Ένα πρόβλημα ανακύπτει σήμερα οξύ μπροστά σε κάθε σοσιαλιστή που έχει βαθιά συνείδηση της ιστορικής ευθύνης που βαραίνει την τάξη της εργασίας και το κόμμα που ενσαρκώνει την κριτική και ενεργή συνείδηση αυτής της τάξης.
Πώς να
δαμάσει κανείς τις τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις πού έχει απελευθερώσει ο
πόλεμος; Πώς να τις πειθαρχήσει και να τούς δώσει μια πολιτική μορφή
πού να ενέχει τη δυνατότητα να αναπτύσσεται κανονικά, να τελειοποιείται
συνέχεια μέχρι να απογίνει η ραχοκοκκαλιά του σοσιαλιστικού κράτους,
μέσα στο οποίο θα ενσαρκώνει τη δικτατορία του προλεταριάτου; Πώς να
συνδέσουμε το παρόν με το μέλλον, ώστε να ικανοποιούμε τις πιεστικές
ανάγκες του παρόντος, δουλεύοντας επωφελώς για να δημιουργούμε και να
«προβλέπουμε» το μέλλον;
Αυτές οι
αράδες θέλουν να αποτελέσουν ένα κέντρισμα για σκέψη και δράση, θέλουν
να είναι ένα προσκλητήριο προς τους καλύτερους και πιο συνειδητούς
εργάτες για να σκεφτούν και ο καθένας, στη σφαίρα της αρμοδιότητας και
δράσης του, να συνεργαστεί για την επίλυση αυτού του προβλήματος,
τραβώντας την προσοχή των συντρόφων και των οργανώσεων πάνω στους όρους
υπό στους οποίους αυτό τίθεται. Μονάχα με κοινή και αλληλέγγυα δουλειά
διαφώτισης, πειθούς και αμοιβαίας διαπαιδαγώγησης, θα μπορούσε να
προκύψει η συγκεκριμένη δράση της συγκρότησης.
Το
σοσιαλιστικό κράτος υπάρχει κιόλας δυνητικά στους θεσμούς κοινωνικής
ζωής που προσιδιάζουν στην υπό εκμετάλλευση εργατική τάξη. Το να
διαρθρώσουμε μεταξύ τους αυτούς τους θεσμούς, να τους συντονίσουμε και
να τους υπαγάγουμε σε μια ιεραρχία αρμοδιοτήτων κι εξουσιών, να τους
συγκεντροποιήσουμε δυναμικά σεβόμενοι ταυτόχρονα τις αυτονομίες και τις
αναπόφευκτες διαρθρώσεις, καταλήγει στο να δημιουργεί από τώρα κιόλας
μιαν αληθινή και αυθεντική εργατική δημοκρατία, σε αποτελεσματική κι
ενεργή αντίθεση με το αστικό κράτος έτοιμη από τώρα κιόλας να
αντικαταστήσει αυτό το αστικό κράτος σε όλες του τις ουσιώδεις
λειτουργίες διαχείρισης και κυριαρχίας της εθνικής περιουσίας
Το εργατικό
κίνημα διευθύνεται σήμερα από το Σοσιαλιστικό κόμμα και τη
Συνομοσπονδία Εργασίας, αλλά η κοινωνική εξουσία του κόμματος και της
Συνομοσπονδίας ασκείται, στη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης, εμμέσως,
με τη δύναμη του κύρους και του ενθουσιασμού, με τις αυταρχικές πιέσεις,
και μάλιστα με την αδράνεια. Η σφαίρα κύρους του κόμματος αναπτύσσεται
κάθε μέρα, αγγίζει λαϊκά στρώματα ανεξερεύνητα μέχρι τούδε, παρακινεί τη
συναίνεση και γεννά την επιθυμία του να δουλέψουν αποτελεσματικά για
τον ερχομό του κομμουνισμού σε ομάδες και άτομα, απούσες ως τα σήμερα
από την πολιτική πάλη. Είναι απαραίτητο να δοθεί μορφή και σταθερή
πειθαρχία σε αυτές τις διάσπαρτες και χαοτικές ενέργειες, να
αφομοιωθούν, να διαμορφωθούν και να δυναμώσουν· να γίνει η προλεταριακή
και ημι-προλεταριακή τάξη μια κοινωνία οργανωμένη που να μπορεί να
αυτοδιαπαιδαγωγείται, να δημιουργεί την ίδια της την εμπειρία, και να
αποκτά μια συνείδηση υπεύθυνη για τα καθήκοντα που αναλογούν στις τάξεις
που φτάνουν στην κρατική εξουσία
Το
Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα επαγγελματικά συνδικάτα δεν θα μπορέσουν να
αφομοιώσουν ολόκληρη την εργαζόμενη τάξη παρά με ακατάπαυστη δουλειά που
μπορεί να διαρκέσει χρόνια ή και δεκάδες χρόνια ακόμα. Δεν ταυτίζονται
άμεσα με το προλεταριακό κράτος· πραγματικά, στις κομμουνιστικές
δημοκρατίες αυτοί οι δύο θεσμοί συνεχίζουν να υφίστανται ανεξάρτητα από
το κράτος, ως θεσμοί προώθησης (το κόμμα) ή ελέγχου και μερικής
εφαρμογής (τα Συνδικάτα). Το Κόμμα δεν πρέπει να παύσει να είναι το
όργανο της κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης, η εστία τής πίστης, ο
θεματοφύλακας της διδασκαλίας , η ανώτερη εξουσία πού εναρμονίζει και
καθοδηγεί στο σκοπό τις οργανωμένες και πειθαρχημένες δυνάμεις της
εργατικής και αγροτικής τάξης. Και ακριβώς, για να μπορέσει να φέρει σε
πέρας αυτό το λειτούργημα που του πέφτει, το Κόμμα δεν θα έπρεπε να έχει
ορθάνοιχτες τις πόρτες σε νέα μέλη που δεν είναι συνηθισμένα στην
άσκηση υπευθυνότητας και πειθαρχίας.
Αλλά η
κοινωνική ζωή της εργατικής τάξης είναι πλούσια σε θεσμούς, διαρθρώνεται
σε ποικίλες δραστηριότητες. Αυτοί ακριβώς οι θεσμοί και αυτές οι
δραστηριότητες είναι που πρέπει να αναπτυχθούν, να δομηθούν σε ένα
σύνολο, να συνταχθούν σε ένα πλατύ και ευέλικτα διαρθρωμένο σύνολο ,
ικανό να απορροφά και να πειθαρχεί ολόκληρη την εργατική τάξη,
Το
εργοστάσιο με τις επιτροπές επιχείρησης , οι σοσιαλιστικοί κύκλοι, οι
αγροτικές κοινότητες, είναι τα κέντρα της προλεταριακής ζωής πάνω στα
οποία είναι απαραίτητο να δρα κανείς άμεσα.
Οι επιτροπές της επιχείρησηςi
είναι θεσμοί εργατικής δημοκρατίας που πρέπει να ελευθερωθούν απολύτως
από τους περιορισμούς των εργοστασιαρχών και στις οποίες πρέπει να
εμφυσήξουμε μια ενέργεια και μια νέα ζωή. Σήμερα, οι επιτροπές
επιχείρησης περιορίζουν την εξουσία του καπιταλιστή στο εσωτερικό του
εργοστασίου και εκπληρώνουν της λειτουργίες της διαιτησίας και της
πειθαρχίας. Αναπτυσσόμενες και εμπλουτιζόμενες, πρέπει αύριο να είναι οι
θεσμοί της εργατικής εξουσίας, που πρέπει να αντικαταστήσουν τον
καπιταλιστή σε όλες τις χρήσιμες λειτουργίες του διεύθυνσης και
διοίκησης.
Από σήμερα
κιόλας, οι εργάτες θα έπρεπε να προχωρήσουν στην εκλογή πλατιών
συνελεύσεων αντιπροσώπων, διαλεγμένων ανάμεσα στους καλύτερους
συντρόφους, τους πιο συνειδητούς, με σύνθημα: «Όλη η εξουσία μέσα στο
εργοστάσιο, στην εργοστασιακή επιτροπή», αξεχώριστο από το άλλο σύνθημα:
«όλη η εξουσία του κράτους στα Συμβούλια των εργατών και αγροτών»
Ένα ευρύ
πεδίο συγκεκριμένης επαναστατικής προπαγάνδας ανοίγεται έτσι στους
κομμουνιστέςοργανωμένους μέσα στο κόμμα ή στους κύκλους των συνοικιών.
Οι κύκλοι, σε συμφωνία με τους τομείς πόλης, θα έπρεπε να απογράψουν τις
εργατικές δυνάμεις του τομέα και να γίνουν η έδρα του συμβουλίου της
συνοικίας των εκπροσώπων των εργοστασίων, το κέντρο όπου σφιχτοδένονται
και συγκλίνουν όλες οι προλεταριακές ενέργειες της συνοικίας. Τα
εκλογικά συστήματα θα μπορούσαν να ποικίλουν κατά τον όγκο των
εργοστασίων, θα έπρεπε όμως να επιδιώξουμε την εκλογή ενός εκπροσώπου
για 15 εργάτες, κατά ξεχωριστές κατηγορίες (όπως το κάνουν στα εγγλέζικα
εργοστάσια) για να καταλήξουμε, με διαδοχικές εκλογές, σε μια επιτροπή
αντιπροσώπων του εργοστασίου που θα περιλάμβανε αντιπροσώπους του
συνόλου των εργαζομένων (εργάτες, υπάλληλοι, τεχνικοί). Μέσα στην
συνοικιακή επιτροπή θα έπρεπε να τείνουν να ενσωματωθούν σε αυτή την
ομάδα που προέρχεται από το εργοστάσιο, οι εκπρόσωποι των άλλων
κατηγοριών εργαζομένων κατοίκων της συνοικίας: γκαρσόνια, αμαξάδες,
τραμβαγιέρηδες, σιδηροδρομικοί, οδοκαθαριστές, υπηρέτες, πωλητές, κλπ
Η επιτροπή
της συνοικίας θα έπρεπε να είναι η εκδήλωση όλης της εργαζόμενης τάξης
που κατοικεί στη συνοικία, μια εκδήλωση νομιμοποιημένη και με επιρροή ,
ικανή να εμπνεύσει σεβασμό σε μια πειθαρχία, περιβεβλημένη με μια
εξουσία αυθόρμητα εκπροσωπούμενη, και σε θέση να διατάξει την άμεση
παύση της εργασίας στο σύνολο της συνοικίας.
Οι
συνοικιακές επιτροπές θα μπορούσαν να διευρυνθούν σε επιτροπείες πόλης,
υποκείμενες στον έλεγχο και στην πειθαρχία του Σοσιαλιστικού κόμματος
και των επαγγελματικών ομοσπονδιών.
Ένα τέτοιο
σύστημα εργατικής δημοκρατίας ( συμπληρωμένο από τους αντίστοιχους
θεσμούς των αγροτών) θα έδινε στις μάζες μια δομή και μια διαρκή
πειθαρχία, θα ήταν ένα καταπληκτικό σχολείο πολιτικής και διοικητικής
εμπειρίας , θα πλαισίωνε τις μάζες μέχρι και τον τελευταίο άνθρωπο, και
θα τις συνήθιζε να θεωρούν τον εαυτό τους ως ένα στρατό σε εκστρατεία
που χρειάζεται μια σφιχτή συνοχή αν δεν θέλει να ηττηθεί και να οδηγηθεί
στη σκλαβιά.
Κάθε
εργοστάσιο θα συνιστούσε ένα ή περισσότερα συντάγματα αυτής της
στρατιάς, με τους υπαξιωματικούς του, τις διαβιβάσεις του, το σώμα των
αξιωματικών του, το επιτελείο του· όλες αυτές οι εξουσίες δια των
εκπροσώπων με ελεύθερες εκλογές και όχι αυταρχικά επιβεβλημένες. Χάρις
στις συνεδριάσεις, συγκαλούμενες στο εσωτερικό του εργοστασίου, χάρις
στην ασταμάτητη προπαγανδιστική δουλειά και πειθώ από τα πιο συνειδητά
στοιχεία, θα πετυχαίναμε ένα ριζικό μετασχηματισμό της εργατικής
ψυχολογίας, θα προετοιμάζαμε καλύτερα τις μάζες για να ασκήσουν εξουσία
και θα τις κάναμε πιο ικανές για να την επωμισθούν, θα διαδιδόταν μια
συνείδηση των καθηκόντων και των δικαιωμάτων του συντρόφου και του
εργαζόμενου αρμονική και αποτελεσματική γιατί θα είχε γεννηθεί αυθόρμητα
από την ζωντανή και την ιστορική εμπειρία.
Το είπαμε
και πριν : αυτές οι βιαστικές σημειώσεις προτείνονται μόνον ως κέντρισμα
για σκέψη και δράση. Κάθε πλευρά του προβλήματος θα άξιζε μια ευρεία
και βαθιά ανάλυση, διευκρινήσεις, παράγωγα συμπληρώματα και παραπομπές.
Αλλά η συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη λύση των προβλημάτων της
σοσιαλιστικής ζωής δεν μπορεί να προέλθει παρά από την κομμουνιστική
πρακτική: με την κοινή συζήτηση που τροποποιεί συμπαθητικά τις
συνειδήσεις ενώνοντάς τες, και γεμίζοντάς τες με δραστικό ενθουσιασμό.
Το να διατυπώσεις την αλήθεια, το να φτάσεις μαζί στην αλήθεια σημαίνει
την εκπλήρωση μιας κομμουνιστικής και επαναστατικής ii
πράξης. Ο όρος «δικτατορία του προλεταριάτου» πρέπει να παύσει να είναι
μόνο μια διατύπωση, μια ευκαιρία να ξεδιπλωθεί μια επαναστατική
φρασεολογία. Όποιος επιθυμεί το σκοπό, πρέπει να θέλει επίσης και τα
μέσα. Η δικτατορία του προλεταριάτου, είναι η εγκαθίδρυση ενός νέου
κράτους, τυπικά προλεταριακού, μέσα στο οποίο θα έρθουν να εκβάλουν οι
θεσμικές εμπειρίες της καταπιεσμένης τάξης, μέσα στο οποίο η οργάνωση
της κοινωνικής ζωής της εργατικής τάξης και των χωρικών θα γίνει ένα
γενικευμένο και ισχυρά οργανωμένο σύστημα Ένα τέτοιο κράτος δεν γίνεται
με αυτοσχεδιασμούς: οι μπολσεβίκοι κομμουνιστές της Ρωσίας δούλεψαν για
οκτώ μήνες για να διαδώσουν και να συγκεκριμενοποιήσουν το σύνθημα: «Όλη
η Εξουσία στα Σοβιέτ», και τα Σοβιέτ ήταν γνωστά στους Ρώσους εργάτες
από το 1905. Οι Ιταλοί κομμουνιστές πρέπει να εκμεταλλευθούν την Ρωσική
εμπειρία και να εξοικονομήσουν χρόνο και προσπάθειες: το έργο της
ανοικοδόμησης θα απαιτήσει τόσο χρόνο και τόση δουλειά που κάθε μέρα μας
και κάθε πράξη μας θα έπρεπε να μπορούσαν να της αφιερωθούν.
Ανυπόγραφο στο L'Ordine Nuovo, 1, 7, 21 Ιούνιος 1919.
Σημειώσεις
iΟι
πρώτες commissioni interne - δηλαδή - ένδοεπιτροπές ή εσωτερικές
επιτροπές -έκαναν την εμφάνισή τους την εποχή της γενικής απεργίας του
1904. Επρόκειτο για αυθόρμητους θεσμούς χωρίς νομική υπόσταση που
συγκροτούνταν και διαλύονταν κατά τις ανάγκες της πάλης: απεργιακές
επιτροπές ή επιτροπές δράσης μάλλονπαρά επιτροπές επιχείρησης. Με τα
ζητήματα των μισθών και των ωραρίων στην αποκλειστική δικαιοδοσία των
συνδικάτων, στη διάρκεια των περιόδων ηρεμίας οι αρμοδιότητές τους ήταν
ιδιαιτέρως στενές περιοριζόμενες στην επίβλεψη της καλής εφαρμογής των
συμβάσεων με την εργοδοσία. Από τις 27 Οκτωβρίου 1906, η υπογραφή μιας
συμφωνίας μεταξύ της FIOM ( Ομοσπονδία της Μεταλλουργίας) και την
διεύθυνση της Τορινέζικης επιχείρησης Itala κατέληξε για πρώτη φορά στην
αναγνώριση μιας από αυτές τις επιτροπές. Σύγχρονες και προϊόντα της
ανάπτυξης της αυτοκινητοβιομηχανίας και της αύξησης του τορινέζικου
προλεταριάτου, οι commissioni interne άρχισαν στο εξής να εμφανίζονται
άλλοτε ως προνομιακά όργανα μιας συμβατικής πολιτικής (το 1913 για
παράδειγμα) άλλοτε, όπως κατά τα χρόνια 1911-1912, ως η έκφραση μιας
αυθόρμητης τάσης για την άμεση διαχείριση. Η δημιουργία τον Αύγουστο του
1915 «επιτροπών εργοστασιακής κινητοποίησης» υπό την αιγίδα του
υπουργείου πολέμου, με αποστολή να αποφευχθεί στις επιχειρήσεις κάθε
διαμάχη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καθυστέρηση της παραγωγής, φάνηκε
να δίνει δίκιο σε όσους κατήγγειλαν τις εσωτερικές επιτροπές ως απλά
όργανα ταξικής συνεργασίας. Συμμετέχοντας ενεργά σε τέτοιες επιτροπές,
οι ρεφορμιστές ηγέτες της FIOM ( Bruno Buozzi, Mario Guarnieri, Emilio
Colombino) εξαναγκάστηκαν στην προώθηση μιας συμβατικής πολιτικής μέσω
της ενίσχυσης και της αναγνώρισης των εσωτερικών επιτροπών. Αν και ήταν
ανεκτές μέσα στις μεγάλες μεταλλουργικές επιχειρήσεις, δεν
αναγνωρίστηκαν πάντως νομικά.
Με το
τέλος του πολέμου οι σχέσεις μεταξύ συνδικάτου και εσωτερικών επιτροπών
βρέθηκαν να τίθενται ανοιχτά. Μια νέα τάση, πράγματι, άρχιζε να έρχεται
στο φως ανάμεσα στους μεταλλουργούς κατά το τελευταίο έτος του πολέμου:
συσπειρώνοντας αναρχικούς, επαναστάτες συνδικαλιστές και άμεσους
σοσιαλιστές, κριτίκαρε την πολιτική της ταξικής συνεργασίας που ασκούσαν
η ηγεσία των συνδικάτων και γύρευε, στηριζόμενη στις εσωτερικές
επιτροπές, να καθορίσει μια επαναστατική γραμμή θεμελιωμένη στην άρνηση
της αντιπροσωπευτικής εξουσίας και στην άμεση δημοκρατία. Η FIOM μπήκε
λοιπόν στη μάχη για να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει την ηγεμονία της
πάνω στις επιτροπές.
Τον
Ιανουάριο του 1919, μια συμφωνία που υπογράφηκε ανάμεσα στη FIOM και στο
Κοντσόρτιουμ των αυτοκινητοβιομηχανιών επιστεφάνωσε τον έλεγχο των
συνδικάτων πάνω στις εσωτερικές επιτροπές: Οι υποψήφιοι για τις
εσωτερικές επιτροπές έπρεπε να υποδειχθούν από τη FIOM και να εκλεγούν
μόνο από τους συνδρομητές της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας. Έτσι ήταν
διαμορφωμένα δύο από τα κεντρικά θέματα της προβληματικής της Ordine
Nuovo : οι σχέσεις μεταξύ των εσωτερικών επιτροπών και των συνδικάτων
και η διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου για τους ανοργάνωτους εργάτες. Ο
μεταφραστής πήρε τη θέση να αποδώσει εδώ την commissione interna ως
επιχειρησιακή επιτροπή. Από το 1920 ήδη, η πρώτη γαλλική μετάφραση του
Γκράμσι («Το κομμουνιστικό κίνημα στο Τορίνο», L' internationale
communiste II, 14 Νοέμβριος 1920, 2783-2792) έφερε στο φως αυτή τη
δυσκολία: Οι commissioni interne – εσωτερικές επιτροπές- ήταν
σχεδιασμένες άλλοτε ως «επιτροπές», άλλοτε ως «μικρά εργατικά συμβούλια
αναγνωρισμένα από τους καπιταλιστές», δηλαδή ακόμη και ως «εργοστασιακά
συμβούλια» (στο ίδιο 2788). Όπως και να έχει, οι εσωτερικές επιτροπές
και οι επιτροπές επιχείρησης επιχείρησης δεν καλύπτουν την ίδια
πραγματικότητα. Οι τελευταίες ειδικότερα, προκύπτουν , τουλάχιστον
επισήμως, από το σύνολο των εργατών, συνδικαλισμένων ή μη, ενώ η
αντιπροσώπευση των ανοργάνωτων αποτελεί, ως προς τις εσωτερικές
επιτροπές όπως υπήρχαν το 1919, μια από τις ουσιαστικές διεκδικήσεις της
Ordine Nuovo
iiΤο
πρώτο φύλλο της L'Ordine Nuovo είχε στον τίτλο του: «Η αλήθεια είναι
επαναστατική», διατύπωση του Ferdinand Lassalle,προδήλως παρμένη από την
Clarté του Barbusse.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου