Μαυρίδης Κωνσταντίνος
Η 9η Νοεμβρίου 1923, ή η 9η του 11ου, έμεινε στη γερμανική ιστορία ως η μέρα του πραξικοπήματος της μπυραρίας, της πρώτης προσπάθειας των ναζί να στασιάσουν ενάντια στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και να καταλάβουν την εξουσία. Το εν λόγω πραξικόπημα απέτυχε λόγω της σθεναρής αντίστασης μιας χούφτας ανθρώπων, που έδρασαν αποφασιστικά την κατάλληλη ώρα και είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη του συνόλου σχεδόν της ηγεσίας του ναζιστικού κόμματος. Παρ’ όλα αυτά, η δίκη των στασιαστών έδωσε στον Χίτλερ και τους υπόλοιπους ναζί τον άμβωνα που αποζητούσαν για να διαφημίσουν τις ιδέες τους σε εθνικό επίπεδο και να πετύχουν έτσι μια δυσανάλογη, για το μέγεθος του κόμματός τους, προπαγανδιστική νίκη.
Οι μπυραρίες στις μεγαλύτερες πόλεις της νότιας Γερμανίας αποτελούσαν μέρη συγκέντρωσης για μπυροποσία, αλλά και ανταλλαγή πολιτικών απόψεων και σημεία διεξαγωγής πολιτικών συγκεντρώσεων, παράδοση που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Μια από τις μεγαλύτερες μπυραρίες του Μονάχου ήταν η Μπεργκερμπρόικελερ, όπου και πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα του Μονάχου το 1923. Στην περίοδο μετά τον Α΄ Π.Π. και την ήττα της Γερμανίας, δημιουργήθηκαν κάποια ακροδεξιά κόμματα από πρώην αξιωματικούς και στρατιώτες, που δεν είχαν χωνέψει την ήττα και είχαν διάφορες ρεβανσιστικές απόψεις, ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο, αλλά τα ένωνε το σφοδρό μίσος για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ, από το 1919, είχε λάβει εντολή από τον στρατάρχη Λούντεντορφ να διεισδύσει στο μικρό κόμμα των Γερμανών εργατών και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να γίνει ο ηγέτης του. Στις 27/9/23, ο Χίτλερ ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιούσε 14 μαζικές πολιτικές συγκεντρώσεις ενάντια στην κυβέρνηση και σαν απάντηση ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, φον Κνίλινγκ, κήρυξε το κρατίδιο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και διόρισε μια τριανδρία, που αποτελούνταν από τους φον Καρ, φον Λόσοβ και φον Σάϊσερ, ως υπεύθυνους για την τήρηση της τάξης. Στην πραγματικότητα ο φον Καρ, φανατικός μοναρχικός και εχθρός της Βαϊμάρης, πριν την επιλογή του στην τριανδρία συνομιλούσε καθημερινά με τον Χίτλερ περί σεναρίων ανατροπής της τάξης.
Στις 8/11, ο φον Καρ είχε οργανώσει μια πολιτική ομιλία στην μπυραρία Μπέργκερμπροϊ, όπου θα απευθυνόταν σε ένα κοινό 3.000 ατόμων. Στην ομιλία θα παρίστατο και όλη η πολιτική ηγεσία της Βαυαρίας μαζί με τους υπόλοιπους δύο της τριανδρίας. Ο Χίτλερ απλώς ζούσε για τέτοιες στιγμές και σε χρόνο μηδέν αποφάσισε την εισβολή στην μπυραρία, τη σύλληψη όλων και την κήρυξη εθνικιστικής επανάστασης. Ταυτόχρονα, ομάδες των S.A. θα καταλάμβαναν κτήρια-κλειδιά του Μονάχου και θα κινητοποιούσαν τους σπουδαστές της ακαδημίας αξιωματικών πεζικού για την κατάληψη άλλων αντικειμενικών στόχων. Όντως, το βράδυ της 8ης, 600 φαιοχίτωνες περικύκλωσαν τη μπυραρία, έστησαν ένα πολυβόλο στην είσοδο και ο Χίτλερ με καμιά 20ριά άτομα εισέβαλαν στην αίθουσα και με σπρωξιές άνοιξαν δρόμο στο πλήθος και έφτασαν στην εξέδρα. Εκεί, ο Χίτλερ πυροβόλησε στον αέρα, ανέβηκε σε μια καρέκλα και ανακοίνωσε την κήρυξη της επανάστασης, τη δημιουργία νέας κυβέρνησης και την επιτυχημένη κατάληψη των στρατώνων της αστυνομίας και του στρατού (πράγμα που δεν ίσχυε).
Με το που τελείωσε την ανακοίνωσή του, άφησε τον Γκέρινγκ να εξηγήσει τους λόγους της στάσης και με την απειλή περιστρόφου οδήγησε την τριανδρία σε ένα παρακείμενο δωμάτιο, όπου απαίτησε την υποστήριξή τους στο πραξικόπημα, ειδάλλως θα εκτελούνταν επί τόπου. Ο φον Καρ αρνήθηκε να συμμορφωθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή έφτασε στην μπυραρία και ο φον Λούντεντορφ, που πήγε αμέσως στο δωμάτιο που κρατούνταν οι τρεις και έκανε έκκληση στην αίσθηση του καθήκοντός τους και τους έπεισε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους έστω και διστακτικά. Στο μεταξύ, ο Χίτλερ είχε γυρίσει στο αμφιθέατρο, όπου έβγαλε έναν αυθόρμητο λόγο που μέσα σε δευτερόλεπτα άλλαξε τη διάθεση των συγκεντρωμένων. Ο Α. Μύλλερ, καθηγητής ιστορίας στο παν/μιο του Μονάχου, έγραψε αργότερα πως: «Ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν μάρτυς μιας τέτοιας πλήρους μεταβολής της διάθεσης του πλήθους μέσα σε λίγα λεπτά. Είχε κάτι από χόκους πόκους, σαν να τους είχε κάνει μάγια». Ο λόγος του Χίτλερ τελείωσε με τα λόγια: «Ή η γερμανική επανάσταση θα αρχίσει σήμερα και το αύριο θα μας βρει με μια πραγματική εθνικιστική κυβέρνηση στη Γερμανία, ή θα μας βρει νεκρούς πριν την αυγή». Ένα εκκωφαντικό παραλήρημα ιαχών ακολούθησε, σείοντας ολόκληρη την αίθουσα, αλλά και τους δρόμους γύρω απ’ αυτήν.
Το βράδυ χαρακτηρίστηκε από ταραχές και ασάφεια αφού κυβερνητικοί παράγοντες, και μονάδες του στρατού, δεν είχαν ακόμη αποφασίσει με ποιους να ταχθούν. Το πρωί αποφασίστηκε να συλλάβουν όλο το δημοτικό συμβούλιο του Μονάχου ως ομήρους, αλλά γρήγορα ο Χίτλερ συνειδητοποίησε πως το πραξικόπημα είχε βαλτώσει, καθώς οι κινηματίες δεν ήξεραν τι να κάνουν και εξέταζαν το ενδεχόμενο να τα παρατήσουν.
Τότε ο φον Λούντεντορφ διέταξε να γίνει πορεία μέσα στο Μόναχο, με κατεύθυνση το υπουργείο Άμυνας, όπως και έγινε, με 2.000 άτομα να παρελαύνουν σε αραιό σχηματισμό. Μπροστά στο κτήριο Φελντχερενχάλε, βρέθηκαν αντιμέτωποι με 100 οπλισμένους αστυνομικούς, αντάλλαξαν πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα τον θάνατο 16 ναζί και 4 αστυνομικών, αλλά και τον τραυματισμό του Χίτλερ, του Γκέρινγκ και άλλων και τη διάλυση της πορείας. Το πραξικόπημα είχε τελειώσει άδοξα. Ο άνθρωπος που σταμάτησε τους στασιαστές ήταν ο Φραντς Ματ, υπουργός Παιδείας της Βαυαρίας, ο οποίος απουσίαζε από την ομιλία στην μπυραρία και αποφασιστικά επικοινώνησε με τα αστυνομικά τμήματα και τον στρατό, δίνοντας οδηγίες στον κρατικό μηχανισμό για κατάπνιξη της στάσης πριν οι πραξικοπηματίες προλάβουν να παρέμβουν.
Στη δίκη-παρωδία για εσχάτη προδοσία, που έγινε μετά τη σύλληψη του Χίτλερ και των υπόλοιπων στασιαστών, ο Λούντεντορφ αθωώθηκε γιατί δήλωσε πως βρέθηκε εκεί κατά λάθος, οι Ε. Ρεμ και Β. Φρικ αφέθηκαν ελεύθεροι αν και είχαν κριθεί ένοχοι, ενώ ο Χίτλερ και ο Ες καταδικάστηκαν σε 5 χρόνια εγκλεισμού σε φρούριο, από τα οποία θα εξέτιαν τελικά 8 μήνες. Αυτή ήταν μια ιδιόμορφη ποινή, για άτομα που ο δικαστής έκρινε πως είχαν έντιμα αν και εσφαλμένα κίνητρα, που απέκλειε τα καταναγκαστικά έργα και προέβλεπε άνετα κελιά και καθημερινές επισκέψεις για τους κρατουμένους.
Για τον Χίτλερ, το πραξικόπημα, παρότι απέτυχε, του έδωσε τη δυνατότητα πρόσβασης σε εθνικό πλέον ακροατήριο και τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι για να κερδίσει την καρδιά του μέσου Γερμανού έπρεπε τα πάντα να συμβαίνουν υπό μία επίφαση νομιμότητας. Το 1933, ένας ακόμα συνδυασμός συντηρητικών-μοναρχικών-εθνικιστών, που θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τον Χίτλερ για τους δικούς του σκοπούς, θα έφερνε το ναζιστικό κόμμα στην εξουσία, όταν ο φον Πάπεν θα καλούσε τον Χίτλερ να σχηματίσει νόμιμη κυβέρνηση.
Οι μπυραρίες στις μεγαλύτερες πόλεις της νότιας Γερμανίας αποτελούσαν μέρη συγκέντρωσης για μπυροποσία, αλλά και ανταλλαγή πολιτικών απόψεων και σημεία διεξαγωγής πολιτικών συγκεντρώσεων, παράδοση που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Μια από τις μεγαλύτερες μπυραρίες του Μονάχου ήταν η Μπεργκερμπρόικελερ, όπου και πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα του Μονάχου το 1923. Στην περίοδο μετά τον Α΄ Π.Π. και την ήττα της Γερμανίας, δημιουργήθηκαν κάποια ακροδεξιά κόμματα από πρώην αξιωματικούς και στρατιώτες, που δεν είχαν χωνέψει την ήττα και είχαν διάφορες ρεβανσιστικές απόψεις, ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο, αλλά τα ένωνε το σφοδρό μίσος για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ, από το 1919, είχε λάβει εντολή από τον στρατάρχη Λούντεντορφ να διεισδύσει στο μικρό κόμμα των Γερμανών εργατών και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να γίνει ο ηγέτης του. Στις 27/9/23, ο Χίτλερ ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιούσε 14 μαζικές πολιτικές συγκεντρώσεις ενάντια στην κυβέρνηση και σαν απάντηση ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, φον Κνίλινγκ, κήρυξε το κρατίδιο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και διόρισε μια τριανδρία, που αποτελούνταν από τους φον Καρ, φον Λόσοβ και φον Σάϊσερ, ως υπεύθυνους για την τήρηση της τάξης. Στην πραγματικότητα ο φον Καρ, φανατικός μοναρχικός και εχθρός της Βαϊμάρης, πριν την επιλογή του στην τριανδρία συνομιλούσε καθημερινά με τον Χίτλερ περί σεναρίων ανατροπής της τάξης.
Στις 8/11, ο φον Καρ είχε οργανώσει μια πολιτική ομιλία στην μπυραρία Μπέργκερμπροϊ, όπου θα απευθυνόταν σε ένα κοινό 3.000 ατόμων. Στην ομιλία θα παρίστατο και όλη η πολιτική ηγεσία της Βαυαρίας μαζί με τους υπόλοιπους δύο της τριανδρίας. Ο Χίτλερ απλώς ζούσε για τέτοιες στιγμές και σε χρόνο μηδέν αποφάσισε την εισβολή στην μπυραρία, τη σύλληψη όλων και την κήρυξη εθνικιστικής επανάστασης. Ταυτόχρονα, ομάδες των S.A. θα καταλάμβαναν κτήρια-κλειδιά του Μονάχου και θα κινητοποιούσαν τους σπουδαστές της ακαδημίας αξιωματικών πεζικού για την κατάληψη άλλων αντικειμενικών στόχων. Όντως, το βράδυ της 8ης, 600 φαιοχίτωνες περικύκλωσαν τη μπυραρία, έστησαν ένα πολυβόλο στην είσοδο και ο Χίτλερ με καμιά 20ριά άτομα εισέβαλαν στην αίθουσα και με σπρωξιές άνοιξαν δρόμο στο πλήθος και έφτασαν στην εξέδρα. Εκεί, ο Χίτλερ πυροβόλησε στον αέρα, ανέβηκε σε μια καρέκλα και ανακοίνωσε την κήρυξη της επανάστασης, τη δημιουργία νέας κυβέρνησης και την επιτυχημένη κατάληψη των στρατώνων της αστυνομίας και του στρατού (πράγμα που δεν ίσχυε).
Με το που τελείωσε την ανακοίνωσή του, άφησε τον Γκέρινγκ να εξηγήσει τους λόγους της στάσης και με την απειλή περιστρόφου οδήγησε την τριανδρία σε ένα παρακείμενο δωμάτιο, όπου απαίτησε την υποστήριξή τους στο πραξικόπημα, ειδάλλως θα εκτελούνταν επί τόπου. Ο φον Καρ αρνήθηκε να συμμορφωθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή έφτασε στην μπυραρία και ο φον Λούντεντορφ, που πήγε αμέσως στο δωμάτιο που κρατούνταν οι τρεις και έκανε έκκληση στην αίσθηση του καθήκοντός τους και τους έπεισε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους έστω και διστακτικά. Στο μεταξύ, ο Χίτλερ είχε γυρίσει στο αμφιθέατρο, όπου έβγαλε έναν αυθόρμητο λόγο που μέσα σε δευτερόλεπτα άλλαξε τη διάθεση των συγκεντρωμένων. Ο Α. Μύλλερ, καθηγητής ιστορίας στο παν/μιο του Μονάχου, έγραψε αργότερα πως: «Ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν μάρτυς μιας τέτοιας πλήρους μεταβολής της διάθεσης του πλήθους μέσα σε λίγα λεπτά. Είχε κάτι από χόκους πόκους, σαν να τους είχε κάνει μάγια». Ο λόγος του Χίτλερ τελείωσε με τα λόγια: «Ή η γερμανική επανάσταση θα αρχίσει σήμερα και το αύριο θα μας βρει με μια πραγματική εθνικιστική κυβέρνηση στη Γερμανία, ή θα μας βρει νεκρούς πριν την αυγή». Ένα εκκωφαντικό παραλήρημα ιαχών ακολούθησε, σείοντας ολόκληρη την αίθουσα, αλλά και τους δρόμους γύρω απ’ αυτήν.
Το βράδυ χαρακτηρίστηκε από ταραχές και ασάφεια αφού κυβερνητικοί παράγοντες, και μονάδες του στρατού, δεν είχαν ακόμη αποφασίσει με ποιους να ταχθούν. Το πρωί αποφασίστηκε να συλλάβουν όλο το δημοτικό συμβούλιο του Μονάχου ως ομήρους, αλλά γρήγορα ο Χίτλερ συνειδητοποίησε πως το πραξικόπημα είχε βαλτώσει, καθώς οι κινηματίες δεν ήξεραν τι να κάνουν και εξέταζαν το ενδεχόμενο να τα παρατήσουν.
Τότε ο φον Λούντεντορφ διέταξε να γίνει πορεία μέσα στο Μόναχο, με κατεύθυνση το υπουργείο Άμυνας, όπως και έγινε, με 2.000 άτομα να παρελαύνουν σε αραιό σχηματισμό. Μπροστά στο κτήριο Φελντχερενχάλε, βρέθηκαν αντιμέτωποι με 100 οπλισμένους αστυνομικούς, αντάλλαξαν πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα τον θάνατο 16 ναζί και 4 αστυνομικών, αλλά και τον τραυματισμό του Χίτλερ, του Γκέρινγκ και άλλων και τη διάλυση της πορείας. Το πραξικόπημα είχε τελειώσει άδοξα. Ο άνθρωπος που σταμάτησε τους στασιαστές ήταν ο Φραντς Ματ, υπουργός Παιδείας της Βαυαρίας, ο οποίος απουσίαζε από την ομιλία στην μπυραρία και αποφασιστικά επικοινώνησε με τα αστυνομικά τμήματα και τον στρατό, δίνοντας οδηγίες στον κρατικό μηχανισμό για κατάπνιξη της στάσης πριν οι πραξικοπηματίες προλάβουν να παρέμβουν.
Στη δίκη-παρωδία για εσχάτη προδοσία, που έγινε μετά τη σύλληψη του Χίτλερ και των υπόλοιπων στασιαστών, ο Λούντεντορφ αθωώθηκε γιατί δήλωσε πως βρέθηκε εκεί κατά λάθος, οι Ε. Ρεμ και Β. Φρικ αφέθηκαν ελεύθεροι αν και είχαν κριθεί ένοχοι, ενώ ο Χίτλερ και ο Ες καταδικάστηκαν σε 5 χρόνια εγκλεισμού σε φρούριο, από τα οποία θα εξέτιαν τελικά 8 μήνες. Αυτή ήταν μια ιδιόμορφη ποινή, για άτομα που ο δικαστής έκρινε πως είχαν έντιμα αν και εσφαλμένα κίνητρα, που απέκλειε τα καταναγκαστικά έργα και προέβλεπε άνετα κελιά και καθημερινές επισκέψεις για τους κρατουμένους.
Για τον Χίτλερ, το πραξικόπημα, παρότι απέτυχε, του έδωσε τη δυνατότητα πρόσβασης σε εθνικό πλέον ακροατήριο και τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι για να κερδίσει την καρδιά του μέσου Γερμανού έπρεπε τα πάντα να συμβαίνουν υπό μία επίφαση νομιμότητας. Το 1933, ένας ακόμα συνδυασμός συντηρητικών-μοναρχικών-εθνικιστών, που θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τον Χίτλερ για τους δικούς του σκοπούς, θα έφερνε το ναζιστικό κόμμα στην εξουσία, όταν ο φον Πάπεν θα καλούσε τον Χίτλερ να σχηματίσει νόμιμη κυβέρνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου