της Μαρίας Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Όνομα πατρός: ορφανή. έτσι
πάντα έγραφε το ενδεικτικό της, λες κι ο πατέρας που είχε γνωρίσει δεν είχε
όνομα, λες και ήταν μούλικο. Το ενδεικτικό της με πάντα καθαρογραμμένο το «10
ΑΡΙΣΤΑ» της έμοιαζε βρισιά. Λες και χαριστικά της έβαζαν το 10. «Το καημένο το
ορφανό!» της έλεγαν με οίκτο κι αυτή μισούσε τη συμπόνοια τους.
Αν ήταν πεθαμένη η μάννα
της, ούτε που θα φαινόταν πουθενά (το όνομα της μάννας δεν το γράφουνε στα
ενδεικτικά και τους ελέγχους). Και όμως γιαυτήν, αν έλειπε η μάννα της,
τόνοιωθε καλά πως όλα θάταν χίλιες φορές χειρότερα. Σάμπως και τον καιρό που
ζούσε ο πατέρας της τον είχε περισσότερο στο σπίτι; Ναυτικός ήταν, πάντα
ταξίδια έλειπε, και πάνω στα δυο, στα τρία χρόνια ερχόταν φορτωμένος με δώρα
σαν αη Βασίλης.
Τις πρώτες μέρες όλα
πήγαιναν καλά, όλο φιλιά κι αγάπες, μοσκοβολούσε το σπίτι. Μα πριν καλά καλά
κλείσει η πρώτη βδομάδα άρχιζε η γκρίνια και οι καυγάδες κι ευτυχώς που δε
στέργιωνε για πολύ. Στο τέλος πάντα η Άννα εύχονταν το φευγιό του. Ίσως και
γιαυτό της στοίχισε τόσο σα μαθεύτηκε ο πνιγμός του. Ένοιωσε κάπως ένοχη γιατί
δεν έκανε ποτέ ότι περνούσε απ’ το χεράκι της να τον κρατήσει πιότερο κοντά
τους. Κι άρχισαν να τη βασανίζουν όνειρα και άρχισε ν’ αδυνατίζει, ήταν κι αυτά
τα μαύρα μες στο σπίτι που σου πλακώναν την καρδιά. Της φόρεσαν και κείνης
μαύρα. «Τι θα πει 8 χρονων παιδί; Καταλαβαίνει πια. Ένα πατέρα είχε και τι θα
πει ο κόσμος;»
Μονάχα τη νύχτα ντύνονταν τ’
άσπρα φανελένια νυχτικά κι ερχόταν η μάννα να τη σοβολιάσει. Τη φίλαγε στα
μαλλιά, της σταύρωνε το προσκέφαλο, της τσίμπαγε τη μύτη, και χαμογελώντας
πάντα της έσβηνε το φως κι απόμενε το φως του καντηλιού ψηλά στο εικονοστάσι να
καθρεπτίζεται στις χρυσαφένιες ρούσικες εικόνες και να σκορπά όλα τα φαντάσματα
κι όλους τους ίσκιους. Και όταν κάποιο βράδυ τρομαγμένη ξύπνησε και ανάμεσα σε
λυγμούς εξομολογήθηκε τις τύψεις που την τυραννούσαν, η μάννα της τη χάιδεψε
απαλά στα σγουρά μαλλιά που κατρακυλούσαν στο λευκό της μέτωπο κι έπειτα ήμερα
και σιγαλά σα σε παραμύθι της διηγήθηκε όσα δε μπόραγε να πει, θαρρώντας πως
μιλούσε σε παιδάκι.
-Αγαπιόμασταν, καρδούλα μου,
με τον πατέρα σου. Ένας θεός μονάχα ξέρει το πόσο αγαπιόμαστε. Για τι άλλα
τάχατες μπορούσαμε να κλεφτούμε; Μα βλέπεις, καπετανόπουλο εκείνος, φτωχιά και
έρημη εγώ, πώς να το συγχωρέσουν οι δικοί του; Είπαν πως τάχατες εσύ ήσουν η
φταίχτρα, πως το παιδί που κάναμε ήταν αιτία για να παντρευτούμε, πως τόκανα
ξεπίτηδες για να τον τυλίξω, λες και στον καιρό του πιο τρελού σου έρωτα
μπορείς να σκέφτεσαι με το μυαλό σου. Δεν τον απόδιωξαν όμως, δεν τον
καταράστηκαν, όπως θάκαναν άλλοι. Αντίθετα τον βάλαν καπετάνιο στα καράβια τους
κι έτσι πες πες του άνοιξαν τα μάτια. Από τότε που πίστεψε πως είχε κάνει λάθος
πάσχιζε να ξεφύγει από κοντά μας. Όχι, μας αγαπούσε πάντα, μα τούχαν θολωμένο
το μυαλό τα λόγια, η γλώσσα, παιδί μου, που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα
τσακίζει, κατά που λέγαν κι οι παλιοί.
Δεν του κρατάμε έχθρητα.
Ήταν ο άντρας του σπιτιού μας, ο αφέντης μας. Θυμάμαι ο δικός μου ο πατέρας πως
κλαίγοντας με πήγε να με κλείσει στο ίδρυμα, δεν ήμουν 5 χρόνων. Βλέπεις η
καινούρια του γυναίκα δεν ήθελε το παιδί της άλλης. Από τότε δεν τον ξανάδα,
άκουσα μονάχα πως πέθανε μόνος.
Η ζωή στο ορφανοτροφείο,
παντού η ίδια. Λες και με το μονότονο ντύσιμο της στολής, που τόσο θυμίζει
φυλακή όλα γίνονται ίδια, όλα σκεπάζονται μ’ ένα γκρίζο στρώμα θλίψης βαριάς
σαν καταχνιά, όχι τόσο ασήκωτη που να σε συνθλίβει, μα έτσι φτιαγμένη που να σ’
αναγκάζει να μη κοιτάς τίποτε έξω απ’ τον εαυτό σου. Σου μαθαίνουν πως πρέπει
να ευγνωμονείς το κράτος, την εκκλησία, τους βασιλιάδες, τους παπάδες, ολάκερη
την κοινωνία που σε ταΐζει αυτό το ξεροκόμματο, πως πρέπει να προσφέρεις πάντα
γιατί πάντα χρωστάς. Όλα τόσο μουντά και
άχαρα! Ακόμη και το κτίριο το είχαν βαμμένο σε αυτό το ξεπλυμένο κεραμιδί και
τα παράθυρα σ’ ένα καφέ άχαρο και κομμένο. Λες κι είχε θρονιαστεί για πάντα το
φθινόπωρο σε αυτούς τους χώρους με τους ατέλειωτους διαδρόμους και τους
θαλάμους με τα κιτρινισμένα από το χρόνο άσπρα σιδεροκρεβατα. Δε μπορούσες
νάχεις σχέσεις με τη διπλανή σου. Όλες οι ώρες ήταν κοινές. Κοινή δουλειά,
κοινή μελέτη, κοινή προσευχή, κοινές διαλέξεις και το σιωπητήριο τόσο αυστηρό!
Σκόπιμα, έλεγαν. Θέλαν ν’
αποφύγουν την κακή επίδραση των μεγαλύτερων στα μικρότερα. Μπορούσες ν’ ακούς
τη διπλανή σου να κλαίει με λυγμούς κι εσύ να γυρίζεις από το άλλο πλευρό και
να κάνεις την κοιμισμένη. Ήξερες. Σε λίγο θ’ άνοιγε η πόρτα και θάμπαινε η
επιστάτρια με το σιρόπι το ηρεμιστικό. «Αυτά έχει η ηλικία» ήταν το σύνθημα του
ιδρύματος κι έπειτα από λίγο η διπλανή σου θα κοιμόταν, ενώ εσύ θ’ απόμενες με
ορθάνοιχτα τα μάτια στο κενό προσμένοντας να ξημερώσει, μη ελπίζοντας πως η
καινούρια μέρα θάφερνε κάτι το σημαντικό σε σένα.
Σα γνώρισα τον Κωνσταντή,
τον πατέρα σου ήταν σα να πλημμύρισε άνοιξη η καρδιά μου. Θυμάσαι τον πατέρα
σου; Ήταν το πριγκηπόπουλο, που κάθε κορίτσι βλέπει στ’ όνειρό του. Θυμάμαι,
φορούσε τη μπλε στολή με το πηλήκιο κι είχε ένα χαμόγελο πειραχτικό στα χείλια.
Σοβάρευε απότομα σα με κοιτούσε. Εγώ δε θάμουν όμορφη. Πώς νάμαι όμορφη
τυλιγμένη στη γκρίζα μου στολή; Μούπε πως τα μάτια μου ήταν θεώρατα και
βιολετιά, πως τέτοια μάτια σ’ ολάκερο τον κόσμο δεν είχε ματαδεί. Ήτανε
σούρουπο και τα σγουρά μαλλιά του είχαν ένα παράξενο φλογισμένο μαύρο χρώμα.
Θυμάμαι τη σιγουριά πούνοιωσα στ’ άγγιγμα του χεριού του ενά τα καράβια
σφύριζαν και τα φασαριόζικα αυτοκίνητα βούιχαν στην προκυμαία.
Τον αγαπούσα. Θεέ μου πόσο
τον αγαπούσα! Κι αφ’ ότου γέννησα το παιδί του ένοιωσα ότι η ευτυχία μου ήταν
τόσο πλατιά κι ασήκωτη για τους αδύνατούς του ώμους.
Ο Θεός είναι δίκαιος.
Μοιράζει τις χαρές και τις λύπες με το χρυσό του ζύγι. Για μένα έκρινε πως τόση
χαρά μου είναι αρκετή. Και μου τον πήρε. Μου τον πήρε από την αρχή πριν μου τον
πάρει για πάντα. Μα τότε είχα την ελπίδα κάτι να γενεί. Δεν ξέρω τι, κανένα
θάμα. Να με κοιτάξει ξανά κατάματα σαν τότε με λατρεία, να μου κρατήσει το χέρι
σφιχτά….
Μα τώρα, μη στενοχωριέσαι.
Έφυγε, πες, για κάποιο μακρινό ταξίδι. Αμέρικα, ας πούμε, ή Κίνα ή Αυστράλια.
Κι αν δε γυρίσει, κάποτε εμείς θα πάμε να τον βρούμε, και τότε , τότε σίγουρα
θάχει πιο καθάριο βλέμμα. Πάντα χρυσό μου, ο μισεμός μας κάνει ν’ αγαπάμε
πιότερο, να μη ξεχνάμε. Ο θάνατος, αγάπη μου, είναι ένας μικεμός. Τίποτε
παραπάνω. Μη μου πικραίνεσαι λοιπόν. Εγώ σου παραστέκω. Η μάννα σου θα σου
σταθεί και μάννα και πατέρας.
Τη φίλησε ξανά σταυρωτά στα
μάγουλα, τη σκέπασε καλά κι έφυγε σαν άγγελος σβήνοντας το φως. Γλυκός που
έρχεται ο ύπνος μόλις στερεύει το δάκρυ! Και η Άννα ένιωσε σαν κείνα τα
παιδιά στα γλυκανάλατα εικονάκια του κατηχητικού, που στον ύπνο τους παραστέκουν
κάτι φουσκομαγούλικα σγουρομάλλικα αγγελάκια κι εκείνα ευτυχισμένα μες τον ύπνο
τους χαμογελούν.
Γιατί τάχατες οι κάρτες κι
οι εικονίτσες έπειξαν τέτοιο ρόλο στη ζωή της;
Βαστούσε λουλούδια; Ε, τότε
φαντάζονταν τον εαυτό της σαν κείνες τις πεντάμορφες στρουμπουλές κοπέλες των
ρομαντικών καρτ ποστάλ πούχαν δυο χέρια ενωμένα, δυο καρδιές κι άφθονα χαρωπά
λουλούδια σε στεφάνι. Σαν το καλοστοχάζεται βρίσκει πως τέτοιες έστελνε η μάννα
στον πατέρα συχνά κι έγραφαν αποκάτω πάντα «Μη με λησμόνει» «Δεν σε ξεχνώ» «Σ’
αγαπώ» και άλλα παρόμοια. Είχαν και περιστέρια, κάτασπρα περιστέρια, σαν κι
αυτά που γουργούριζαν στην αυλή τους, ήταν της κυρα Ζηνοβίας, πούχε ολάκερη
πολυκατοικία από τα σπιτάκια τους. Ήτανε ήμερα ζωντανά κι η Άννα συχνά άπλωνε
τη φούχτα της γιομάτη ψίχουλα ή σταράκι κι αυτά καλοκάθιζαν στην παλάμη της να
φάνε. Ο πατέρας έστελνε πάντα κάρτες ξενικές πούδειχναν μέρη αλλόκοτα, απ’ τα
πόρτα πούπιανε το καράβι τους κι έγραφε πάντα από πίσω «Απ’ τη Νιου Γιορκ Φιλιά
Κώστας». Λίγα λόγια, σταράτα. Λένε πως οι ναυτικοί, επειδής έχουν πολλήν ώρα
στα πέλαα, γράφουν ατέλειωτα γράμματα σε
κείνους που αγαπούν. Έχουν τον καιρό να τους θυμούνται όλους για όλα.
Ο πατέρας ποτέ δε θάστειλε
γράμμα. Πάντα κάρτα ή τηλεγράφημα. «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια» συνήθιζε να
λέει. Πάντα έστελνε ταχτικά στην Τράπεζα το μηνιάτικο και είχε δώσει εντολές
παντού να μη τους λείψει τίποτε. Βέβαια κι η μάννα, η φουκαριάρα, δεν ήταν από
κείνες τις λουσούδες, πούχουν το μυαλό στα φιγουρίνια και τις μόδες. Μόνη της
συγύριζε τα ρουχαλάκια τους, ήξερε καλή βελόνα, κάτι της έμεινε καλό από το
Ίδρυμα, και η Άννα μπορούσε να περηφανεύεται πως ήταν το πιο καλοντυμενο
κορίτσι στην τάξη.
Πράματα που για κείνη ήταν
φυσικά, η όμορφη Ιταλιάνα κούκλα, η γκέιδα που τραγουδούσε, το κουρδιστό αρκουδάκι,
φάνταζαν τόσο περίεργα κι αξιοθαύμαστα στα μάτια των πιο πλούσιων συμμαθητριών
της, που την έκαναν να τα εκτιμά πιότερο. Και όλα τούτα τα θάματα έφθαναν σε
πακετάκια, όποτε ξεμπαρκάριζε κάποιος από το πλήρωμα, δίχως γραφή με δυο λεξούλες
όλες κι όλες πάνω στο κουτί «Για την Άννα».
Από το θάνατό του κι έπειτα,
δεν είχε τίποτε πια να λαβαίνει. Μα δεν της έλειψαν πολύ. Δεν τάχε πεθυμήσει τα
παιχνίδια, όπως ποτέ της δεν πεθύμησε και το δικό του γυρισμό.
Μα από αυτό το βράδυ κάτι
άλλαξε. Σα να τον πρωτογνώρισε, σα να τον πρωτοαγαπούσε.
Θυμήθηκε το μέτωπό του,
πάντα σκεφτικό, το χαμόγελό του, πάντα λυπημένο, το χάδι του , πάντα
συγκρατημένο.
-Γιατί, πατέρα;
συλλογίστηκε, ενώ τα μάτια της έκαιγαν, έτοιμα να δακρύσουν. Και τότε ένιωσε με
μιας την πίκρα της ορφάνιας της, την έλλειψη της πατρικής αγκάλης, τη σιγουριά
του πατρικού χεριού, κι ένιωσε λυτρωμένη.
Θυμήθηκε τη μάννα της, την
αγάπη, την ελπίδα της. Η Άννα ήταν τυχερή. Είχε τουλάχιστον τη μάννα της. Και
ίσως, ποιος ξέρει; «Ο θάνατος είν’ ένας μισεμός». Ίσως σαν ξανασμίξουνε να
ξαναγαπηθούνε. Ίσως να γνωριστούνε απ’ την αρχή. Ίσως…. Αν υπάρχει ίσως στο
θάνατο.
Α Βραβείο Πανελλήνιου
Λογοτεχνικού Διαγωνισμού «Εταιρείας Ιατρών Λογοτεχνών» 1981
Περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων "Ο θηλυκός άνθρωπος"
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου