Το έμβλημα του Wassily Kandinsky του συμβολικού Blue Rider |
Αυτή τη φορά λέω να κάνουμε μια βουτιά σε πιο δύσκολα νερά,
αναζητώντας οφειλόμενες απαντήσεις σε ερωτήματα που έρπουν υπονομεύοντας
το τοπίο.
Εν τέλει, υποκύψαμε; Ο κόσμος της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής
κυριαρχίας και της λεγόμενης μετανεωτερικότητας έχει ματαιώσει τις
επαγγελίες της νεωτερικότητας, του γαλλικού διαφωτισμού και της
επανάστασης, ελευθερία-ισότητα-αδελφοσύνη;
Βυθιστήκαμε χωρίς (ή με περιορισμένες) ελπίδες ανέλκυσης, στο θολό
βυθό του κατακερματισμένου κόσμου που αφαιρεί από την προσδοκία την
ολότητά της;
Το απόσπασμα πήρε τη θέση του κοινού και ενιαίου κόσμου; Το “αφήγημα” τη θέση της Ιστορίας;
Μετατρέψαμε την Αριστερά σε ένα θραύσμα και την τέχνη σε θολή ανάμνηση μιας επανάστασης;
Ή και το αντίστροφο, την τέχνη σε θραύσμα και την επανάσταση σε θολή ανάμνηση;
Δηλαδή, και με τις δύο εκδοχές, εγκαταλείψαμε το όνειρο να ξαναδούμε τον κόσμο ενωμένο;
Εννοώ τη διαδικασία, την οποία υπερασπίστηκε ο Μαρξ, μέσω της οποίας η
φιλοσοφία (και με άλλο τρόπο η τέχνη) προωθεί την προβολή στην
πραγματικότητα πιθανών εικόνων ως μοντέλων ανατροπής και μετασχηματισμού
της κοινωνίας.
Αν θέλουμε να υποστηρίξουμε βάσιμα πως δεν υποκύψαμε, οφείλουμε να
ξανασυζητήσουμε τα θέματα που τίθενται, και όχι, παρακαλώ, με υπεκφυγές
και αποδράσεις, είτε προς το παρελθόν είτε προς το μέλλον.
Και κυρίως όχι με συχνές επαναλήψεις λέξεων, γιατί κινδυνεύουμε να
τις ακυρώσουμε - τόσο πιο πολύ κινδυνεύουμε όσο πιο σπουδαίες είναι.
Οφείλουμε να ξαναθέσουμε τις προτεραιότητες της πολιτικής για να
ξαναβρούμε το νήμα της προοπτικής και της ολότητας σε έναν
κατακερματισμένο κόσμο.
Και δεν μιλώ για την πολιτική γενικά, αλλά για μιά επαναστατική
πολιτική, εκείνη όπου η τέχνη και η ιδέα της επανάστασης είναι μέρη της
ίδιας εικόνας.
Εκπαιδευμένοι τα τελευταία χρόνια στην ιδεολογία του εφικτού, γίναμε
απελπιστικά ρεαλιστές. Δηλαδή ακυρώσαμε τον εαυτό της Αριστεράς, ήτοι
του επαναστατικού της σχεδίου.
Ακυρώσαμε εν πολλοίς και την ουσία της τέχνης, να αμφισβητεί την παρουσία προκειμένου να οικοδομήσει την ουτοπία.
Στεκόμαστε στο παρόν και χάνουμε το εν δυνάμει. Αλλά, εν τέλει, χάνουμε και το παρόν.
Ζούμε μια αντιστροφή των συμβάντων.
Θα εξηγηθώ.
Οι καλλιτέχνες όπως και όλοι οι οραματιστές αναζητούσαν τον χρυσό
αιώνα του ενοποιημένου ποιητικού τους κόσμου. Μια κοινωνία δημιουργίας
και αδελφότητας.
Οι ρομαντικοί τον αναζητούσαν σε κάποιο παρελθόν που χρησίμευε πάντα
ως η νοσταλγική αναζήτηση μιας χαμένης ευτυχίας του ανθρώπινου γένους.
Συνήθως στην κλασική ελληνική αρχαιότητα. Ο μοντερνισμός, διατηρώντας
τον ρομαντικό πυρήνα μιας νοσταλγίας, εστίαζε περισσότερο στις
χριστιανικές κοινότητες.
Οι κομμουνιστές αιωρήθηκαν μεταξύ αφενός μιας ρομαντικής αναζήτησης
και ταυτόχρονης υπέρβασης του παρελθόντος - τις κομμουνιστικές
πρωτόγονες κοινότητες και την υπέρβασή τους στην ανώτερη μορφή της
αναπτυγμένης σύγχρονης κομμουνιστικής κοινωνίας - και αφετέρου ενός
πολιτικού ρεαλισμού, που αρνήθηκε τις νοσταλγίες, αλλά συχνά γινόταν
υπερβολικά “πραγματιστικός”, έτσι ώστε να μη μπορεί να συλλάβει τον
κόσμο ως ολότητα, όπως τον υποσχόταν η θεωρία.
Δεν θέλω (ή μήπως ακριβώς αυτό θέλω;) εδώ να διατυπώσω τα παράπονά
μου από τα κόμματα της Αριστεράς, εννοώ της κομμουνιστικής Αριστεράς,
ούτε την προβληματική γύρω από τη διαχείριση της εξουσίας, στις χώρες
που τα κόμματα αυτά την άσκησαν.
Δεν θέλω (;), πολύ περισσότερο, να κάνω τα παράπονά μου στους
ανθρώπους της τέχνης γιατί εγκλωβισμένοι μεταξύ καλλιτεχνικών
ιδρυμάτων-μεγάρων και δημόσιας προβολής-διαφήμισης εγκατέλειψαν την
τέχνη ως απόπειρα αποκατάστασης της ενότητας του κόσμου ή καλύτερα κατά
Μπλοχ, ως προβολή της εξορθολογισμένης ουτοπίας.
Θέλω να επανέλθω (ή να επαναφέρω) το αρχικό ζητούμενο, τόσο της
τέχνης όσο και της μαρξιστικής επαναστατικής πολιτικής αντίληψης. Την
αναζήτηση της ενότητας του κόσμου.
Στον Οδ. Ελύτη βρίσκεται ένα σχετικό σχόλιο: “Πρόκειται για τη
βαθύτερη εκείνη δύναμη των αναλογιών που συνέχει τα παραμικρά με τα
σπουδαία ή τα καίρια με τα ασήμαντα, και διαμορφώνει, κάτω από την
κατατεμαχισμένη των φαινομένων επιφάνεια, ένα πιο στέρεο έδαφος, για να
πατήσει το πόδι μου - παραλίγο να πω η ψυχή μου. Μέσα σ’ ένα τέτοιο
πνεύμα είχα κινηθεί άλλοτε, όταν έλεγα ότι ένα τοπίο δεν είναι, όπως το
αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο, απλώς σύνολο γης, φυτών και υδάτων·
είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη”. (“Δημόσια και ιδιωτικά”)
Στο μικρό αυτό κείμενο νομίζω πως εντοπίζονται πολύ χαρακτηριστικά οι
μικρές αναλογίες, οι αναγκαίες για μια επαναστατική αντίληψη του
κόσμου. Κάτι πάνω στο οποίο θα ισορροπεί ένα σημερινό κομμουνιστικό
μανιφέστο.
Η δύναμη των αναλογιών που συνέχει τα μικρά με τα σπουδαία και διαμορφώνει ένα στέρεο έδαφος για να πατήσει η ψυχή μας.
Ο Έρικ Χόμπσμπάουμ υποστηρίζει πως “δεν υπάρχει αναγκαία ή λογική
σύνδεση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές ή πολιτιστικές
πρωτοπορίες και τα κόμματα της άκρας Αριστεράς του 19ου και του 20ου
αιώνα, παρότι και οι μεν και οι δε θεωρούσαν ότι εκπροσωπούν την
“πρόοδο” και το “μοντέρνο”, ενώ και τα δύο ήταν υπερεθνικά τόσο στην
ακτίνα δράσης τους όσο και στις φιλοδοξίες τους” (“Θρυμματισμένοι καιροί”).
Αυτή η διαπίστωση περισσότερο αναφέρεται στην περίπλοκη περιπέτεια
τόσο των καλλιτεχνικών πρωτοποριών όσο και του κομμουνιστικού κινήματος
(είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση) κατά τη διάρκεια αυτής της
ιστορικής περιόδου, παρά στην πραγματική επιδίωξη και των μεν και του
δε.
Περίοδος κατά την οποία φτηνύναμε πολύ το μαρξισμό με τα εγχειρίδια
και την ανάλογη τυποποίηση κι έτσι κληροδοτήσαμε μια πρόσληψη του κόσμου
σε κομμάτια, ακριβώς κατά τον τρόπο που μας τα παραδίδει ο νεωτερικός
και μετανεωτερικός κόσμος (που δεν μπορεί να είναι ο δικός μας),
αναπαράγοντας μια εξ ίσου κατακερματισμένη σκέψη και συνείδηση.
Ματαιώσαμε έτσι δραματικά, την ιδέα της ολότητας ως σύλληψης του
κόσμου. Ακινητοποιήσαμε τη σχέση μας με την τέχνη, τη δημιουργία, την
αναζήτηση, την αμφιβολία, την καινοτομία, την “αντίπαλη” μαρξιστική
ομάδα - κάτοχοι “ασφαλείς” του μέρους της αλήθειας που μας αρκεί για να
δικαιώνουμε την ύπαρξή μας.
Και εν τέλει, έτσι, ακυρώνουμε, λόγω λάθους στάσης, την προοπτική, το μεγάλο σχέδιο ανατροπής, το ρεαλισμό της ουτοπίας.
Σήμερα έχουμε ήδη πάρει μια χρονική απόσταση από την περίοδο εκείνη.
Γεγονός που μας επιτρέπει να αξιολογήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, και
κυρίως χωρίς το άγχος της αποσταστασιοποίησης από τις οικογενειακές μας
αμαρτίες, τόσο εκείνη την εποχή, όσο και τα ζητούμενα της τωρινής.
Και κυρίως να επαναφέρουμε το αίτημα της ολότητας.
Της ολότητας των επιθυμιών και προσδοκιών, που συμπυκνώνονται στο επαναστατικό μαρξιστικό κομμουνιστικό όραμα του κόσμου.
Δηλ. να διεκδικήσουμε το χρόνο, τη δημιουργία, την έρευνα, την τέχνη
κλπ. ως μέρη του ενιαίου σώματος της κοινωνίας και, συνεπώς, της
πολιτικής.
Με τον μαρξισμό, και για πρώτη φορά, αυτή η ολότητα εμφανίστηκε όχι ως μιά στατική, “ως μιά τετελεσμένη αρχή του όλου”, αλλά μάλλον ως μιά ουτοπική, ή ακριβέστερα, “ως μιά συγκεκριμένη ουτοπική ολότητα, ως η λανθάνουσα διαδικασία ενός ατελούς ακόμη κόσμου” (Ερσντ Μπλοχ).
Με την έννοια, ότι το όραμα, η επιδίωξη γίνεται τόσο πραγματικότητα
όσο και η τρέχουσα ζωή, και ασκεί τη γοητευτική του επίδραση στους
ανθρώπους σαν να είναι ένα εδώ και τώρα, δανεισμένο όμως από το μέλλον.
Όχι μια ονειροφαντασία αλλά η κατασκευή μιας παρούσας ζωής από τα υλικά μιάς επόμενης.
Όχι η επιθυμία στη θέση της πραγματικότητας αλλά η επιθυμία ως πραγματικότητα, που αλλάζει τα δεδομένα.
Το εν δυνάμει που βρίσκει την απόλυτη δικαίωσή του την επαναστατική
στιγμή. Όταν συμβαίνει. Ή που διεκδικεί αδιακόπως το μερίδιο στην
ολότητα εντός ενός κόσμου που κατακερματίζεται διαρκώς.
Αυτό είναι το κοινό ζητούμενο της πρωτοπορίας στην τέχνη και εκείνης
στην πολιτική. Αυτό συμπυκνώνει το κομμουνιστικό επιδιωκόμενο, όπως το
κατανοώ.
Η σκέψη της Αριστεράς οφείλει έτσι να κινείται ανάμεσα στον
ορθολογισμό και την ουτοπία. Ή μήπως η σύζευξη των δύο ισορροπεί σε μια
ανώτερη στιγμή της ανθρωπότητας, όταν συντελείται το θαύμα της
επαναστατικής έξαρσης και συνείδησης;
Δεν μιλώ για μια τυπική σύζευξη, δίκην συνοικεσίου. Αλλά για μια
ολότητα, έστω “ως λανθάνουσα διαδικασία ενός ατελούς ακόμη κόσμου”.
Όπως είναι κάθε επαναστατικό θαύμα.
Η ενοποίηση του σημερινού καπιταλιστικού τεμαχισμένου κόσμου δεν είναι εφικτή, όσο παραμένει καπιταλιστικός.
Η επιστροφή σε ένα χρυσό παρελθόν δεν είναι δυνατή.
Η ανατροπή του είναι η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα.
Αλλά το παρόν μας εξουσιάζει και δεν μπορούμε να απογειωθούμε από αυτό.
Μπορούμε όμως να το αλλάζουμε ως επιδίωξη, η οποία αντιλαμβάνεται την
ολότητα και δεν υποκύπτει στον κυριαρχούντα κατακερματισμό. Που
απορρίπτει την ιδιοκτησιακή σχέση με την αλήθεια και ακολούθως με το
Κόμμα, ως αστική υποταγή στα δεδομένα του τεμαχισμού.
Που επανασυγκροτεί την πραγματικότητα ως σύλληψη του μέλλοντος για να τη διεκδικήσει ολόκληρη στο παρόν.
Είναι αυτό που λέει ο Έρνστ Μπλοχ: “Το όχι-ακόμα είναι επίσης και
εδώ-και-τώρα: παρεισδύει μέσα στο παρόν ως επαναστατική συνείδηση, ως
υποθετική νίκη μιάς μοναδικής επαναστατικής στιγμής”.
Εμείς, πιστοί άλλοτε της ορθοδοξίας του Κόμματος, και όχι του
μαρξισμού, ίσως θα είχαμε γλυτώσει από πολλά δεινά τη σκέψη μας και τα
κορμιά μας αν είχαμε μελετήσει πιο προσεκτικά τους στίχους του
“Φιλοκτήτη” (και όχι μόνο), του ομόδοξου ποιητή Γ. Ρίτσου.
Ή κι αν είχε ακουστεί στην κυριολεξία και την ουσία της η δραματική
επίκληση του Μιχάλη Κατσαρού (Κατά Σαδδουκαίων, 1953), τόσο νωρίς και
τόσο προφητική, σαν τωρινή:
“Ξαφνιάζονται οι άνθρωποι σαν ακουστεί
το Εμπρός επαναστάτες
ξαφνιάζονται σαν ακουστεί Ελευθερία…
Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής
Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο”.
ΠΗΓΗ: - Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου