Γράφει ο Κώστας Μάρκου
Αν θέλουμε να ακολουθήσουμε το ρηξιακό πνεύμα και του Τζιαντζή και του Κατιντσάρου, απαιτείται βαθιά αυτοκριτική επανεξέταση των επιλογών της δεκαετίας που πέρασε, των ανεπαρκειών και των λαθών μας που ευθύνονται για το ανεκπλήρωτο των εξαγγελιών μας. Απαιτείται να ακολουθήσουμε το μαχόμενο πνεύμα και των δυο, αν δεν θέλουμε «να τα διπλώσουμε» σε μια θεωρητική και κουρασμένη αγρανάπαυση ή να «αναδιπλώσουμε» τις προσπάθειές μας ξανά στα ίδιαΠέρασαν πολύ γρήγορα τα οχτώ χρόνια από την αναχώρηση του Κώστα Τζιαντζή στο χωροχρόνο της μνήμης και ακόμη πιο γρήγορα οι πάνω από 12 μήνες από την αναχώρηση του Τάσου Κατιντσάρου. Ή μήπως, πολύ αργά;
Συνηθίζουμε να κάνουμε κάποιες στάσεις στις επετείους του θανάτου αγωνιστών σαν και αυτούς, αλλά η φετινή στάση, δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με τα 30 χρόνια από το ’89, από την κυρίαρχη «βρόμικη» πλευρά του, αλλά και από την άλλη, την υποτελή πλευρά, την ελπιδοφόρα υπόσχεση για μια «κομμουνιστική επαναθεμελίωση» για μια –επιτέλους- «επαναστατική», «εργατική», «αριστερή» και όχι συμβιβαστική, μικροαστική και «δεξιά» ανανέωση της στρατηγικής και της ιστορίας, που έμεινε μισή, ανολοκλήρωτη.
Με το ρηξιακό πνεύμα τους
Στις σημερινές συνθήκες της νέας ήττας, μέσα στην παμπάλαια και διαρκή κρίση δεκαετιών του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος και των νέων, ανώτερων από το ’89, αναμετρήσεων της ιστορίας που ωριμάζουν με το πέρασμα του «καπιταλισμού της εποχής μας» στην παρακμιακή περίοδό του, δεν αρμόζει μια άκριτη δοξολογία της «αριστερής διάσπασης» της ΚΝΕ και της αντίστοιχης αποχώρησης των 15 μελών της ΚΕ του ΚΚΕ, μια ακόμη αυτάρεσκη «επιβεβαίωση» των τότε επιλογών μας για να δικαιώσουμε και μόνον τις τελευταίες επιλογές μας. Ο Τζιαντζής, εξάλλου, ήταν αυτός που το 2000 συνυπέγραφε ένα άρθρο στο Πριν με τον αμφίσημο και προκλητικό τίτλο «10 χρόνια ΝΑΡ – 10 χρόνια κομμάτια», με μια οξεία κριτική και αυτοκριτική για την προσπάθεια στην οποία ο ίδιος πρωτοστάτησε.
Αντίθετα, αν θέλουμε να ακολουθήσουμε το ρηξιακό πνεύμα και του Τζιαντζή και του Κατιντσάρου, απαιτείται βαθιά αυτοκριτική επανεξέταση των επιλογών της δεκαετίας που πέρασε, των ανεπαρκειών και των λαθών μας που ευθύνονται για το ανεκπλήρωτο των εξαγγελιών μας. Απαιτείται να ακολουθήσουμε το μαχόμενο πνεύμα και των δυο, αν δεν θέλουμε «να τα διπλώσουμε» σε μια θεωρητική και κουρασμένη αγρανάπαυση ή να «αναδιπλώσουμε» τις προσπάθειές μας ξανά στα ίδια.
Οι πρώτες θεωρητικές, πολιτικές και οργανωτικές διαμάχες στο ΝΑΡ, μετά τη διάσπαση του ’89, διασταυρώνονταν πάνω στις ίδιες προκλήσεις. Αλλά όχι μόνο στο ΝΑΡ. Ας μην ξεχνάμε τις «αριστερές» διασπάσεις, αναζητήσεις και ανασυγκροτήσεις, λίγο πριν ή λίγο μετά το ’89, σε όλα σχεδόν τα αριστερά ιστορικά ρεύματα, με την ΑΚΟΑ, το ΕΕΚ, τις νέες συλλογικότητες στις Αριστερές Συσπειρώσεις, το ΣΕΚ, την Α/συνέχεια, ακόμη και στα αναρχικά και κινηματικά ρεύματα, με το Δίκτυο, την Αντιεξουσιαστική Κίνηση και πολλά άλλα. Και φυσικά στην ΚΟ Μαχητής.
Όλα τα ρεύματα διασταυρώνονταν πάνω στα ίδια διλήμματα: Τακτική διαφωνία στην επιλογή του ΚΚΕ και της ΕΑΡ για συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζανετάκη, αλλά και σε όλες τις τότε επιλογές των αριστερών ρευμάτων και ηγεσιών που οδήγησαν στη χρεοκοπία ή στρατηγική διαφωνία για μια «κομμουνιστική επαναθεμελίωση» και «εργατική πολιτική»; Κριτική «από τα δεξιά» ή «από τα αριστερά» στον γκορμπατσοφισμό; Κριτική στην περεστρόικα «με βάση» τη στροφή του ‘54, ή πιο βαθιά, του ’30; Μαρξιστική επαναστατική κριτική του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος στη Δύση ή κριτική έξω από το μαρξισμό; Κριτική με βάση την εποχή μας και τη σύγχρονη εργατική τάξη και ταυτόχρονα «με βάση» το ‘17 ή με τα όρια, πολύ περισσότερο, «έξω» μέχρι και «εναντίον» του ’17; Αναμόρφωση ή ριζική ανασυγκρότηση; Ρετουσάρισμα ή εκ θεμελίων αλλαγή;
Τα διλήμματα αυτά δεν έχουν μόνον ιστορική σημασία. Είναι υπαρκτά και μάλιστα, πιο ζωτικά, σήμερα. Διασπούν, διαχωρίζουν και την ίδια στιγμή, τείνουν να ενώσουν σε νέα βάση.
Διάσπαση και ενότητα
Η διάσπαση ήταν η μια πλευρά. Ήταν και είναι η οδυνηρή αλλά και αναγκαία πλευρά. Ήταν και είναι, όμως, το μέσο, όχι ο αυτοσκοπός. Η ενότητα σε νέα, ανώτερη βάση, η υπέρβαση και νέα μαρξιστική – εργατική - επαναστατική σύνθεση είναι η άλλη πλευρά. Είναι ο σκοπός. Εάν το τότε ΝΑΡ έδειξε μια ζωτικότητα λίγο ή πολύ καλύτερη από άλλα εγχειρήματα, οφείλεται στο ότι με τη διάσπασή του έθεσε βαθύτερα τα ερωτήματα, τα οδήγησε «μέχρι το τέλος». Επιδίωξε μια νέα, ανώτερη σύνθεση και ενότητα επαναφέροντας την επανάσταση και τον κομμουνισμό στην «ημερήσια διάταξη» της αναζήτησης, μετά από χρόνια εγκλεισμού τους στα σκουριασμένα ντουλάπια και τα τελετουργικά συνέδρια -άλλο αν δεν κατάφερε να απαντήσει επαρκώς, όπως έδειξε η 30χρονη, πολύπλοκη πορεία του και τελευταία, η «συντηρητική αναδίπλωση» προς τα πίσω. Το κυριότερο είναι ότι επέδειξε ένα –ας μας επιτραπεί- «λενινιστικό θράσος», απέναντι στο «δεν μπορούμε», «είμαστε λίγοι», «η Ελλάδα είναι μια μαρξιστική ψωροκώσταινα», «πάμε σημειωτόν» μέχρι κάποιοι άλλοι, κάπου αλλού και σε κάποιο άλλο χρόνο να κάνουν αυτό που εμείς «δεν μπορούμε».
Η υπέρβαση αυτής της καθηλωτικής ψυχολογίας σφράγισε το 1ο Συνέδριο του ΝΑΡ (1998), με τις θεωρίες για το «νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης», το «τριπλό» ιστορικό, κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο, τις «ανέκδοτες εκμεταλλευτικές κοινωνίες» του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», το «Νέο Εργατικό Κίνημα» κ.α. Σφράγισε, αλλά δεν κυριάρχησε, ενώ στο έδαφός της αναπτύχθηκαν «γκρίζες ζώνες» που έμεναν μόνον στην «ανάπτυξη» και υποβάθμιζαν την «κρίση» και τα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που υποβάθμιζαν το ρήγμα και τις κατακτήσεις του Οκτώβρη, που αναζητούσαν «νέα υποκείμενα» έξω ή δίπλα στην εργατική τάξη και το Νέο Εργατικό Κίνημα κ.λπ. Αυτές οι «γκρίζες ζώνες», όμως, δεν μπορούν να σκεπάσουν το δημιουργικό, καινοτόμο πνεύμα της αναζήτησης, το «εγκώμιο στην αμφιβολία», τις θεωρητικές και προγραμματικές κατακτήσεις.
Αντίστοιχα, σήμερα, σε μια ακόμη πιο δύσκολη κατάσταση, χωρίς τον Κώστα, τον Τάσο και τους άλλους που «έφυγαν πρόωρα», αυτό το «θράσος» είναι ακόμη πιο αναγκαίο. Αρκεί να γίνει πιο συλλογικό για να αναπληρώσει τις απώλειες. Απαιτεί καινούριες επαναστατικές απαντήσεις πάνω στα μεγάλα ερωτήματα που οφείλουμε ξανά να θέσουμε. Και πάλι, κρατώντας το πολύτιμο μωρό τη στιγμή που χρειάζεται να πετάξουμε τα απόνερα.
Αρκεί, βεβαίως, οι καινούριες επαναστατικές αναζητήσεις για μια νέα κομμουνιστική εναλλακτική απέναντι στο ολοκληρωτικό ΤΙΝΑ του καπιταλισμού να μην καταντήσουν θεωρητικός τσαμπουκάς προς τα άλλα ρεύματα, νεολογιστική επίδειξη, ένα ακόμη ποντίκι που βρυχάται απέναντι στον πάνοπλο αντίπαλο. Ο κίνδυνος αυτός δεν είναι αμελητέος. Αντίθετα, απαιτεί διαρκή επανεξέταση και κυρίως, διάλογο με τα άλλα κομμουνιστικά, αντικαπιταλιστικά και αντιιμπεριαλιστικά ρεύματα, «ανοιχτά αυτιά» και αλληλεπίδραση με τις πρωτοπόρες αναζητήσεις της παλιάς και νέας βάρδιας της εργατικής τάξης και των άλλων, δυνητικά συμμαχικών στρωμάτων.
Ο Κώστας και ο Τάσος
Σε αυτή τη μαχόμενη και τολμηρή στάση απέναντι στη θεωρία, το πρόγραμμα, την ιστορία, την οργάνωση και τη ζωή, ο Κώστας Τζιαντζής και ο Τάσος Κατιντσάρος, με πολλούς άλλους συντρόφους και συντρόφισσες του ΝΑΡ και σε διαρκή διάλογο και αντιπαράθεση μεταξύ τους και με τα άλλα ρεύματα αναζήτησης, είχαν ο καθένας τη δική του συνεισφορά. «Όμοιοι και διαφορετικοί», όπως έγραψε ο πρώτος στο αφιέρωμά του για τον κεφαλλονίτη κομμουνιστή Χάρη Γαϊτανίδη και τους άλλους «αφανείς ήρωες» της γενιάς του Πολυτεχνείου.
Και αν ο Κώστας ενσάρκωνε με τη μεγαλοφυΐα του την προσπάθεια για έναν «καθολικό άνθρωπο», για έναν «ολικό κομμουνιστή», εάν συνένωνε το διαλεκτικό υλισμό, την πολιτική οικονομία, την κριτική του Δικαίου, τη γνώση της Ιστορίας, αλλά και της λογοτεχνίας, εάν συνδύαζε όσο πολύ λίγοι, τη «γνώση και τη χάρη», ο Τάσος ενσάρκωνε τον πολιτισμό του «ανθρώπου – κομμουνιστή», με το αντικομφορμιστικό, ανυπότακτο και συναισθηματικό πνεύμα του.
Η προσπάθεια για ρηξικέλευθες απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσε το τότε ΝΑΡ, οι «ασυνέχειες μέσα στη συνέχεια» του μαρξισμού, η προσπάθεια για «αυτοτελή οργάνωση» της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, όχι μόνον δεν «στένεψαν» την προσπάθεια, αλλά τη διεύρυναν.
Η προσχώρηση στο εγχείρημα των «διαγραμμένων» από το ΚΚΕ ενός κομμουνιστή από άλλο ρεύμα, όπως ο Κατιντσάρος και πολλών ακόμη από άλλα ρεύματα -από τον ευρωκομμουνισμό, το χώρο των Συσπειρώσεων κ.α.- και η ανάδειξή τους στα «καθοδηγητικά» όργανα του ΝΑΡ, αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού.
Αποτελεί και σήμερα ένα μέτρο ζωτικότητας κάθε καινούριας απόπειρας, αλλά και μέτρο του μαρασμού των παλιών. Ο κομματικός «πλουραλισμός» δεν είναι εχθρός της προσπάθειας για καινοτόμα, συνεκτική κομμουνιστική και εργατική συναντίληψη και οργάνωση. Αντίθετα, η προσπάθεια για καινοτόμα κομμουνιστική συναντίληψη και οργάνωση απαιτεί τη συντροφική συγκέντρωση πολλών αγωνιστών και ρευμάτων που αναζητούν «συνειδητή πειθαρχία στο σκοπό» στην ίδια κατεύθυνση «απειθαρχίας» απέναντι στο κεφάλαιο, τον ιμπεριαλισμό, το κράτος, τις κυβερνήσεις τους, τα κόμματα και τις ιδεολογίες τους, ακόμη και στα μικροαστικά κόμματα και αντιλήψεις τους.
Το «φυσικά και δεν θα υπακούσω» του Γιώργου Γράψα, συνδυαζόταν με το «έρχεται η δική μας εποχή», η «καθαυτό εργατική», όπως έλεγε ο Τζιαντζής, αλλά και με τον πολιτισμό του κοινού, μετωπικού αγώνα.
Καλύτερα νίκες ή καλύτερα ήττες;
Στις μέρες μας, μετά τη σύντομη άνοδο και κατάρρευση του αριστερού «υπαρκτού ρεφορμισμού» και του «αντινεοφιλεύθερου μετώπου» του ΣΥΡΙΖΑ, πολλά ρεύματα υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να επιβληθούν ριζικές εργατικές, λαϊκές και νεανικές κατακτήσεις, εντός και εναντίον του σύγχρονου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού. Ότι απαιτείται η επανάσταση, ή το λιγότερο, η επαναστατική κατάσταση για να επιβληθούν. Ή, ότι αρκεί η θεωρητική προβολή του στρατηγικού στόχου, της «εξουσίας» και της «άλλης κοινωνίας», του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού, του κοινοτισμού κ.λπ. για να αναπτυχθεί το εργατικό, αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα.
Έτσι, τα «μεταβατικά» λεγόμενα προγράμματα -ισχυρίζονται αυτά τα ρεύματα-, οι κοινωνικοί και πολιτικοί στόχοι διεκδικήσεων, κατακτήσεων και ανατροπής, «αντικαπιταλιστικής» ή άλλης, το πολύ χρησιμοποιούνται ως «τρικ» για την επανάσταση. Στην πράξη, χρησιμοποιούνται ως «μπουζουριέρα» για το κόμμα, την οργάνωση, για μερικές ακόμη «στρατολογίες», που επιβεβαιώνουν την «ορθότητα» της γραμμής. «Καλύτερα ήττες παρά νίκες» που μπορεί να μας ενσωματώσουν, είναι η πολιτικοκοινωνική ψυχολογία τους.
Οι απόψεις αυτές υπήρχαν και το ’89, όπως και σε όλη την πορεία του ΝΑΡ και των άλλων ρευμάτων. Η διαπάλη με αυτές τις αντιλήψεις σφράγισε το 2ο Συνέδριο του ΝΑΡ, το 2008. Η στάση απέναντι στη σχέση τακτικής – στρατηγικής ήταν η ουσία των δυο διαφορετικών πλατφορμών που κατατέθηκαν.
Ας μην αποκρύβονται οι τότε διαφορές. Είναι δημιουργικότερο να αναδεικνύονται, όπως και η στάση των πρωταγωνιστών τους. Αλλιώς θα γράφουμε ανούσιους επικήδειους. Ο Κώστας Τζιαντζής και μια σειρά άλλοι σύντροφοι και συντρόφισσες βρέθηκαν στην αντιπολίτευση με την τότε πλειοψηφία της Π.Ε. του ΝΑΡ, η οποία αποτελεί και τον πυρήνα της σημερινής ηγεσίας του. Ο Τάσος Κατιντσάρος τάχθηκε ανάμεσα, ως γέφυρα επικοινωνίας, με ένα «λευκό» πιο κοντά με την αντίληψη του Τζιαντζή.
Αυτά για την ιστορία. Για την ουσία της άποψης του Τζιαντζή, αντιγράφουμε από την μπροσούρα του «Οι δυο γραμμές της Αριστεράς – Μηνύματα απ’ τον Αντιδικτατορικό Αγώνα», που γράφτηκε το 2008 και εκφράζουν τις αποκλειστικά δικές του απόψεις, με την ιδιαίτερη, πολύπλοκη γλώσσα και σκέψη του:
«Το βασικό είναι οι συνολικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι να μην αποτελούν αποκλειστικά στόχους ‘’ζύμωσης’’ χωρίς υλική – πολιτική υπόσταση. Το βασικό είναι να αποτελούν οδηγό για δράση για την πραγματική και δυνατή επιβολή μιας πραγματικής (παρόλο τον ‘’τακτικό’’ της χαρακτήρα) αντικαπιταλιστικής ανατροπής […] να συνδέονται υλικά – πολιτικά … με την ανώτερη αναγκαιότητα της επαναστατικής εξουσίας, να μην ταυτίζονται μηχανιστικά μαζί της, να μην την αντιμετωπίζουν αντικειμενικά ως άλλοθι για την παραίτηση ουσιαστικά από την αντικαπιταλιστική πάλη […]»
«Είναι γνωστό πως οι πολλαπλές ενστάσεις για τη δυνατότητα επιβολής σχετικού ρήγματος στη ‘’συνέχεια’’ των βασικών νόμων της αστικής κυριαρχίας, σε αποφασιστικές καμπές της ταξικής πάλης και όχι μόνο σε συνθήκες γενικής επαναστατικής κρίσης, έχουν αντικειμενική βάση […] Πάνω από όλα όμως οι ενστάσεις έχουν υποκειμενική βάση [...] Συνδέονται ιδιαίτερα με τη χρόνια αντίληψη για τον ‘’εξελικτικό’’ γραμμικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης στο έδαφος του καπιταλισμού …»
«…οι ‘’άμεσοι’’ αντικαπιταλιστικοί στόχοι και πολύ περισσότερο οι υλικές (και όχι επικοινωνιακές) αντικαπιταλιστικές ανατροπές αποτελούν τον βασικό ‘’κρίκο’’, το βασικό ‘’όπλο’’ του εργατικού κινήματος για τι μεγάλες ή και τις πιο μικρές νίκες, τις αγωνιστικές κατακτήσεις και αντιστάσεις σε διαρκή αντιπαράθεση με τη διαρκή αδιαλλαξία και τους θεσμούς του συστήματος. Φτάνει να τις διεκδικεί κανείς και να μην τις ευτελίζει».
Δεξιά, αριστερή ή καμία μετωπική πολιτική;
Η ιστορική πράξη της διάσπασης με το ΚΚΕ του ’89, διαψεύδει κατηγορηματικά τις αντιλήψεις εναντίον της μετωπικής λογικής και υπέρ του αυτόκεντρου «κομματικού μετώπου», παρότι, από ορισμένες πλευρές, επιχειρείται μια «αναθεώρηση» αυτής της ιστορίας, προκειμένου να δικαιωθούν οι εδώ και χρόνια σεχταριστικές επιλογές.
Απέναντι στη «δεξιά», μικροαστική λογική για το «μέτωπο» της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ και της ΕΑΡ, η «ΚΝΕ – Γράψα» (όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται) και η αριστερή διαφωνία μέσα στην ΚΕ του ΚΚΕ, δεν αντέταξε μια αυτόκεντρη «κομματική» πολιτική, αλλά το «Ενιαίο Μέτωπο Πάλης της Νεολαίας» (και όχι μόνον της νεολαίας), με αριστερό, ριζοσπαστικό, αντι-ΕΕ και «αντι-συνδιαχειριστικό» (όπως λεγόταν τότε) περιεχόμενο.
Αυτή η αριστερή μετωπική κατεύθυνση οδήγησε στην πράξη σε ένα αγωνιστικό μέτωπο κοινής δράσης στο μαζικό κίνημα, με τον τότε Ρήγα Φεραίο που διαφοροποιήθηκε από τον Κύρκο, με τις Αριστερές Συσπειρώσεις, με τροτσκιστικά, μαοϊκά και ελευθεριακά ρεύματα κ.α.
Από εδώ γεννήθηκε το εγχείρημα της ΕΑΑΚ στα πανεπιστήμια, που κρατά μέχρι σήμερα. Και εάν σήμερα η ΕΑΑΚ βρίσκεται σε βαθιά κρίση, αυτό οφείλεται –μεταξύ άλλων- στη βαθιά απόσταση που διακρίνει βασικούς συντελεστές της από την προαναφερθείσα, αριστερή μετωπική αντίληψη, που οδήγησε στην αντικατάσταση της αυτενεργού συμμετοχής της βάσης τους από τις κομματικές συνεννοήσεις κορυφών.
Αντίστοιχη είναι και η εμπειρία των εργατικών «αριστερών κινήσεων και παρεμβάσεων», τόσο η δημιουργική μετωπική πλευρά τους, όσο και η καθηλωτική αντι-μετωπική πρακτική που κυριαρχεί στις μέρες μας. Αντίστοιχη και των αριστερών δημοτικών κινήσεων.
Η μετωπική λογική που έθεσε η αριστερή διάσπαση στο ΚΚΕ και άλλα ρεύματα, οδήγησε στο ψηφοδέλτιο της Λαϊκής Αντιπολίτευσης, στο ψηφοδέλτιο «Κίνηση κατά της ΕΟΚ», στη Μαχόμενη Αριστερά και το ΜΕΡΑ, που επιχείρησαν να υπερβούν προωθητικά τις προηγούμενες «ιστορικές διασπάσεις» μεταξύ «σταλινικών», «μαοϊκών» και «τροτσκιστών». Παρότι όχι ιδιαίτερα επιτυχημένα, αυτή η λογική και οι πρακτικές απολήξεις της, οδήγησαν στο μεγαλύτερης εμβέλειας, πρωτότυπο και μαζικό εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η υποχώρηση αυτής της λογικής και η επικράτηση του σεχταρισμού οδήγησαν, αντίθετα, στην υποχώρηση, κρίση έως και εκφυλισμό της σημερινής ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Εργάτες ή μικροαστοί «στο τιμόνι»
Όμως, μέσα στη μισθωτή εργασία εντάχθηκαν και εντάσσονται και πολυάριθμα μεσαία, ακόμη και αστικά μισθωτά στρώματα της παραγωγής, κυρίως της διανοητικής εργασίας. Η συσκότιση αυτής της πλευράς από τα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα, οδήγησε σε μια ταύτιση της μεσαίων μισθωτών διανοούμενων στρωμάτων με την εργατική τάξη και σε μια αντίστοιχη επικράτηση αυτών των στρωμάτων στις ηγεσίες και σταδιακά, στη βάση τους.
Η μεταδικτατορική ΚΝΕ αντιστάθηκε σε αυτή την τάση, τοποθετώντας (συμβολικά και ουσιαστικά) εργάτες στη θέση του γραμματέα της. Σε αυτή τη στάση πρωτοστάτησε ο Κώστας Τζιαντζής και άλλοι σύντροφοι και συντρόφισσες. Μέχρι και το 1990, οι γραμματείς της ΚΝΕ ήταν πάντα εργάτες, με ουσιαστική στήριξη από τους διανοούμενους, φοιτητές και μετα-φοιτητές.
Το 1990 – ‘93, για πρώτη φορά, σπάει αυτή η παράδοση και δεν αναδεικνύεται εργάτης στην κορυφή της οργάνωσης νεολαίας της ΚΝΕ – ΝΑΡ. Δημιουργείται μια άλλη παράδοση, όπου οι φοιτητές και μετα-φοιτητές παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο. Και αυτό δεν ήρθε χωρίς διαπάλη, η οποία στα πρώτα χρόνια του ΝΑΡ σφραγίστηκε από το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αγωνιστών και αγωνιστριών που αποχώρησαν από το ΚΚΕ και στρατεύθηκαν στο εγχείρημα, προήλθαν από τις οργανώσεις Σπουδάζουσας. Το γιατί δεν ακολούθησαν με τον ίδιο μαζικό τρόπο οι εργάτες και οι εργαζόμενοι της ΚΝΕ, αποτελεί ένα σημαντικό ερώτημα προς διερεύνηση.
Με αυτή την επισήμανση δεν εννοείται ότι οι διανοούμενοι «γραμματείς» ή «συντονιστές» δεν μπορεί να είναι ικανοί και επαναστάτες, ούτε ότι όλοι οι εργάτες είναι ικανοί και επαναστάτες α πριόρι ή ότι δεν αναπτύσσεται ένα επιστημονικά συγκροτημένο τμήμα της εργατικής τάξης. Επιχειρείται να αναδειχτεί το μακρόχρονο πρόβλημα της βασικά μικροαστικής ηγεσίας, ακόμη και βάσης, σχεδόν όλων των κομμάτων και ρευμάτων της Αριστεράς.
Πρόκειται για διαπίστωση που είναι αποδεκτή και από το σημερινό ΝΑΡ και για πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε όλοι μας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ρίζα του προβλήματος οφείλει να αναζητηθεί στις «διευθυντικές» τάσεις και συνήθειες που αναπτύσσονται από τα μεσαία, ημιδιευθυντικά και ημιδιευθυνόμενα, διανοούμενα στρώματα της μισθωτής εργασίας.
Στην αριστερή «γλώσσα» αυτή η τάση βρήκε την χαρακτηριστική έκφρασή της στο βασικό σύνθημα του αριστερού ριζοσπαστικού σχήματος εργαζόμενων και άνεργων μηχανικών Block – Τee: «Ο κινητήριος μοχλός της Ιστορίας είμαστε εμείς – Οι μηχανικοί μαζί με τον κόσμο της εργασίας στην πρωτοπορία των κοινωνικών αγώνων». Όσο και αν δικαιολογείται μια υπερβολή λόγω αφίσας, η κατεύθυνση του συνθήματος είναι κάτι παραπάνω από σαφής.
Στην εποχή μας απαιτείται μια νέα στρατηγική, πολιτική και οργανωτική αντίληψη για τη σχέση εργασίας – διανόησης, τεχνικά και επιστημονικά συγκροτημένης εργατικής τάξης, εργατικής τάξης και μεσαίων μισθωτών στρωμάτων, που οφείλει να βρει την έκφραση της σε νέους συνδυασμούς στην περίφημη «ταξική σύνθεση» και στη λεγόμενη «πολιτική στελεχών» των κομμουνιστικών και αριστερών κομμάτων, οργανώσεων και ρευμάτων, κάτω από την ηγεμονία της χειραφετητικής πλευράς της σύγχρονης μισθωτής εργασίας.
Η σκέψη που συναντά την πραγματικότητα και το αντίστροφο
«δεν αρκεί να τείνει η σκέψη να πραγματωθεί, πρέπει και η πραγματικότητα να τείνει να γίνει σκέψη», επειδή «η θεωρία δεν πραγματώνεται ποτέ σε ένα λαό παρά στο βαθμό που αποτελεί την πραγματοποίηση των αναγκών του».
Ο Μέσαρος υποστηρίζει ότι
«Η μαρξική θεωρία έτεινε, όσο μπορούσε την εποχή της σύλληψής της, προς την πραγμάτωση, όμως η ίδια η πραγματικότητα αρνούνταν να τείνει προς αυτήν, με τον τρόπο που ήλπιζε και θεωρούσε ο δημιουργός της».
Και συνεχίζει:
«Σήμερα, η κατάσταση είναι ριζικά διαφορετική. Υπό μία σημαντική έννοια, είναι διαμετρικά αντίθετη σε σχέση με ό,τι ίσχυε την περίοδο του Μαρξ. Παρόλο που η δομική κρίση του κεφαλαίου, η οποία γίνεται όλο και βαθύτερη, συνεπάγεται ότι "η πραγματικότητα αρχίζει να κινείται προς τη σκέψη", φαίνεται, ως αποτέλεσμα των ηττών και των αποτυχιών του σοσιαλιστικού κινήματος (ειδικά κατά το πρόσφατο παρελθόν), ότι η ίδια η σκέψη […] αρνείται να κινηθεί προς την πραγματικότητα και να "τείνει προς την πραγμάτωση"».
Το «βρόμικο ‘89» επικράτησε στο «’89 της ελπίδας», μέσα από τις αλλεπάλληλες εγχειρήσεις πολιτικής πλαστικής που οδήγησαν στο σημερινό, αποκρουστικά μεταλλαγμένο πρόσωπο του κομματικού συστήματος. Φαίνεται ότι η εκτίμηση του Μέσαρος ισχύει και για αυτή την εποχή.
Ο Κώστας Τζιαντζής και –με άλλο, πιο «πρακτικό» τρόπο- ο Τάσος Κατιντσάρος, κινήθηκαν υπέρ της «σκέψης που κινείται προς την πραγματικότητα».
Για αυτό είναι και θα είναι παρόντες, σήμερα και αύριο, στον αγώνα όλων των συντρόφων και συντροφισσών για να συναντηθεί η σύγχρονη κομμουνιστική σκέψη με την επαναστατική δυναμική της εποχής μας. Δηλαδή, με την εργατική τάξη της εποχής μας.
αναδημοσίευση από: - Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου