Πάντως την έζησε, κι ας μην ήταν δική
της, ακέραιη την ήττα. Με ολόκληρη τη βεβαιότητα του πένθους της. Με τα
σημάδια και τις ντροπές της, τους δισταγμούς, τις μικρότητες, και,
κυρίως, με τη σιωπή της. Όταν το να αμφιβάλλεις εκλαμβανόταν ως μια ήττα
ακόμα μεγαλύτερη.
Τότε που διέσχιζε τις συμπληγάδες, να
βγει στον άλλο ορίζοντα του κόσμου, έκλειναν οι πέτρες. Το κορμί πέρασε,
τα φτερά τα τσάκισαν. Πως να πετάξει στον καινούργιο κόσμο της;
Μια μοίρα την ένωσε, αυτή την σχεδόν
ανεπαίσθητη, ένα μωρό ήταν, αξεδιάλυτα με τους άλλους. Εκείνους τους
ανθρώπους του Χάκκα, αλλά προ πάντων του Χατζή, όπως ο μικρός ράφτης της
Σούρπης, που “ανεβήκανε στην κορυφή του εαυτού τους”. Δεν ήταν από
αυτούς. Δεν ήταν η γενιά τους, είτε της αντίστασης είτε, μετά, του
εμφυλίου. Μεγάλωσε όμως μαζί τους. Ήταν ΣΑΝ αυτούς.
Εκείνους της “σκοτωμένης γενιάς”. Κυριολεκτικά σκοτωμένης ή περίπου, δηλ. ακόμα πιο κυριολεκτικά.
“Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες
και τους θησαυρούς των Ατρειδών”, είπανε, ακολουθώντας τον ποιητή και
την ποίηση των χρόνων τους. Αλλά παραμόνευε δύστηνος η μοίρα τους.
Αλύγιστη.
Τα πρόσωπα της τραγωδίας γύρισαν σπίτι. Με τη χλαίνη την παλιά αχρείαστη. Με τις ιδέες που τους φλόγισαν αδέξιες.
Η μάνα τους που είχε μείνει να περιμένει
κένωσε το πιάτο, δεν έβγαλε μιλιά. Οικειοποιήθηκαν τη σιωπή. Κι έκτοτε
δεν σπαταλούσαν τα χαμόγελά τους.
“Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες
πέτρες” που λέει κι ο ποιητής. Αυτοί πήραν μέρος στις εκστρατείες της
Τροίας, είδαν τις νίκες τους να γίνονται παιχνίδια των αργυραμοιβών,και
τις μεγάλες σκέψεις τους συντετριμένες να διεκδικούν ως ύστατη δικαίωση
μόνο μια μνήμη (μαζί με μια σύνταξη). Ασήμαντο ισοδύναμο!
Είδαν και πάλι τους ανθρώπους να “ξαναπιάνουν τον παλιό δόλο των θεών”.
Κι έτσι, άλλοι μπήκαν την λογιστική των
ημερών. Άλλαξαν ρούχα, εμφάνιση, κράτησαν βαθειά μια επιθυμία, όσοι και
όσο την κράτησαν. “Έτσι θα είναι πάντα ο κόσμος, δεν αλλάζει”.
“Ελεύθεροι” τώρα από μεγάλα σχέδια, “ελεύθεροι” από την ανάγκη, και την
αγωνία, της αλλαγής. Εκτελούσαν διευθετήσεις μονάχα.
Άλλοι δεν ταίριαζαν στο νέο τοπίο. Αποσύρθηκαν.
Άλλοι δέσμιοι, είτε με, είτε χωρίς τα δεσμά τους.
(Όταν τους συναντούσαμε στις νεανικές μας
απορίες, δεν είχαν να δώσουν απαντήσεις. Σαν να μην ήξεραν. ΄Η σα να τα
ήξεραν όλα. Μετά από πολύ καιρό καταλάβαμε τι πήγαινε να πει η σιωπή
τους. Όταν αρχίσαμε να μετράει κι η γενιά μας τους σκοτωμένους εαυτούς
της.)
+
Εκείνο το παιδί που δεν ήταν από αυτούς
αλλά ΣΑΝ αυτούς, ήρθε να εγκατασταθεί στην αγωνιώδη καθημερινότητα. Τη
σκέψη και τη μελαγχολία της. Πως χάθηκαν όλοι; Πως χάθηκαν όλα; Ποιος
έφταιξε; Τι έφταιξε;
Μοιρασμένοι στον κόσμο και στους κόσμους
τους. Ποιον να ρωτήσει; Που να στηριχτεί; Ποια βεβαιότητα να πιστέψει;
Ποια αμφιβολία να την εμπνεύσει; Και πάλι η σιωπή ήταν πιο μεγάλη από το
λόγο.
Οι άλλοι ό,τι ζήσανε το ζήσανε, και κάτι
είχανε να πούνε, άλλος πιο λίγα, άλλος πιο πολλά, όταν γύριζαν οι
καιροί… Όμως εκείνη πως;
Η Αριστούλα Ελληνούδη, γεννήθηκε το 1944
και μεγάλωσε στην παρανομία. Οι γονείς της παράνομοι στην Μακεδονία. Η
μητέρα της ήταν η ψυχή του παράνομου τυπογραφείου του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και
του ΕΛΑΣ, σην οδό Σκρά 31, στην Καλλιθέα. Ο πατέρας της έφυγε πολιτικός
πρόσφυγας στην Πολωνία. Η ίδια πήγαινε σχολείο με ψεύτικο όνομα.
Πως μεγαλώνει ένα παιδί παράνομο; Σε πόσα γιατί μπορεί να λάβει απαντήσεις;
Τώρα ξαναγύρισε στη σιωπή της “σκοτωμένης γενιάς” που δεν ήταν δική της αλλά συμμερίστηκε τη μοίρα της.
Στη σειρά με τις θυσιασμένες Ιφιγένειες, στο όνομα της παράλογης θέλησης των θεών και των πολύπλοκων σχεδίων των ανθρώπων.
ΠΗΓΗ:- Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου