Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Εκλογές με τα κεφάλια κάτω Της Μαριάνας Τζιαντζή

Της Μαριάνας Τζιαντζή
Το να λέμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φέρνει τη Δεξιά είναι μια σωστή, αλλά ταυτόχρο­να εύκολη και χαιρέκακη ερμηνεία. Εί­ναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει διάθεση να επιρρίψουμε ευθύνες στον λαό που τάχα «δεν καταλαβαίνει», που δεν «μας» καταλαβαίνει. Τη Δεξιά τη φέρνει ο λαός αλλά με όχημα την απελπισία και όχι την ελπίδα. Τη φέρνουν και οι αδυναμίες της άλλης, της εκτός των τειχών Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.

Στην ατζέντα της συνεδρίασης του Eurogroup της 8ης Ιουλίου βρίσκεται και η ελληνική οικονομία. Έτσι, μία ημέρα μετά τις εκλογές, οι Ευρωπαίοι «εταίροι» θα στείλουν το «σωστό μήνυμα» σε όποια κυβέρνηση κι αν βγάλουν οι κάλπες. Διότι οι κυβερνήσεις μπορεί να αλλάζουνε ή να πέφτουνε, όμως οι (μετα)μνημονιακές δεσμεύσεις ζουν και βασιλεύουν. Οι δανειστές δεν είναι διατεθειμένοι να περιμένουν καν λίγες μέρες για να δουν ποια θα είναι η νέα κυβέρνηση και πότε θα ορκιστεί — κάτι που σε περίπτωση αυτοδυναμίας αναμένεται να γίνει την Τρίτη.

Άλλωστε, η νέα «σιδηρά κυρία» της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει εκφράσει τη βεβαιότητα ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «θα οδηγήσει την Ελλάδα σε ένα νέο success story, ως μελλοντικός πρωθυπουργός» — αν και δεν είπε τι νέες θυσίες θα χρειαστούν από τον λαό! Ο δε Κλάους Ρέγκλινγκ, του ESM, πρόσφατα έκανε σαφές πως και τα δύο κόμματα που διεκδικούν την εξουσία στην Ελλάδα έχουν δεσμευτεί σε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και πως τα όποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους δεν θα εφαρμοστούν, αν δεν πιαστούν οι στόχοι. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, απαιτείται η εκπλήρωση τουλάχιστον 23 προαπαιτουμένων για τα κόκκινα δάνεια, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, την αναθεώρηση των αντικειμενικών τιμών στα ακίνητα, τις ιδιωτικοποιήσεις κ.ά.
Πρακτικά, λοιπόν, ο κυρίαρχος λαός αποφασίζει και ψηφίζει μόνο μία ημέρα — την Κυριακή. Από τη Δευτέρα, οι υπουργοί Οικονομικών και οι Βρυξέλλες αποφασίζουν για λογαριασμό του, με τη σύμφωνη γνώμη φυσικά της κυβέρνησης, όσο και αν κάνει τη δύσκολη. Επομένως, δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί το κλασικό ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;».
Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δε­ξιά»! Κάποτε το σύνθημα αυτό δονούσε δρόμους και πλα­τείες, πόλεις και χωριά, σε τέτοιο βαθμό που κάποιοι μιλούσαν για το «αντιδεξιό σύνδρομο», ένα κατάλοιπο του παρελθό­ντος από το οποίο έπρεπε επιτέλους να απαλλαγούμε και να αντιληφθούμε τις νέες πραγματικότητες.
Τώρα η Δεξιά δεν ξανάρχεται με το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ήταν πάντα εδώ, σε ισχυρές ή πιο ήπιες δόσεις. Και δεν την ξεχνάμε αφού κάθε μέρα τη βλέπουμε στον καθρέφτη καθώς το πρό­σωπό μας πήρε και παίρνει τα χαρακτη­ριστικά της. Το πρόσωπο του τέρατος, που έλεγε ο Χατζιδάκις, δεν μας φοβίζει πια. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Ζήσαμε τις πιο άνοστες και υποτονικές εκλογές από την εποχή της μεταπολίτευ­σης. Το μεσογειακό πάθος, οι μεγάλες συ­γκεντρώσεις, η μάχη της αφίσας, τα θορυ­βώδη περίπτερα, όλα απουσιάζουν. Πόσο μακρινό μοιάζει εκείνο το ποίημα της Κα­τερίνας Γώγου (ένα από τα ωραιότερά της) που συμβουλεύει τη μάνα της τι να ψηφίσει: «σ' αρέσουν οι εκλογές κοσμάκης λόγος χαβαλές/ σου φαίνεται σπουδαίο που ψη­φίζεις, ανταριάζεσαι και ρωτάς/ Τι θα κά­νουμε φέτο». Ούτε κοσμάκης, ούτε μπαλ­κόνια, ούτε χαβαλές. Μόνο χειμωνιάτικο κρύο, παγωμάρα, κι ας μας περικυκλώ­νουν οι καύσωνες. Και τα εκλογικά ζάρια είναι πειραγμένα, αφού και οι πλειοψηφίες που θα προκύψουν έχουν υποσχεθεί ότι θα τιμήσουν την υπογραφή τους, θα τιμή­σουν όλα εκείνα τα επονείδιστα «ναι» που εδώ και τόσα χρόνια ψηφίζουν στη Βουλή.
Πάμε λοιπόν στις εκλογές με σκυφτό κεφάλι και σκυφτά μυαλά. Όχι πως μας έχουν περάσει βαρύ ζυγό στον τράχηλο.
Το σκυφτό κεφάλι είναι στραμμένο προς την οθόνη του κινητού μας ή της τα­μπλέτας μας. Αυτή μας ενημερώνει, μας ψυχαγωγεί, μας κάνει να χαμογελάμε, να οργιζόμαστε. Ο κόσμος των social media μάς αγνοεί, μας απορρίπτει ή μας επιβρα­βεύει. Εκεί οι φίλοι και οι εχθροί. Αυτό που κάποτε λέγαμε «ιδεολογική πλύση εγκεφάλου» δεν έρχεται μόνο από τα έξω: εμείς πάμε κοντά της. Αφού οι περισσότε­ροι από εμάς νιώθουμε ότι ο πραγματικός κόσμος μάς απογοητεύει, μας προσπερνά, μας φτύνει, ας καταφύγουμε σ' έναν κό­σμο που δεν μας ρωτάει «πόσα βγάζεις;» «πόσα έχεις;» «πού διασκέδαζες χθες βρά­δυ;» «πού θα πας διακοπές;» ή ακόμα και «έχεις δουλειά;»
Έρχεται, λοιπόν, η Δεξιά που ποτέ δεν έφυγε, αλλά μεταλλάχτηκε. Το «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» γίνεται «Μακεδο­νία, Αστυνομία, Μανατζεροκρατία». Μάνατζερ δανεισμένοι από τον ιδιωτικό τομέα θα κρίνουν ποιοι θα βουλιάξουν και ποιοι θα σωθούν: στο σχολείο, τα πανεπιστήμια, τα δημόσια νοσοκομεία, τη δημόσια διοί­κηση. Η ζούγκλα της αγοράς παντού.
Όπως είχε συμβεί με το λεγόμενο «βρόμικο '89», έτσι και τώρα η «πρώτη φορά Αριστερά» συνέβαλε καθοριστικά στην απενοχοποίηση της Δεξιάς, στην αποτίναξη της ιστορικής αρνητικής κλη­ρονομιάς της. Με τις αγκαλιές Τσίπρα και Καμμένου, με την πολιτική των ανοιχτών θυρών προς τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, το Ισραήλ και την Αίγυπτο του αιμοσταγούς δικτά­τορα Σίσι, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι το μονοπώλιο της εθνικής υποτέλειας δεν το κατέχει μόνο η παραδοσιακή Δεξιά.
Το να λέμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φέρνει τη Δεξιά είναι μια σωστή, αλλά ταυτόχρο­να εύκολη και χαιρέκακη ερμηνεία. Εί­ναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει διάθεση να επιρρίψουμε ευθύνες στον λαό που τάχα «δεν καταλαβαίνει», που δεν «μας» καταλαβαίνει. Τη Δεξιά τη φέρνει ο λαός αλλά με όχημα την απελπισία και όχι την ελπίδα. Τη φέρνουν και οι αδυναμίες της άλλης, της εκτός των τειχών Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Πάντως, δεν έχουμε κανένα λόγο να χαιρόμαστε για τον ερχομό της.
Πριν από πολλά πολλά χρόνια, πριν και από την Παρισινή Κομμούνα, ο Ιού­λιος Βερν, στην Πλωτή πολιτεία μιλά για τη «μαγνητική έλξη» που ασκούν στον θεατή οι καταρράχτες του Νιαγάρα: «Νό­μιζες πως ο γκρεμός αυτός αληθινά μας τραβούσε και μας γοήτευε. Όπως, ως λεν, γοητεύεται το πουλί από το μάτι του φιδιού και γκρεμίζεται τέλος στο ανοι­χτό του στόμα». Δεν μπορώ να πιστέ­ψω ότι ο λαός έλκεται από το γουρλωτό μάτι του Κυριάκου που τόσο διψασμένο μοιάζει για εξουσία. Όμως είναι έτοιμος να γκρεμιστεί στο ανοιχτό του στόμα. «Τι θα κάνουμε φέτο», λοιπόν; Τι θα κά­νουμε αύριο;
ΠΗΓΗ: Πριν

Δεν υπάρχουν σχόλια: