«Σου
γράφω όπως μου ζήτησες ότι κρατάω στη μνήμη μου από την τραγωδία του
χωριού μας. Ήσυχη ήταν η αυγή της 23ας Απρίλη 1944. Ξάφνου κροταλίσματα
πολυβόλων και κρότος οβίδων
τάραξαν την ησυχία του πρωινού και τον ύπνο όσων κοιμούνταν.
Τρομαγμένοι οι κάτοικοι σηκώθηκαν να πληροφορηθούν τι γίνεται. Φωνές,
πολλές φωνές από παντού ακούγονταν: Οι Γερμανοί! Ήρθαν Γερμανοί!.
Ανάστατοι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους παίρνοντας μαζί τους ότι
προλάβαιναν με κατεύθυνση το βουνό.Αυτά συνέβαιναν στη μεσαία και απάνω
συνοικία, γιατί ο Κάτω Μαχαλάς είχε ήδη καταληφθεί από τους Γερμανούς,
που ήρθαν από το Αμύνταιο. Οι πυροβολισμοί που ακούγονταν μέσα στο χωριό
δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις τους. Πυροβολώντας
αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, έμπαιναν μέσα στα σπίτια και
οδηγούσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, όπου
βρισκόταν το Νεκροταφείο της συνοικίας αυτής.
Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους, τους βάλανε στη σειρά κι
έστησαν μπροστά τους τα πολυβόλα. Τρόπος να το σκάσει κανείς δεν υπήρχε.
Μήτε δυνατότητα καμιά. Ωστόσο, δεν έλειψαν κι εκείνοι που αρνήθηκαν να
δεχτούν το θάνατο με σταυρωμένα χέρια. Όσο κι αν οι πιθανότητες σωτηρίας
ήταν περιορισμένες, ξεχύθηκαν προς το παρακείμενο ρεύμα και τους
λόφους. Η φωτιά των πολυβόλων δεν τους άφησε να ζήσουν για πολύ.
Ξάφνου, ενώ όλα ήσαν έτοιμα για την ολοκλήρωση της απάνθρωπης πράξης,
κάποιος αγγελιαφόρος πλησίασε τον επικεφαλής Γερμανό και του έδωσε ένα
χαρτί. Το διάβασε εκείνος και αμέσως διέταξε να οδηγήσουν τους κατοίκους
στην εκκλησία του Αρχάγγελου, όπου έμειναν αρκετές μέρες, φρουρούμενοι.
Έπειτα τους μεταφέρανε στην Πτολεμαίδα και τους έκλεισαν μέσα στα
Χάνια, σε αυστηρή απομόνωση.
Μέρες πολλές οι Γερμανοί δεν άφηναν να πλησιάσει κανένας! Αρκετοί
όμως κάτοικοι της Πτολεμαίδας κατόρθωσαν, δεν ξέρω με ποιο τρόπο, να
τους επιτραπεί να τους επισκεφθούν και να τους βοηθήσουν. Τούτο είναι
κάτι που οι Κατρανιτσιώτες δεν λησμονούν. Όλα αυτά γίνανε, όπως είπα πιο
πάνω, στον Κάτω Μαχαλά. Πιο απάνω από κει όμως, διαφορετική ήταν η
κατάσταση, γιατί οι Γερμανοί που είχαν ξεκινήσει από την Πτολεμαίδα, δεν
κατόρθωσαν να φτάσουν στις συνοικίες αυτές ταυτόχρονα με τους
Γερμανούς, που ξεκίνησαν από το Αμύνταιο. Τους καθυστέρησε πολλές ώρες
ένα φυλάκιο του ΕΛΑΣ που ήταν εγκατεστημένο στο πέρασμα κοντά στο χωριό
Μεσόβουνο. Αυτή η καθυστέρηση έδωσε την ευκαιρία στους Κατρανιτσιώτες να
αφήσουν το χωριό και να φτάσουν στο Βέρμιο.
Μόλις μπήκαν στη συνοικία, οι Γερμανοί αυτοί ειδικά έδειξαν τις
προθέσεις τους, γιατί άρχισαν να πυροβολούν όλους εκείνους που φεύγοντας
από την συνοικία και ακολουθώντας τη ρεματιά, μέσα στην οποία κυλάει ο
Ασπροπόταμος, προσπαθούσαν να φτάσουν στο βουνό.Δεν ήταν λίγοι αυτοί που
χάθηκαν τη μέρα εκείνη. Κοντά σ' όλους τους άλλους θανατώθηκαν σ' έναν
αχυρώνα της συνοικίας Σεβαστιανά, οι υπέργηροι Στέργιος Τασιώνης με τη
γυναίκα του, η υπέργηρη Φωτεινή Κυναλή με την κόρη της Αναστασία, τη
γυναίκα του μεγάλου γιου της και τα τέσσερα μικρά εγγόνια της. Λέγεται
ότι δεν τους τουφέκισαν, αλλά αφού τους έκλεισαν στον αχυρώνα, έβαλαν
φωτιά και τους κάψανε.
Οι άλλοι κάτοικοι, όσοι φτάσαμε στο βουνό, ακούγαμε τον αχό της μάχης
που γινόταν στο Άνω Γραμματικό και περιμέναμε να νυχτώσει με την ελπίδα
ότι οι Γερμανοί θα φεύγανε, όπως είχε συμβεί άλλες φορές. Το σκοτάδι
όμως που σιγά-σιγά έπεφτε, διέψευσε όλες μας τις ελπίδες, γιατί σε
αρκετή απόσταση από τις πλαγιές του κυρίως Βερμίου, όπου βρισκόμασταν,
γέμισε ο τόπος φωτιές που άναψαν οι Γερμανοί, για να διανυκτερεύσουν
εκεί.
Ξημέρωνε η 23η Απρίλη, μέρα Κυριακή. Μια ατέλειωτη φάλαγγα, περνώντας
μέσα από την απάνω συνοικία και ακολουθώντας τον δρόμο προς τη Νάουσα,
ερχόταν προς το μέρος μας. Φυσικό ήταν να πάρουμε το δρόμο για τις
κορφές του βουνού ζητώντας καταφύγιο μέσα στα δάση. Από κει μπορούσαμε
να παρακολουθούμε τις κινήσεις των Γερμανών, για να προγραμματίζουμε τις
δικές μας κινήσεις.
Φτάνοντας αυτοί στο μαντρί του Γιούρου, βρήκαν μέσα τον υπέργηρο
συνταξιούχο δάσκαλο Τρύφωνα Νικολούδη με τη γυναίκα του Νίνα και τον
υπέργηρο επίσης πεθερό του Χρήστο Παράσχο, τους οποίους και θανάτωσαν.
Έβαλαν φωτιά στο μαντρί, γι' αυτό και πιστεύεται ότι τους κάψανε
ζωντανούς. Προελαύνοντας προς το Βέρμιο, συνάντησαν τη ρεματιά όπου
κυλάει το ποτάμι, που κατεβαίνει από τις κορφές του βουνού. Εκεί βρήκαν
πολλούς κατοίκους και τους υποχρέωσαν να τους ακολουθήσουν. Σ' ένα
ξέφωτο, σταμάτησαν, μα η ομίχλη που σιγά-σιγά απλωνόταν, μας εμπόδιζε να
βλέπουμε τι γίνεται. Λίγη ώρα πέρασε και την ησυχία της ερημιάς τάραξε
μια κραυγή ανθρώπων, που έφτασε στα ουράνια και το κροτάλισμα των
πολυβόλων. Εκατό έξι (106) ήταν τα θύματα. Ανάμεσα τους οι γονείς μου, η
γιαγιά μου και πολλοί συγγενείς μου.
Ύστερα και πάλι σιωπή, ώσπου ν' ακουστεί και πάλι σε λίγο ο αχός της
μάχης στο Άνω Γραμματικό που συνεχιζόταν. Η ομίχλη σιγά-σιγά ανηφόριζε
προς τις κορφές του βουνού και τότε οι κρότοι γίνανε έντονοι,
εκκωφαντικοί. Ήταν τα βλήματα του πυροβολικού των Γερμανών που ρίχνονταν
καταπάνω μας.
Οι μέρες περνούσαν με συνεχές κυνηγητό, κάτω από καιρικές συνθήκες
χειμώνα. Έβρεχε ασταμάτητα. Μια μέρα, μάλιστα, έπεσε και χιόνι. Λες κι
ήταν σημαδιακό. Η πείνα ήταν μόνιμα κατάσταση. Μόνο το νερό και η θέληση
μας δίνανε φτερά νε τρέχουμε μέσα στις ρεματιές. Σε τέτοια κόλαση
βρέθηκαν οι Κατρανιτσιώτες τις μέρες εκείνες. Κάθε στιγμή ήταν μια
δοκιμασία. Διαρκής αγωνία μας έσφιγγε τα στήθια. Υπήρξαν όμως και
στιγμές που φαίνονταν απίστευτες. Εδώ θα αναφέρω απ' αυτές μόνο μία, που
είχε ως πρωταγωνιστή ένα μωρό στις φασκιές.
Στις 26 του Απρίλη, μέρα Τετάρτη, αποφασίσαμε να κατεβούμε πιο
χαμηλά, με την ελπίδα πως θα βρίσκαμε μέσα στις ρεματιές γυναικόπαιδα
της απάνω συνοικίας, που θα είχαν πάρει μαζί τους ψωμί. Ίσως μας έδιναν
λίγο. Τέσσερες μέρες είχαμε να βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας.
Πραγματικά συναντήσαμε κάμποσους συγχωριανούς. Εκεί πληροφορηθήκαμε
ότι το ίδιο το πρωί οι Γερμανοί είχαν ξετρυπώσει σ' άλλο σημείο της
ρεματιάς καμιά διακοσαριά συντοπίτες και τους πήραν μαζί τους στο χωριό.
Δεν ξέραμε ακόμα τι φοβερή μοίρα τους περίμενε.
Στο μεταξύ, όσο να μας καλοειπούν τα παραπάνω και να ξαποστάσουμε λίγο, κάποιος φώναξε:
-Έρχονται κατά δώθε οι Γερμανοί!
Καινούργια αγωνία ζωγραφίστηκε σ' όλων τα πρόσωπα. Οι γυναίκες με
υπεράνθρωπη προσπάθεια συγκρατήθηκαν να μην ξεφωνήσουν. Μερικά παιδιά,
που καταλάβαιναν τι συμβαίνει άρχισαν το κλάμα. Η στιγμή ήταν κρίσιμη.
Κυκλωμένοι και ανήμποροι να αντιδράσουμε, υποταχτήκαμε στη μοίρα μας
περιμένοντας το θάνατο. Οι μεγάλοι κατάφεραν πάντως να καθησυχάσουν τα
παιδιά και σταμάτησαν να κλαίνε. Σιωπή απόλυτη βασίλευε. Μόνο το κλάμα
ενός βρέφους άρρωστου ακουγόταν ασταμάτητο, μονότονο. Όλων τα μάτια
στράφηκαν προς την γυναίκα που το κρατούσε στην αγκαλιά της, γνέφοντας
της να φροντίσει το μωρό για να σταματήσει το μωρό να κλαίει. Όλες όμως
οι προσπάθειες της μέναν άκαρπες, το βρέφος συνέχισε να κλαίει,
παίρνοντας βαρειές ανάσες με το στόμα, γιατί η μύτη του ήταν κλειστή από
το συνάχι.
Σε τούτο το σημείο ένιωσα τη μεγαλύτερη συγκίνηση της ζωής μου. Τα
μάτια μου ήταν καρφωμένα στη μάνα με το μωρό στην αγκαλιά. Η δύστυχη
έφερνε παρακλητικά το βλέμμα σ' όλους μας από τον ένα στον άλλο,
ζητώντας κατανόηση. Μα οι Γερμανοί όλο και πλησιάζανε και ήταν φυσικό η
αγωνία όλων να μεγαλώνει. Τότε είδα τη μάνα να τυλίγει σε σβώλο μια άκρη
της ποδιά της, μέσα στο οποίο είχε τυλιγμένο το σπλάχνο της, να βάζει
το σβώλο μέσα στο ανοιχτό στόμα του παιδιού και να το σφίγγει πάνω της.
Το κλάμα σταμάτησε κι απόλυτη σιγή απλώθηκε. Μόνο οι βαριές ανάσες μας
ακούγονταν. Τότε η σιγή ασφαλώς μας γλίτωσε και δεν έφερε τους Γερμανούς
κοντά μας. Σωθήκαμε και τούτη τη φορά. Και το μωράκι, που τώρα είναι
άντρας πια, τριανταπέντε χρονών λέγεται Θεόδωρος Κοσμίδης και ζει στο
χωριό. Αναλογίστηκα όμως τότε τι ανταλλάγματα μπορεί να ζητήσει ο
άνθρωπος προκειμένου να ζήσει! Ακόμα και τη ζωή ενός βρέφους θυσιάζει κι
ας είναι αυτό ανήμπορο να υπερασπιστεί το δικό του δικαίωμα στη ζωή!
Όσο για κείνους τους άλλους, τους 200 συγχωριανούς, όπως έμαθα
αργότερα, τους έκλεισαν όλους μέσα στους αχυρώνες που βρίσκονταν κάτω
από την εκκλησία της Μεταμόρφωσης. Έπειτα έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν
ζωντανούς! Τι θηριωδία! Όλα αυτά συνέβαιναν στην Κατράνιτσα και στο γύρω
απ' αυτήν χώρο. Στην Πτολεμαίδα οι κρατούμενοι περνούσαν μέρες αγωνίας
και αβεβαιότητας για τη ζωή τους. Δεν ξέρω ποιοι και πως ενέργησαν και
μια μέρα τους άφησαν ελεύθερους. Δεν βγήκαν όμως από τα Χάνια όσοι
μπήκαν σ' αυτά. Γιατί στο μεταξύ οι Γερμανοί είχαν πάρει τη δασκάλα μας,
την Αναστασία Σιούλη, και τον Κώστα Βερβέρη και, όπως πληροφορήθηκα
αργότερα, τους υποχρέωσαν να σκάψουν τον τάφο τους με τα ίδια τους τα
χέρια!
Δεν ξέρω τι έγινε μετά τις 26 του Απρίλη στο χωριό μας, γιατί μαζί με
άλλους σπάσαμε την επομένη τον κλοιό των Γερμανών και απομακρυνθήκαμε.
Έφτασα στη Νάουσα, όπου με περίμενε η ζεστασιά ενός σπιτιού, οι αγκαλιές
των ανθρώπων που μένανε σ' αυτό και που δεν θα τους ξεχάσω στη ζωή μου.
Πάντα με λατρεία και συγκίνηση θα τους θυμάμαι. Ήταν το σπίτι σας, θεία
Ευθυμία. Ήσασταν εσείς. Στο πρόσωπο σας βρήκα τους χαμένους γονιούς
μου. Την αγάπη που είχε ανεπίστρεπτα χαθεί, τη βρήκα πάλι σε σας. Την
βρήκανε όλοι οι Κατρανιτσιώτες, από όλους τους Ναουσαίους, τα αδέλφια
μας.
Αυτά σε γενικές γραμμές για τη θυσία της Κατράνιτσας. Και ο
απολογισμός: Όλα τα σπίτια του χωριού, βοηθητικοί χώροι, αχυρώνες,
αποθήκες, καμένα. Μαζί μ' αυτά και τρεις από τις εφτά εκκλησιές. Και το
χειρότερο: Τριακόσια δέκα οκτώ (318) θύματα, κυρίως γυναικόπαιδα.
Ανάμεσα τους και βρέφη νεογέννητα. Το κακό όμως δεν σταμάτησε εδώ γιατί
από τις κακουχίες και τις στερήσεις προστέθηκαν και άλλα θύματα σ'
εκείνα των Γερμανών.
Μετά το 1945 το χωριό ξανάγινε, μα από τις δυόμισι και πλέον χιλιάδες
κατοίκους του, έμεινα σ' αυτόν, περίπου χίλιοι διακόσιοι, που
εγκαταστάθηκαν στον Κάτω Μαχαλά, γιατί η συμφορά έπεσε κυρίως στη μεσαία
και απάνω συνοικία. Σ' αυτές βλέπει κανείς να ξεπροβάλει, που και που
μέσα από τα χαλάσματα, δειλά-δειλά κάποιο σπίτι. Ποιος να χτίσει
αλήθεια, όταν υπάρχουν οικογένειες που χάθηκαν στο σύνολο τους! Άλλες
χάσαν όλα τους τα παιδιά, από άλλες μείνανε ένα ή δυο άτομα. Ποιοι θα'
χτιζαν στη μεσαία συνοικία, όταν από 60 οικογένειες μείνανε μόνο 10 ή 15
παιδιά; Ποιοι θα' χτιζαν στον προσφυγικό συνοικισμό της απάνω
συνοικίας, όταν από 30 οικογένειες σώθηκαν μονάχα 4 παιδιά;
Μ' αυτά που σου γράφω, θεία, πιστεύω να σου παρουσίασα την εικόνα της καταστροφής. (.)»
Πηγή: «Η ΠΡΟΓΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ», ΕΚΔ. 2002, ΠΑΡΘΕΝΑ ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου