«Όπλα τιμημένα και βαμμένα με το αίμα, τον πόνο και δάκρυα των αγωνιστών»– Μια συγκλονιστική αφήγηση ενός τοπικού αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης στην συγγραφέα Παρθένα Τσοκτουρίδου
Τα έτη σαράντα δύο με σαράντα τρία υπήρξαν σταθμοί για το ξεκίνημα της Εθνικής
Αντίστασης. Τότε που οι οργανώσεις ΕΑΜ – ΕΠΟΝ έκαναν τα πρώτα βήματα και στο
χωριό μου έρχονταν εκπρόσωποι από τις οργανωτικές αρχές, οι οποίοι αφού μας
συγκέντρωναν στην εκκλησιά, μας έλεγαν πως η Εθνική Αντίσταση ήταν ένας κοινός
αγώνας για να χτυπήσουμε τους Γερμανούς.
Ένεκα τούτου απέκτησα λοιπόν κι εγώ
στενή συνεργασία με κάποιον, ο οποίος μ’ έστελνε πάντα σύνδεσμο σε κοντινό
χωριό μ’ έναν φάκελο, τον οποίο παρέδιδα στους υπεύθυνους οργανωτές με πολλή
προσοχή, επειδή κυκλοφορούσαν σ’ όλα τα γύρω χωριά υπουλικοί γκεσταπίτες πάνω
σε ποδήλατα, συνεργάτες των Γερμανών. Όταν τους αντιλαμβανόμουν, έμπαινα μέσα
σε βάτα κι έκρυβα τον φάκελο μέσα σ’ αυτά. Παρακολουθούσα καλά που πήγαιναν κι
αν διαπίστωνα πως εκείνοι πήγαιναν εκεί που ήθελα να πάω εγώ, τότε επέστρεφα
στο χωριό μου και πήγαινα τον φάκελο την επόμενη μέρα στον προορισμό του.
Μια μέρα, λοιπόν, βγάλαμε πέντε άτομα,
Εορδοί όλοι, από κοινού απόφαση να καταταγούμε σε αντάρτικες ομάδες στα βουνά.
Ανεβήκαμε στη Βλάστη, όπου εκεί έδρευε ο Σιατιστινός Καπετάνιος Υψηλάντης, ο
οποίος φρόντισε να μας δώσει μετά από δυο μέρες έναν συνοδηγό με το ψευδώνυμο
«Διώροφος» και μας ενημέρωσε ότι ξεκινάμε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Πήγαμε
κάτω από το χωριό Ποβατσκό, από κει που ήτανε το πέρασμα του Αλιάκμονα. Μόλις
φτάσαμε εκεί, βρεθήκαμε μπροστά σε μια έκπληξη. Το πέρασμα κατακλύστηκε από
χείμαρρο, που ήταν δημιούργημα των Γερμανών λόγω του ότι είχαν ανοίξει τα
στόμια της λίμνης Καστοριάς. Είχαν πολύ σοβαρούς λόγους βέβαια για να κάνουν
μια τέτοια πράξη. Οι λόγοι αφορούσαν τον κυνηγημένο απ’ αυτούς Ελασίτη
Καπετάνιο Κολοκοτρώνη από το Βέρμιο που
θα πήγαινε στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Από τον Αλιάκμονα και πέρα η περιοχή
ήταν ανταρτοκρατούμενη και γι’ αυτόν τον λόγο ο συνοδηγός μας πήρε την απόφαση
να περάσουμε με ρίσκο στην Ελεύθερη Ελλάδα. Τα νερά του χείμαρρου ήταν πολύ
επικίνδυνα λόγω της ορμητικότητάς τους. Κοντέψαμε να πνιγούμε. Εγώ σώθηκα ως
δια θαύματος από τον συνοδηγό μας, ο οποίος μ’ έπιασε και με τράβηξε έξω,
ακριβώς την στιγμή που έπεσα μες τα νερά και κάλεσα σε βοήθεια, επειδή δεν
γνώριζα καθόλου κολύμπι.
Ο Κολοκοτρώνης, όμως, περνώντας με την
ομάδα του από το Ποβατσκό, παγιδεύτηκε σε στημένη ενέδρα από τους Γερμανούς και
προσπαθώντας να περάσει από τον χείμαρρο, ορισμένα άτομα του πνίγηκαν. Εμείς
φτάσαμε περπατώντας στο χωριό Πλατανιά Νεαπόλεως, όπου μας φιλοξένησαν οι
κάτοικοι. Κοιμηθήκαμε λοιπόν εκεί και μόλις ξημέρωσε, ο συνοδηγός μας είπε ότι
ξεκινάμε με προορισμό μας το Κυπαρίσσι Γρεβενών, όπου εκεί ήταν ένα από τα τρία
της συνολικής δύναμης επτάμιση χιλιάδων ανταρτών του Στρατηγείου Δυτικής
Μακεδονίας.
Φτάνοντας εκεί, μας εξέτασε ένας
γιατρός, ο οποίος μας έβγαλε όλους υγιείς. Εγώ αποσπάσθηκα μαζί με κάποιον
άλλον σε λόχο στο Ζάλοβο Γρεβενών, το μέρος με τα καλά κρασιά, όπου και μας
γύμναζαν επί εικοσιπέντε ολόκληρες μέρες. Κατόπιν με στείλανε στη Σαμαρίνα για
σκοπιά του Νοσοκομείου κι όταν μετά από δεκαπέντε μέρες μας ειδοποίησε το
Σύνταγμα ότι οι Γερμανοί είχαν αρχίσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην
οροσειρά της Πίνδου, τότε μας δόθηκε εντολή να κρυφτούμε στη Βαλιακάρδα.
Επιστρατεύσαμε άλογα για τους
τραυματίες και φτάσαμε εκεί. Κάτω ήτανε το χωριό Κρανιά Γρεβενών. Διώξαμε τα
άλογα και συνεδριάσαμε για το που θα καλυφθούμε. Αποφασίσαμε να πάμε στις
φτέρες, ύψους δύο - τριών μέτρων και να καλυφθούμε εκεί μέσα. Μαζί μας ήταν
κάποιος από τα Σέρβια με κομμένο πόδι, ο οποίος μας ανακοίνωσε πως δεν θα
πήγαινε στις φτέρες, αλλά θα έμενε εκεί, αποφασισμένος ότι όποιος Γερμανός
πλησίαζε, θα τον σκότωνε.
Εμείς πήραμε τους τραυματίες και
καλυφθήκαμε μέσα σ’ ένα δασάκι. Δεν άργησαν να φανούν τα αποσπάσματα των
Γερμανών, οι οποίοι έκαιγαν τις μάντρες με τα γιδοπρόβατα και πυροβολούσαν
αδιάκριτα σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους προχωρώντας προς το μέρος
μας. Μόλις έφτασαν κοντά μας, σε απόσταση είκοσι μέτρων, τότε βρεθήκαμε σε
δύσκολη θέση. Εκείνοι ήταν πολλοί κι εμείς, όλοι κι όλοι, εφτά άτομα που
μπορούσαμε να πολεμήσουμε, γιατί οι άλλοι ήτανε τραυματίες.
Βάλαμε σ’ ενέργεια τα πολυβόλα αυτόματά
μας και σ’ εφαρμογή τις «μηλς» χειροβομβίδες μας και οι Γερμανοί αυτόματα κι
ατομικούς όλμους ενώ εμείς καλυπτόμασταν χτυπώντας τους κατά διαστήματα. Λόγω
του ότι ήταν πάρα πολλοί, κοσκίνιζαν όλο
τον τομέα με τους όλμους κι έτσι αναγκαστήκαμε
να σταματήσουμε.
Η στρατιωτική τους δύναμη ήταν σαράντα
τέσσερις χιλιάδες από την Καστοριά μέχρι την Καλαμπάκα ενώ εμείς ήμασταν χίλιοι
πεντακόσιοι αποσπασμένοι κατά ομάδες. Οι περισσότεροι τραυματίες μας σκοτώθηκαν
ανήμποροι ν’ αντισταθούν και άλλοι πιαστήκανε από τους Γερμανούς. Εμείς οι εφτά
καλυφθήκαμε μέσα στις φτέρες. Οι Γερμανοί προχωρούσανε, αλλά αφήνανε φυλάκια σε
κάθε εκατό μέτρα. Τη νύχτα αλλάζαμε λημέρι και καθόμασταν καλυμμένοι πάντα σε
ετοιμότητα με τη σκανδάλη στο χέρι. Πότε – πότε μας έπιανε ύπνος, αλλά
ξυπνούσαμε από τα γερμανικά κανόνια, τα πολυβόλα και τους όλμους.
Περάσανε τρεις μέρες δίχως μπουκιά ψωμί
και μια στάλα νερό. Ήταν Ιούλιος μήνας. Ήμασταν σε ένα μέρος εικοσιπέντε μέτρων
ακροβολισμένοι και οι εφτά. Οι Γερμανοί περνούσαν από κοντά μας πολλοί, αλλά
κάναμε υπομονή και δεν κινούμασταν από τις θέσεις μας. Μόνο οι βαριές ανάσες
μας ακούγονταν μες την απόλυτη σιγή. Το βράδυ βγάλαμε απόφαση να χτυπήσουμε ένα
φυλάκιο για να πάρουμε τρόφιμα να φάμε. Αντέχαμε ακόμη από τα ρίγη, τους πόνους
στο σώμα, το κρύο από τη νύχτα του δάσους, δίχως κουβέρτα, τις ταχυπαλμίες, τις
ξηροστομίες, τα δάκρυα από κρυώματα και το πνίξιμο του βήχα στο μανίκι για να
μην ακουστούμε από τους Γερμανούς που ήτανε κοντά.
Κυκλώσαμε λοιπόν ένα γερμανικό φυλάκιο
που είχε γύρω στα οκτώ άτομα και αιφνιδιαστικά τους χτυπήσαμε με χειροβομβίδες
«μηλς», αυτόματα και πολυβόλα. Τους εξουδετερώσαμε και πήραμε ότι είχαν. Τα
άλλα φυλάκια όμως μας αντιλήφθηκαν κι έριχναν συνέχεια φωτοβολίδες για να μας
δούνε. Εμείς φύγαμε και καλυφθήκαμε σε ένα άλλο μέρος με φτέρες, όπου έτρεχε
και νερό. Ήπιαμε και ξεδιψάσαμε. Φάγαμε και χορτάσαμε από τα τρόφιμα που πήραμε
από τους Γερμανούς.
Πέρασαν άλλες δυο μέρες. Οι Γερμανοί
περνούσαν συνέχεια και κοσκίνιζαν όλα τα μέρη. Διαρκής αγωνία μας έσφιγγε τα
στήθια. Κάθε στιγμή ήταν μια δοκιμασία. Οι κακουχίες μας ήταν πολλές κι έτσι
πήραμε απόφαση να χτυπήσουμε τη νύχτα ένα φυλάκιο. Τα μεσάνυχτα, στις δύο η
ώρα, χτυπήσαμε ένα που ήταν καλά οχυρωμένο κι αποτύχαμε. Σκοτώθηκαν τρεις
συναγωνιστές, επειδή οι Γερμανοί έβαζαν φωτοβολίδες και ατομικούς όλμους σε όλα
τα φυλάκια. Εγώ τραυματίστηκα από όλμο.
Αγωνία ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα όλων
όσων απέμειναν. Τρεις σύντροφοι ήταν όλοι κι όλοι πλέον που μπορούσαν να πολεμήσουν,
αλλά κι εκείνοι αρνιούνταν να δεχθούν τον θάνατο με σταυρωμένα χέρια. Μου
έδεσαν τα τραύματα με επιδέσμους. Τους ευχαρίστησα για το καλό που μου κάνανε
και τους παρακάλεσα να φύγουν για να σωθούνε κάνοντας ταυτόχρονα υπεράνθρωπες
προσπάθειες να συγκρατηθώ να μη ξεφωνήσω από τους αφόρητους πόνους. Έτσι, εγώ
καλύφθηκα μέσα στις φτέρες κι εκείνοι έφυγαν. Έμεινα μόνος λοιπόν και
μισολιπόθυμος για τρεις μέρες όταν το πρωινό της τέταρτης μέρας άκουσα ένα
κουδούνι. Σιωπή απόλυτη βασίλευε γύρω μου. Κοίταξα παραπέρα και είδα θολά ένα
μουλάρι κοντά σε ένα καλύβι με έναν συναγωνιστή που μάζευε σιτάρι. Τον
αναγνώρισα αμέσως και τον φώναξα με τ’ όνομά του.
Εκείνος δεν με είδε και σάστισε για μια
στιγμή ακούγοντας τη φωνή μου. Φοβήθηκε και δεν μου έδωσε απόκριση. Τον φώναξα
ξανά: -«Συναγωνιστή, Γιάννη!» και τότε μου απάντησε:-«Έρχομαι!». Ήρθε κοντά μου
και με παρακλητικό ύφος του ζήτησα φαί. Πρόθυμος εκείνος μου έδωσε τον τορβά με
τα σπυριά από τα σιτάρια. Ήμουν τόσο πεινασμένος που έφαγα δυο χούφτες από
δαύτα, τα οποία αργότερα μου προκάλεσαν δυνατούς πόνους στο στομάχι. Τον
ρώτησα: -«Τώρα τι θα γίνει;» και μου απάντησε:-«Οι Γερμανοί φεύγουν».
Μ’ έβαλε πάνω στο μουλάρι και με πήγε
στο ορεινό νοσοκομείο μιας Μεραρχίας, το
οποίο ήταν σε ένα δάσος αντίκρυ από το χωριό Σπήλαιο Γρεβενών. Εκεί μου έκαναν
αλλαγή τα τραύματα και μου έδωσαν να φάω ένα κομμάτι από εγγλέζικο αυγό σε
σκόνη.
- «Από πού είσαι;», με ρώτησε κάποιος.
- «Από την Εορδαία».
- «Α! Γνωρίζεις τον Φώτη;».
- «Ναι!» του απάντησα.
- «Τον είχα μαζί μου σε μια μάχη», μου είπε. «Οι Γερμανοί τον
έπιασαν αιχμάλωτο κι εμένα με τραυμάτισαν στην κοιλιά με εικοσιπέντε σφαίρες.
Ευτυχώς που ήμουν νηστικός και δεν πέθανα. Έκανα τον πεθαμένο και γλίτωσα. Ένας
συναγωνιστής με επίδεσε, βρήκε ένα άλογο και με έφερε εδώ. Τώρα είμαι κάπως
καλά».
Μετά από δυο μέρες έφεραν το ίδιο άλογο
και με πήρανε κι εμένα. Με πήγανε στο χωριό Καλλονή Γρεβενών, όπου ήτανε το
εικοστό έβδομο Σύνταγμα. Εκεί έκατσα έξι μέρες. Κάπως καλύτερα ήμουν. Άρχισα να
στέκομαι στα πόδια μου και να περπατάω κουτσαίνοντας. Γνώρισα και τον
μπαρμπα-φούρναρη του Συντάγματος, ο οποίος με στύλωσε για τα καλά στα πόδια
δίνοντας μου κάθε μέρα να τρώω ένα ψωμί. Μετά από μερικές μέρες έγινε
ανασυγκρότηση και παρουσιάστηκα στο Σύνταγμα.
Με ρίξανε σ’ ένα λόχο. Έφυγα μαζί με
άλλους αποστολή στο μεγάλο Σειρίνοι Γρεβενών, όπου καθίσαμε πέντε μέρες. Είχα
καπετάνιο του λόχου κάποιον Εορδό, με τον οποίο ξεκινήσαμε αποστολή,
αποτελούμενη από διακόσια άτομα, από το Γενικό Στρατηγείο με ταγματάρχη, για να
χτυπήσουμε τον Ζέρβα, ο οποίος πούλησε το αγώνα μας και πήγε με το μέρος των
Άγγλων.
Ήταν μια μέρα του Οκτώβρη, το σαράντα
τρία. Βράδιασε όταν φτάσαμε στους πρόποδες της Πίνδου, όπου και μας υπέδειξε ο
ταγματάρχης, που να κοιμηθούμε. Όταν ξημέρωσε, μας έδωσε εντολή ότι ξεκινάμε. Το
τραύμα μου πονούσε πολύ και κάποιος χωριανός μου συνέστησε να πάω στον
ταγματάρχη να του το πω.
Έκανα ότι μου είπε. Μου δόθηκε φύλλο
πορείας να πάω στο Σύνταγμα στην Καλλονή Γρεβενών. Παρουσιάσθηκα στον
Συνταγματάρχη, ο οποίος συναποφάσισε μ’ ένα γιατρό και μου έδωσε δυο μήνες
άδεια. Κατόπιν έπρεπε να πάω στo χωριό Βλάστη να παρουσιαστώ εκεί.
Μετά από δυο μήνες παρουσιάσθηκα στην
Εθνική Πολιτοφυλακή Βλάστης, όπου και με κράτησε ο αστυνόμος για δεκαοχτώ
μέρες. Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα της αδείας μου χειρουργήθηκα στο πόδι
και ήμουν κάπως καλύτερα. Στο μεταξύ οι Γερμανοί έφυγαν επειδή χτυπήθηκαν από
το πυροβολικό του ΕΛΑΣ. Τμήματα μιας Μεραρχίας τους χτύπησαν στις τρεις του
Νοέμβρη στο Κουμανό, το Αμύνταιο, το Κλειδί και το Πισοδέρι. Κατέλαβαν την Πτολεμαϊδα,
το Αμύνταιο και την Φλώρινα καταδιώκοντας τους Γερμανούς που μπήκαν στο
Γιουγκοσλαβικό έδαφος.
Αποσπάσθηκα στην Πτολεμαίδα, όπου και
έκατσα γύρω στις τριανταπέντε μέρες και κατόπιν σ’ ένα Σταθμό μέχρι τον Γενάρη.
Ύστερα στάλθηκα στις φυλακές Κοζάνης για σκοπιά μέχρι που ήρθαν οι
«πουραντάδες» και παραδώσαμε τους φυλακισμένους. Φύγαμε μετά στα σπίτια μας,
αφού πρώτα παραδώσαμε τα όπλα μας στους Άγγλους, σεβόμενοι τη Συμφωνία της
Βάρκιζας και τη θέληση του ελληνικού
λαού για την ανάπτυξη ελεύθερου και ομαλού πολιτικού βίου.
Στις εικοσιοκτώ του Φλεβάρη, το χίλια
εννιακόσια σαράντα πέντε, όπως γνωρίζεις,
ο ΕΛΑΣ έπαψε να υπάρχει. Παρέδωσε όλον τον εξοπλισμό του, ο οποίος
περιελάμβανε πυροβόλα, όλμους ομαδικούς-ατομικούς, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα,
αυτόματα τουφέκια και αντιαρματικά, πιστόλια και συσκευές ασυρμάτων.
Δεν έχω καμία διάθεση να κρύψω πως η
καρδιά μου ράγισε τότε γι’ αυτό, γιατί τα όπλα που άφησα ήταν χίλιες φορές
τιμημένα. Ήταν βαμμένα από το αίμα, τον πόνο και τα δάκρυα των αγωνιστών μέσα
στη φωτιά της πάλης.
ΠΗΓΗ: ΠΡΟΓΟΝΙΚΗ- «Όπλα τιμημένα και βαμμένα με το αίμα, τον πόνο και δάκρυα των αγωνιστών» – Μια συγκλονιστική αφήγηση ενός τοπικού αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης στην συγγραφέα Παρθένα Τσοκτουρίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου