Το αποδημητικό καλοκαίρι μεταναστεύει και ως συνήθως
μας αποχαιρετά με μελαγχολικές διαθέσεις δίνοντας την θέση του σε κάποιο γκρίζο
φθινόπωρο. Κάθε χρόνο τέλη Αυγούστου, στο μυαλό μου τριγυρνά η σκέψη της
ιέρειας του ρεμπέτικου Σωτηρίας Μπέλλου. Ήταν Αύγουστος του 1921 στο
χωριό Χάλια κοντά στη Χαλκίδα, όταν στις 29 Αυγούστου θα γεννιόταν η Κορυφαία
του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού Σωτηρία Μπέλλου. Το πρωτότοκο παιδί μιας
εύπορης Αρβανίτικης οικογένειας, θα έπαιρνε το όνομα του παππού «Σωτήρη
Παπασωτηρίου».
Η οικογένεια της επιθυμούσε να την γαλουχήσει με την κλασσική παιδεία που άρμοζε στα κορίτσια της εποχής, πράγμα όμως ακατόρθωτο για το χαρακτήρα της Σωτηρίας. Αντιδραστική από τα πρώτα της βήματα, εξελίσσεται σε ένα επαναστατικό και αντισυμβατικό παιδί. Βοηθάει στο μαγαζί του πατέρα της, παίζει μόνο με αγόρια στις αλάνες, ψέλνει στην εκκλησία του θείου της στο Σχηματάρι και έρχεται σε επαφή με την μαγεία της μουσικής.
Από νεαρή ηλικία θα
αποφασίσει να γίνει τραγουδίστρια, όταν πηγαίνοντας στον κινηματογράφο θα δει
την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη μεγάλη Σοφία Βέμπο. Μετά από αντιπαράθεση με
τους γονείς της, η πεισματάρα Σωτηρία σε ηλικία μόλις 17 ετών θα παντρευτεί τον
Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία. Ο μέθυσος και άπιστος σύζυγος θα
«τιμωρηθεί» από την Σωτηρία , σε έναν από τους καυγάδες τους, με το κάψιμο του
προσώπου του από βιτριόλι. Μοιραία πράξη που θα οδηγήσει την Σωτηρία Μπέλλου
στις φυλακές Αβέρωφ για ένα εξάμηνο, και αμέσως μετά στιγματισμένη και
απομονωμένη στην Αθήνα.
Την κατοχή θα την περάσει στην Αθήνα, όπου θα οργανωθεί
στο ΕΑΜ για να συλληφθεί το 1943 από τους Γερμανούς. Θα βασανιστεί για μέρες
και έπειτα θα ακολουθήσει ξανά το μαρτυρικό δρόμο της φυλάκισης. Θα αφεθεί
ελεύθερη στην απελευθέρωση και πάλι όμως οι περιπέτειες της δεν θα έχουν τέλος,
καθότι θα ξανασυλληφθεί την εποχή του εμφυλίου λόγω κοινωνικών φρονημάτων.
Το
1947 θα πιάσει δουλειά ως τραγουδίστρια με τον Βασίλη Τσιτσάνη στο πασίγνωστο
μαγαζί της εποχής «του Τζίμη του Χοντρού». Έτσι σε λίγα χρόνια θα εξελιχθεί σε
μια από τις μεγαλύτερες φωνές της χώρας. Το 1948 μια ομάδα από χίτες μπαίνουν
στο μαγαζί της, και θα της ζητήσουν να πει το «Του αετού ο γιός», η ίδια θα
αρνηθεί και θα τους προσβάλει και αυτοί με την σειρά τους θα την ξυλοφορτώσουν
χωρίς οι μουσικοί να τολμήσουν να σηκωθούν από το πάλκο. Γνωστή επίσης θα γίνει
και η φασαρία της με την επίσης μεγάλη τραγουδίστρια Μαρίκα Νινιού την οποία θα
δείρει μέχρι νοσοκομείου κυριολεκτικά.
Την δεκαετία του 60 θα γνωρίσει μια κάμψη στην καριέρα
της με οικονομικές δυσκολίες και κλονισμούς στα νεύρα της, θα νοσηλευτεί μέχρι
και σε ψυχιατρική κλινική απ όπου θα το σκάσει για να ξαναπιάσει και πάλι τη
ρεβάνς το 1966 μετά από νέες συνεργασίες με σύγχρονους συνθέτες όπως Σαββόπουλος
, Ανδριόπουλος και Μούτσης. Η φήμη της κορυφαίας ερμηνεύτριας θα
αποκατασταθεί πλέον ισοβίως.
Τον Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με βαριά
αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι
έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Τεράστιο χτύπημα για την ίδια. Το δεύτερο
μεγαλύτερο πάθος της στην ζωή, μετά το τραγούδι, ήταν ο τζόγος. Δεν μετάνιωσε
ποτέ για αυτή την επιλογή της. Ίσως να ήταν η δική της απόδραση. Η φωνή της
,την πρόδωσε, αντίθετα απ τον τζόγο. Μάγκας γνήσιος και αληθινή ρεμπέτισσα δεν
δέχτηκε μηχάνημα για την φωνή της μετά την χειρουργική επέμβαση. Περίμενε τον
θάνατο όρθια σαν παλικάρι. Η Ιέρεια του περιθωρίου συνέχισε να προκαθορίζει
μόνη της τον βίο της και την πολιτεία της. Δεν δέχτηκε εκπτώσεις, δεν
συμβιβάστηκε. Τις τελευταίες μέρες της στο νοσοκομείο είχε δηλώσει σε μια
συνέντευξη της: όποιος μου μιλήσει για το τραγούδι είναι εχθρός μου. Εξέφρασε
δεκάδες παράπονα για τους συναδέλφους της που την είχαν ξεχάσει.
Δεν παρέλειψε να την επισκεφθεί στο νοσοκομείο και ο
νεαρός τότε πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης και σημερινός πρωθυπουργός της
χώρας. Τραγική ειρωνεία είναι ότι κανείς τους δεν ήξερε τότε, πόσο επίκαιρα θα
ήταν τα τραγούδια της επι ημερών του. Και ότι η Ελλάδα θα ξανάλεγε: Τα
σπίτια είναι χαμηλά, σαν έρημοι στρατώνες τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι
οι χειμώνες όπως η Μπέλλου.
Η Σωτηρία Μπέλλου απόλαυσε τις τελευταίες μέρες της
όπως έκανε μια ζωή. Το έσκαγε συχνά με την νυχτικιά της απ το νοσοκομείο για να
πάει να παίξει μπαρμπούτι. Δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27
Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του
Πειραιά. Η Μπέλλου ήταν πάντα ένας αητός χωρίς φτερά, που έδωσε στο τραγούδι
όλη της την ψυχή. Αφέθηκε στο περιθώριο, αλήτεψε, ερωτεύτηκε,
εγκαταλείφθηκε, αντέδρασε, πόνεσε, βοήθησε, σχολιάστηκε, μεγαλούργησε,
φυλακίστηκε, πικράθηκε, προπαντός όμως έζησε όπως ήθελε χωρίς συμβιβασμούς και
όρια, υπερασπίστηκε τις επιλογές της μέχρις θανάτου σε εποχές που λίγοι
τολμούσαν. Πόνταρε σε αυτές και πλήρωσε κάθε τίμημα χωρίς δεύτερη σκέψη
όπως συνήθιζε να κάνει και με τον τζόγο. Αυτή ήταν η Σωτηρία Μπέλλου που
μεγάλωσε γενιές και γενιές Ελλήνων.
*Αλεξανδρινός Παπασπυρόπουλος
About The Author
Ο Αλέξης
είναι μεταπτυχιακός φοιτητής με θέμα την Βυζαντινή Ιστορία. Κατάγεται από την
Φλώρινα. Στην Θεσσαλονίκη ασχολήθηκε με διάφορα κοινωνικά φόρουμ και διάφορες
κοινωνικές ομάδες σε τοπικό και πανελλαδικό επίπεδο. Στο ΑΠΘ διατέλεσε για 3
χρόνια μέλος της συγκλήτου του, για 4 χρόνια μέλος διάφορων επιτροπών και
οργάνων του, καθώς και μέλος των συνδικαλιστικών οργάνων του φοιτητικού
κινήματος σχεδόν σε όλες τις βαθμίδες του.
Ο Αλέξης
είναι μεταπτυχιακός φοιτητής με θέμα την Βυζαντινή Ιστορία. Κατάγεται από την
Φλώρινα. Στην Θεσσαλονίκη ασχολήθηκε με διάφορα κοινωνικά φόρουμ και διάφορες
κοινωνικές ομάδες σε τοπικό και πανελλαδικό επίπεδο. Στο ΑΠΘ διατέλεσε για 3
χρόνια μέλος της συγκλήτου του, για 4 χρόνια μέλος διάφορων επιτροπών και
οργάνων του, καθώς και μέλος των συνδικαλιστικών οργάνων του φοιτητικού
κινήματος σχεδόν σε όλες τις βαθμίδες του.
Το άρθρο γράφτηκε στις 30/8/2014
Αναδημοσίευση από:Kiss My GRass |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου