Των Καλλίνικου Νικολακόπουλου και Λεωνίδα Αναγνώστου
Το 2010 στην Ελλάδα υπήρχαν λειτουργούντες 22,6 μαγνητικοί τομογράφοι και 34,3 αξονικοί τομογράφοι ανά 1.000.000 κατοίκους, ενώ οι αντίστοιχοι μέσοι όροι των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν 13,3 και 23,2. Οι περισσότεροι μαγνητικοί και αξονικοί τομογράφοι είναι εγκατεστημένοι σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, με την μειοψηφία τους να βρίσκεται σε δημόσια νοσοκομεία. Το 2008 ο αριθμός των διαγνωστικών εξετάσεων, με χρήση μαγνητικών τομογράφων, που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα ήταν 97,9 ανά 1.000 κατοίκους, υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 48,1. Αντίστοιχα ο αριθμός των διαγνωστικών εξετάσεων το 2008, με χρήση αξονικών τομογράφων, που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα ήταν 320,4 ανά 1.000 κατοίκους, δυόμιση φορές μεγαλύτερος του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 127,9.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σαφής και ευθεία συσχέτιση των λειτουργούντων στην Ελλάδα μαγνητικών και αξονικών τομογράφων με τον αριθμό των γιατρών ανά 1.000 κατοίκους, καθώς και με τον αριθμό των πραγματοποιηθεισών διαγνωστικών εξετάσεων, οδηγεί στην αναμφίβολη ύπαρξη του φαινομένου της προκλητής ζήτησης. Το φαινόμενο θα επιδεινωθεί, λόγω της πρόσφατης κατάργησης των πληθυσμιακών κριτηρίων από το Υπουργείο Υγείας με την Υπουργική Απόφαση ΓΠ/ΟΙΚ 92211 ΦΕΚ 2494/13-10-2013, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των λειτουργούντων αξονικών τομογράφων.
Συγκρίνοντας τις πραγματοποιηθείσες διαγνωστικές εξετάσεις στην Ελλάδα με τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, εύκολα καταλήγουμε ότι παραπάνω από τις μισές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως άσκοπες (ενδεχομένως και πλασματικές).
Ειδικά όμως για την περίπτωση πραγματοποίησης διαγνωστικών εξετάσεων με τη χρήση αξονικών τομογράφων, επισημαίνουμε ότι μπορεί να προκαλέσουν επιβαρύνσεις στην υγεία των εξεταζόμενων, λόγω της άσκοπης έκθεσής τους σε ακτινοβολία. Η οικονομική αποδοτικότητα αφορά στην επίτευξη ή όχι του στόχου της μεγιστοποίησης των βελτιώσεων στην υγεία, που παράγονται με ένα δεδομένο επίπεδο δημόσιας δαπάνης, και διακρίνεται σε τεχνική και κατανεμητική αποδοτικότητα. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περί τεχνικής αποδοτικότητας, γιατί με δεδομένη την αριστοποίηση της τεχνολογίας οφείλουμε να ελαχιστοποιήσουμε το κόστος παραγωγής μιας δεδομένης ποσότητας προϊόντος, πράγμα που σαφώς παραβιάζεται σε μεγάλο βαθμό.
Η φροντίδα υγείας αν και μοιάζει με τα υπόλοιπα αγαθά, γιατί εξαρτάται από το εισόδημα και τις προτιμήσεις των ατόμων, καθώς και από τις σχετικές τιμές (όπως σε όλα τα αγαθά), διαφέρει γιατί η κατανάλωσή της εξαρτάται από την κατάσταση της υγείας των ατόμων (συχνά υπό τον πανικό της μόνιμης βλάβης ή και του θανάτου) που μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από ασυνείδητους γιατρούς, προκαλώντας σοβαρή οικονομική επιβάρυνση στον ασθενή ή στον ασφαλιστικό του φορά που συνήθως στην Ελλάδα επωμίζεται το θεραπευτικό κόστος.
Διαφέρει όμως από τα υπόλοιπα αγαθά, κυρίως επειδή χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία πληροφόρησης και αβεβαιότητα. Στα περισσότερα αγαθά ο καταναλωτής είναι ‘κυρίαρχος’, έχοντας αρκετά σαφή εικόνα της ποιότητας του προϊόντος, ή μπορεί να την αποκτήσει εύκολα με την επανάληψη και την εμπειρία. Στις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας υγείας, ο ασθενής δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει ιδία γνώση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων θεραπειών και διαγνωστικών εξετάσεων. Η πληροφόρησή του προκύπτει από τους ίδιους τους γιατρούς, που ενεργούν ως εκπρόσωποι-αντιπρόσωποι των ασθενών επιλέγοντας την κατάλληλη αγωγή-θεραπεία ή διαγνωστική εξέταση και στη συνέχεια την παρέχουν σε αυτούς.
Η ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ ασθενών και γιατρών, σημαίνει ότι οι ασθενείς δεν μπορούν να λειτουργούν ως κυρίαρχοι-ορθολογικοί καταναλωτές στον τομέα της υγείας, εκτός βέβαια και εάν γίνουν οι ίδιοι γιατροί.
Η συνέπεια της αδυναμίας αυτής, είναι σημαντικότατη για το είδος των καλλιεργούμενων σχέσεων μεταξύ ασθενών-καταναλωτών και γιατρών-παραγωγών. Οι ασθενείς δεν επιλέγουν γιατρό όποτε χρειάζεται να αγοράσουν υπηρεσίες υγείας, ώστε να προκαλείται ανταγωνισμός ανάμεσά τους, ενώ αντίθετα υιοθετούν μακροχρόνιες σχέσεις εμπιστοσύνης με τους επιλεγέντες γιατρούς σε καθοριστικές στιγμές της ζωής τους. Αυτή η μακροχρόνια σχέση, ισχύει ιδιαίτερα σε ιατρικές ειδικότητες όπως του παιδιάτρου, του γυναικολόγου, τον οικογενειακού γιατρού (αν υπάρχει), κάποιου γιατρού άλλης ειδικότητας (σε περίπτωση χρόνιας νόσου) κτλ.
Η ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ γιατρού και ασθενή, μπορεί να οδηγήσει στο φαινόμενο της προκλητής ζήτησης. Επειδή οι γιατροί λαμβάνουν οι ίδιοι για λογαριασμό των ασθενών αποφάσεις σχετιζόμενες με την ακολουθητέα θεραπεία ή διαγνωστική εξέταση, μπορεί να επιλέξουν θεραπείες υψηλότερου κόστους ή και περιττές-άχρηστες διαγνωστικές εξετάσεις συχνά επαναλαμβανόμενες, που δεν θα επέλεγε ο ασθενής εάν είχε τέλεια πληροφόρηση.
Το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης οδηγεί σε υπερβολική κατανάλωση, υπερβαίνοντας το κοινωνικά άριστο επίπεδο (απώλεια ευημερίας).
Η επαλήθευση του φαινομένου της προκλητής ζήτησης, δύσκολα αποδεικνύεται εμπειρικά (πώς θα μάθουμε π.χ. το είδος της θεραπείας που θα επέλεγε ο ασθενής για τον εαυτό του αν ήταν ο ίδιος γιατρός;). Διαπιστώνεται όμως ότι στα συστήματα αμοιβής κατά πράξη (fee-for service), το συνολικό κόστος της υγείας είναι υψηλότερο, αφού προσφέρεται κίνητρο στους γιατρούς για παροχή θεραπειών μεγαλύτερης ποσότητας και υψηλότερου κόστους. Στην περίπτωση πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ενός ασθενούς, ο συνδυασμός προκλητής ζήτησης και ηθικού κινδύνου μεγιστοποιεί το πρόβλημα.
Στην Ελλάδα, για το έτος 2009, η κατά κεφαλή φαρμακευτική κατανάλωση ήταν η υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις χώρες του ΟΟΣΑ (2,4% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 1,5% του ΑΕΠ για τις χώρες του ΟΟΣΑ και 1,7% για την ΕΕ). Ακόμη το 2011 στην Ελλάδα, η ορισμένη ημερήσια δόση φαρμακευτικής κατανάλωσης αντιβιοτικών ήταν 34,9 έναντι 20,7 που ήταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ (μακράν η υψηλότερη κατανάλωση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ). Το γνωστό και τεράστιο πρόβλημα της πολυφαρμακίας, καθιστά τους σχετικούς κινδύνους ακόμα μεγαλύτερους (π.χ. ανάπτυξη ανθεκτικών μικροβίων λόγω της αλόγιστης χρήσης αντιβιοτικών), ενώ η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι δύσκολη λόγω και της πολυπλοκότητας των αιτιών του.
Οι σημαντικότερες αιτίες σχετίζονται με τη λανθασμένη και αντιεπιστημονική νοοτροπία πολλών γιατρών (που δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσεων), με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τις ακολουθούμενες στρατηγικές μάρκετινγκ της φαρμακοβιομηχανίας και τη στρεβλή αντίληψη και νοοτροπία μεγάλου μέρους του πληθυσμού που ρέπει στη φαρμακευτική υπερκατανάλωση.
Αν και οι Έλληνες θεωρούνται από τους υγιέστερους πληθυσμούς παγκοσμίως, υπόκεινται σε δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες εκθέτοντας την υγεία τους σε σοβαρούς κινδύνους.
ΠΗΓΗ: Η ΣΦΗΚΑ:
Στην Ελλάδα, παρά την ύπαρξη ανεπαρκειών του συστήματος υγείας σε αρκετούς τομείς, παρατηρούνται υψηλότατοι δείκτες κατανάλωσης.
Η Ελλάδα το 2011 είχε 6,1 γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους, σχεδόν διπλάσιο αριθμό από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 3,2 (μακράν ο μεγαλύτερος αριθμός από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ). Αντίθετα στην Ελλάδα το 2009, υπήρχαν μόνο 3,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, ποσοστό 38% του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 8,7.
Η Ελλάδα το 2011 είχε 6,1 γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους, σχεδόν διπλάσιο αριθμό από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 3,2 (μακράν ο μεγαλύτερος αριθμός από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ). Αντίθετα στην Ελλάδα το 2009, υπήρχαν μόνο 3,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, ποσοστό 38% του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 8,7.
Το 2010 στην Ελλάδα υπήρχαν λειτουργούντες 22,6 μαγνητικοί τομογράφοι και 34,3 αξονικοί τομογράφοι ανά 1.000.000 κατοίκους, ενώ οι αντίστοιχοι μέσοι όροι των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν 13,3 και 23,2. Οι περισσότεροι μαγνητικοί και αξονικοί τομογράφοι είναι εγκατεστημένοι σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, με την μειοψηφία τους να βρίσκεται σε δημόσια νοσοκομεία. Το 2008 ο αριθμός των διαγνωστικών εξετάσεων, με χρήση μαγνητικών τομογράφων, που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα ήταν 97,9 ανά 1.000 κατοίκους, υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 48,1. Αντίστοιχα ο αριθμός των διαγνωστικών εξετάσεων το 2008, με χρήση αξονικών τομογράφων, που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα ήταν 320,4 ανά 1.000 κατοίκους, δυόμιση φορές μεγαλύτερος του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 127,9.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σαφής και ευθεία συσχέτιση των λειτουργούντων στην Ελλάδα μαγνητικών και αξονικών τομογράφων με τον αριθμό των γιατρών ανά 1.000 κατοίκους, καθώς και με τον αριθμό των πραγματοποιηθεισών διαγνωστικών εξετάσεων, οδηγεί στην αναμφίβολη ύπαρξη του φαινομένου της προκλητής ζήτησης. Το φαινόμενο θα επιδεινωθεί, λόγω της πρόσφατης κατάργησης των πληθυσμιακών κριτηρίων από το Υπουργείο Υγείας με την Υπουργική Απόφαση ΓΠ/ΟΙΚ 92211 ΦΕΚ 2494/13-10-2013, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των λειτουργούντων αξονικών τομογράφων.
Συγκρίνοντας τις πραγματοποιηθείσες διαγνωστικές εξετάσεις στην Ελλάδα με τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, εύκολα καταλήγουμε ότι παραπάνω από τις μισές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως άσκοπες (ενδεχομένως και πλασματικές).
Ειδικά όμως για την περίπτωση πραγματοποίησης διαγνωστικών εξετάσεων με τη χρήση αξονικών τομογράφων, επισημαίνουμε ότι μπορεί να προκαλέσουν επιβαρύνσεις στην υγεία των εξεταζόμενων, λόγω της άσκοπης έκθεσής τους σε ακτινοβολία. Η οικονομική αποδοτικότητα αφορά στην επίτευξη ή όχι του στόχου της μεγιστοποίησης των βελτιώσεων στην υγεία, που παράγονται με ένα δεδομένο επίπεδο δημόσιας δαπάνης, και διακρίνεται σε τεχνική και κατανεμητική αποδοτικότητα. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περί τεχνικής αποδοτικότητας, γιατί με δεδομένη την αριστοποίηση της τεχνολογίας οφείλουμε να ελαχιστοποιήσουμε το κόστος παραγωγής μιας δεδομένης ποσότητας προϊόντος, πράγμα που σαφώς παραβιάζεται σε μεγάλο βαθμό.
Η φροντίδα υγείας αν και μοιάζει με τα υπόλοιπα αγαθά, γιατί εξαρτάται από το εισόδημα και τις προτιμήσεις των ατόμων, καθώς και από τις σχετικές τιμές (όπως σε όλα τα αγαθά), διαφέρει γιατί η κατανάλωσή της εξαρτάται από την κατάσταση της υγείας των ατόμων (συχνά υπό τον πανικό της μόνιμης βλάβης ή και του θανάτου) που μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από ασυνείδητους γιατρούς, προκαλώντας σοβαρή οικονομική επιβάρυνση στον ασθενή ή στον ασφαλιστικό του φορά που συνήθως στην Ελλάδα επωμίζεται το θεραπευτικό κόστος.
Διαφέρει όμως από τα υπόλοιπα αγαθά, κυρίως επειδή χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία πληροφόρησης και αβεβαιότητα. Στα περισσότερα αγαθά ο καταναλωτής είναι ‘κυρίαρχος’, έχοντας αρκετά σαφή εικόνα της ποιότητας του προϊόντος, ή μπορεί να την αποκτήσει εύκολα με την επανάληψη και την εμπειρία. Στις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας υγείας, ο ασθενής δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει ιδία γνώση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων θεραπειών και διαγνωστικών εξετάσεων. Η πληροφόρησή του προκύπτει από τους ίδιους τους γιατρούς, που ενεργούν ως εκπρόσωποι-αντιπρόσωποι των ασθενών επιλέγοντας την κατάλληλη αγωγή-θεραπεία ή διαγνωστική εξέταση και στη συνέχεια την παρέχουν σε αυτούς.
Η ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ ασθενών και γιατρών, σημαίνει ότι οι ασθενείς δεν μπορούν να λειτουργούν ως κυρίαρχοι-ορθολογικοί καταναλωτές στον τομέα της υγείας, εκτός βέβαια και εάν γίνουν οι ίδιοι γιατροί.
Η συνέπεια της αδυναμίας αυτής, είναι σημαντικότατη για το είδος των καλλιεργούμενων σχέσεων μεταξύ ασθενών-καταναλωτών και γιατρών-παραγωγών. Οι ασθενείς δεν επιλέγουν γιατρό όποτε χρειάζεται να αγοράσουν υπηρεσίες υγείας, ώστε να προκαλείται ανταγωνισμός ανάμεσά τους, ενώ αντίθετα υιοθετούν μακροχρόνιες σχέσεις εμπιστοσύνης με τους επιλεγέντες γιατρούς σε καθοριστικές στιγμές της ζωής τους. Αυτή η μακροχρόνια σχέση, ισχύει ιδιαίτερα σε ιατρικές ειδικότητες όπως του παιδιάτρου, του γυναικολόγου, τον οικογενειακού γιατρού (αν υπάρχει), κάποιου γιατρού άλλης ειδικότητας (σε περίπτωση χρόνιας νόσου) κτλ.
Η ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ γιατρού και ασθενή, μπορεί να οδηγήσει στο φαινόμενο της προκλητής ζήτησης. Επειδή οι γιατροί λαμβάνουν οι ίδιοι για λογαριασμό των ασθενών αποφάσεις σχετιζόμενες με την ακολουθητέα θεραπεία ή διαγνωστική εξέταση, μπορεί να επιλέξουν θεραπείες υψηλότερου κόστους ή και περιττές-άχρηστες διαγνωστικές εξετάσεις συχνά επαναλαμβανόμενες, που δεν θα επέλεγε ο ασθενής εάν είχε τέλεια πληροφόρηση.
Το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης οδηγεί σε υπερβολική κατανάλωση, υπερβαίνοντας το κοινωνικά άριστο επίπεδο (απώλεια ευημερίας).
Η επαλήθευση του φαινομένου της προκλητής ζήτησης, δύσκολα αποδεικνύεται εμπειρικά (πώς θα μάθουμε π.χ. το είδος της θεραπείας που θα επέλεγε ο ασθενής για τον εαυτό του αν ήταν ο ίδιος γιατρός;). Διαπιστώνεται όμως ότι στα συστήματα αμοιβής κατά πράξη (fee-for service), το συνολικό κόστος της υγείας είναι υψηλότερο, αφού προσφέρεται κίνητρο στους γιατρούς για παροχή θεραπειών μεγαλύτερης ποσότητας και υψηλότερου κόστους. Στην περίπτωση πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ενός ασθενούς, ο συνδυασμός προκλητής ζήτησης και ηθικού κινδύνου μεγιστοποιεί το πρόβλημα.
Στην Ελλάδα, για το έτος 2009, η κατά κεφαλή φαρμακευτική κατανάλωση ήταν η υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις χώρες του ΟΟΣΑ (2,4% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 1,5% του ΑΕΠ για τις χώρες του ΟΟΣΑ και 1,7% για την ΕΕ). Ακόμη το 2011 στην Ελλάδα, η ορισμένη ημερήσια δόση φαρμακευτικής κατανάλωσης αντιβιοτικών ήταν 34,9 έναντι 20,7 που ήταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ (μακράν η υψηλότερη κατανάλωση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ). Το γνωστό και τεράστιο πρόβλημα της πολυφαρμακίας, καθιστά τους σχετικούς κινδύνους ακόμα μεγαλύτερους (π.χ. ανάπτυξη ανθεκτικών μικροβίων λόγω της αλόγιστης χρήσης αντιβιοτικών), ενώ η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι δύσκολη λόγω και της πολυπλοκότητας των αιτιών του.
Οι σημαντικότερες αιτίες σχετίζονται με τη λανθασμένη και αντιεπιστημονική νοοτροπία πολλών γιατρών (που δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσεων), με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τις ακολουθούμενες στρατηγικές μάρκετινγκ της φαρμακοβιομηχανίας και τη στρεβλή αντίληψη και νοοτροπία μεγάλου μέρους του πληθυσμού που ρέπει στη φαρμακευτική υπερκατανάλωση.
Αν και οι Έλληνες θεωρούνται από τους υγιέστερους πληθυσμούς παγκοσμίως, υπόκεινται σε δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες εκθέτοντας την υγεία τους σε σοβαρούς κινδύνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου