Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Μύθοι και στερεότυπα της ριζοσπαστικής πολιτικής ορθότητας

Του Γιάννης Παπαμιχαήλ






Γιάννης Παπαμιχαήλ
Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ ήταν Καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών (1985 – 2003) και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (2003 – 2010). Διευθυντής της έδρας Ουνέσκο στις Επιστήμες της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Ερευνητής στο CNRS (1978 – 1982). Συγγραφέας πολλών άρθρων, δοκιμίων και μονογραφιών σχετικά με θέματα κοινωνικής, πολιτικής και εκπαιδευτικής ψυχολογίας.


«Δεν γνωρίζουμε που πάμε. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι η ιστορία μας έφερε εδώ που είμαστε σήμερα. Ένα πράγμα μόνο είναι σαφές. Ότι αν η ανθρωπότητα θέλει να έχει αναγνωρίσιμο μέλλον δεν μπορεί να συνεχίσει να παρατείνει το παρελθόν ή το παρόν.»
 Eric Hobsbawm

Βασικές Παρατηρήσεις

Τώρα που ο προσχηματικός διάλογος μεταξύ «προοδευτικών» και «αντιδραστικών» τελείωσε προσωρινά και η αναδοχή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια έγινε νόμος του «προοδευτικού» ελληνικού κράτους με τη βοήθεια των προοδευτικών βουλευτών, ίσως είναι καιρός να πούμε κάποια πράγματα τα οποία αποσιωπήθηκαν κατά το διάστημα αυτού του ψευδοδιαλόγου.


Καταρχάς, να αποτυπώσουμε το πολιτικό φαντασιακό των δυο μπλοκ της συζήτησης: Από την μια, οι φιλελευθέρως και ελευθεριακώς «σκεπτόμενοι» («αριστεροί», σοσιαλιστές, μετανεωτερίζοντες φιλελεύθεροι). Από την άλλη, οι «αντιδραστικοί» (κομμουνιστές, ακροδεξιοί, «λοιπές συντηρητικές δυνάμεις»). Στο νεοφιλελεύθερο παραμύθι με τις «ίσες ευκαιρίες αυτοπραγμάτωσης του καθενός» και τις καλές προοδευτικές μάγισσες των εθνικών κοινοβουλίων, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν σε άτομα και δικαιωματούχες μειονότητες όλων των ειδών τις νομικές συνθήκες που υποτίθεται ότι επιτρέπουν «σε όλους» να απολαμβάνουν απρόσκοπτα τα νομικά και «φυσικά» τους δικαιώματα, οι πρώτοι θα είναι οι «καλοί και ανοιχτόμυαλοι», οι δεύτεροι οι «κακοί και χαζοί».

Μια ανόητη ελευθεριακή μεταφυσική της «προόδου», στα πλαίσια της οποίας οτιδήποτε εμφανίζεται ως «καινοτόμο και ριζοσπαστικό» είναι αυτομάτως «καλό, ορθολογικό και προοδευτικό», ενώ ότι αντιτίθεται σε αυτήν την «πρόοδο» και την φιλελευθεροποίηση, είναι αυτομάτως συντηρητικό, ανορθόλογο, άρα αντιδραστικό.
[…]
Στο στρατόπεδο των «προοδευτικών δυνάμεων», δεν πρόκειται για πολύ λόγο που έγινε «για το τίποτα», αλλά για πολύ λόγο για τα πάντα μεταξύ ιδιωτών χωρίς άλλες κοινές ιδιότητες, πέραν της πολιτικά ορθής κοινής επιθυμίας τους να φανούν σε κάθε περίσταση «καινοτόμοι και ανοιχτοί στους νεωτερισμούς». Από ηθικής άποψης, «ανθρωπιστές» που στην μεταπολιτική, θρησκευτική φαντασία τους «αγκαλιάζουν με αγάπη» όλα τα ομιλούντα δίποδα του κόσμου. Μεταξύ ατόμων με διάφορες φανταστικές ή πραγματικές εξειδικεύσεις σε πολλά επιμέρους ζητήματα περί του ανθρώπου και της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Μεταξύ δικτυωμένων μεταξύ τους τυπικά εγγράμματων, αλλά φιλοσοφικά και πολιτικά ανυποψίαστων ατόμων που διαθέτουν και ανταλλάσουν με ασυνάρτητο τρόπο ένα πλήθος από ασύνδετες πληροφορίες, τις οποίες με συγκινητική αφέλεια αποκαλούν «γνώσεις». Μεταξύ ανορθόλογα σκεπτόμενων ψευτοορθολογιστών που ορκίζονται στις ιδιαιτερότητές τους ή στις επιλογές τους στο πεδίο του lifestyle, που τους καθιστούν, όπως φαντάζονται, «κάπως διαφορετικούς», ίσως και «μοναδικούς» ως προς όλους τους άλλους ομοίους τους, ομοίως «διαφορετικούς και μοναδικούς».
[…]
Οι πολιτικοί «εκπρόσωποι» του λαού, αδιαφορώντας για τις απόψεις αυτού του «θρησκόληπτου και καθυστερημένου» τμήματος της κοινωνίας, αγωνίζονται κατά πλειοψηφία για τα συμφέροντα μειονοτήτων υπό κρατική προστασία, χωρίς άλλες ιδιότητες ή ευαισθησίες πέραν της ιδιαιτερότητάς τους. Δηλαδή κάποιων ιδιωτών που οι μετανεωτερικές φιλελεύθερες δυτικές κοινωνίες της συμφοράς κατασκευάζουν συστηματικά σε βάρος ακόμα και των ίδιων των ιδιωτών ή των μειονοτήτων, τα συμφέροντα των οποίων υποτίθεται ότι προστατεύουν.
[…]
Θα λέγαμε καταρχάς, ότι σύμφωνα με τους αξιακούς κανόνες του μεταμοντέρνου δικαιωματισμού, κάθε ιδέα πρώιμης εγχάραξης αξιών, προτύπων, συχνά ακόμα και γνώσεων στο παιδί από την κοινωνία των ενηλίκων τείνει πλέον να θεωρείται από τους αναρχοφιλελεύθερους ως πράξη αυταρχική, που αντιβαίνει στα «φυσικά δικαιώματα» αυτοκαθορισμού του καθενός. Το φύλο, νοούμενο όχι ως βιολογικώς οριζόμενη πραγματικότητα, αλλά ως προτίμηση κοινωνικού ρόλου που «οφείλει να επιλέγεται ελεύθερα και συνειδητά από τα άτομα» (επί του θέματος θα επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο), εμπίπτει, σύμφωνα με τους παραπάνω ισχυρισμούς, σε αυτά τα ατομικά, νομικά δικαιώματα. Κατά συνέπεια, παρόμοια πρότυπα φύλου κρίνονται κατά βάθος ως «παιδαγωγικώς ακατάλληλα» για τις ταυτότητες των πολιτών του μέλλοντος. Άλλωστε, ενώπιον των φαντασιώσεων και των ευμετάβλητων ατομικών επιθυμιών των συντρόφων στα σύγχρονα ομόφυλα ζευγάρια, η έννοια του ανδρικού και γυναικείου προτύπου έχει χάσει προφανώς το όποιο νόημα της είχε απομείνει [1].

Πίσω από τα νομικίστικα ελευθεριακο – φιλελεύθερα προτάγματα του δικαιωματισμού και τις ψυχολογίζουσες, γλυκανάλατες αναφορές στην γονεϊκή μέριμνα, στην «στοργή και την αγάπη» (που βεβαίως μπορεί να διαθέτει ένα ομόφυλο ζεύγος ανθρώπων για ένα παιδί που μεγαλώνει μαζί του), αναδεικνύονται από τέτοιες φιλελεύθερες καινοτομίες η προχειρότητα και η αποσπασματικότητα με τις οποίες ο νευρωτικός, ατομοκεντρικός λόγος της ριζοσπαστικής μετανεωτερικότητας αντιμετωπίζει κεντρικά, ανθρωπολογικής φύσης διακυβεύματα της οργάνωσης της κοινωνίας, σε βάρος όχι μόνον κάποιων ορφανών παιδιών (που από τον Καιάδα των ιδρυμάτων θα μεταφέρονται, «εθελοντικά» ή όχι, σε ομόφυλες ανάδοχες οικογένειες), αλλά και σε βάρος κάθε πραγματικά ελεύθερης επιλογής στο πεδίο του σεξουαλικού προσανατολισμού των ατόμων – είτε ετεροφυλόφιλων, είτε ομοφυλόφιλων.
[…]
Μεθοδολογικά, ο κανόνας απαιτεί λοιπόν τώρα πια από τις φιλελεύθερες επιστημονικές ιδεολογίες και τους καθεστωτικούς οργανικούς διανοούμενους σε ρόλο «ελίτ», να δώσουν έμφαση στις διάφορες «εξαιρέσεις που αμφισβητούν τους κανόνες» και στο «δικαίωμα της χειραφέτησης όλων από όλα τα στερεότυπα του παρελθόντος» (συνεπώς, στις καινοτομίες, στον «αντικομφορμισμό» κλπ.). Οι πάντα πρόθυμες και πειθήνιες νέες «ελίτ», ιδιαίτερα στους τομείς που παράγουν και αναπαράγουν τις ηγεμονικές ιδεολογίες της νέας εποχής (συνεπώς που διεξάγουν την επιστημονική έρευνα στους τομείς των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών), έσπευσαν, συχνά με το αζημίωτο, να υιοθετήσουν όλα τα κοσμοθεωρητικά στερεότυπα της παγκοσμιοποιημένης φιλελεύθερης και μετανεωτερικής κουλτούρας made in USA και να τα διοχετεύσουν, μέσα από πολυάριθμες εκλαϊκεύσεις, προς την εκπαίδευση και τα ΜΜΕ, συνεπώς, προς την υπό εκσυγχρονισμό κοινή γνώμη της νεολαίας, διαμορφώνοντας και ταυτόχρονα χειραγωγώντας την πρώην κοινή της λογική.

Σε αυτές τις συνθήκες, η νέα, μετασοβιετική δυτική «αριστερά», κοινωνιολογικά μικροαστική, πολιτικά αστική και ιδεολογικά φιλελεύθερη, από το 1980 και ύστερα, δηλώνει πλέον χωρίς ενδοιασμούς, την περιφρόνησή της για τον «χοντρό λαό» (την πολιτική ηθική του, τις ταυτοτικές ιστορικές εμμονές του, τις πολιτισμικές του παραδόσεις και τις αισθητικές του προτιμήσεις). Για την «κοσμοπολίτισσα Σάρα», την «ριζοσπαστική Μάρα» και το φιλελεύθερο «κακό συναπάντημα» των φαντασιακά ελιτοποιημένων ιδιωτών, η μεν «αριστερά» ταυτίστηκε με τις πρακτικές και τις ιδεολογίες των cool ευκατάστατων μεσοαστών – κάτι σαν το lifestyle, που επιδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία οι ταξιδεμένοι και σπουδαγμένοι χορτοφάγοι ποδηλάτες – ο δε ο «λαϊκισμός» καθίσταται έγκλημα σκέψης. Ο «αντιρατσισμός», ο «ανεθνισμός» (που βαπτίζεται «αντιεθνικισμός») και η μόνιμη, σχεδόν υστερική, καταγγελία της ομοφοβίας, υποκαθιστούν στις πολιτικά ορθές χρηστοήθειες αυτής της νέας «αριστεράς», τις παλιές, μαρξιστογενείς ευαισθησίες της «πάλης των τάξεων» και των αντιιμπεριαλιστικών λαϊκών αγώνων.
[…]

Νίκος Δ

Δεν υπάρχουν σχόλια: