Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Μνήμες Πολυτεχνείου -Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

 
Ήταν εκείνος ο Νοέμβρης του 73. 
Η Ελένη περπατούσε άσκοπα στην Αθήνα χαζεύοντας βιτρίνες. Οι φωνές του κόσμου την ξύπνησαν. Λες κι ερχόντουσαν από άλλο πλανήτη. Τι γυρεύουν όλοι τούτοι; συλλογίστηκε.
«Δε σε θέλει ο λαός. Παρ' τη Δέσποινα κι εμπρός» «Δεν περνάει ο Φασισμός» «'Εξω οι Αμερικάνοι» φώναζαν τοί­χοι κι ουρανοί. Κρεμασμένοι στα κάγκελα σα τσαμπιά σταφύλια τόσα παιδιά ατημέλητα, παιδιά της γενιάς της. Εκείνη ντυμένη με τις αυστηρότερες επιταγές της κομψότητας και του καλού γούστου, στολισμένη με λίγα μα πανάκριβα κοσμήματα. Κόσμος τους πετούσε σακούλες γεμάτες τρόφιμα. Κόσμος τους χειροκροτούσε. «Είναι της γενιάς μου;» συλλογίστηκε με τρόμο η Ελένη. Την έσπρω­χναν, τη τσαλάκωναν.
— Μπράβο παιδιά! φώναζαν όλοι. Νοικοκυραίοι ήσυ­χοι κι υπαλληλάκοι που γελούσαν κάτω από τα μουστάκια τους. Πάνω τους και τους φάγαμε. 
Χέρια με το σήμα της νίκης που πρόβαλαν από τα παράθυρα των λεωφορείων, των ταξί, των IX. Τρόλεϋ πούγραφαν «Κάτω η Χούντα» με κόκκινα ματωμένα γράμματα. 
Το πλήθος την έσπρωχνε προς τα μέσα. Δεν κατάλαβε πώς μπήκε. Περιφερόταν άσκοπα παρακολουθώντας τον πυρετό της δράσης. Τα με­γάφωνα που διαλαλούσαν τραγούδια και συνθήματα, τους χώρους δουλειάς. Όλα έδειχναν να δουλεύουν ρολόϊ. Μιά ταχτική κυψέλη. Θυμήθηκε την Κατασκήνωση. 'Ολοι ενω­μένοι για κάποιο κοινό σκοπό κι αυτή μέλος του συνόλου.
Εκεί σ' ένα διάδρομο τον πρωτόδε. Μετάφερε μια κο­πέλλα χτυπημένη στο κεφάλι. Κείνη περπατούσε, μα φθά­νοντας κοντά στην Ελένη ξάφνου λιποθύμησε.
-Βόηθα να τη μεταφέρουμε, της είπε επιταχτικά. Υπάκουσε αυτόματα πριν προλάβει να σκεφτεί πως το αίμα της φέρνει αναγούλα, πως θα λέρωνε το πανάκριβο ταγιέρ της. Την πήγαν στο ιατρείο κι εκείνος άρχισε να περιποιείται το τραύμα της.
-Κράτα δω, της είπε ενώ έδενε τον επίδεσμο. Η λιπόθυμη κοπέλα συνήλθε.
-Είσαι καλύτερα; ρώτησε κείνος.
Η χτυπημένη χαμογέλασε κεφάτα.
-Ψιλοπράματα...
Η Ελένη ένοιωσε άβολα, σα νάπαιζε σε λάθος έργο. Τι δουλειά είχε κείνη δω μέσα; Δε φοβόταν. Είχε βέβαια ακούσει για συλλήψεις, για ξύλο, για βασανιστήρια, για θάνατο ίσως, μα στη ζωή της πια δεν έβλεπε κανένα μέλ­λον. Είχε ζήσει πλούσια. Τι πιο πολύ περίμενε; Εκείνη τη στιγμή φέραν ένα παλληκάρι με χτυπημένο γόνατο.
-Θα με βοηθήσεις; στράφηκε σ' αυτήν εκείνος. Το βλέμμα του τη μαγνήτιζε. Να τόξερε πως είχε τέτοιες ικανότητες; Πάνω από το δεξί του φρύδι είχε μιαν ουλή ακόμη νωπή. 'Ηταν όμορφος, απίστευτα όμορφος θαρρείς τριγυρισμένος μ' ένα χρυσαφί σύννεφο. Δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο άνθρωπο. Παρατηρούσε τα χέρια του που επιδέξια τύλιγαν τον επίδεσμο. Δάχτυλα μακρυά κι ευλύγιστα, τόσο εκφραστικά.
-Θεέ μου, τον αγαπώ ψιθύρισε κάτι εντός της. Για πρώτη φορά στη ζωή της αγαπούσε έναν άντρα. Και τόσο ξαφνικά.
Έξω είχε βραδυάσει πια κι αυτή αμίλητη πάντα πλάϊ του με το βλέμμα χαμηλωμένο.
-Είσαι πολύ καλή, της είπε σε μια στιγμή και της χαμογέλασε.
'Εβλεπε ματωμένα πρόσωπα, συσπασμένα απ' τον πό­νο, πονούσε και θρηνούσε μαζί τους κι όμως κάτι αυθάδικο τραγουδούσε θριαμβικά εντός της. Ζούσε το δικό της ξαναγέννημα. Ενωνόταν ξανά με τον κόσμο. Πίστευε στο αύριο. Έλπιζε στον άνθρωπο. Όλο και πιο πολλοί τραυματι­σμένοι. Ο ιδρώτας έφτιαχνε χοντρές δροσοστάλες στο μέ­τωπο του, κει στην ουλή ρυάκι. Ακούσματα φοβερά τους κύκλωναν, ακούσματα που πλήθαιναν...
-Όλοι έξω βρόντησε ξάφνου η πόρτα. Μπήκαν. Το τανκ έρριξε την πύλη.
-Αν θες φύγε, της είπε τότε γλυκά. Μπορεί και να ξεφύγεις. Εγώ θα μείνω. Βλέπεις δε μπορούν να μετακινη­θούν.
-Θα μείνω, του είπε κοιτώντας τον αποφασιστικά στα μάτια.
Τότε εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε να δένει κάποιο χτυπημένο χέρι.
Οι φαντάροι τους βοήθησαν να μεταφέρουν τα τραυματισμένα παιδιά σ' ένα ασθενοφό­ρο που περίμενε.
-Προσοχή, τους ψιθύρισε κάποιος φαντάρος. Στη γω­νία περιμένουν μπασκίνες.
-Ελα πάμε, της είπε κείνος πιάνοντάς της το χέρι. Οι σειρήνες στρίγγλιζαν μανιασμένα, κραυγές και κλάμματα, σκοτάδι. Προχωρούσαν τοίχο τοίχο. Κει στη γωνιά κάτι σάλεψε.
-Αστυνομία ψιθύρισε και την τράβηξε στην πόρτα κάποιας πολυκατοικίας. Βήματα ακουγόντουσαν, βήματα στα τρεχάτα πλησίαζαν. Η πόρτα πίσω τους άνοιξε.
-Γρήγορα, ελάτε. ψιθύρισε κάποιος στο σκοτάδι.
Μπήκαν σε κάποιο διαμέρισμα γεμάτο κόσμο. Παιδιά, νέα παιδιά με μάτια γεμάτα φόβο. Τα πατζούρια σφαλιχτά, τα φώτα χαμηλά, οι πιο πολλοί καθισμένοι κατάχαμα, δε φτάναν τα καθίσματα. Κάτσαν κι αυτοί καταγής σε μια σκοτεινή γωνιά πλάϊ πλάϊ. Όλοι ψιθύριζαν. Πού και Πού κάποιος πυροβολισμός τους σταμάταγε ξαφνιασμένους.
-Με λένε Απόστολο, της είπε τότε. Σένα;
-Ελένη τ' αποκρίθηκε και χαμήλωσε το κεφάλι στα γόνατά της που αγκάλιαζε σφιχτά.
-Είσαι παράξενη Ελένη, της είπε τότε. Λες κι ήλθες από άλλο κόσμο...
-'Ηλθα, του είπε κοιτάζοντάς τον σοβαρά. Μόνο, πρό­σθεσε χαμογελώντας πικρά, μόνο που κει μέσα ξέχασα την τσάντα μου με διαβατήριο, ταυτότητα, κλειδιά και χρήμα­τα, κι έτσι φοβάμαι δε μπορώ να ξαναγυρίσω στον κόσμο μου.
-Θα τόθελες; τη ρώτησε μ ' ένα τρέμουλο στη φωνή. Δεν τ' αποκρίθηκε. Τα πόδια της πονούσαν, η μέση της πονούσε. Πόσες ώρες θάμεινε κει μέσα;
"Εχεις δίκιο να φοβάσαι συνέχισε κείνος. Αν τα βρουν εκείνοι την έχεις άσχημα. Ανακρίσεις, αστυνομία ΕΣΑ κι άντε ν' αποδείξεις πως δεν έχεις καμμιά σχέση με τα ταραχοποιά στοιχεία.
-Μα δε θέλω ν' αποδείξω κάτι τέτοιο, διαμαρτυρήθη­κε κείνη. Βρίσκεις πως δεν έχω καμμιά σχέση; τον ρώτησε σα να τον κατηγορούσε.
-Μείνε μαζύ μας είπε κείνος έντονα πιάνοντάς της σφιχτά το χέρι.
-Μα είμαι μαζύ σας, είπε η Ελένη ήρεμα. Δεν το βλέπεις;
Τότε κείνος την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μέτωπο. Ανατρίχιασε σύγκορμη. Κανείς δεν την έκανε να νοιώσει έτσι.
-Απόστολε του είπε σε λίγο κομπιάζοντας. Νομί­ζω... σ' αγαπώ. Γέλασε πικρά. Δεν είν' αστείο; Ούτε που σε ξέρω... Της έσφιξε το χέρι.
-Παράξενο. Ξέρεις... να κάπως έτσι νοιώθω κι εγώ. Ως τώρα πίστευα πως οι γυναίκες είναι κούφιες. Πάντα ειρωνευόμουν κεραυνοβόλους έρωτες, ρομάντζα... Ξέρεις από την ρώτη ώρα σ' ένοιωσα κάτι δικό μου. Υπάρχουν άνθρωποι που μια ζωή και δε γνωρίζονται κι άλλοι που μ' ένα βλέμμα σμίγουν για πάντα. Κι είναι μροστά μας δύσκολοι καιροί, κι οι δρόμοι μας τόσο αντίθετοι. Εχω μπροστά μου μια τραχειά ανηφόρα. Είμαι από φτωχή φα­μελιά, κυνηγημένη. Ο πατέρας μου αντάρτης στην Κατο­χή, έπειτα απ' τον εμφύλιο μια ζωή στην εξορία. Γεννήθη­κα στιγματισμένος. Δούλευα από παιδί, δούλευα για να σπουδάσω. Τώρα δε μπορούσα να πισωγυρίσω να προδώ­σω το αίμα του πατέρα μου, το σπαταλημένο αίμα τόσων ηρώων. Απ' την πρώτη μέρα της δικτατορίας πάλεψα όπως μπορούσα για να φύγει. Προκηρύξεις, μοιρασμένες χέρι χέρι. Μας έπιασαν αμέσως. Μ' έκλεισαν στη φυλακή, με χτύπησαν, με ποδοπάτησαν, μ' εξευτέλισαν. Δεν ξέ­ρεις τι είναι για ένα ελεύθερο άνθρωπο να ποδοπατούν την αξιοπρέπειά του, να τον εξευτελίζουν. Δεν είναι τόσο το ξύλο, όσο τ' ότι παύεις να πιστεύεις στην ανθρωπιά. Τού­τοι δω 'Ελληνες. Αυτοί οι σαδιστές είναι πατριώτες μου. Ίσως αν χρειαστεί να πολεμήσουμε δίπλα δίπλα, αυτοί που με συνθλίβουν. Χάϊδεψε το μέτωπό του. Χαμογέλασε πικρά.

-Πήρα και παράσημο, είδες. Σχεδόν νεκρό με βγάλανε. Με παρακολουθούσαν συνεχώς. Πώς βρέθηκαν τόσοι χα­φιέδες; Θαρρείς η μισή Ελλάδα σπιουνάρει τους άλλους μισούς. Πότε θα ξυπνήσει αυτός ο τόπος; ΙΙότε θα πάψει να σκύβει το κεφάλι;...


 "Νοέμβρης 1978
Όλες αυτές οι μνήμες του Πολυτεχνείου... 
Πόσο άναντροι φάνηκαν όλοι κείνα τα χρόνια. Την ησυχία του γύρευε ο καθένας!
 Τι κι αν ξαναρχόντουσαν δίσεκτοι καιροί; Μη τάχα θα τολμούσαμε ή ξανά θα κρυβόμαστε σα τρομαγμέ­να ζούδια;
Πόσοι ανώνυμοι ήρωες... 
Πόσοι αυτοί που καπηλεύονται την αντίσταση!
Τρομάζω τόσο με τους ανθρώπους. Πόσο λίγο άνθρωποι δείχνουν ώρες ώρες! 
Κι ο θάνατος ξανά μου κόβει την ανάσα.
Αξαφνα ολομεσίς στη πιο απλή μου ασχολία τους συλλογίζομαι. Ποιο τ' όφελος; Αύριο σίγουρα θα φανεί. Θριαμβευτής πάντα. ο θάνατος.
 Η αγωνία του κάθε ανθρώπου άχρωμη κι αταξική όπως κι η αγάπη του. Η δόξα κι η υστεροφημία τι ανίσχυρη παρηγοριά!!
Η ευτυχία... Καταδικασμένη να μαραθεί μόλις την αγγίξεις.
Κι έπειτα, σαν αναθυμιέσαι, πόσο η μνήμη μοιάζει με τ' όνειρο! "

Από "Ιφιγένεια εν Ελλάδι" απόσπασμα

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: