του Θανάση Σκαμνάκη
Είχανε κόψει με έναν άγαρμπο τρόπο το τοπίο. Σαν την εποχή που ο Μακρυγιάννης μοίραζε τα χτήματα στους αγωνιστές, πέταγες μια πέτρα, κι όπου έφτανε ήταν το δικό σου - το όριο είχε να κάνει με τη δύναμη.Όχι έτσι ακριβώς, αλλά με παρόμοιο τρόπο, τουλάχιστον ως προς τον πρωτογονισμό του, κι ας είχε περάσει καιρός από τότε, μπήκαμε στον 20ο αιώνα, μοιράστηκαν αγροτεμάχια στην πολύπαθη χώρα και κυρίως στην Αττικοβοιωτία. Δεν έχει σημασία τι αίσθημα δικαιοσύνης, νομιμότητας ή αισθητικής σε όριζε, καθώς έτσι έκαναν όλοι. Αφού πήρανε το κομμάτι τη γη κάποια στιγμή μπορούσαν, με έναν τρόπο ίσως και να έπρεπε, να χτίσουν. Έτσι έκαναν όλοι. Κι έχτισαν. Με τον τρόπο που έκαναν όλοι.
Ο ίδιος ήταν παιδί τότε. Μεγάλωσε, κληρονομιές ακολούθησαν τους θανάτους, σε εκείνον βρέθηκε η τύχη να πάρει το σπίτι στην εξοχή. Το φρόντισε, πρόσθεσε και κανά δυό δωμάτια για τα παιδιά, περιποιήθηκε τον κήπο, έζησε αξέχαστα καλοκαίρια κάτω από τα πανύψηλα πεύκα της αυλής, ωραίες βραδιές με οικογενειακές συγκεντρώσεις, με ξένιαστες κουβέντες, κοντά στη θάλασσα και στην δροσιά της ευμάρειας.
Κάθε χρονιά, όπως και τώρα, μαζευόταν όλη η οικογένεια εκεί, παιδιά φευγάτα, εγγόνια, συνέρρεαν στην πηγή της ευδαιμονίας, όπου κι αν βρίσκονταν, στην Ελλάδα ή σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. και παρά τις οικονομικές δυσκολίες των τελευταίων χρόνων, το τελευταίο που θα ήθελαν να περικόψουν ήταν αυτή η παλιά οικογενειακή συνήθεια. Καλοί άνθρωποι, φιλότιμοι, δεν είχαν εκτιναχθεί στα οικονομικά ρετιρέ, αλλά είχαν τον τρόπο τους, μια καλή διαβίωση, ασφαλή και μέσα στις απαιτήσεις της ζωής τους. Άλλοι καλύτερα, άλλοι λιγότερο καλά. Αλλά προ παντός ήταν η οικογένεια που τους ένωνε, που τους βόηθαγε να αντέχουν και που κάθε χρόνο τους καλούσε την ορισμένη ημερομηνία.
Η εικόνα μοιάζει ειδυλιακή. Και είναι. Αν είσαι στην εποχή που μετράς όσα χρόνια θεωρητικά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, σου απομένουν και τα βρίσκεις συντριπτικά λιγότερα από εκείνα που διανύθηκαν, περιορίζεις τις απαιτήσεις σε μερικές ωραίες στιγμές σαν κι αυτή της ετήσιας οικογενειακής συγκέντρωσης.
Ήταν αυτές οι μέρες.
Τα σχέδια αποδείχθηκαν πλάνες. Η κατερχόμενη φωτιά δεν άφηνε περιθώρια πολλών σκέψεων. Ξέροντας καλά τα στενά οδήγησε όλη την οικογένεια στη θάλασσα, σε ασφαλές σημείο.
Αναζήτησε τη γυναίκα που απασχολούσε στο σπίτι και γύρισε πίσω να την ψάξει. Μέρος της οικογένειας, χρόνια τώρα. Έπρεπε οπωσδήποτε να την βρει και να την ειδοποιήσει, μην εγκλωβιστεί.
Εγκλωβίστηκε εκείνος.
Εκείνη, είχε απο νωρίς πάει για ψώνια και γυρίζοντας είδε τον χαμό, κατάλαβε πως τα πράγματα δεν πάνε καλά, μπήκε στο λεωφορείο κι έφυγε. Χωρίς να ειδοποιήσει τους άλλους που απειλούνταν με εγκλωβισμό. Προφανώς δεν τους σκέφτηκε καν. Ή σκέφτηκε πως θα έβρισκαν τον τρόπο να φύγουν. Μπορεί και να μην πολυαπασχόλησε το μυαλό της. Οι άλλοι είναι πάντα άλλοι! Αρκεί που η ίδια ήταν καλά. Που έφευγε ασφαλής. Ούτε μια κλήση από το κινητό. Είτε για να ενημερώσει, προσέξτε, είτε για να σημάνει κίνδυνο, φύγετε, είτε για να πει είμαι καλά, φεύγω.
Δεν έχει ανάμειξη στο θάνατο ενός ανθρώπου. Δεν ενήργησε. Απλώς παρέλειψε. Εκείνος αν παρέλειπε θα ήταν ζωντανός. Ως υπόσταση. Αλλά ως συνείδηση; Αν παρέλειπε και η γυναίκα εγκλωβιζόταν πως θα το σήκωνε; Αγνοώντας το μέγεθος του κινδύνου, ή θέλοντας να το αγνοήσει, γύρισε να την βρει.
Εκείνη αγνοώντας το μέγεθος της απειλής, αλλά ξεχνώντας την τύχη των άλλων, παρέλειψε να κάνει ένα τηλέφωνο. Όχι να γυρίσει να τους βρει.
Όταν τα πράγματα βρίσκονται στο όριο, όλα, σκέψεις, αισθήματα, συμπεριφορές κρίνουν τα πάντα. Ζωές και υπάρξεις. Όλα είναι μεγάλα και οριστικά. Δεν υπάρχουν υπεκφυγές, σκιάσεις, καταφύγια, δικαιολογίες!..
Αυτή η αφήγηση μπορεί να είναι αληθινή ή όχι. Μπορεί να είναι ακριβής σε κάποια σημεία και ανακριβής σε άλλα. Προϊόν ανάμειξης, μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Αλλά έχει πραγματικό το ένα τουλάχιστον στοιχείο. Το ουσιώδες. Τη σχέση της πράξης και της παράλειψης. Εκείνο που κάνει τις διαφορές στη ζωή μας. Και που ενίοτε το πληρώνεις ακριβά, αλλά που συγκροτεί εν τέλει τον συνειδητό κοινωνικό βίο.
Και ως υστερόγραφο, ως μια ακόμη όψη της συνείδησης - ας καταγραφεί τουλάχιστον εδώ. Μια γυναίκα είναι ώρες στη θάλασσα και περιμένει με αγωνία τη διάσωση. Όταν κάποια στιγμή φτάνει η σειρά της να ανέβει στο σκάφος της διαφυγής, ξεσπάει προς όλους τους αναμένοντες: Να μην ξεχάσουμε, μετά απ’ αυτά, τι υποφέρουν οι πρόσφυγες!…
Μικρές ιστορίες. Στο όριο.
ΠΗΓΗ: Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου