Του Κώστα Μάρκου.
Οι
πολύμορφες εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στην
αντι-ασφαλιστική μεταρρύθμιση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, της ΕΕ
και του ΔΝΤ, φαίνεται πως αποτελούν την αρχή μιας νέας ανόδου
των κοινωνικών αγώνων, μετά από μια μακρά καθοδική πορεία, από το 2012
και την αρχή απαγκίστρωσης ευρύτερων μαζών από τις αυταπάτες για τον
ΣΥΡΙΖΑ.
Χαρακτηρίζονται από επιμονή και διάρκεια,
σε ορισμένους κλάδους από μαζικότητα, από ενωτική δυναμική και νέες
δομές οργάνωσης. Έχουν ήδη ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην εφαρμογή
σημαντικών μέτρων του τρίτου μνημονίου, παρά την ταπεινωτική απαίτηση
του Σόιμπλε προς τον Τσίπρα, «είναι η εφαρμογή ηλίθιε».
Ο γρίφος των πολιτικών εξελίξεων
Η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου,
στριμωγμένη ανάμεσα στις λαϊκές αντιδράσεις ενάντια στα αντιασφαλιστικά
μέτρα του νομοσχεδίου και στις πιέσεις ΕΕ και ΔΝΤ για προσθήκη και
άλλων, φθείρεται γοργά. Οι επιλογές της ξεσκεπάζουν το δήθεν
δημοκρατικό, κοινωνικά ευαίσθητο, φιλομεταναστευτικό, αντινεοφελελεύθερο
και φιλειρηνικό προσωπείο της με την αστυνομική βία, τα στρατόπεδα
συγκέντρωσης μεταναστών, το ξεπούλημα λιμανιών, τη στρατηγική συμμαχία
με ΗΠΑ και Ισραήλ.
Ωστόσο, αυτή η κυβέρνηση δεν θα
καταρρεύσει αυτομάτως με την πρώτη βροχή κοινωνικών αντιστάσεων.
Στηρίζεται ακόμη από την αστική τάξη (π.χ. στήριξη του ΣΕΒ στο
ασφαλιστικό) και έχει πίσω της αμερικανικές και γαλλικές πλάτες.
Συνεχίζει όλες τις μέχρι τώρα κανιβαλικές πολιτικές των κυβερνήσεων ΝΔ
και ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν έχει αναγκαστεί να βάλει βαθιά το χέρι στη λαϊκή
τσέπη (όπως η ΝΔ με τον ΕΝΦΙΑ). Την ανέχονται ακόμη σημαντικά τμήματα
εργαζομένων.
Η ίδια δείχνει προς το παρόν κάποια
ικανότητα στους ελιγμούς απέναντι στο λαϊκό κίνημα –εξάλλου για αυτό
στηρίχθηκε από την αστική τάξη και έγινε ανεκτή από τη Μέρκελ. Όμως, η
«πολιτική με ταξικό πρόσημο» δεν μπορεί να συγκαλύψει για πολύ την
κανιβαλική πολιτική διαίρεσης με «ταξικό χώσιμο». Η κυβέρνηση θα
χρειαστεί νέα, μεγαλύτερη αφαίμαξη και από πολύ περισσότερους για να
αποπληρώνει «πλήρως και εγκαίρως» το δημόσιο χρέος, στρέφοντας
περισσότερα κοινωνικά στρώματα εναντίον της. Αργά ή γρήγορα και μάλλον
γρήγορα, θα μετατραπεί κι αυτή σε έναν ακόμη άταφο νεκρό του μνημονιακού
πολιτικού νεκροταφείου για να θαφτεί όριστικά κάτω από το βάρος της
προδοσίας της.
Το μεγάλο ερώτημα είναι προς τα που θα στραφούν
οι εργατολαϊκές συνειδήσεις και οι πολιτικές εξελίξεις. Από ποια
σκοπιά, με ποιο τρόπο και ποια προοπτική θα φθαρεί και «θα φύγει» η
κυβέρνηση; Από τα κάτω και αριστερά; Ή από τα πάνω και δεξιά;
Και οι δυο προοπτικές είναι παρούσες μέσα
στους αγώνες και τις πολιτικές διεργασίες. Αλλά και οι δυο είναι ακόμη
αδύναμες. Η μαχόμενη, αντι-ΕΕ Αριστερά έχει πληγεί στην προηγούμενη
ιστορική φάση. Οι ΝΔ - ΠΑΣΟΚ δεν έχουν ακόμη σβήσει τις αντιλαϊκές
μνήμες από τη διακυβέρνησή τους. Το αστικό στρατόπεδο χρειάζεται κάποιο
χρόνο για να ανασυνταχθεί προς ένα νέο σταθερό αντιδραστικό «διπολισμό»
με τις αντίστοιχες «τοποθετήσεις» στα ακροδεξιά, τα αριστερά και στο
κέντρο του.
Η αστική μνημονιακή «αντιπολίτευση»,
όμως, έχει το προβάδισμα. Και, ειδικά στις τωρινές κινητοποιήσεις,
αναβαθμίζει την «κινηματική» δράση «από τα κάτω», με τη μνημονιακή
γραφειοκρατία (ΓΣΕΕ, ομοσπονδίες κ.α.), τον εργοδοτικό συνδικαλισμό
(π.χ. σωματείο El Dorado, ορισμένοι σύλλογοι τραπεζών), τον ξεπουλημένο
αγροτοσυνδικαλισμό, τους αστικά ελεγχόμενους επαγγελματικούς και
επιστημονικούς φορείς κ.α. Για να αποπροσανατολίζει τους αγώνες και να
τους σπάει την κρίσιμη στιγμή σπέρνοντας την απογοήτευση.
Η «μνημονιακή συμπόρευση» στο κίνημα αποτελεί ένα επικίνδυνο όπλο, το οποίο μέχρι στιγμής υποτιμάται
ως κίνδυνος. Σε αυτήν προστίθεται η άμεση παρέμβαση των καθεστωτικών
μέσων ενημέρωσης στους αγώνες και η πιο «κινηματική» εκδοχή της
νεοφασιστικής Χρυσής Αυγής, η οποία επιχειρείται να «ξεπλυθεί» από τα
εγκλήματά της.
Ταυτόχρονα, η αστική πολιτική προετοιμάζει ένα στρατηγικό χτύπημα στην καρδιά του δημοκρατικού ζητήματος:
Την ουσιαστική διάλυση του αντιστεκόμενου εργατικού συνδικαλιστικού
κινήματος με τα σχέδια για λοκ άουτ και δραστικό περιορισμό του
δικαιώματος στην απεργία, μαζί με την απελευθέρωση των απολύσεων, για
την περιφρούρηση των μνημονιακών «κατακτήσεων» και των επενδύσεων που με
απελπισία αναμένει.
Η υπόγεια αντίθεση που ωθεί, περιορίζει και ξαναωθεί τις κινητοποιήσεις
Οι αντιδράσεις των εργαζομένων ενάντια
στο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο έχουν πολλαπλές αιτίες, αλλά κινούνται
ανάμεσα σε μια υπόγεια αντίθεση:
Από τη μια πλευρά, η ανάγκη αντίστασης ενάντια στη νέα επαπειλούμενη χειροτέρευση της κοινωνικής θέσης πλατιών εργαζόμενων στρωμάτων στα όρια της φυσικής αντοχής τους και κάτω από τις ιστορικές κατακτήσεις του πολιτισμού, μαζί με την ανάγκη προάσπισης της ειρήνης και των δημοκρατικών κατακτήσεων απέναντι στη βαρβαρότητα των πολέμων και του εκφασισμού που πλησιάζει.
Στην Ελλάδα, αυτή η ανάγκη βρίσκει απέναντί της και τείνει αντικειμενικά στην αμφισβήτηση και ρήξη με το μνημονιακό αντεργατικό καθεστώς της κηδεμονίας και, μαζί με αυτό, στη σύγκρουση και έξοδο από το ευρωενωσιακό και νατοϊκό πλαίσιο, που αποτελούν ειδικές πολιτικές μορφές της κοινωνικής εξαθλίωσης, στα πλαίσια των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Σε αντίθεση με αυτή την ανατρεπτική πλευρά βρίσκεται η συνεχιζόμενη μεγάλη αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα, της εργατικής, αριστερής, αντικαπιταλιστικής πολιτικής και της κομμουνιστικής στρατηγικής. Η αδυναμία αυτή βάθυνε με τον αρνητικότερο πολιτικό συσχετισμό της νέας ιστορικής φάσης που εγκαινιάστηκε με τη συμφωνία της 20ης
Φεβρουαρίου 2015, κατοχυρώθηκε με το κοινοβουλευτικό πολιτικό
πραξικόπημα του Ιουλίου – Αυγούστου εναντίον του «Όχι» και
αποκρυσταλλώθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Τελικά, ενισχύθηκαν οι τάσεις διαπραγμάτευσης στα όρια του ευρω-μνημονιακού πλαισίου από πλευράς σημαντικών εργαζόμενων στρωμάτων.
Με βάση την προαναφερόμενη αντίθεση, οι νέοι κοινωνικοί αγώνες εκκινούν από ένα κατώτερο σκαλί, σε σχέση με αυτούς της φάσης 2010 – ‘12, αλλά έχουν ανώτερη αντικαπιταλιστική δυναμική.
Στη συγκεκριμένη ενότητα αντιθέσεων, η πρώτη τάση άμεσα ενισχύει το ριζοσπαστισμό στους κοινωνικούς αγώνες και την πολιτική πάλη, η δεύτερη τη φρενάρει. Ωστόσο, μεσομακροπρόθεσμα,
η δεύτερη τάση ενισχύει την πρώτη, διότι ενισχύει τη χειροτέρευση της
κοινωνικής θέσης των εργαζομένων και την ανάγκη εκ νέου και ανώτερης
αντίστασης σε αυτήν. Οδηγεί σε ενδυνάμωση της αντίθεσης και όχι σε
άμβλυνσή της, σε κοινωνική πολιτική αστάθεια και όχι σε σταθερότητα.
Πρόκειται για έναν Γόρδιο Δεσμό που δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Όπως κάθε Γόρδιος Δεσμός, αναζητά το σπαθί του. Και αυτό δεν είναι άλλο από ένα νέο ταξικό εργατικό και λαϊκό κίνημα, ένα νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα και το αντίστοιχο εργατολαϊκό, αντικαπιταλιστικό μέτωπο.
Απαισιόδοξες και παραλυτικές αναλύσεις
που εμφανίζονται, δεν λαμβάνουν υπόψιν την πρώτη τάση. Υπερφίαλες
εκτιμήσεις για «ραγδαίες ανατρεπτικές πολιτικές εξελίξεις» δεν λαμβάνουν
υπόψιν τη δεύτερη τάση. Πρόκειται για δυο αναλύσεις από διάφορα ρεύματα
της Αριστεράς, που συναντιούνται τελικά στην αδυναμία ή και την άρνηση
να σφυρηλατηθεί το σπαθί που θα κόψει τον Γόρδιο Δεσμό.
Ενωτική πάλη ενάντια στο ασφαλιστικό αλλά με ποιο περιεχόμενο;
Νικηφόρος και, προοπτικά, ανατρεπτικός
αγώνας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, εάν αρχικά, έστω και μειοψηφικά
και από σήμερα, δεν διαχωριστεί η εργατολαϊκή ταξική πτέρυγα, από το
μνημονιακό, εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, από τις
αστικοποιημένες επαγγελματικές και αγροτικές ενώσεις.
Ο διαχωρισμός και η αντιπαράθεση είναι αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής όρος. Απαιτείται ταυτόχρονα, η προβολή και διεκδίκηση εργατολαϊκών αιτημάτων, συγκροτημένων σε ένα αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα πάλης με αντιιμπεριαλιστικά, δημοκρατικά χαρακτηριστικά και στο αντίστοιχο κοινωνικοπολιτικό μέτωπο.
Με βάση όλα τα παραπάνω, στην τωρινή πολιτική συγκυρία, αναφύεται η επείγουσα ανάγκη για συγκέντρωση μαζικών ταξικών και αγωνιστικών δυνάμεων με αιχμή την πάλη ενάντια στο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο, πρώτα από όλα στο εργατικό κίνημα. Που θα συνενώσει τις σημερινές, κατακερματισμένες
προσπάθειες. Που θα υπερβαίνει τις ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Που θα θέσει τα
εργατικά δικαιώματα, ξεκινώντας από το ασφαλιστικό, στο κέντρο μια
ευρύτερης συσπείρωσης αγωνιστικών και ταξικών δυνάμεων των μικρομεσαίων
στρωμάτων, της διανόησης και των αγροτών. Που θα δώσει ελπίδα και
προοπτική για ένα μεγάλο εργατικό συντονισμό πάλης και ανατροπής.
Οι πολιτικές τακτικές συμφωνίες κοινής
δράσης όλων των δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράς πρέπει να υπηρετούν
αυτήν ακριβώς την ανάγκη.
Η παραπάνω ανάγκη μετατρέπεται, αργά αλλά
σταθερά, σε βαθύτερη κατανόηση και πλατύτερη απαίτηση από πρωτοπόρα
τμήματα της βάσης των αριστερών δυνάμεων. Σε αυτή την ανάγκη έχει
ανταποκριθεί καλύτερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τις σοβαρές αντιφάσεις της, με
την πρακτική της στο κίνημα και την επιστολή προς τις άλλες δυνάμεις της
Αριστεράς. Ανταποκρίνονται και οι πέντε οργανώσεις που συνυπέγραψαν την
«Κοινή ανακοίνωση για τη μάχη του ασφαλιστικού» (Ανασύνθεση ΟΝΡΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Ένωση των Δικαίων, Εργατικός Αγώνας, Ξεκίνημα).
Η ηγεσία του ΚΚΕ φαίνεται να λαμβάνει τα μηνύματα και πραγματοποιεί ορισμένες
αναπροσαρμογές στην τακτική του κόμματος (ρωγμές στην περιχαράκωση του
ΠΑΜΕ, λιγότερο επιθετικοί τόνοι προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α.). Πρόκειται για
αναπροσαρμογές σε θετική κατεύθυνση που, ωστόσο, δεν συγκροτούν συνολική αλλαγή πολιτικής τακτικής σε όφελος του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Για αυτό χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις
και παλινωδίες: Συναντήσεις «κορυφής» της ηγεσίας του ΚΚΕ με αστικούς
«θεσμικούς» παράγοντες, αλλά άρνηση συνάντησης με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Συντονισμός του μπλόκου της Νίκαιας με αγροτικά «μνημονιακά» μπλόκα,
αλλά άρνηση ουσιαστικής κοινής δράσης με τα άλλα ταξικά και αγωνιστικά
ρεύματα στο εργατικό κίνημα. Ταξικό, αντιμνημονιακό και αντι – ΕΕ
περιεχόμενο στις ανακοινώσεις ΠΑΜΕ και ΠΑΣΥ, αλλά στο πλαίσιο του
Πανελλαδικού Συντονισμού Αγροτικών Μπλόκων δεν υπάρχει λέξη ενάντια στα
μνημόνια, το χρέος, την ΕΕ και το Μητρώο καταστροφής των μικρών αγροτών.
Κάτι που συνιστά σοβαρή υποχώρηση προς τα
δεξιά στο μαζικό κίνημα, σε μια κρίσιμη στιγμή. Υποχώρηση που ενέχει
τον κίνδυνο να «ξεπλύνει» αγωνιστικά και από τα «αριστερά» τη Νέα
Δημοκρατία του Μητσοτάκη, βοηθά τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται «αντιδεξιός»
και, τέλος, ενισχύει την πίεση του συστήματος για διαπραγμάτευση εντός
του ευρωμνημονιακού πλαισίου.
Στη συνολική πολιτική πάλη και το
αντίστοιχο μέτωπο, δεν δικαιολογούνται οι υποχωρήσεις από τους βασικούς
κρίκους του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος (π.χ., στο
αίτημα για αποδέσμευση από την ΕΕ). Στους μαζικούς αγώνες ή τα επιμέρους
μέτωπα πάλης, μπορεί να δικαιολογείται «ένα βήμα πίσω» στο περιεχόμενο
των αιτημάτων, με βάση τους νέους συσχετισμούς, αλλά, πάντα με στόχο ένα
«άλμα προς τα μπρος». Για αυτό, όσο «πίσω» και αν πάει αυτό το βήμα, τα
αιτήματα πρέπει να επιδιώκεται να κινούνται σε κατεύθυνση αμφισβήτησης και, στην πορεία του αγώνα, σύγκρουσης με τα μνημονιακά όρια, την εξαθλίωση, το χρέος και την ΕΕ.
Η ηγεσία της ΛΑΕ κινείται μετωπικά στις διακηρύξεις και συνυπέγραψε με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κοινή δήλωση για «συγκρότηση ενός ενωτικού κέντρου αγώνα ταξικών και αγωνιστικών συνδικάτων ενάντια στην αντιδραστική ασφαλιστική μεταρρύθμιση». Αναμφισβήτητα είναι μια θετική ενέργεια. Αλλά, στην πράξη και μέχρι τώρα,
η ΛΑΕ δεν τιμά την υπογραφή της. Δεν έχει κάνει ουσιαστικές κινήσεις
προς αυτή την κατεύθυνση. Φαίνεται να φέρνει σε αντιπαράθεση την
(απαραίτητη για όλους) κομματική προβολή με τον αναγκαίο συντονισμό των
ταξικών δυνάμεων στο μαζικό κίνημα.
Την ίδια στιγμή, δεν έχει πάρει διαζύγιο
από τον κυβερνητικό συνδικαλισμό τμήματος του ΜΕΤΑ. Παρά τον
αντιμνημονιακό προσανατολισμό της, αποδέχεται την ηγεμονία του
μνημονιακού συνδικαλισμού της ΓΣΕΕ και των αντίστοιχων δυνάμεων στην
ΑΔΕΔΥ. Κυρίως, η ηγεσία της ΛΑΕ ακρωτηριάζει το περιεχόμενο και τη
δυναμική της πάλης με τις αντιφάσεις που έχει στην εκτίμηση για την ΕΕ
(π.χ. «γερμανική ΕΕ»). Το αίτημα για έξοδο από το ευρώ χωρίς σαφή
προσανατολισμό για έξοδο από την ΕΕ βοηθά τον Τσίπρα να ταυτίζει τον
αντι-ευρώ αγώνα με το αντιδραστικό Grexit του Σόιμπλε.
Και οι δυο αριστερές δυνάμεις, τελικά, στη σημερινή καμπή του αγώνα, φαίνεται δυστυχώς να προκρίνουν την αναμονή παραπέμποντας σε «κλιμάκωση με την κατάθεση» του νομοσχεδίου, δίνοντας πολύτιμο χρόνο στην κυβέρνηση.
Ο πολιτικός προσανατολισμός και η προοπτική των αγώνων
Κρίσιμο ζήτημα για μια νικηφόρα πορεία των αγώνων είναι ο πολιτικός προσανατολισμός και η προοπτική που προσδίδουν σε αυτούς οι πολιτικές πρωτοπορίες.
Οι επιδιώξεις της μαχόμενης Αριστεράς δεν
μπορεί να περιορίζονται στη χρήση του κινήματος για να πάρουν κάποια
καλύτερα εκλογικά ποσοστά στο αριστερό άκρο της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ και της
Βουλής.
Για να νικήσουν οι αγώνες, η
αντικαπιταλιστική, επαναστατική και κομμουνιστική Αριστερά προτείνει, ως
ενωτικό πολιτικό στόχο και προοπτική, το σπάσιμο του αντιδραστικού
μνημονιακού «κεκτημένου», τη ρήξη με την εξαθλίωση, το αντιδημοκρατικό
καθεστώς «έκτακτης ανάγκης», το χρέος, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Προτείνει την
εργατολαϊκή αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου.
Η εργατική τάξη, οι αυτοαπασχολούμενοι,
οι επαγγελματίες επιστήμονες, οι μικροί και μεσαίοι αγρότες, τα
«κλασικά» μικρομεσαία στρώματα, μαζί με τη νεολαία, τις γυναίκες, τις
δημοκρατικές και αντιπολεμικές κοινωνικές τάσεις, τις νέες ανάγκες για
εθνική αυτοδιάθεση απέναντι σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, μαζί με τις καταπιεζόμενες
εθνικές, θρησκευτικές και άλλες «μειονότητες», έχουν συμφέρον και ανάγκη
από αυτή την ανατροπή.
Η πρόταση για αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο εμπεριέχει και αναβαθμίζει τη δυνατότητα για κοινή πάλη όλων αυτών των στρωμάτων ενάντια στο κεφάλαιο με εργατική ηγεμονία.
Εμπεριέχει και αναβαθμίζει την πάλη ενάντια στους πολυεθνικούς
μονοπωλιακούς ομίλους και τον ιμπεριαλισμό, την πάλη για δημοκρατία και
ελευθερία. Δίνει συνείδηση, συνοχή και οργάνωση στους αγώνες τους.
Αναθέτει στους ίδιους τον πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο και όχι
σε ένα «κόμμα» ή «κυβέρνηση». Από αντικείμενα εκμετάλλευσης, καταπίεσης
και κοινοβουλευτικής κοροϊδίας, επιχειρεί να τους μετατρέψει σε
συνειδητό κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο της ανατροπής και
της ιστορίας. Προοπτικά, σε φορείς της εξουσίας και της κυβέρνησής τους.
Σε δημιουργούς της ιστορίας και της νέας κομμουνιστικής επανάστασης.
Στις τωρινές συνθήκες, η «άμεση» πολιτική
προοπτική των αγώνων δεν μπορεί να είναι κάποια νέα μορφή «κυβέρνησης
της Αριστεράς» ή κάποια μορφή «εργατικής λαϊκής εξουσίας». Και οι δυο,
ανεξάρτητα από τις διαφορετικές αφετηρίες και σκοπούς, εκτός του ότι δεν
δικαιολογούνται (και μάλλον γελοιοποιούνται) από τους πολιτικούς
συσχετισμούς, προσανατολίζουν τους αγώνες και το αναγκαίο κοινωνικό
μέτωπο στην εκλογική αναμονή, σε κοινοβουλευτική ενσωμάτωση. Άθελά τους,
«δουλεύουν» υπέρ του Μητσοτάκη.
Φυσικά, η πρόταση πολιτικής προοπτικής
του καθενός, δεν μπορεί να τίθεται ως προϋπόθεση τακτικών συμφωνιών για
κοινή δράση στο μαζικό κίνημα ή σε επιμέρους πολιτικά μέτωπα. Αλλά
μπορεί και πρέπει να τίθεται στους μαζικούς αγώνες και να κρίνεται από
τους ίδιους του εργαζόμενους. Για αυτούς τους λόγους, είναι αναγκαία η
αυτοτελής συνένωση όλων των δυνάμεων αντικαπιταλιστικής,
αντιιμπεριαλιστικής, επαναστατικής και κομμουνιστικής στόχευσης σε ένα διακριτό πόλο συσπείρωσης. Σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλα τα αντίστοιχα ρεύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου