Αριστομένης Συγγελλάκης
Έτσι, στη σκοτεινή ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί· σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας εύρει μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!» Κώστας Βάρναλης, «Οι Μοιραίοι».
Σε όλη την περίοδο μετά την Κατοχή αλλά, δυστυχώς, και μετά την
ενοποίηση της Γερμανίας το 1990, η γερμανική κυβέρνηση έχει επιδείξει
μία στάση ανιστόρητη, αντίθετη στο διεθνές δίκαιο και βαθύτατα
υπεροπτική, ορθώνοντας τείχος αδιαλλαξίας απέναντι στις απαράγραπτες και
ισχυρά θεμελιωμένες (ήδη από το 1945) ελληνικές αξιώσεις για την
καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες των θυμάτων της ναζιστικής
θηριωδίας, την απόδοση επανορθώσεων για την καταστροφή και λεηλασία του
εθνικού πλούτου και την επιστροφή του κατοχικού δανείου (εντόκως) και
των κλαπέντων πολιτιστικών θησαυρών.
Στην
επονείδιστη αυτή συμπεριφορά της γερμανικής κυβέρνησης υπάρχουν
αρκετές, πλέον, τιμητικές εξαιρέσεις Γερμανών πολιτών και
συλλογικοτήτων, που μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε. Είναι χαρακτηριστικό
το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του Pfarrer Michael Schweitzer,
της Ευαγγελικής Εκκλησίας των Γερµανογλώσσων στην Ελλάδα το 1998, που με
ξεκάθαρες και τολμηρές κουβέντες καυτηριάζει την άρνηση της σύγχρονης,
δημοκρατικής Γερμανίας να αποδώσει τα οφειλόμενα στην Ελλάδα
επισημαίνοντας ότι ουσιαστικά πρόκειται για άρνησή της να αναλάβει
εμπράκτως την ιστορική της ευθύνη για τα φρικτά εγκλήματα του Γ’ Ράιχ:
«Εάν η Γερµανία αποδώσει τις πολεµικές αποζηµιώσεις, τότε εκφράζεται
διαφορετικά απ’ ό,τι µόνο µε λόγια του τύπου: Ναι, βλέπουµε την αλήθεια
κατάµατα. Ναι, αναγνωρίζουµε πως ό,τι συνέβη στο όνοµα της Γερµανίας
ήταν φριχτή αδικία. Εάν η Γερµανία δεν είναι ακόµη πρόθυµη να πληρώσει
τις πολεµικές αποζηµιώσεις, εκφράζει µ’ αυτό, σ’ άλλη µορφή απ’ ό,τι
µόνο µε λόγια, το ότι: Όχι, δεν αντικρίζουµε την αλήθεια κατάµατα. Όχι,
δεν είµαστε πρόθυµοι ν’ αναγνωρίσουµε πως ό,τι συνέβη ήταν φριχτή
αδικία.».
Για κάποιους, μάλιστα, η άρνηση του βαθέος γερμανικού κράτους να
αποδοθεί δικαιοσύνη σημαίνει και την άρνησή του να κλείσει οριστικά τη
μαύρη βίβλο του ναζισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις σχέσεις των
δύο χωρών αλλά και την δημοκρατική προοπτική της ίδιας της Γερμανίας.
Αντίθετα ενδεχόμενη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της απέναντι στην Ελλάδα
και την Ιστορία θα σήμαινε την αποφασιστικότητά της να προχωρήσει
μπροστά σε δρόμους δικαιοσύνης, ειρήνης, δημοκρατίας και πραγματικής
φιλίας των λαών.
Όμως η γερμανική κυβέρνηση αντί να πράξει το χρέος της και να
αποκαταστήσει την αδικία απέναντι στην Ελλάδα κινείται επί δεκαετίες
στον εντελώς αντίθετο δρόμο: είναι ενδεικτικό «το Ψέμα για το Δίστομο», η
επίσημη απάντηση του γερμανικού κράτους στον Αργύρη Σφουντούρη, που
έμεινε πεντάρφανος στο Ολοκαύτωμα του Διστόμου και δεν σταμάτησε να
αγωνίζεται για δικαιοσύνη: το 1995, πενήντα χρόνια μετά την πτώση του
εγκληματικού καθεστώτος του Γ’ Ράιχ και τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου, το γερμανικό, δημοκρατικό κράτος του απάντησε γραπτώς ότι το
Ολοκαύτωμα του Διστόμου προσδιορίζεται ως «γεγονότα στο πλαίσιο
πολεμικών δραστηριοτήτων» και συνεπώς οι οικογένειες των θυμάτων δεν
δικαιούνται αποζημιώσεων!
Σήμερα, υιοθετώντας μία υποκριτική αλλά συνάμα και άκρως επιθετική
λογική ψευδεπίγραφης «συμφιλίωσης» και ταυτόχρονα πλήρους αδιαλλαξίας, η
γερμανική κυβέρνηση επιχειρεί, με δόλωμα τα τριάκοντα αργύρια των κάθε
λογής γερμανικών ιδρυμάτων και πρωτοβουλιών, να ξαναγράψει την Ιστορία
σύμφωνα με τις επιθυμίες της (η υπόθεση Ρίχτερ ήταν μόνο η αρχή), να
προσεταιριστεί νέους ανθρώπους και εκπροσώπους των μαρτυρικών δήμων και
να ανασχέσει το κίνημα για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. Αντί να
προσέλθει σε διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση για την
διευθέτηση του ζητήματος των γερμανικών αποζημιώσεων κι επανορθώσεων,
όπως ρητώς ορίζει η Συνθήκη του Λονδίνου του 1953, η γερμανική κυβέρνηση
επιλέγει, χωρίς αιδώ αλλά και χωρίς δισταγμό, την κλιμάκωση της
αδιαλλαξίας σε συνδυασμό με την υιοθέτηση μίας νεοϊμπεριαλιστικής
πολιτικής εις βάρος της Ελλάδας. Με τη στάση της αυτή η γερμανική
κυβέρνηση και το βαθύ γερμανικό κράτος ουσιαστικά ομολογούν ότι δεν
έχουν διδαχθεί τίποτα απ’ όσα οι λαοί της Ευρώπης και ανάμεσά τους και ο
γερμανικός λαός υπέφεραν στην περίοδο της ναζιστικής δικτατορίας.
Το ίδιο όμως ξεκάθαρη είναι η πρόκληση και για την ελληνική κυβέρνηση
και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του: θα αναλάβει, επιτέλους, η
κυβέρνηση την ευθύνη της να τιμήσει επί της ουσίας τη μνήμη των
εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών της Κατοχής διεκδικώντας σθεναρά κι
αποτελεσματικά τις γερμανικές οφειλές; Θα αγωνιστεί για την ικανοποίηση
της καθολικής αξίωσης του ελληνικού λαού και πολλών Γερμανών δημοκρατών
για «Δικαιοσύνη κι Αποζημίωση»; Ή θα αρκεστεί σε ατελέσφορες και τελικά
επιζήμιες ρητορικές διακηρύξεις, που δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη
βούλησης για πραγματική διεκδίκηση;
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι συγκεκριμένα και αμείλικτα:
Πότε θα εισαχθεί στην Ολομέλεια της Βουλής το πόρισμα της
Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης; Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της
Βουλής αυτό επρόκειτο να γίνει τον Σεπτέμβριο του 2016. Τι, αλήθεια,
εμποδίζει τη συζήτηση και τελική έγκριση ενός πορίσματος που, παρά τις
όποιες αδυναμίες του, η εκπόνηση και ψήφισή του από την αρμόδια Επιτροπή
αποτελεί σταθμό στη διεκδίκηση;
Πότε θα επιδοθεί ρηματική διακοίνωση στη γερμανική κυβέρνηση για το
σύνολο του ζητήματος των γερμανικών οφειλών; Υπενθυμίζουμε ότι έχουν ήδη
περάσει 22 χρόνια από την αντίστοιχη κίνηση της κυβέρνησης Ανδρέα
Παπανδρέου (14.11.1995), κίνηση που ταρακούνησε τα νερά και μας κρατά
ζωντανούς στην υπόθεση της διεκδίκησης.
Πότε θα παρασχεθεί άδεια από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για την εκτέλεση
των αμετάκλητων αποφάσεων της Ελληνικής Δικαιοσύνης υπέρ των θυμάτων
του Διστόμου, του Αιγίου και της Κρήτης; Γιατί, άραγε, δεν καταργείται
(με μία απλή νομοθετική διάταξη) το αντισυνταγματικό (σύμφωνα με
γνωμοδότηση των Καθηγητών Γ. Κασιμάτη, Κ. Μπέη και Κ. Χρυσόγονου) άρθρο
923 του ΚΠΔ;
Πότε θα επαναλειτουργήσει το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων
Πολέμου; Ποιοι άραγε φοβούνται να ξαναρχίσει η έρευνα και η συνακόλουθη
συζήτηση για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στην Ελλάδα;
Και, τέλος, αλλά ίσως πιο σημαντικό, στο οποίο διαχρονικά επιμένει
ιδίως ο Μανώλης Γλέζος: πότε θα συναφθεί Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ
Ελληνικής Δημοκρατίας και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας; Μία
νομικά επιβεβλημένη και πολιτικά επιτακτική και για τις δύο κυβερνήσεις
πράξη, που θα θέσει παράλληλα νέες βάσεις στις σχέσεις των δύο χωρών.
Το Εθνικό Συμβούλιο με συνέπεια, σχέδιο κι επιμονή ανοίγει, πόντο
πόντο, τον δύσκολο δρόμο για τη δικαίωση του πατριωτικού και
δημοκρατικού αγώνα διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών. Το πρόσφατο,
επιτυχημένο και μαζικό 10ου Συνέδριό μας και οι αποφάσεις του
σκιαγραφούν τη στρατηγική, το πλαίσιο δράσης, τις συμμαχίες και τους
μοχλούς πίεσης για να ξεκλειδώσει επιτέλους η γερμανική αδιαλλαξία και
να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στη διεκδίκηση. Η Ελλάδα, ωστόσο, οφείλει
να είναι έτοιμη και να προχωρήσει στη δικαστική διεκδίκηση, αν η
πολιτική διεκδίκηση δεν αποφέρει τους προσδοκώμενους καρπούς, όπως
άλλωστε έχει δεσμευθεί κατ’ επανάληψη ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Κάποιοι από την πολιτική, οικονομική και πνευματική ελίτ προβάλλουν
το επιχείρημα ότι, τάχα, «δεν είναι κατάλληλη η συγκυρία για τη
διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών» για να κρύψουν το γεγονός ότι
φοβούνται τις γερμανικές αποζημιώσεις και ό,τι ο αγώνας διεκδίκησής τους
σηματοδοτεί σε αξιακό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Επιλέγουν την
εξάρτηση και την υποταγή και γι’ αυτό αρνούνται την διεκδίκηση! Όπως
όμως μας διδάσκει η Ιστορία μας, ιστορία αγώνων για εθνική ανεξαρτησία
και δημοκρατία, ο ανυπότακτος λαός μας δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει
διαφορετικό δρόμο!
1. Schweitzer PM. «Η ηθική όψη του ζητήµατος των γερµανικών πολεµικών
επανορθώσεων στα θύµατα και στα επιζήσαντα θύµατα του Β´ Παγκοσµίου
πολέµου» στο: Η Μαύρη Βίβλος της Κατοχής. Έκδοση του Εθνικού Συμβουλίου
για τη Διεκδίκηση Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και της Κίνησης
«Ενωμένη Εθνική Αντίσταση», Αθήνα 2012, σελ. 44.
2. Σφουντούρης Α. Πενθώ για τη Γερμανία – το παράδειγμα του Διστόμου. Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2015, σελ. 24.
3. Το γραφείο αυτό έκλεισε βάσει της επαίσχυντης συμφωνίας του 1960 για την απελευθέρωση του σφαγέα των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν.
2. Σφουντούρης Α. Πενθώ για τη Γερμανία – το παράδειγμα του Διστόμου. Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2015, σελ. 24.
3. Το γραφείο αυτό έκλεισε βάσει της επαίσχυντης συμφωνίας του 1960 για την απελευθέρωση του σφαγέα των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου