Βαγγέλης Κούταλης
από:| Avantgarde
Έχει
αρκετές φορές, και με διάφορους τρόπους, επισημανθεί ότι αυτό που
διαδραματίζεται τα τελευταία 4 χρόνια στην ελληνική κοινωνία δεν είναι
τίποτα λιγότερο από έναν πόλεμο. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι εκείνοι
που περισσότερο επίμονα τονίζουν πως όντως πρόκειται για κάποιου είδους
πόλεμο είναι οι ίδιοι οι αστοί πολιτικοί: κάπως έτσι δεν
δικαιολογούνται, στα δελτία των οχτώ, από το 2009 και μετά, οι έκτακτες
νομοθεσίες;
Κάτω, όμως, από τις δραματικές εκκλήσεις
για συστράτευση, που κατακλύζουν το δημόσιο λόγο, αλλά και κάτω από τις
οιμωγές περί των αδιεξόδων της μνημονιακής πολιτικής, που βρίσκει κανείς
εν αφθονία στις αριστερές εφημερίδες και ιστοσελίδες, υπάρχει κάτι που
μονίμως απωθείται, που μονάχα εμμέσως ή από σπόντα εκδηλώνει την
πραγματικότητά του: ο ξεκάθαρα, αμείλικτα, ταξικός χαρακτήρας αυτού του
πολέμου. Ξένοι δανειστές και Έλληνες πολίτες, δυνάστες τοκογλύφοι και
ανυπότακτος λαός, ανεύθυνοι επιχειρηματίες και ξεζουμισμένοι
βιοπαλαιστές, όλες αυτές οι κοινότυπες, σχεδόν γελοιογραφικές
αναπαραστάσεις εμφανίζονται καταιγιστικά, και σε χίλιες δυο παραλλαγές,
πάνω στην επιφάνεια της αδιάκοπα ανοιχτής οθόνης, συσκοτίζοντας το
γεγονός ότι είναι η εγχώρια αστική τάξη που έχει εξαπολύσει μια ανελέητη
πολεμική εκστρατεία ενάντια στο προλεταριάτο που ζει στην Ελλάδα. Αυτό
είναι και το μόνο μαύρο στην οθόνη με το οποίο θα άξιζε κανείς να
ασχοληθεί: η απόκρυψη, τόσο από το in.gr όσο και από το left.gr,
του ταξικού πολέμου, με κύριο φορέα και οργανωτή των εχθροπραξιών το
ίδιο το κράτος, και με στόχο την επέκταση της εκμετάλλευσης της ζωντανής
εργασίας και την αύξηση της έντασής της.
Και ήδη η έκβαση ορισμένων αποφασιστικής σημασίας μαχών έχει κριθεί. Όπως σε κάθε πόλεμο, έτσι κι εδώ, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, κατακτήσεις, έπαθλα, απώλειες, συσσωρευμένα ερείπια. Σίγουρα, η αστική τάξη μέχρι τώρα δεν έχει μόνο νίκες να επιδείξει. Διαδοχικά κυβερνητικά σχήματα του πολιτικού προσωπικού της κατέρρευσαν υπό το βάρος των κοινωνικών αντιστάσεων στην πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης». Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, η επικράτηση της αστικής τάξης ήταν ομολογουμένως συντριπτική. Αυτό ισχύει προπάντων για το οργανωμένο εργατικό κίνημα, για τις συνδικαλιστικές κοινωνικές μεσολαβήσεις της εργατικής τάξης: εδώ, απ’ ό,τι φαίνεται, η επίθεση του κεφαλαίου εξελίχθηκε σχεδόν σε περίπατο, ή τουλάχιστον συνάντησε εντυπωσιακά μικρότερη αντίσταση από αυτήν που αρχικά προέβλεπαν τα αστικά επιτελεία.
Σήμερα, τα συνδικάτα, έχοντας μετά την υπογραφή της τελευταία Συλλογικής Σύμβασης αποδεχτεί όλες τις αλλαγές στη νομοθεσία που διέπει τις εργασιακές σχέσεις και όλες τις κυβερνητικές αποφάσεις υποτίμησης της ζωντανής εργασίας, δεν αναλαμβάνουν πλέον παρά την ευθύνη να υπερασπιστούν την απλή υπόστασή τους ως κοινωνικοί εταίροι, μια ύπαρξη αποψιλωμένη από κάθε πρόσθετο ρόλο εκτός από αυτόν της καθαρής αναπαραγωγής ή της διακοσμητικής παρουσίας. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε «πώς φτάσαμε ως εδώ;» Πώς οι απειλές της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, κάθε φορά που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωνε νέα αντεργατικά μέτρα, αποδείχθηκαν τελικά πυρά νεροπίστολου απέναντι σε ερπυστριοφόρα; Πώς το περίφημο «κατέβασμα του διακόπτη», από την άλλοτε πανίσχυρη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, που τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 τρομοκρατούσε τους αστούς, στις μέρες μας κατέληξε να πτοεί μονάχα τους εστιάτορες και τους περιπτεράδες (θα χαλάσουν ευπαθή προϊόντα στα ψυγεία, από μια κινητοποίηση με μικρό πραγματικό κοινωνικό αντίκτυπο); Πώς εφαρμόστηκαν, τόσο εύκολα, συγκριτικά τουλάχιστον με το παρελθόν, όλες αυτές οι επιστρατεύσεις απεργών; Πώς απομονώθηκαν οι πιο μαχητικές κλαδικές απεργίες (όπως αυτές των εργατών στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην εκπαίδευση) και οδηγήθηκαν σε ήττες, με τις ηγεσίες των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών να σφυρίζουν αδιάφορα;
Προς το παρόν, επείγει να θέσουμε ένα άλλο ερώτημα: τι σημαίνει το ότι φτάσαμε ως εδώ; Στους κύκλους της νέας σοσιαλδημοκρατίας (κι εννοούμε, ασφαλώς, με αυτόν τον όρο τον ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και για ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα συνδέεται με το πρόβλημα της αλλαγής συσχετισμών στο οργανωμένο εργατικό κίνημα, με την «ανακατάληψη των συνδικάτων». Για τη χρεωκοπία του εγχώριου συνδικαλιστικού κινήματος υπόλογη είναι η γραφειοκρατία της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας που κυριαρχούσε, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, σε αυτό. Άπαξ και η «αριστερά», όπως συνήθως λέγεται, δράσει συντεταγμένα ώστε να διαμορφωθούν νέες πλειοψηφίες, τότε τα συνδικάτα μπορούν να ανακτήσουν την αληθινή ταξική τους λειτουργία, να ξαναγίνουν «σχολεία του κομμουνισμού», σύμφωνα με μια γνωστή διατύπωση του Λένιν, ή τουλάχιστον φορείς μιας πραγματικής προλεταριακής εναντίωσης στο κεφάλαιο. Αν αυτό που κυρίως πρέπει να αλλάξει στα συνδικάτα είναι οι πολιτικοί συσχετισμοί εντός τους, και πιο συγκεκριμένα ακόμα οι πολιτικές προτιμήσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών, τότε τα καθήκοντα στη συγκυρία είναι κάπως απλά: συντονισμένη πίεση από την «αριστερά» για μαχητικές αποφάσεις των συνδικάτων και συντονισμένη δράση, μέσα από μια κοινή πολιτική καμπάνια της «αριστεράς», για τον πολλαπλασιασμό και την όξυνση των αντιπαραθέσεων που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την παλιά σοσιαλδημοκρατική γραφειοκρατία. Εξίσου απλή είναι και η φόρμουλα της προλεταριακής ενότητας: ενότητα της συνδικαλιστικής «αριστεράς» μέσα από κοινές εκλογικές λίστες.
Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι, στο χώρο που πια προσδιορίζεται ως «αριστερά», η μαρξιστική κριτική ενός ολόκληρου αιώνα στο συνδικαλισμό, όχι μόνο στο γραφειοκρατικό συνδικαλισμό, αλλά στο συνδικαλισμό ως πρακτική ταξικής διαπραγμάτευσης για την πώληση με καλύτερους όρους ενός εμπορεύματος, αυτού της δύναμης προς εργασία, έχει μπει στο συρτάρι όπου φυλάσσονται οι λησμονημένες παλιατζούρες, με την ίδια απερισκεψία που η λέξη «λαός» προφέρεται ασταμάτητα, όλον αυτόν τον καιρό, στη θέση της λέξης «προλεταριάτο», με την ίδια βιασύνη με την οποία οι αναλύσεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης εκτοπίστηκαν από εύπεπτα manuals ταχείας εξόδου από την κρίση χρέους μιας εθνικής οικονομίας («υπάρχει τρόπος να γυρίσουμε το ρολόι πριν από τη στιγμή που ο Παπανδρέου στήθηκε μπροστά στις κάμερες στο Καστελόριζο»). Σε όλες αυτές περιπτώσεις το τίμημα της μετάβασης από τον «ξύλινο λόγο» της μεταπολιτευτικής άκρας αριστεράς στη βελούδινη ιδιόλεκτο της «ριζοσπαστικής», αλλά ικανής να κυβερνήσει και να σώσει «τον τόπο», αριστεράς είναι το ίδιο: όχι μονάχα η απώθηση του ασυμφιλίωτου κοινωνικού ανταγωνισμού, ο οποίος λανθάνει στα βάθη της κανονικής κοινωνικής ζωής και σήμερα, που εκδηλώνεται ανοιχτά η κρίση των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, έρχεται στην επιφάνεια ως πόλεμος επιβίωσης, αλλά και η απώθηση ορισμένων από τους πλέον αποτελεσματικούς μηχανισμούς με τους οποίους διασφαλίζεται η αναπαραγωγή του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης.
Ας γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι: πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι ένα από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα ταξικής παράλυσης και συστηματικής συνεργασίας με την εργοδοσία (εν προκειμένω, το κράτος) είναι το σωματείο εργαζομένων στον ΗΣΑΠ, που ελέγχεται, σχεδόν απόλυτα, και για χρόνια, από την «αριστερά», στην ιδεοτυπική μορφή της, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί το «κόκκινο» συνδικάτο οικοδόμων απέτυχε να ορθώσει έστω και στοιχειώδεις γραμμές άμυνας για τους εργάτες του εν λόγω κλάδου, ο οποίος κυριολεκτικά σαρώθηκε από την καπιταλιστική επίθεση; Γιατί ακόμα και οι μορφές συνδικαλισμού βάσης, όπου δραστηριοποιούνται κυρίως σύντροφοι/ισσες από τον αυτόνομο/αντιεξουσιαστικό χώρο, αντιμετωπίζουν τρομακτικές δυσκολίες να συσπειρώσουν τις κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες αναφέρονται και να οργανώσουν άγριες απεργίες; Αναμφίβολα, θα ήταν άδικο να τοποθετήσει κανείς υπό έναν κοινό παρονομαστή τους κυνικούς γραφειοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ με τους αγωνιστές αναρχικούς εργάτες του ΣΒΕΟΔ. Ο κόμπος, ωστόσο, παραμένει: η αδυναμία των συνδικάτων να λειτουργήσουν, στις σημερινές συνθήκες και υπό τη σημερινή τους μορφή, ως όργανα άμυνας για την εργατική τάξη.
Αυτή η αδυναμία είναι ένα από τα συμπτώματα του γεγονότος ότι η κρίση του κεφαλαίου εκδηλώνεται και ως κρίση της εργασίας. Αλλά πριν υπεισέλθει κανείς σε μια τέτοια κουβέντα δε θα ήταν άσκοπο να ανατρέξει (και σε αυτό θα αρκεστούμε εδώ) σε ορισμένες ιδέες που αναπτύχθηκαν, ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, από κάποιους, κάθε άλλο παρά περιθωριακούς, πρόμαχους του επαναστατικού μαρξισμού (όπως λ.χ. ο Γκράμσι, τον οποίο σήμερα τόσο βάναυσα κακοποιούν οι θεωρητικοί της νέας σοσιαλδημοκρατίας). Τα συνδικάτα είναι, εξ ορισμού, μορφές προσφυείς στην κοινωνική ειρήνη, όχι στον ταξικό πόλεμο. Διαπραγματεύονται κάτι προς πώληση, και ήδη εκ των προτέρων αναγνωρίζουν αυτό το κάτι, τη δύναμη προς εργασία, ως εμπόρευμα που μπορεί να πωληθεί στην καπιταλιστική αγορά. Υπό κανονικές συνθήκες, όταν επικρατεί ταξική ειρήνη, μπορούν να λειτουργήσουν ως όργανα άμυνας για το προλεταριάτο, αλλά και πάλι εντός πεπερασμένων ορίων, τα οποία συναρτώνται με την ενδημική σε αυτά τάση γραφειοκρατικοποίησης: δεν υπάρχει συνδικαλισμός χωρίς επαγγελματίες συνδικαλιστές, χωρίς εργάτες που αποσπώνται από τους συναδέλφους τους για να γίνουν «εκπρόσωποί» τους στη διαπραγμάτευση με τα αφεντικά, και να αναλώνουν το χρόνο τους, σχεδόν αποκλειστικά, σε μέριμνες οργανωτικές, σε αρχαιρεσίες, σε συναλλαγές με την εργοδοσία, σε συμφωνίες κορυφής κ.ο.κ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα συνδικάτα μπορούν να αποβούν πραγματικά χρήσιμα όργανα ταξικής άμυνας μονάχα στο βαθμό που επικρατούν εντός τους συνθήκες εργατικής δημοκρατίας, όταν οι ίδιοι οι συνδικαλισμένοι εργάτες μπορούν να ελέγχουν τις οργανώσεις τους, αποτρέποντας την εδραίωση της κυριαρχίας της μίας ή της άλλης πολιτικής τάσης του εργατικού κινήματος, καθώς και την αυτονόμηση των επαγγελματικοποιημένων εκπροσώπων τους.
Σε συνθήκες ταξικού πολέμου, είναι κυρίως οι μορφές αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης (συμβούλια, συνελεύσεις γειτονιάς, επιτροπές αυτοάμυνας ή κατάληψης εργασιακών χώρων, κλπ.), οι μορφές στις οποίες η δύναμη προς εργασία δεν αναγνωρίζεται ως εμπόρευμα, αλλά ως δύναμη συντακτική, δημιουργική, ως ικανότητα θέσμισης, συγκρότησης νέων κοινωνικών σχέσεων, που μπορούν να εγγυηθούν την αποτελεσματικότητα της ταξικής άμυνας και την ισχύ της ταξικής επίθεσης. Τα συνδικάτα, υπό τέτοιες συνθήκες, δεν ανακαταλαμβάνονται από τα μαχητικά τμήματα του προλεταριάτου. Ξεπερνιούνται: αυτό συνέβη, άλλωστε, ιστορικά σε όλες τις περιπτώσεις όπου η εργατική τάξη αντιμετώπισε μεγάλης εμβέλειας καπιταλιστικές επιθέσεις. Ακόμα κι αν τα συνδικάτα είναι αυτά που μπορούσαν να κηρύξουν γενικές απεργίες, πάντα ήταν οι μορφές αυτοοργάνωσης εκείνες που διαμόρφωναν το τερέν της σύγκρουσης, που έθεταν την εργατική τάξη ως μια τάξη απέναντι σε μιαν άλλη τάξη.
Σήμερα, όμως, υπάρχει κι ένας πρόσθετος παράγοντας που εξηγεί γιατί τα συνδικάτα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ηττώνται πριν καν μπουν στη μάχη, ή συχνά παίζουν ένα ρόλο παραλυτικό. Για κάμποσες δεκαετίες, στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, εξελισσόταν μια διαδικασία εγγραφής της ζωντανής εργασίας στην υπάρχουσα πολιτική διάταξη. Οι νομοθεσίες για τις εργασιακές σχέσεις και τα εργασιακά δικαιώματα δεν εξασφάλιζαν μονάχα πολιτικό χώρο στην εργατική τάξη. Κατοχύρωναν, επίσης, και τους όρους κοινωνικού ελέγχου της εργασίας από το κράτος, ως εγγυητή των γενικών συνθηκών της καπιταλιστικής παραγωγής. Η μετατροπή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας σε υπαλληλικό προσωπικό του κράτους (όπως π.χ. συνέβαινε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα συνδικάτα είχαν άμεση εμπλοκή στη διοίκηση των προγραμμάτων διαχείρισης της ανεργίας) είναι μονάχα η κορυφή σε αυτό το παγόβουνο. Τις συνέπειες αυτής της διαδικασίας πολιτικής εγγραφής μπορούμε να τις διαπιστώσουμε αν αναρωτηθούμε τι σημαίνει λ.χ. για έναν κομμουνιστή εργάτη το γεγονός ότι δρώντας ως συνδικαλιστής σήμερα καλείται να συμμετέχει σε μια σειρά από μικρές και μεγάλες εκλογές, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν να κάνουν με θέσεις διαχείρισης στα όρια ή ακόμα και στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού. Το ότι, ακόμα και μετά την ολοσχερή σχεδόν κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας, στην Ελλάδα οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του κράτους εξακολουθούν να δηλώνουν ότι σέβονται και αναγνωρίζουν τα συνδικάτα ως κοινωνικούς εταίρους δεν είναι απλά ευφημισμός: τα συνδικάτα, όσο κι αν δυνητικά μπορούν να γίνουν «σχολείο» του ταξικού αγώνα, είναι αντικειμενικά ένας από τους πιο δραστικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (αν μπορούμε να επικαλεστούμε τη σχετική θεωρία του Γκράμσι έτσι όπως εξελίχθηκε από τον Αλτουσέρ και τον Πουλαντζά), ένα από τα πιο δραστικά μέσα διαιώνισης του κράτους και του κεφαλαίου ως αυτονόητα αναγκαίων, φυσικοποιημένων κοινωνικών σχέσεων.
Καμιά αντικαπιταλιστική πολιτική στρατηγική δε μπορεί να παρακάμψει τα συνδικάτα, γιατί αυτά παραμένουν ο μόνος θεσμός που στα μάτια της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης διαθέτει τη δικαιοδοσία να σταματήσει την καπιταλιστική παραγωγή. Όποια πολιτική στρατηγική, όμως, επικεντρωθεί στα συνδικάτα, στην αλλαγή πολιτικών συσχετισμών εντός των συνδικάτων, δε θα είναι παρά μια στρατηγική προδιαγεγραμμένης ήττας ή ενσωμάτωσης. Για να το πούμε αλλιώς: θα ενισχύει την τάση υποταγής της ζωντανής εργασίας, όχι την τάση της αυτοχειραφέτησής της.
Μπορούμε, σήμερα, να φανταστούμε ένα μαχητικό, ανεξάρτητο από το κράτος, συνδικαλισμό, σε μια εποχή μάλιστα όπου μετά από τρεις δεκαετίες νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων της αγοράς εργασίας έχει μεταβληθεί αισθητά τόσο η τεχνική όσο και η πολιτική σύνθεση της εργατικής τάξης, με ένα σημαντικό, και ολοένα ογκούμενο, τμήμα της να εργάζεται σε συνθήκες πλήρους ευελιξίας και επισφάλειας, όπου ο παραδοσιακός συνδικαλισμός δεν έχει καν νόημα, αφού δεν υπάρχει καν καθορισμένος εργασιακός χώρος, ούτε και ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στην εμπειρία της εργασίας και σε αυτήν της ανεργίας; Μπορούμε να φανταστούμε μια ριζική ανανέωση των παραδεδομένων μορφών άμυνας της εργατικής τάξης, ή και διαπραγμάτευσης της θέσης της στην κοινωνική παραγωγή, χωρίς να υποπέσουμε στα παλιά ολέθρια σφάλματα του σεκταρισμού και του τυχοδιωκτισμού των διασπαστικών «κόκκινων συνδικάτων» (μια λογική που επί της ουσίας δε διαφέρει από τη λογική της αλλαγής συσχετισμών); Όσο δύσκολο κι αν είναι, προς το παρόν, να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, πρέπει να τα θέσουμε ανοιχτά, ξαναβάζοντας στο τραπέζι αφενός την κριτική στο συνδικαλισμό, απότοκος η ίδια της οδυνηρής εμπειρίας ενός αιώνα γραφειοκρατικοποίησης και ενσωμάτωσης στο καπιταλιστικό κράτος, κι αφετέρου προσπαθώντας να κατασκευάσουμε έννοιες κατάλληλες να αποδώσουν ως πολιτικά σημαντική την εμπειρία της «νέας βάρδιας» του προλεταριάτου, που συναντά στις εξεγέρσεις της την ίδια την υπόσταση του μισθωτού εργάτη ως όριο το οποίο πρέπει να υπερβληθεί, που δε θέτει καν αιτήματα γιατί βιώνει τη σχέση κεφάλαιο ως αυτό που πράγματι είναι, μια σχέση καθολικής εκμετάλλευσης, που δεν υπερασπίζεται πια μισθούς, συντάξεις, νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά την ίδια τη δημιουργικότητα της κοινωνικοποιημένης ζωντανής εργασίας, τη ζωή ως πραγμάτωση δυνατοτήτων.
Ο δρόμος, όντως, ανοίγει προχωρώντας. Αλλά μονάχα τότε δεν οδηγεί σε αδιέξοδα: όταν ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ακόμα κι όταν οι απαντήσεις επείγουν, εκείνοι/ες που επιχειρούν να τον ανοίξουν βαδίζουν χωρίς να διστάζουν να θέσουν υπό διερώτηση το νόημα των πραγματικών εμπειριών τους.
Και ήδη η έκβαση ορισμένων αποφασιστικής σημασίας μαχών έχει κριθεί. Όπως σε κάθε πόλεμο, έτσι κι εδώ, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, κατακτήσεις, έπαθλα, απώλειες, συσσωρευμένα ερείπια. Σίγουρα, η αστική τάξη μέχρι τώρα δεν έχει μόνο νίκες να επιδείξει. Διαδοχικά κυβερνητικά σχήματα του πολιτικού προσωπικού της κατέρρευσαν υπό το βάρος των κοινωνικών αντιστάσεων στην πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης». Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, η επικράτηση της αστικής τάξης ήταν ομολογουμένως συντριπτική. Αυτό ισχύει προπάντων για το οργανωμένο εργατικό κίνημα, για τις συνδικαλιστικές κοινωνικές μεσολαβήσεις της εργατικής τάξης: εδώ, απ’ ό,τι φαίνεται, η επίθεση του κεφαλαίου εξελίχθηκε σχεδόν σε περίπατο, ή τουλάχιστον συνάντησε εντυπωσιακά μικρότερη αντίσταση από αυτήν που αρχικά προέβλεπαν τα αστικά επιτελεία.
Σήμερα, τα συνδικάτα, έχοντας μετά την υπογραφή της τελευταία Συλλογικής Σύμβασης αποδεχτεί όλες τις αλλαγές στη νομοθεσία που διέπει τις εργασιακές σχέσεις και όλες τις κυβερνητικές αποφάσεις υποτίμησης της ζωντανής εργασίας, δεν αναλαμβάνουν πλέον παρά την ευθύνη να υπερασπιστούν την απλή υπόστασή τους ως κοινωνικοί εταίροι, μια ύπαρξη αποψιλωμένη από κάθε πρόσθετο ρόλο εκτός από αυτόν της καθαρής αναπαραγωγής ή της διακοσμητικής παρουσίας. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε «πώς φτάσαμε ως εδώ;» Πώς οι απειλές της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, κάθε φορά που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωνε νέα αντεργατικά μέτρα, αποδείχθηκαν τελικά πυρά νεροπίστολου απέναντι σε ερπυστριοφόρα; Πώς το περίφημο «κατέβασμα του διακόπτη», από την άλλοτε πανίσχυρη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, που τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 τρομοκρατούσε τους αστούς, στις μέρες μας κατέληξε να πτοεί μονάχα τους εστιάτορες και τους περιπτεράδες (θα χαλάσουν ευπαθή προϊόντα στα ψυγεία, από μια κινητοποίηση με μικρό πραγματικό κοινωνικό αντίκτυπο); Πώς εφαρμόστηκαν, τόσο εύκολα, συγκριτικά τουλάχιστον με το παρελθόν, όλες αυτές οι επιστρατεύσεις απεργών; Πώς απομονώθηκαν οι πιο μαχητικές κλαδικές απεργίες (όπως αυτές των εργατών στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην εκπαίδευση) και οδηγήθηκαν σε ήττες, με τις ηγεσίες των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών να σφυρίζουν αδιάφορα;
Προς το παρόν, επείγει να θέσουμε ένα άλλο ερώτημα: τι σημαίνει το ότι φτάσαμε ως εδώ; Στους κύκλους της νέας σοσιαλδημοκρατίας (κι εννοούμε, ασφαλώς, με αυτόν τον όρο τον ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και για ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα συνδέεται με το πρόβλημα της αλλαγής συσχετισμών στο οργανωμένο εργατικό κίνημα, με την «ανακατάληψη των συνδικάτων». Για τη χρεωκοπία του εγχώριου συνδικαλιστικού κινήματος υπόλογη είναι η γραφειοκρατία της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας που κυριαρχούσε, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, σε αυτό. Άπαξ και η «αριστερά», όπως συνήθως λέγεται, δράσει συντεταγμένα ώστε να διαμορφωθούν νέες πλειοψηφίες, τότε τα συνδικάτα μπορούν να ανακτήσουν την αληθινή ταξική τους λειτουργία, να ξαναγίνουν «σχολεία του κομμουνισμού», σύμφωνα με μια γνωστή διατύπωση του Λένιν, ή τουλάχιστον φορείς μιας πραγματικής προλεταριακής εναντίωσης στο κεφάλαιο. Αν αυτό που κυρίως πρέπει να αλλάξει στα συνδικάτα είναι οι πολιτικοί συσχετισμοί εντός τους, και πιο συγκεκριμένα ακόμα οι πολιτικές προτιμήσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών, τότε τα καθήκοντα στη συγκυρία είναι κάπως απλά: συντονισμένη πίεση από την «αριστερά» για μαχητικές αποφάσεις των συνδικάτων και συντονισμένη δράση, μέσα από μια κοινή πολιτική καμπάνια της «αριστεράς», για τον πολλαπλασιασμό και την όξυνση των αντιπαραθέσεων που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την παλιά σοσιαλδημοκρατική γραφειοκρατία. Εξίσου απλή είναι και η φόρμουλα της προλεταριακής ενότητας: ενότητα της συνδικαλιστικής «αριστεράς» μέσα από κοινές εκλογικές λίστες.
Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι, στο χώρο που πια προσδιορίζεται ως «αριστερά», η μαρξιστική κριτική ενός ολόκληρου αιώνα στο συνδικαλισμό, όχι μόνο στο γραφειοκρατικό συνδικαλισμό, αλλά στο συνδικαλισμό ως πρακτική ταξικής διαπραγμάτευσης για την πώληση με καλύτερους όρους ενός εμπορεύματος, αυτού της δύναμης προς εργασία, έχει μπει στο συρτάρι όπου φυλάσσονται οι λησμονημένες παλιατζούρες, με την ίδια απερισκεψία που η λέξη «λαός» προφέρεται ασταμάτητα, όλον αυτόν τον καιρό, στη θέση της λέξης «προλεταριάτο», με την ίδια βιασύνη με την οποία οι αναλύσεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης εκτοπίστηκαν από εύπεπτα manuals ταχείας εξόδου από την κρίση χρέους μιας εθνικής οικονομίας («υπάρχει τρόπος να γυρίσουμε το ρολόι πριν από τη στιγμή που ο Παπανδρέου στήθηκε μπροστά στις κάμερες στο Καστελόριζο»). Σε όλες αυτές περιπτώσεις το τίμημα της μετάβασης από τον «ξύλινο λόγο» της μεταπολιτευτικής άκρας αριστεράς στη βελούδινη ιδιόλεκτο της «ριζοσπαστικής», αλλά ικανής να κυβερνήσει και να σώσει «τον τόπο», αριστεράς είναι το ίδιο: όχι μονάχα η απώθηση του ασυμφιλίωτου κοινωνικού ανταγωνισμού, ο οποίος λανθάνει στα βάθη της κανονικής κοινωνικής ζωής και σήμερα, που εκδηλώνεται ανοιχτά η κρίση των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, έρχεται στην επιφάνεια ως πόλεμος επιβίωσης, αλλά και η απώθηση ορισμένων από τους πλέον αποτελεσματικούς μηχανισμούς με τους οποίους διασφαλίζεται η αναπαραγωγή του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης.
Ας γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι: πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι ένα από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα ταξικής παράλυσης και συστηματικής συνεργασίας με την εργοδοσία (εν προκειμένω, το κράτος) είναι το σωματείο εργαζομένων στον ΗΣΑΠ, που ελέγχεται, σχεδόν απόλυτα, και για χρόνια, από την «αριστερά», στην ιδεοτυπική μορφή της, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί το «κόκκινο» συνδικάτο οικοδόμων απέτυχε να ορθώσει έστω και στοιχειώδεις γραμμές άμυνας για τους εργάτες του εν λόγω κλάδου, ο οποίος κυριολεκτικά σαρώθηκε από την καπιταλιστική επίθεση; Γιατί ακόμα και οι μορφές συνδικαλισμού βάσης, όπου δραστηριοποιούνται κυρίως σύντροφοι/ισσες από τον αυτόνομο/αντιεξουσιαστικό χώρο, αντιμετωπίζουν τρομακτικές δυσκολίες να συσπειρώσουν τις κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες αναφέρονται και να οργανώσουν άγριες απεργίες; Αναμφίβολα, θα ήταν άδικο να τοποθετήσει κανείς υπό έναν κοινό παρονομαστή τους κυνικούς γραφειοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ με τους αγωνιστές αναρχικούς εργάτες του ΣΒΕΟΔ. Ο κόμπος, ωστόσο, παραμένει: η αδυναμία των συνδικάτων να λειτουργήσουν, στις σημερινές συνθήκες και υπό τη σημερινή τους μορφή, ως όργανα άμυνας για την εργατική τάξη.
Αυτή η αδυναμία είναι ένα από τα συμπτώματα του γεγονότος ότι η κρίση του κεφαλαίου εκδηλώνεται και ως κρίση της εργασίας. Αλλά πριν υπεισέλθει κανείς σε μια τέτοια κουβέντα δε θα ήταν άσκοπο να ανατρέξει (και σε αυτό θα αρκεστούμε εδώ) σε ορισμένες ιδέες που αναπτύχθηκαν, ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, από κάποιους, κάθε άλλο παρά περιθωριακούς, πρόμαχους του επαναστατικού μαρξισμού (όπως λ.χ. ο Γκράμσι, τον οποίο σήμερα τόσο βάναυσα κακοποιούν οι θεωρητικοί της νέας σοσιαλδημοκρατίας). Τα συνδικάτα είναι, εξ ορισμού, μορφές προσφυείς στην κοινωνική ειρήνη, όχι στον ταξικό πόλεμο. Διαπραγματεύονται κάτι προς πώληση, και ήδη εκ των προτέρων αναγνωρίζουν αυτό το κάτι, τη δύναμη προς εργασία, ως εμπόρευμα που μπορεί να πωληθεί στην καπιταλιστική αγορά. Υπό κανονικές συνθήκες, όταν επικρατεί ταξική ειρήνη, μπορούν να λειτουργήσουν ως όργανα άμυνας για το προλεταριάτο, αλλά και πάλι εντός πεπερασμένων ορίων, τα οποία συναρτώνται με την ενδημική σε αυτά τάση γραφειοκρατικοποίησης: δεν υπάρχει συνδικαλισμός χωρίς επαγγελματίες συνδικαλιστές, χωρίς εργάτες που αποσπώνται από τους συναδέλφους τους για να γίνουν «εκπρόσωποί» τους στη διαπραγμάτευση με τα αφεντικά, και να αναλώνουν το χρόνο τους, σχεδόν αποκλειστικά, σε μέριμνες οργανωτικές, σε αρχαιρεσίες, σε συναλλαγές με την εργοδοσία, σε συμφωνίες κορυφής κ.ο.κ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα συνδικάτα μπορούν να αποβούν πραγματικά χρήσιμα όργανα ταξικής άμυνας μονάχα στο βαθμό που επικρατούν εντός τους συνθήκες εργατικής δημοκρατίας, όταν οι ίδιοι οι συνδικαλισμένοι εργάτες μπορούν να ελέγχουν τις οργανώσεις τους, αποτρέποντας την εδραίωση της κυριαρχίας της μίας ή της άλλης πολιτικής τάσης του εργατικού κινήματος, καθώς και την αυτονόμηση των επαγγελματικοποιημένων εκπροσώπων τους.
Σε συνθήκες ταξικού πολέμου, είναι κυρίως οι μορφές αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης (συμβούλια, συνελεύσεις γειτονιάς, επιτροπές αυτοάμυνας ή κατάληψης εργασιακών χώρων, κλπ.), οι μορφές στις οποίες η δύναμη προς εργασία δεν αναγνωρίζεται ως εμπόρευμα, αλλά ως δύναμη συντακτική, δημιουργική, ως ικανότητα θέσμισης, συγκρότησης νέων κοινωνικών σχέσεων, που μπορούν να εγγυηθούν την αποτελεσματικότητα της ταξικής άμυνας και την ισχύ της ταξικής επίθεσης. Τα συνδικάτα, υπό τέτοιες συνθήκες, δεν ανακαταλαμβάνονται από τα μαχητικά τμήματα του προλεταριάτου. Ξεπερνιούνται: αυτό συνέβη, άλλωστε, ιστορικά σε όλες τις περιπτώσεις όπου η εργατική τάξη αντιμετώπισε μεγάλης εμβέλειας καπιταλιστικές επιθέσεις. Ακόμα κι αν τα συνδικάτα είναι αυτά που μπορούσαν να κηρύξουν γενικές απεργίες, πάντα ήταν οι μορφές αυτοοργάνωσης εκείνες που διαμόρφωναν το τερέν της σύγκρουσης, που έθεταν την εργατική τάξη ως μια τάξη απέναντι σε μιαν άλλη τάξη.
Σήμερα, όμως, υπάρχει κι ένας πρόσθετος παράγοντας που εξηγεί γιατί τα συνδικάτα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ηττώνται πριν καν μπουν στη μάχη, ή συχνά παίζουν ένα ρόλο παραλυτικό. Για κάμποσες δεκαετίες, στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, εξελισσόταν μια διαδικασία εγγραφής της ζωντανής εργασίας στην υπάρχουσα πολιτική διάταξη. Οι νομοθεσίες για τις εργασιακές σχέσεις και τα εργασιακά δικαιώματα δεν εξασφάλιζαν μονάχα πολιτικό χώρο στην εργατική τάξη. Κατοχύρωναν, επίσης, και τους όρους κοινωνικού ελέγχου της εργασίας από το κράτος, ως εγγυητή των γενικών συνθηκών της καπιταλιστικής παραγωγής. Η μετατροπή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας σε υπαλληλικό προσωπικό του κράτους (όπως π.χ. συνέβαινε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα συνδικάτα είχαν άμεση εμπλοκή στη διοίκηση των προγραμμάτων διαχείρισης της ανεργίας) είναι μονάχα η κορυφή σε αυτό το παγόβουνο. Τις συνέπειες αυτής της διαδικασίας πολιτικής εγγραφής μπορούμε να τις διαπιστώσουμε αν αναρωτηθούμε τι σημαίνει λ.χ. για έναν κομμουνιστή εργάτη το γεγονός ότι δρώντας ως συνδικαλιστής σήμερα καλείται να συμμετέχει σε μια σειρά από μικρές και μεγάλες εκλογές, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν να κάνουν με θέσεις διαχείρισης στα όρια ή ακόμα και στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού. Το ότι, ακόμα και μετά την ολοσχερή σχεδόν κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας, στην Ελλάδα οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του κράτους εξακολουθούν να δηλώνουν ότι σέβονται και αναγνωρίζουν τα συνδικάτα ως κοινωνικούς εταίρους δεν είναι απλά ευφημισμός: τα συνδικάτα, όσο κι αν δυνητικά μπορούν να γίνουν «σχολείο» του ταξικού αγώνα, είναι αντικειμενικά ένας από τους πιο δραστικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (αν μπορούμε να επικαλεστούμε τη σχετική θεωρία του Γκράμσι έτσι όπως εξελίχθηκε από τον Αλτουσέρ και τον Πουλαντζά), ένα από τα πιο δραστικά μέσα διαιώνισης του κράτους και του κεφαλαίου ως αυτονόητα αναγκαίων, φυσικοποιημένων κοινωνικών σχέσεων.
Καμιά αντικαπιταλιστική πολιτική στρατηγική δε μπορεί να παρακάμψει τα συνδικάτα, γιατί αυτά παραμένουν ο μόνος θεσμός που στα μάτια της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης διαθέτει τη δικαιοδοσία να σταματήσει την καπιταλιστική παραγωγή. Όποια πολιτική στρατηγική, όμως, επικεντρωθεί στα συνδικάτα, στην αλλαγή πολιτικών συσχετισμών εντός των συνδικάτων, δε θα είναι παρά μια στρατηγική προδιαγεγραμμένης ήττας ή ενσωμάτωσης. Για να το πούμε αλλιώς: θα ενισχύει την τάση υποταγής της ζωντανής εργασίας, όχι την τάση της αυτοχειραφέτησής της.
Μπορούμε, σήμερα, να φανταστούμε ένα μαχητικό, ανεξάρτητο από το κράτος, συνδικαλισμό, σε μια εποχή μάλιστα όπου μετά από τρεις δεκαετίες νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων της αγοράς εργασίας έχει μεταβληθεί αισθητά τόσο η τεχνική όσο και η πολιτική σύνθεση της εργατικής τάξης, με ένα σημαντικό, και ολοένα ογκούμενο, τμήμα της να εργάζεται σε συνθήκες πλήρους ευελιξίας και επισφάλειας, όπου ο παραδοσιακός συνδικαλισμός δεν έχει καν νόημα, αφού δεν υπάρχει καν καθορισμένος εργασιακός χώρος, ούτε και ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στην εμπειρία της εργασίας και σε αυτήν της ανεργίας; Μπορούμε να φανταστούμε μια ριζική ανανέωση των παραδεδομένων μορφών άμυνας της εργατικής τάξης, ή και διαπραγμάτευσης της θέσης της στην κοινωνική παραγωγή, χωρίς να υποπέσουμε στα παλιά ολέθρια σφάλματα του σεκταρισμού και του τυχοδιωκτισμού των διασπαστικών «κόκκινων συνδικάτων» (μια λογική που επί της ουσίας δε διαφέρει από τη λογική της αλλαγής συσχετισμών); Όσο δύσκολο κι αν είναι, προς το παρόν, να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, πρέπει να τα θέσουμε ανοιχτά, ξαναβάζοντας στο τραπέζι αφενός την κριτική στο συνδικαλισμό, απότοκος η ίδια της οδυνηρής εμπειρίας ενός αιώνα γραφειοκρατικοποίησης και ενσωμάτωσης στο καπιταλιστικό κράτος, κι αφετέρου προσπαθώντας να κατασκευάσουμε έννοιες κατάλληλες να αποδώσουν ως πολιτικά σημαντική την εμπειρία της «νέας βάρδιας» του προλεταριάτου, που συναντά στις εξεγέρσεις της την ίδια την υπόσταση του μισθωτού εργάτη ως όριο το οποίο πρέπει να υπερβληθεί, που δε θέτει καν αιτήματα γιατί βιώνει τη σχέση κεφάλαιο ως αυτό που πράγματι είναι, μια σχέση καθολικής εκμετάλλευσης, που δεν υπερασπίζεται πια μισθούς, συντάξεις, νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά την ίδια τη δημιουργικότητα της κοινωνικοποιημένης ζωντανής εργασίας, τη ζωή ως πραγμάτωση δυνατοτήτων.
Ο δρόμος, όντως, ανοίγει προχωρώντας. Αλλά μονάχα τότε δεν οδηγεί σε αδιέξοδα: όταν ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ακόμα κι όταν οι απαντήσεις επείγουν, εκείνοι/ες που επιχειρούν να τον ανοίξουν βαδίζουν χωρίς να διστάζουν να θέσουν υπό διερώτηση το νόημα των πραγματικών εμπειριών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου