Με την επιστροφή από τις διακοπές η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να εκπληρώσει μια ακόμη μνημονιακή υποχρέωση, να φέρει στη βουλή και να ψηφίσει μέτρα που θα επιφέρουν μεγάλες ανατροπές στα εργασιακά. Μετά τα πρόσφατα μνημονιακά νομοθετήματα που έπληξαν κυρίως τις συντάξεις και απογείωσαν τους φόρους έρχονται και οι αντεργατικές ρυθμίσεις.
Θέλει να τελειώσει ότι έχει απομείνει από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και αν είναι δυνατόν ουσιαστικά οι επιχειρησιακές συμβάσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων να υποκαταστήσουν ολοκληρωτικά τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, να επιτραπεί το λοκ άουτ, να δυσχερανθεί η προκήρυξη απεργιών, να καταργηθούν διατάξεις που ισχύουν για τη διευκόλυνση της συνδικαλιστικής δράσης, αξιοποιώντας και την καταστρατήγηση σε πολλές περιπτώσεις των διατάξεων αυτών και την αξιοποίηση τους από τις εργοδοτικές ηγεσίες.
Είναι ενδεικτικές οι απαιτήσεις των δανειστών που έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Έγιναν επίσης γνωστές οι απαιτήσεις του ΣΕΒ για κατάργηση όλων των επιδομάτων, του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, τον ουσιαστικό περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία και στη συνδικαλιστική δράση κλπ.
Η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι θα υπάρξουν αντεργατικές παρεμβάσεις, παράλληλα όμως καλλιεργεί την εντύπωση ότι θα αντισταθεί, δεν θα δεχθεί τέτοια μέτρα, αντίθετα θα προσπαθήσει ώστε να υπάρξουν ορισμένες λειτουργικές παρεμβάσεις που δεν θα θίγουν ουσιαστικά εργασιακά δικαιώματα και το συνδικαλιστικό κίνημα. Η αξιοπιστία των λεγομένων της είναι όμως γνωστή, η κατάργηση των μνημονίων έγινε τρίτο μνημόνιο που ψήφισε μαζί με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και την Ένωση Κεντρώων για να μην ξεχνιόμαστε, η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 € πήγε στο χρονοντούλαπο, όπως και οι δεσμεύσεις για επαναφορά των συντάξεων. Και μόνο τα πρόσφατα μέτρα που ψήφισε αν αναλογιστεί κανείς, όταν διατείνονταν ως την τελευταία στιγμή ότι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, δεν θα επιβληθούν φόροι, θα ελαφρυνθεί ο ΕΝΦΙΑ αντιλαμβάνεται πού πηγαίνει το πράγμα.
Αυτά θα έχουν μπροστά τους οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους επόμενους δύο- τρεις μήνες από την πλευρά της κυβέρνησης, της άρχουσας τάξης, των Βρυξελλών και του Βερολίνου, του ΔΝΤ.
Από την πλευρά τώρα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και γενικότερα του λαϊκού κινήματος σε ένα ζήτημα, όπως οι ανατροπές στα εργασιακά, που είναι γνωστό και αναμένεται πολύ καιρό τι υπάρχει;
Επιπρόσθετα είναι γνωστή σε όλους η δύσκολη κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος, της αναξιοπιστίας και του εκφυλισμού στον οποίον έχει οδηγηθεί. Οι κινητοποιήσεις για την αποτροπή της ψήφισης του νόμου για τα συνταξιοδοτικά και τα φορολογικά και οι εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς έφεραν στην επιφάνεια ολόκληρη τη νοσηρή κατάσταση που επικρατεί, το απόστημα που πρέπει επιτέλους να σπάσει και αυτό απαιτεί σύγκρουση με όλες τις αδυναμίες και με όλα τα προβλήματα, σύγκρουση με τις αστικοποιημένες συνδικαλιστικές δυνάμεις και την πολιτική εξουσία, απαιτεί αναγνώριση και παραδοχή όλων των λαθών και των αδυναμιών από την πλευρά των ταξικών, αγωνιστικών δυνάμεων και άμεση διόρθωση τους. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για απώλεια χρόνου και ευκαιριών γιατί οι συνέπειες θα είναι πολύ μεγάλες. Ή θα υπάρξει ανοιχτή σύγκρουση με τις αστικοποιημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες με σαφή στόχο την υπονόμευση και την απαξίωση τους, την ανάπτυξη των αγώνων εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής που τη στηρίζει ουσιαστικά το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων και οι « εταίροι» για την ουσιαστική υπεράσπιση των εργαζομένων ειδάλλως το τέλμα θα σπρώχνει το κίνημα όλο και πιο κάτω.
Πρέπει να μπει τέρμα στην τακτική των ισορροπιών και των συμβιβασμών, των δραστηριοτήτων χαμηλής έντασης, να αναληφθεί το απαιτούμενο ρίσκο χωρίς να πρυτανεύει η διαφύλαξη των κεκτημένων και να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την ουσιαστική συσπείρωση και κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων για την υπεράσπιση των εργαζομένων και την προοπτική. Με μικρομπαλώματα και οριακές προσαρμογές, ανάλογα με την πίεση που οι εργαζόμενοι ασκούν, δεν υπάρχει θετική εξέλιξη. Απαιτείται συνολική αναπροσαρμογή της πολιτικής στο συνδικαλιστικό κίνημα και της τακτικής που εφαρμόζεται, των μορφών και των στόχων, ιδιαίτερα στο σημερινό δύσκολο κοινωνικό οικονομικό και πολιτικό σκηνικό και με δεδομένα τα προβλήματα του συνδικαλιστικού κινήματος.
Κινείται κάτι σε αυτή την κατεύθυνση;
Δεν βλέπουμε κάτι ουσιαστικό, κάτι που μπορεί να ξεκολλήσει τα πράγματα. Ίσως το χουνέρι του κύκλου κινητοποιήσεων προ τριμήνου τώρα να μην επαναληφθεί, αλλά κάτι ελπιδοφόρο μέχρι στιγμής δεν φαίνεται.
Επειδή η σημαντικότερη πολιτική δύναμη με βαρύνοντα λόγο στα συνδικάτα και στους εργαζόμενους από όλες τις δυνάμεις της αριστεράς είναι το ΚΚΕ και η στάση του θα κρίνει τις εξελίξεις, και με δεδομένη τη σχέση μας μαζί του και την αγωνία μας για την πορεία του θα ασχοληθούμε με τη δραστηριότητα του ενόψει των επόμενων κινητοποιήσεων. Στις 22 Ιουλίου ένας αριθμός Εργατικών κέντρων, Ομοσπονδιών και σωματείων, της επιρροής του ΠΑΜΕ κατά βάση, πήραν την πρωτοβουλία να απευθυνθούν σε συνδικάτα, σε συνδικαλιστές και εργαζόμενους με «κάλεσμα συμπόρευσης και αγώνα για να διαμορφώσουμε τους όρους αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος ενιαία, κατά κλάδο και πανελλαδικά. Να αγωνιστούμε μαχητικά, ανυποχώρητα, κανένας να μην δουλεύει χωρίς συλλογική σύμβαση εργασίας, χωρίς συγκροτημένα δικαιώματα».
Θα γίνει ανοιχτή συζήτηση για το πλαίσιο των αιτημάτων, υπάρχει δυνατότητα να προστεθούν και άλλα αιτήματα ή να τροποποιηθούν κάποια και με ποια διαδικασία θα γίνουν αυτό; Με απεύθυνση σε ορισμένα επιλεγμένα σωματεία και η συζήτηση να γίνει ξεχωριστά με το καθένα ή θα προτιμηθεί ανοιχτή συζήτηση εκατοντάδων σωματείων και πλήθος συνδικαλιστών και εργαζόμενων και αυτή να έχει ουσιαστικό χαρακτήρα;
Το πλαίσιο των αιτημάτων έχει ένα ουσιαστικό έλλειμμα. Λείπουν εντελώς πολιτικά αιτήματα τα οποία προβλήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, απέκτησαν σοβαρή επιρροή στη συνείδηση των εργαζομένων και δίνουν περιεχόμενο και προσανατολισμό στο κίνημα. Μπορεί κανείς, εντελώς πρόχειρα, να αναφέρει το ζήτημα της διαγραφής του δημόσιου χρέους, το τεράστιο ζήτημα με τις τράπεζες κ. ά, κυρίως όμως το θέμα του αγώνα εναντίον της ευρωενωσιακής πολιτικής και της ΕΕ. Ίσως δεν θα πρέπει να τεθεί ανοιχτά στα συνδικάτα ως αίτημα η αποδέσμευση της χώρας, αν θεωρηθεί ανώριμος στόχος, αλλά ο αγώνας εναντίον της ΕΕ για την ακύρωση της πολιτικής της είναι τεράστιο ζήτημα και δεν μπορεί να παρακαμφθεί, ούτε η ζύμωση σχετικά με τις ολέθριες επιπτώσεις που έχει την παρουσία της χώρας στην ΕΕ Ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, όπως δείχνουν διάφορες δημοσκοπήσεις και το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, φαίνεται ότι ισχυρότατο τμήμα του λαού συμφωνεί με την αποδέσμευση, μεγαλύτερο ακόμη και από αυτό που βλέπει θετικά την έξοδο από την ευρωζώνη. Δεν υπάρχει επομένως κίνδυνος η συμπερίληψη πολιτικών αιτημάτων και κυρίως του αγώνα εναντίον της ΕΕ και της πολιτικής της να δημιουργήσει τάσεις αποσυσπείρωσης, αντίθετα θα νοηματοδοτήσει τα οικονομικά αιτήματα που προβάλλονται και θα δώσει περιεχόμενο ριζοσπαστικό και ταξικό στο κίνημα.
Ο εργαζόμενος κόσμος δεν αρκείται σε εκκλήσεις να αγωνιστούμε, να απαιτήσουμε 751 € κατώτατο μισθό, να επανέλθουν οι συντάξεις στα προηγούμενα επίπεδα κ.λπ., θέλει να ξέρει τη συνέχεια και την κλιμάκωση των αγώνων, που κατευθύνονται, αν σε τελική ανάλυση υπάρχει προοπτική. θέλει να συζητήσει το αγωνιστικό σχέδιο, να ξέρει η συνέχεια, να πει για όλα τα ζητήματα την άποψη του. Μόνο έτσι θα πειστεί πλατιά, θα κινητοποιηθεί, θα πάρει μέρος.
Εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα μια πλατιά συσπείρωση και κινητοποίηση των εργαζομένων δεν μπορούν να τη δώσουν τοπικές πρωτοβουλίες, κλαδικές εκκλήσεις και επιμέρους προσπάθειες και μάλιστα σε βάση ατομική ή με κάποια επιλεγμένα σωματεία. Απαιτείται πανελλαδική πρωτοβουλία με διακριτό χαρακτήρα, δημοκρατικά οργανωμένη, χωρίς ηγεμονισμούς, με πλατιά ανοιχτή συζήτηση για όλα, τα αιτήματα, την τακτική, τις επιδιώξεις και να δοθούν εχέγγυα ισότιμης συνεργασίας με σεβασμό στην αυτοτέλεια και την ιδιαιτερότητα καθενός. Μόνο τότε μπορούν να πεισθούν πλατιά εργαζόμενοι και σωματεία.
Πλατιά συσπείρωση εργαζομένων και σωματείων με παράκαμψη των συνδικαλιστικών και πολιτικών ηγεσιών που τοποθετούνται από ταξική και φιλολαϊκή σκοπιά στα προβλήματα και ακόμη περισσότερο ενάντια τους δεν πρόκειται να υπάρξει. Στις αναπτυγμένες κοινωνίες οι εργαζόμενοι, το μεγαλύτερο τμήμα του λαού και το πιο πολιτικοποιημένο είναι οργανωμένο σε συνδικάτα, σε πολιτικά κόμματα, ή ψηφίζει και ακολουθεί κάποιο κόμμα. Το γεγονός αυτό κάνει τη μαζική συσπείρωση γύρω από το ΚΚΕ και τα συνδικάτα της επιρροής του εξαιρετικά δύσκολη έως απίθανη. Μεγάλη λαϊκή συσπείρωση που να επηρεάσει ουσιαστικά τις εξελίξεις μπορεί να επιτευχθεί μόνο ως συσπείρωση σε ενιαίο μέτωπο σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο με όλα τα χαρακτηριστικά που πριν περιγράψαμε.
Το ΠΑΜΕ ή ορισμένα συνδικάτα να απευθυνθούν στα πρωτοβάθμια σωματεία πανελλαδικά και στους εργαζόμενους για κοινή δράση και στην πορεία για τη διαμόρφωση συσπείρωσης με πιο μόνιμα χαρακτηριστικά πάνω σε μια ορισμένη συμφωνημένη βάση. Πρωτίστως να απευθυνθεί σε συνδικαλιστικές δυνάμεις που είναι σε αγωνιστική γραμμή και τέτοιες πέραν του ΠΑΜΕ είναι η Συσπείρωση Σωματείων, δυνάμεις της επιρροής της ΛΑΕ, αλλά και πλήθος σωματείων που δείχνουν διάθεση για αγώνες έστω και ως ένα βαθμό. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να κλιμακωθεί σε κάθε γωνιά της χώρας.
Μέσα από αυτές τις ζυμώσεις, χωρίς αποκλεισμούς εκ των προτέρων με πολιτικά και άλλα κριτήρια, μέσα από τους μαζικούς αγώνες θα σφυρηλατηθεί η ενότητα. Σε τελική ανάλυση επίμονα να προταθεί συσπείρωση και κοινή δράση σε ταξική βάση και καθένας ας πάρει τις ευθύνες του. Η συζήτηση, η συμφωνία και κοινή δράση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς είναι ένας σοβαρός παράγοντας που μπορεί να συμβάλει καταλυτικά. Δεν μας διαφεύγουν οι αδυναμίες αυτών των σχηματισμών και οι παλινωδίες τους, ούτε τις υποτιμούμε καθόλου, γνωρίζουμε τα όρια τους, όπως και τις δυσκολίες που έχει το εγχείρημα αυτό και τους πιθανούς κινδύνους. Άλλος δρόμος όμως δεν υπάρχει.
Τ. Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου