φάση μεγάλων διεκδικητικών αγώνων. Στην πρωτοπορία βρέθηκαν οι οικοδόμοι
αλλά και κλάδοι της διανοητικής εργασίας, όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι,
στην Ομοσπονδία των οποίων κυριαρχούν στελέχη του Κέντρου, και οι
λογιστές, που επηρεάζονται κυρίως από την Αριστερά. Ήδη, από το 1955, οι
αριστερές δυνάμεις συσπειρώνονται στο Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό
Κίνημα, που θέτει δυο κύριους στόχους: τον αγώνα για τα εργασιακά και
ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων και την άνοδο του βιοτικού τους
επιπέδου, και τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος.
Με τη συμμετοχή και κεντρώων συνδικαλιστικών δυνάμεων, διαμορφώνονται
κινήσεις συνεργασίας συνδικαλιστικών οργανώσεων, που μορφοποιούνται, το
Φεβρουάριο 1962, στην κίνηση των Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών
Οργανώσεων (ΣΕΟ), με πρωτοβουλία των Ομοσπονδιών Ηλεκτρισμού-Κοινής
Ωφέλειας, Εργατών Τύπου και Λογιστών. Ήδη το καλοκαίρι του 1963 στην
κίνηση συμμετείχαν 115 συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενώ αργότερα
προστέθηκαν εκατοντάδες άλλες. Οι «115» συγκροτούνται με βασικό στόχο
την εγγραφή ή επανεγγραφή στη δύναμη της ΓΣΕΕ των οργανώσεων που είχαν
αποκλειστεί απ’ αυτήν και τη διοργάνωση Συνεδρίου με δημοκρατικές
διαδικασίες. Παράλληλα, συντόνιζαν διεκδικητικούς αγώνες των
εργαζομένων, καθώς η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ δεν έδειχναν την παραμικρή διάθεση
για κάτι τέτοιο.
Η πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή και η άνοδος στην εξουσία της Ένωσης
Κέντρου, του Γ. Παπανδρέου, αναπτέρωσε τις ελπίδες για τον
εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ παράλληλα έδωσε το
έναυσμα για την έκρηξη μεγάλων απεργιακών αγώνων, στη διετία 1964-65.
Επικεφαλής των αγώνων αυτών τέθηκαν οι «115», που στις 6 Απριλίου 1964
κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν συγκέντρωση και πορεία 100.000
εργαζομένων, με αίτημα την αποκατάσταση της δημοκρατίας στο
συνδικαλιστικό κίνημα.
Αποτέλεσμα της πίεσης αυτής ήταν η καθαίρεση της Διοίκησης Μακρή και ο
διορισμός νέας Διοίκησης, από στελέχη προσκείμενα στην κυβέρνηση
Παπανδρέου, που δεσμεύτηκε να διοργανώσει Συνέδριο με δημοκρατικές
διαδικασίες. Η Διοίκηση αυτή διήρκησε μόλις εννιά μήνες, απ’ το Δεκέμβρη
του ’64, ως το Σεπτέμβρη του ’65: μεσολάβησε το βασιλικό πραξικόπημα
της 15ης Ιουλίου 1965, η παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου, η
αποστασία και το μεγαλειώδες κίνημα των «Ιουλιανών». Κορυφαία στιγμή του
κινήματος ήταν η μεγάλη πολιτική απεργία της 27ης Ιουλίου, που νέκρωσε
όλη τη χώρα.
Με την καθαίρεση της κεντρώας Διοίκησης, επανήλθαν και πάλι οι
γνωστοί εργατοπατέρες, που διατήρησαν τις θέσεις τους και μετά το
στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Με την επιβολή της
δικτατορίας, τερματίστηκε και η ιστορική διαδρομή των «115 ΣΕΟ», που
είχαν φτάσει τις 682. Οι περισσότερες διαλύθηκαν, ενώ σε όσες απέμειναν
διορίστηκαν φιλοχουντικές διοικήσεις.
Το κίνημα των «115» κατόρθωσε να συνενώσει ό,τι πιο αγωνιστικό υπήρχε
τότε στον ελληνικό συνδικαλισμό. Δυνάμεις που συμμετείχαν στη ΓΣΕΕ και
αυτές που είχαν αποκλειστεί, διαμόρφωσαν ένα πρωτότυπο σχήμα συνεργασίας
και συντονισμού. Παρότι η συνδικαλιστική πολιτική της Αριστεράς
καθοριζόταν από τη συνολικότερη ρεφορμιστική πολιτική του παράνομου ΚΚΕ
και της ΕΔΑ, παρότι ο λεγκαλισμός, η μέχρις εμμονής προσπάθεια να
τηρηθούν τα προσχήματα νομιμότητας, παρεμβάλλονταν ως εμπόδια στην
εκδήλωση των αγωνιστικών διαθέσεων της συνδικαλιστικής βάσης, εντούτοις,
ήταν οι δυνάμεις των «115» που πρωτοστάτησαν σε αγώνες, συχνά
νικηφόρους, παρακάμπτοντας τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ,
χωρίς, όμως, να απομονώνονται από τον κόσμο που συμμετείχε στις
οργανώσεις της Συνομοσπονδίας. Αντίθετα, διατηρώντας στενή σχέση μαζί
του, συνέβαλαν στην έντονη ριζοσπαστικοποίηση ευρύτατων τμημάτων της
εργατικής τάξης.
Η ρήξη του 1985
Ακόμα και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης το συνδικαλιστικό
κίνημα εξακολουθεί να ελέγχεται από δυνάμεις που συνδέονται με τις
κυβερνήσεις της Δεξιάς και συνεχίζουν τις προδικτατορικές
αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις. Μόλις το 1982, μετά την άνοδο στην εξουσία
του ΠΑΣΟΚ, και αφού έχει προηγηθεί η έκρηξη των εργατικών αγώνων της
μεταπολίτευσης, διορίζεται Διοίκηση, στην οποία κυριαρχούν στελέχη της
ΠΑΣΚΕ (ΠΑΣΟΚ), της ΕΣΑΚ-Σ (ΚΚΕ) και του ΑΕΜ (ΚΚΕ εσ.), και ψηφίζεται ο
Νόμος 1264 για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 22ο
Συνέδριο της ΓΣΕΕ και το 25ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, το 1983, επικυρώνουν το
πέρασμα σε μια νέα περίοδο.
Η ευφορία που προκαλεί η αποκατάσταση της δημοκρατίας στα συνδικάτα
δεν θα κρατήσει πολύ. Τη νέα εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, τον Ιούνιο 1985,
ακολουθεί η ανακοίνωση μέτρων λιτότητας, στο πλαίσιο της
«σταθεροποιητικής πολιτικής», που εξαγγέλλει τον Οκτώβρη ο Υπουργός
Εθνικής Οικονομίας Κ. Σημίτης. Στη συνεδρίαση της Διοίκησης της ΓΣΕΕ,
στις 16 Οκτωβρίου, εφτά μέλη της ΠΑΣΚΕ συμπαρατάσσονται με τους
εκπροσώπους της ΕΣΑΚ-Σ και του ΑΕΜ, προτείνοντας απεργία. Το ίδιο βράδυ,
ανακοινώνεται από το ΠΑΣΟΚ πως «έθεσαν τους εαυτούς τους εκτός
Κινήματος»!
Καθώς ο υποστηρικτής της κυβερνητικής πολιτικής, Πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γ.
Ραυτόπουλος, προσπαθεί να αποφύγει νέα συνεδρίαση της Διοίκησης, την
πρωτοβουλία σύγκλησής της αναλαμβάνει ο αναπληρωτής πρόεδρος, Γ.
Παπαμιχαήλ, από τους διαγραμμένους του ΠΑΣΟΚ. Στη συνεδρίαση της 29ης
Οκτωβρίου συμμετέχουν οι εφτά διαγραμμένοι, οι δεκαεφτά της ΕΣΑΚ-Σ και
οι δυο του ΑΕΜ, που αποτελούν την πλειοψηφία της 45μελούς Διοίκησης.
Αποφασίζεται η καθαίρεση του Ραυτόπουλου και Πρόεδρος εκλέγεται ο
Παπαμιχαήλ.
Τις διαγραφές των διαφωνούντων απ’ την ΠΑΣΚΕ της ΓΣΕΕ, ακολουθούν
εκατοντάδες άλλες, στελεχών δευτεροβάθμιων και πρωτοβάθμιων οργανώσεων.
Οι διαγραμμένοι προχωρούν στη συγκρότηση νέας παράταξης, της
Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής Εργατοϋπαλληλικής Κίνησης (ΣΣΕΚ), στην
οποία εντάσσονται χιλιάδες μέλη, που αποχωρούν απ’ το ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται
για μοναδική περίπτωση στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος,
κατά την οποία συγκροτείται μαζική οργάνωση από εργατικά συνδικαλιστικά
στελέχη και αγωνιστές της βάσης, που δεν εντάσσονται σε πολιτικό κόμμα.
Η συγκρότηση της ΣΣΕΚ εκφράζει τον έντονο ριζοσπαστισμό της εργατικής
τάξης εκείνης της περιόδου, που βρίσκεται αντιμέτωπη με τη διάψευση των
ελπίδων που είχαν γεννήσει οι σοσιαλιστικές διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δυνάμεις της ΣΣΕΚ εμφανίζονται εξαιρετικά
ισχυρές σε μαζικές Ομοσπονδίες που πρωτοστάτησαν στους αγώνες της
περιόδου, όπως του ΟΣΕ, του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, της Ολυμπιακής, των
εργοστασιακών σωματείων (ΟΒΕΣ) κ.ά.
Αντιμέτωπη με ένα ισχυρό απεργιακό κίνημα, με αφετηρία τη μεγάλη
απεργία της 14ης Νοέμβρη, η κυβέρνηση απαντά με την πεπατημένη του
διορισμού Διοίκησης της ΓΣΕΕ, με πρόεδρο τον Ραυτόπουλο, την οποία,
όμως, αρνούνται να αναγνωρίζουν οι ΣΣΕΚ, ΕΣΑΚ-Σ και ΑΕΜ. Όπως δεν
αναγνώρισαν ούτε το 23ο Συνέδριο του 1986 ούτε το 24ο του 1988, που
πραγματοποιήθηκαν με τη συμμετοχή μόνο των συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ. Οι
δυνάμεις της ΝΔ απείχαν απ’ τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ, ήδη από το 1983. Στο
διάστημα 1985-88 υπήρχαν δυο σώματα, που το καθένα εμφανιζόταν ως η
νόμιμη Διοίκηση της ΓΣΕΕ. Όμως, μέσα στην έξαρση των αγώνων ενάντια στα
«μέτρα σταθερότητας», ήταν η Διοίκηση Παπαμιχαήλ που εξέφραζε τις
διαθέσεις των εργαζομένων.
Το εργατικό κίνημα προσέλαβε τέτοια έκταση, που υποχρέωσε εντέλει την
κυβέρνηση να υποχωρήσει. Μετά τον καταποντισμό των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ
στις δημοτικές εκλογές του 1986, ο Α. Παπανδρέου υποχρεώθηκε να
εγκαταλείψει τα «σταθεροποιητικά» μέτρα και να απομακρύνει απ’ την
κυβέρνηση τον Κ. Σημίτη. Η πολιτική κοινωνικών παροχών εκφράστηκε με την
περίφημη φράση «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», που ήταν χαρακτηριστική της
ανάγκης να ανασυγκροτηθούν οι σχέσεις εκπροσώπησης με τα εργαζόμενα
λαϊκά στρώματα.
Στο νέο κλίμα που διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβρη του 1988 διορίστηκε νέα
ενωτική Διοίκηση, που δρομολόγησε τις διαδικασίες για το 25ο Συνέδριο,
του Απριλίου 1989, με το οποίο αποκαταστάθηκαν και πάλι οι δημοκρατικές
διαδικασίες. Μόνο που επρόκειτο πλέον για το «βρόμικο ’89». Τη χρονιά
της συγκυβέρνησης του Συνασπισμού της Αριστεράς με τη Δεξιά, της
συμμετοχής στην Οικουμενική Κυβέρνηση, της υιοθέτησης της πολιτικής που η
Αριστερά μέχρι πριν λίγο καιρό αντιμαχόταν. Στις συνθήκες αυτές, η
ΣΣΕΚ, που επιδίωξε χωρίς ανταπόκριση τη συγκρότηση ενός ενωτικού
σχήματος των μικρών δυνάμεων της Αριστεράς που αντιτάσσονταν στην
πολιτική του Συνασπισμού, απομαζικοποιήθηκε. Η πλειονότητα των μελών της
αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ή επέστρεψε στο ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, στην
ευρύτερη Αριστερά κυριάρχησε η λογική που εκφράστηκε από τον Λεωνίδα
Κύρκο: «Να βάλουμε την Ελλάδα να δουλέψει!».
Ακολούθησε το πάγωμα των εργατικών αγώνων, με την υπογραφή των
περιβόητων «διετών συμβάσεων κοινωνικής ειρήνης», οι ιδιωτικοποιήσεις,
τα πρώτα μέτρα αποσταθεροποίησης των εργασιακών σχέσεων και κατάργησης
των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Όσα κερδήθηκαν με τους αγώνες δεκαετιών
έμπαιναν πλέον σε αμφισβήτηση. Η μεγάλη μάχη που δόθηκε στα 1985-88 για
την υπεράσπιση των κεκτημένων της εργατικής τάξης και της δημοκρατίας
στο συνδικαλιστικό κίνημα, κυριολεκτικά ξεπουλήθηκε. Το αντάλλαγμα ήταν
κάποιοι υπουργικοί θώκοι και η αναγνώριση από τα σαλόνια του Κολωνακίου
και τους αναλυτές της «Καθημερινής», πως η Αριστερά είναι μια υπεύθυνη
πολιτική δύναμη, ικανή να συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία του
συστήματος εκμετάλλευσης…
ΠΗΓΗ: Εκτός Γραμμής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου