Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Ο φωτογράφος των Τρικάλων, Α. Μάνθος και η αλήθεια για τη φωτογράφηση του Θ. Γκαντάρα

Μάνθος Αθανάσιος, η φωτογράφιση του Θωμά Γκαντάρα

πηγή: Aspromavro
 
Ο Φωτογράφος των Τρικάλων (1893-1960)

'Εγινε γνωστός στο πανελλήνιο όταν φωτογράφισε την συμμορία του Θωμά Γκαντάρα η οποία έμεινε ιστορική, διότι ήταν η πρώτη φορά που φωτογραφήθηκαν ληστές στο φυσικό τους περιβάλλον και εν ζωή.
Ο Γκαντάρας βρέθηκε με τον Μάνθο σε ένα χωριό όταν πήγε να φωτογραφίσει έναν γάμο. Εκεί κανόνισαν να γίνει η φωτογράφιση. Δέν ήταν όμως κάτι εύκολο γιατί χρειαζόταν η άδεια της χωροφυλακής.
Κατάφερε όμως να πάρει έγκριση χωρίς να αποκαλύψει σε ποιό μέρος θα πάει.



Ο Μάνθος με όλα τα φωτογραφικά εργαλεία του, πήγε στο σημείο συνάντησης με τον Γκαντάρα.Οι ληστές, αφού βεβαιώθηκαν πως δεν τον παρακολουθεί κανείς, τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο λημέρι τους.
Ο Μάνθος έμεινε μαζί τους μερικές μέρες όπου τους απαθανάτισε σε διάφορες στιγμές της ζωής τους.
Στο βουνό ο φωτογράφος είχε πάρει μαζί του όλον τον εξοπλισμό που χρειαζόταν γιά την εμφάνιση και το τύπωμα των φωτογραφιών, τις οποίες και παρέδωσε στους ληστές.
'Ολο το υλικό (αρνητικά και φωτογραφίες) υπάρχει μέχρι σήμερα στο φωτογραφείο του Θανάση Μάνθου εγγονού του, στα Τρίκαλα.
Ο Γκαντάρας ποτέ δεν κατέβηκε στην πόλη των Τρικάλων για να φωτογραφηθεί, όπως παρουσιάζεται στην ταινία μικρού μήκους του Βασίλη Κοσμόπουλου, ποιητική αδεία.




Ιστορικά γεγονότα
Ο λήσταρχος Θωμάς Καντάρας (ή Γκαντάρας) επικαλούμενος και ως "Μαύρος Λήσταρχος" καταγόταν από την Άκρη Ελασσόνας και έδρασε κυρίως στα Χάσια. Βγήκε «κλέφτης», στο κλαρί τον Ιούλιο του 1918 μαζί με τον σύντροφό του Γεώργιο Βελώνη, επειδή είχε λιποτακτήσει από τον Στρατό για να σκοτώσει τον τσιφλικά Θ. Μόσιου στην Βαλανίδα Ελασσόνας, επειδή αυτός είχε βιάσει τη σύζυγό του.
Λίγο αργότερα οι Καντάρας και Βελώνης πιάστηκαν και στις 21 Ιουλίου 1919 το στρατοδικείο της Λάρισας τους επέβαλε ποινή κάθειρξης 14 ετών.
Στις 21 Νοεμβρίου 1921 ο Θωμάς Καντάρας δραπέτευσε από τις φυλακές της Λάρισας σκάβοντας μια τρύπα στο κελί του και βγήκε στην τουαλέτα, απ' όπου και δραπέτευσε με τον Πέτρο Γκανάτσιο και τον νεαρό Περικλή Παπαγεωργίου από το Λουτρό Ελασσόνας.




Θωμάς Γκαντάρας και Περικλής Παπαγεωργίου


Ένα χρόνο αργότερα το κεφάλι του επικηρύχθηκε.
Η επικήρυξη για το κεφάλι του Καντάρα ήταν 40.000 δρχ !!! ποσό πάρα πολύ μεγάλο για την εποχή του 1922.
Ο Περικλής Παπαγεωργίου έγινε το πρωτοπαλίκαρο του στη συμμορία που συνέστησε.
Ένας άλλος λήσταρχος της εποχής εκείνης, ο Φώτης Γιαγκούλας, υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του Καντάρα.
Ο Θωμάς Καντάρας είχε έναν αδερφό επίσης ληστή, τον Γεώργιο Καντάρα, που σκοτώθηκε τον Φεβρουάριο του 1920 στην θέση Κουμαριά Ελασσόνας, σε σύγκρουση με καταδιωκτικά αποσπάσματα. Μαζί του χάθηκε και ο ληστής Μανάτσας.
Ο Θωμάς Καντάρας, σκοτώθηκε στην θέση Οξιά της Δεσκάτης Γρεβενών, κοντά στο Μαυρέλι, στις 5 Αυγούστου του 1923, από τον Γεώργιο Σιακαβάρα, ο οποίος συμμετείχε στο απόσπασμα που τον καταδίωκε.
Το κεφάλι του Καντάρα κόπηκε, μεταφέρθηκε στο Γερακάρι και κατόπιν εκτέθηκε σε κοινή θέα στην Καλαμπάκα στις 6 Αυγούστου 1923, για παραδειγματισμό.
Ύστερα από την εξόντωση του, η συμμορία του σιγά-σιγά διαλύθηκε.



Θωμάς Γκαντάρας


Ο Θωμάς Καντάρας άφησε ορφανά ένα γιο και δυο κόρες, την Βασιλική και την Ελένη. Την Ελένη την έδωσε για υιοθεσία στην Καλαμπάκα όταν ήταν ακόμα νήπιο.
Οι δυο αδερφές αντάμωσαν μεταξύ τους για πρώτη φορά, το 1998.
Η φωτογράφιση της ληστοσυμμορίας του Θ. Γκαντάρα από τον Αθανάσιο Μάνθο αποτέλεσε και αντικείμενο της λογοτεχνίας. Ο Χασιώτης ποιητής Χρ. Μπράβος έγραψε το ακόλουθο ποίημα, το οποίο μελοποιήθηκε από τον Λαρισαίο τραγουδοποιό Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Ο τοπικός φωτογράφος επιστέφει, με το μυαλό γεμάτο εικόνες που τράβηξε σε όλη του τη ζωή. Ξαφνικά, δέχεται μια επίσκεψη από έναν θρυλικό ληστή. Παρά το γεγονός ότι καταζητείται με αμοιβή, ο ηρωικός παράνομος αφήνει τα βουνά και αποφασίζει να φωτογραφηθεί.

«Όπου στα 1923 ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο Ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί.

Ο φωτογράφος των Τρικάλων Α. Μάνθος
έπαιρνε νύχτα τα στενά για το Βαρούσι.
Τους γάμους θα σκεφτόταν ως το σπίτι του
και τους θανάτους, που εκράτησε για πάντα.
Μα πιο πολύ στο βράδυ εγυρνούσε του Αυγούστου
που πόρτες έκλεισε βαριά, έλυσε τα σκυλιά
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε
για τον δικαίο τον ύπνο.
Δεν άκουσε σκυλί πόρτα να τρίξει
κι απ τον φεγγίτη της σκεπής
τον είδε που γλιστρούσε
άγγελος με το  μαχαίρι στα δόντια».




Ο Θωμάς Γκαντάρας άφησε ορφανά ένα γιο και δυο κόρες, την Βασιλική και την Ελένη. Την Ελένη πρόλαβε και την έδωσε, νήπιο, προς φύλαξη στο δήμαρχο Καλαμπάκας Ραμμίδη. Οι δυο γυναίκες αντάμωσαν μεταξύ τους, για πρώτη φορά, το 1998.
"Αντε σε κλαιν τά δέντρα όλα βρέ Γκαντάρα σε κλαιν και τά κλαριά..."
Από τά ομορφότερα δημοτικά τραγούδια πού γράφτηκαν γιά τον Λήσταρχο πού γιά τούς χωρικούς της Ελασσόνας ήταν κάτι σάν "Σωτήρας τών Φτωχών"...

πηγή: mikrovalto.gr - tovaltino.blogspot.gr




Το δίκαιο της «Παρδάλας»


Η ληστεία στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όπως αποτυπώνεται σε εφημερίδες της εποχής και στην περιορισμένη βιβλιογραφία, είχε πάρει για διάφορους λόγους μυθικές διαστάσεις, με κάποιους όπως ο Φώτης Γιαγκούλας ή ο Θωμάς Γκαντάρας, πιο γνωστός ως ο «Μαύρος Λήσταρχος», να αποτελούν σημεία αναφοράς. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν βγει στο… κλαρί, κατά τη δική τους έκφραση, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον νόμο για διάφορα μικροαδικήματα, συνήθως ζωοκλοπές ή πράξεις αντεκδίκησης. Σε κάποιες φτωχές ορεινές περιοχές, όπως τα Γρεβενά, η παραβατικότητα φαίνεται ότι ενισχυόταν από τις τοπικές αντιλήψεις.
«Συγκεκριμένως, στην περιφέρεια εκείνη, η οποία εξεκόλαψε τον Γιαγκούλαν, τον Μπαμπάνην, τον Ψαλλίδαν και τόσους άλλους, “δεν δίνουν κορίτσι” σε άνθρωπο που δεν έχει στο παθητικό του αξιόποινες πράξεις. Αν δεν είναι κλέφτης, δεν έχει υπόληψη. Η εκδηλωθείσα εις το παρελθόν συνεχής εγκληματικότης και τάσις, (…) απόρροια αμάθειας, αγραμματοσύνης, απανθρωπισμού, ενός φαρμάκου έχει ανάγκην. Εκπαιδεύσεως και μορφώσεως. (…) Είναι τρομερό αυτό που βλέπει κανείς στα δικαστήρια των Γρεβενών. Κατάμεστο κάθε μέρα από φουστανελλοφόρους.



η "παρδάλα" του Γιαγκούλα, (Εγκληματολογικό Μουσείο)

Η ζωοκλοπή και η βλάβη ξένης ιδιοκτησίας εις ημερησίαν διάταξιν. Αφήστε τα μαχαιρώματα και τους καυγάδες», έγραφε, στις 8 Αυγούστου 1925, σε ένα οδοιπορικό στην περιοχή η εφημερίδα «Μακεδονία». Μέσα από την παρανομία ο κάθε ληστής ανέβαινε στην «ιεραρχία» των συμμοριών και έφτιαχνε τη δική του σπείρα ή αναγνωριζόταν ως αρχηγός μετά τον θάνατο του προηγούμενου λήσταρχου
Η κάθε συμμορία είχε τη δική της περιοχή, όπου ανέπτυσσε πολύπλευρη δράση και σε συνδυασμό πολλές φορές με την καλλιέργεια ενός προσωπικού μύθου, ο λήσταρχος γινόταν αγαπητός στον απλό κόσμο της επαρχίας Ταυτόχρονα όμως, εφαρμοζόταν απαρέγκλιτα ο άγραφος νόμος ότι «ο ληστής σκοτώνει κάθε καταδότη ληστού».
Αυτός ο συνδυασμός εξασφάλιζε στους ληστές τη σιωπή των κατοίκων, ακόμα και όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι με βάναυσες ανακριτικές μεθόδους των καταδιωκτικών αποσπασμάτων. «Οι λήσταρχοι έπαιζαν διαφορετικούς ρόλους. Αλλοτε εμφανίζονταν ως εκδικητές και τιμωροί ανούσιων πράξεων και αδικητών ανθρώπων κι άλλοτε ως υπερασπιστές… πολιτικάντηδων. (…) Γίνονταν κουμπάροι, νονοί, προίκιζαν φτωχά κι ορφανά κορίτσια ή έβγαζαν από τη δύσκολη θέση τους ανήμπορους και τους πονεμένους δίνοντάς τους μεγάλα χρηματικά ποσά.



ομοίωμα κεφαλής Γιαγκούλα, (Εγκληματολογικό Μουσείο)

Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκαν από το κατεστημένο της πολιτικής ζωής όχι μόνο προς άγραν ψήφων αλλά και για πίεση προς την αντίπαλη πολιτική παράταξη» (Βασίλης Ι. Τζανακάρης, ό.π.). Μία από τις πιο χαρακτηριστικές πολιτικές πράξεις ήταν η απαγωγή δύο «καφανταρικών» βουλευτών, των Αλέξανδρου Μελά και Αλέξανδρου Μυλωνά, παραμονές των εκλογών το καλοκαίρι του 1928, από τους ληστές Τάκη και Κώστα Κουμπή. Οι δεσμοί λήσταρχων και πολιτικών όχι μόνο εξασφάλιζαν στους πρώτους ελαφριές ποινές αλλά και διαμόρφωναν προϋποθέσεις αποδράσεων.
Η «Βραδυνή», σε ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που είχε δημοσιευτεί στις 13 Απριλίου 1924, αναφερόταν σε μια απόδραση του Γιαγκούλα γράφοντας τα εξής:

«Κλεισμένος πέρυσι εις τας φυλακάς Παλαμηδίου για διάφορους φόνους τους οποίους είχε κάνει, μετεφέρθη εις Κοζάνην, διά φροντίδων βέβαια των κομματαρχών πατρώνων του διά να δικασθή εις το εκεί πλημμελειοδικείον διά το ξύλο που είχε δώσει σ’ έναν παπά. Ο τρόπος αυτός, η μεταφορά δηλαδή ενός ληστού δικασθέντος ήδη διά φόνους, εμπρησμούς κ.λπ. και καταδικασμένου πολλάκις εις θάνατον, η μεταφορά εκ των φυλακών του εις την έδραν ενός μακρυνού πλημμελειοδικείου διά να δικασθή διά την κλοπήν φέρ’ ειπείν μιας κότας ή διότι έδειρε όπως ο Γιαγκούλας έναν παπά, είναι ο συνηθέστερος τρόπος τον οποίον κατορθώνουν και θέτουν εις εφαρμογήν οι ισχυροί πολιτικοί πάτρωνες του ληστού -πίσω από κάθε ληστήν είναι και ένας πολιτευόμενος και από τους πλέον γνωστούς μάλιστα- διά να διευκολύνουν κατά την μεταφοράν την δραπέτευσιν του ληστού.

Και ο Γιαγκούλας συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακας εδραπέτευσε πέρυσι εις τον Πυργετόν των Τεμπών και κατέφυγε εις την περιφέρειαν της Κατερίνης». Οι λήσταρχοι δεν είχαν πάντα μεταξύ τους καλές σχέσεις. Για παράδειγμα, λεγόταν ότι ο Μπλαντέμης μιλούσε -άγνωστο γιατί- με περιφρόνηση για τον Γιαγκούλα και φαίνεται πως δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στους συντρόφους του, από τους οποίους τελικά βρήκε τον θάνατο.

Ομως και ο Γιαγκούλας ήταν πολύ επιφυλακτικός απέναντι σε άλλες συμμορίες. Γι’ αυτό όταν δολοφονήθηκαν ο «υπαρχηγός» του Παπαγεωργίου και ο φίλος τους Σκοτίδας, αναζήτησε επαφή με την «άλλη πλέον αξιόπιστη συμμορία της εποχής, αυτή του λήσταρχου Πάντου Μπαμπάνη, που επίσης είχε να επιδείξει πλούσια δράση, κυρίως στην περιοχή του Ολύμπου. Η συνάντηση θα γίνει τον Αύγουστο του ’25 και πρώτη (και τελευταία) ενέργεια της συμμορίας θα είναι η απαγωγή των δύο αγοριών μιας πλούσιας οικογένειας».
Η συμμορία μαζί με τους ομήρους θα καταφύγει σε μια δυσπρόσιτη σπηλιά στη θέση Κόκαλα, αλλά ένας κτηνοτρόφος θα προδώσει το καταφύγιο σε ένα επίλεκτο σώμα 27 χωροφυλάκων. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 μετά από πολύωρη μάχη, ο Γιαγκούλας και ο Πάντος Μπαμπάνης έπεφταν νεκροί, ενώ αργότερα τους έκοψαν τα κεφάλια, τα οποία εκτέθηκαν στην Κατερίνη.
Σήμερα, το κεφάλι του Γιαγκούλα μαζί με τη μαχαίρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «Παρδάλα», βρίσκονται στο Εγκληματολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στη λεπίδα της ο λήσταρχος είχε χαράξει το εξής κείμενο, σε ελεύθερη απόδοση στα νέα ελληνικά:


«Προς όλους.
Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη Δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάστηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη “Παρδάλα”, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και ποτέ δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου. 

Μάρτιος 1917» 

πηγή: "Εφημερίδα των Συντακτών", 4/2017




"Αθανάσιος Μάνθος", ταινία μικρού μήκους του Βασίλη Κοσμόπουλου.
28ο Φεστιβάλ Ταινιών μικρού μήκους Δράμας 2005
Β' Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μυθοπλασίας,
Διάκριση «Κίνητρο» Ε.Κ.Κ.
Τιμητική Διάκριση Ενδυματολογίας
Τιμητική Διάκριση Σκηνογραφίας.
Ειδικό Βραβείο Ποιότητας Ταινίας μικρού μήκους 2005 ΥΠΠΟ.
13ο Διεθνές Φεστιβάλ Μεσογειακού Κινημ/φου (Τετουάν) 2007,
Grand Prix Καλύτερης Μικρού Μήκους Ταινίας.



"Ο ληστής Γκαντάρας", ντοκυμαντέρ στην ΕΤ3


πηγη: Μάνθος Αθανάσιος, η φωτογράφιση του Θωμά Γκαντάρα | Aspromavro

Δεν υπάρχουν σχόλια: