Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Ιχνηλατώντας την Οδό Ονείρων. Αφιέρωμα στον Μάνο Χατζηδάκη

του Αλέκου Αναγνωστάκη

...Όνειρο δεν είναι ότι δεν πραγματοποιείται ποτέ μα ότι δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη...
..«Χωρίς τον μπαγλαμά και το αϊ σιχτίρ του μπουζουκιού, χωρίς το χασικλίδικο καημό της μάγισσας και το χορό μιας αλεξανδρινής φελάχας θα ‘χαμε γίνει πρόβατα έτοιμα για σφαγή, στο όνομα παντός πατρός, παντός υιού και κάθε μορφής έθνους»...

Προσπάθησε να δημιουργήσει τραγούδια απλά, αλλά όχι και εύκολα. Με τη μουσική του απευθυνόταν στην πιο κρυφή ευαισθησία των νέων ανθρώπων κάθε ηλικίας κι όχι στους εφήμερους και ανεξέλεγκτους ερεθισμούς τους. Τα τραγούδια του λειτουργούν μέσα και πέρα από την πράξη, στο βαθύ αίσθημα που χαρακτηρίζει οποιαδήποτε σχέση, κάθε μορφής, αρκεί να περιέχει τις προϋποθέσεις για ανθρώπινη επικοινωνία.


Γράφτηκαν, όπως έλεγε, πριν απ’ όλα για να επικοινωνήσει αυτός ο ίδιος με όλα τα πρόσωπα που αγάπησε βαθιά, αυτά που γνώρισε, αυτά που θα γνώριζε και αυτά που δεν θα μπορούσε ποτές του να γνωρίσει…

«Μέσα από αυτά», έγραφε στον Μεγάλο Ερωτικό το 1972, "ήθελα να ενωθώ με την ψυχή του τόπου μου σε μια λειτουργία αθάνατη, ερωτική κι ελληνική
Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε να αντιληφθώ πως η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικό του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σοβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που με ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο".

Πιστός σε αυτή του την άποψη αρνήθηκε καριέρα λαμπρή στην Αμερική ιδιαίτερα μετά το Όσκαρ που πήρε για τη μουσική του στην ταινία Ποτέ την Κυριακή.

Στα τραγούδια του συνέλεγε τη σκορπισμένη ευαισθησία του και μας την παρέδιδε «έτσι όπως γεννήθηκε, στο αληθινό της βάθρο, εκεί που οι έμποροι δεν θα μπορούν να της χαλούν την όψη».

Ονειροπόλος μα και αθεράπευτα ρεαλιστής αποδεχόταν τους «εμπόρους» επιχειρώντας ταυτόχρονα -μάταια βέβαια- μέσα από το ίδιο του το έργο να αχρηστεύσει τον αποξενωτικό τους ρόλο, την παραμορφωτική τους δράση.

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη «τη διατηρητέα και όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες». Η μητέρα του από την Αδριανούπολη και ο πατέρας του από τη Μύρθιο της Ρεθύμνης. «Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις και όλες τις δυσκολίες του θεού».

Σαράντα χρόνια μετά τη γέννηση του, τον Απρίλη του 1965 στη Νέα Υόρκη έγραφε Το Χαμόγελο της Τζοκόντα. Στο πέμπτο από τα δέκα κομμάτια αυτού του έργου, στην Προσωπογραφία της Μητέρας μου, αποτυπώνει τις σκέψεις του πάνω στις οποίες γράφει την υπέροχη μουσική του, κινούμενος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας: «Η μητέρα μου είναι γλυκιά και τρυφερή και μ’ αγαπάει, θα ‘θελε να ‘χει σταματήσει ο χρόνος εκείνη τη στιγμή που μ’ έχει αντίκρυ της και με κοιτάει. Γνωρίζω εκείνη τη στιγμή καλά μα δε μπορώ ούτε μπορεί να τηνε σταματήσει. Κι έτσι θα μείνει πάντα στη μνήμη μας, ευγενική και τρυφερή, να καρτεράει μια δυο στιγμές που πέρασαν, μια δυο στιγμές που έζησα μοναδικά για κείνη».

Επτά χρόνων, το 1932, ο Χατζιδάκις και οι γονείς του έρχονται στην Αθήνα, στο Παγκράτι. Εκεί, «άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και παιδεία. […] Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα μουσικής, μια και με απομάκρυναν ύπουλα από τους αρχικούς μου στόχους, που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευτώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου».

Το 1948 ο Αμερικανός πιανίστας Juliys Katchen εξετέλεσε το έργο του Για μια Μικρή Λευκή Αχιβάδα στην Αθήνα και κατόπιν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές.
Την επόμενη χρονιά, το 1949, δίνει στην Αθήνα την περίφημη διάλεξη του για το ρεμπέτικο, η οποία δημιούργησε σάλο στους μουσικούς κύκλους.
Δυο χρόνια αργότερα στις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές δημιουργεί ένα μπαλέτο βασισμένο σε πέντε ρεμπέτικα τραγούδια του Τσιτσάνη, ένα του Μητσάκη και ένα του Καλδάρα.
Στην πράξη νομιμοποιεί το -μέχρι τότε- παράνομο στην ουσία ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο το παίρνει και το ανεβάζει ως στα σαλόνια της αστικής τάξης.

Έτσι, θυμόταν αργότερα ο Κώστας Ταχτσής, «κινήσαμε όλοι μαζί, με πρώτο και καλλίτερο το Μάνο Χατζιδάκι, αψηφώντας τα χάχανα και τις αποδοκιμασίες των αστών και των ενεργούμενων τους, για τη δημιουργία μιας νέας, γνήσια ελληνικής αισθητικής, που αυτή τη φορά, λέγαμε, θα απλωνόταν -χάρη στην πτητικότητα της μουσικής- σ’ ολόκληρο το γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο της Ελλάδας, και, ποιος ξέρει, ίσως ακόμη παραέξω». Η Μουσική είχε αρχίσει να σχηματίζεται μέσα μου με την ίδια δυσκολία που εκείνη την εποχή προσπαθούσαμε να υπάρχουμε. Γιατί μέσα στην πολύχρωμη απελπισία εκείνου του καιρού μια μόνο φωνή είχε το τραγικό θάρρος να υπάρχει στέρεα κι αληθινή, το λαϊκό τραγούδι, αυτό που οι άλλοι αποκαλούσαν περιφρονητικά ρεμπέτικο τότε καθόλου τότε διάσημο κι αγαπητό στους αστούς, κι από τη γέννηση του ριγμένο στο περιθώριο και στην παρανομία. Λειτουργούσε περήφανο, εκκλησιαστικό, βαθύτατα θρησκευτικό, πάνω στα δυο παντοδύναμα θέματα της μεταπολεμικής πραγματικότητας: στη διάθεση φυγής από ένα μαρτυρικό χώρο και στον ανικανοποίητο ερωτισμό».

Μόνο που, εκτός από τα δυο αυτά, παντοδύναμα κατά τον Μάνο Χατζιδάκι θέματα της εποχής, υπήρχε και το θέμα των θεμάτων.
Υπήρχε και η έφοδος στον ουρανό των Ελλήνων επαναστατών εκείνης της περιόδου, με τον ελληνικό Εμφύλιο να σε καλεί να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις.
Υπήρχε και η υπεράσπιση στοιχειωδών αστικών «δημοκρατικών δικαιωμάτων των ηττημένων".

Ο νεαρός επονίτης Χατζιδάκις είχε πλέον πολιτικά περάσει στους απέναντι.

Σιώπησε ως το ’74. Μερικοί λένε μέχρι να αναγνωριστεί. Την ίδια περίοδο όμως άλλοι υπήρξαν που έδρασαν και δημιούργησαν ταυτόχρονα, τοποθετούμενοι στο πλευρό του τότε κινήματος.

Με το δικό του όμως αιρετικό μουσικό λόγο και πράξη, «αρνήθηκα τότε μαζί με όλα τα άλλα τη «σοβαρή μας» μουσική, που η μισή ντυμένη με κουρέλια παρίστανε την Ευρώπη και η άλλη μισή με φουστανέλες την «αθάνατη Ελλάδα». Κι αγάπησα τις μελωδίες αυτές (σ. σ. του ρεμπέτικου) που μου συνειδητοποιούσανε βαθιά και αναμφίβολα σαν προγονική μου κληρονομιά την πανάρχαια γενεσιουργό άνοιξη…». Η ίδια η γένεση της σύγχρονης ελληνικής μουσικής ήταν μια άρνηση και ταυτόχρονα μια θέση, ήταν δηλαδή μια ολοκληρωμένη πολιτική πράξη.

Έτσι το ρεμπέτικο μπορούσε πλέον να ακούγεται παντού. «Χωρίς τον μπαγλαμά και το αϊ σιχτίρ του μπουζουκιού, χωρίς το χασικλίδικο καημό της μάγισσας και το χορό μιας αλεξανδρινής φελάχας θα ‘χαμε γίνει πρόβατα έτοιμα για σφαγή, στο όνομα παντός πατρός, παντός υιού και κάθε μορφής έθνους» δηλώνει τα πρώτα χρόνια. Αργότερα όμως, όταν το ρεμπέτικο έγινε αφόρητα μοδάτο, ο Χατζιδάκις δραπετεύει από την νέα αυτή κατάσταση: « Από ‘κει και πέρα, όταν το ρεμπέτικο έγινε αφόρητα νόμιμο, όσο και το κομμουνιστικό κόμμα στις μέρες μας, αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τη σχέση μου».

Ο ίδιος βέβαια σχεδόν από την αρχή, αλλά παροδικά, είχε προσπαθήσει να του αφαιρέσει «την ψυχή του», το μπαγλαμά και το μπουζούκι περιορίζοντας το σε «λόγια» μόνο μουσικά όργανα Προς το τέλος λες και επέστρεψαν στιγμές του παλιού νεαρού επονίτη μέσα του ή γιατί ωρίμαζε διαρκώς μουσικά επιστρέφει στην επιλεκτική χρήση του μπουζουκιού, του μπαγλαμά, του κλαρίνου, του μαντολίνου, των λόγιων οργάνων.

Ο Χατζιδάκις έμενε για λίγο. Ύστερα έφευγε γι’ αλλού. Τολμούσε, Άνοιγε νέους δρόμους. Ξαναεπέστρεφε στους παλιούς για να τους δώσει νέα πνοή.
Την ίδια περίοδο που έσκυβε με ευλάβεια στο ρεμπέτικο, αλλά και στη δημοτική και τη βυζαντινή μουσική, την ίδια ακριβώς χρονιά, άνοιξη του 1948, δραπέτευσε σε άλλες σφαίρες μελοποιώντας το Ματωμένο Γάμο του Λόρκα σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου.

Κι όπως ο Γκάτσος θέλησε να μεταφυτέψει τις ισπανικές προσωδίες στους λαϊκούς ποιητικούς ρυθμούς της γλώσσας μας, έτσι και ο Χατζιδάκις προσπάθησε να προεκτείνει τους ρυθμούς αυτούς στις πηγές της νεοελληνικής ευαισθησίας. Πειραματίζεται με Το Καταραμένο Φίδι και την Ιονική Σουίτα.

Συνεχίζει να μελοποιεί μεγάλους Έλληνες ποιητές, με επόμενο σταθμό το Παραμύθι Χωρίς Όνομα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το 1957. Και μέσα σ’ αυτή τη περίοδο να επιστρέφει, το Γαρύφαλλο στ’ Αυτί, το Είμαι Άντρας και το Κέφι μου θα Κάνω, Φιρί Φιρί το Πας, Ότι Γράφει δεν Ξεγράφει, την Αγάπη που ‘γινε Δίκοπο Μαχαίρι και να ξαναφεύγει αλλού «με τις Πασχαλιές Μέσα από τη Νεκρή Γη (1962) το Σκληρό Απρίλη του ‘45 (1972) και άλλα.

Η όλη στάση του Χατζιδάκι ανοίγει νέους δρόμους για την ελληνική μουσική. Ο ίδιος θα ήταν μια τομή στα μουσικά δρώμενα.
Όταν λοιπόν ο Μίκης Θεοδωράκης γύρισε από το Παρίσι γύρω στο ‘60 βρήκε ισχυρό στήριγμα στα όσα ο Μάνος Χατζιδάκις σμίλευε δέκα ολόκληρα χρόνια, μαζί με τον Αργυρή Κουνάδη.

Ο Χατζιδάκις παραλλήλιζε το Μάρκο Βαμβακάρη με τον Μπαχ. Γιατί όπως ο Μπαχ έκλεισε την εποχή του μπαρόκ και αργότερα, μετά απ’ αυτόν άνοιξε η κλασσική εποχή με τους Μότσαρτ, Μπετόβεν και άλλους, έτσι και ο Μάρκος υπέγραψε συγχρόνως τη μεγάλη μετάβαση απτό ρεμπέτικο στην έντεχνη ελληνική μουσική που ήρθε τελικά με τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, και το μέγα τέλος του ρεμπέτικου.

«Ο ίδιος ο Χατζιδάκις» θα γράψει ο συνθέτης Δ. Λέκκας στην Καθημερινή, θα ήταν μια κοσμογονία μιας νέας εποχής με το έργο του πια.
Όργανα από όλα τα μήκη και τα πλάτη, ακριβοί κλασικοί ήχοι σε πρωτοφανέρωτες λεπταίσθητες αποχρώσεις και συνδυασμούς, μπουζούκια αδελφωμένα με μαντολίνα, ο Ζαμπέτας, το σαντούρι του Τάσου Διακογιώργη στο Αμέρικα Αμέρικα.

Τρελές αντιστίξεις με τροπικές μαγγανείες, που μεταμόρφωναν κάθε σειρά από 4 νότες σε πολύτιμα κοσμήματα. Συγχορδίες στο σημείο όπου ερωτοτροπούν ο Ραβέλ, η τζαζ, ο Μπάρτοκ, ο Τσιτσάνης, οι μετατροπίες του Προκόβιεφ και τα πολυφωνικά της Ηπείρου…  Εδώ ο Ορφ, εδώ όλα τα Βαλκάνια, εδώ ο Στραβίνσκι, εδώ ο εαυτός του.

Ερωτοτρόπησε με το ροκ, βάζοντας όμως τους New York Rock and Roll Ensemble να τραγουδάνε, π.χ., τα αρχαία και Βαλκάνια δέκατα όγδοα με συνοδεία μπουζουκιού.
Άμοιαστος, αταίριαστος, ακαταπόνητος αναζητητής, όπου τα ευρήματα του τα μεταστοιχείωνε σε τέχνη, μουσική, ποίηση και ενίοτε σε πολιτική κοινωνική καταγγελία.

Επί χούντας σιώπησε.
Σιωπούσε γράφοντας όμως στους φίλους του: «θα ησυχάσω μόνο αν τους δω κρεμασμένους στο Σύνταγμα. Όχι μονό τους Παπαδόπουλο και Σία αλλά και όλα τα ανώνυμα ζωύφια που χρόνια τώρα κυβερνάν πραγματικά τη χώρα… Το κράτος δεν λειτουργούσε με προοδευτικές κυβερνήσεις. Γιατί είναι φτιαγμένο από χωροφυλακές. Με τον Παπαδόπουλο βρήκε την ταυτότητα του. Να μια ευκαιρία να ξεριζωθεί. Η μόνη…»

Γύρισε στην Ελλάδα δυο χρόνια πριν πέσει η χούντα.
Με τη Μεταπολίτευση εντάσσεται στη Νέα Δημοκρατία απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ.

Ονειρευόταν τη λειτουργία μιας αστικής δημοκρατίας με κανόνες, χωρίς ο ίδιος να καταλαβαίνει πως βαθύτερες διεργασίες οδηγούσαν στην άρνηση της από τους ίδιους τους υπερασπιστές της. Οδηγούσαν εκεί που σήμερα πάμε. Γι αυτό και κατά καιρούς έφευγε από υπεύθυνες θέσεις κραυγάζοντας εναντίον της εκκλησίας στο θέμα των αμβλώσεων: «Δεν μας τα λεν καλά όλοι αυτοί οι εκκλησιαστικοί η οι εκκλησιαζόμενοι συνεργάτες των βασανιστών επί Χούντας και επί κάθε χούντας. Κύριοι των οργανώσεων, χριστιανικών και μη, οφείλετε να το καταλάβετε επιτελούς. Ο ερωτάς δεν χρειάζεται προσχήματα και ούτε έχει ανάγκη τις ευλογίες σας…  Συμπαραστάθηκε σε μειονότητες.

Το Σεπτέμβρη του ‘90 συμμετείχε σε πορεία διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του μικρού Καλτεζά. Και ταυτόχρονα τοποθετείται εκ των έσω στην Νέα Δημοκρατία: «…Στερούμεθα ιδεολογίας, στόχων, περιεχομένου και προπαντός σύγχρονης σκέψης. Και ΚΥΠ και ασφάλειες και χαφιέδες και άπειρα ψέματα. Μόνο που εμείς τα χρωματίζουμε με γαλάζια εθνικοφροσύνη και γαλανόλευκη πατριδοκαπηλία, ενώ αυτοί με πράσινο λαϊκίζοντα σοσιαλισμό. Ποια η διαφορά; […]. «Παρελάσεις, εθνικόφρονα λογύδρια, παραστάσεις σχολικές και άλλα παρόμοια ενισχύουν την ιδιότυπη φασιστική μας κληρονομιά. Το περίφημον «πας μη Έλλην βάρβαρος».

Τον εντυπωσιάζει η πολιτιστική επανάσταση του Μάο στην Κίνα: «Μαζί με τον Μάο πέθανε οριστικά η ποίηση των λαϊκών επαναστάσεων. Κι αρχίζει η θανάσιμη αυτοκρατορία των ισχυρών συστημάτων» θα πει το 1976. «Και τώρα η γενιά των λουλουδιών» θα πει όταν εκλέχτηκε ο Κλίντον. Για να συνεχίσει: «Μα από πίσω η Αμερική παραμένει η ίδια. Περιέχει και τη CIA και την αμφισβήτηση». Λίγα χρόνια πριν για την εκλογή του Νίξον λοιπόν πρόεδρος… Έτσι η Αμερική απέκτησε το αληθινό της πρόσωπο. Αντιδραστικότης, Εθνικισμός, Νοικοκυροσύνη». Κατέγραφε άφοβα την πραγματικότητα…

Μάνος Χατζιδάκις: Ένα εκρηκτικό μείγμα ρεαλισμού και ουτοπίας.

Η μουσική, σαν ένα είδος της τέχνης, εκφράζει τόσο τον πνευματικό κόσμο, τις ιδέες και το επίπεδο του καλλιτέχνη όσο και τις ψευδαισθήσεις και τα λάθη του. Συμπυκνώνει τις εμπειρίες του, είναι προϊόν και φορέας ιδεολογίας) χωρίς αυτή να ταυτίζεται με την ιδεολογία. Δεν μπορούμε επομένως σε κάθε καλλιτεχνική δημιουργία να αναζητούμε ένα άμεσο ιδεολογικό ισοδύναμο όπως ο έμπορος υλικών αγαθών ανακαλύπτει για τα προϊόντα του το χρηματικό τους ισοδύναμο. Φορέας ιδεών είναι πάνω απ’ . όλα το έργο του καλλιτέχνη, στο οποίο αντικειμενοποιείται η ιδεολογία του στο νόημα που το διαπερνά, στον τρόπο και στη μορφή, μέσω των οποίων εκδηλώνονται όχι οι ιδέες που δηλώνει αλλά αυτές που πραγματικά υπάρχουν μέσα του.

Ο Χατζιδάκις ήταν σε γενικές γραμμές οπαδός της κοινωνίας της αγοράς, των αστικών θεωριών περί ελευθερίας, ομοφρόνων των καπιταλιστών.
Απαιτούσε όμως από αυτούς -μάταια φυσικά-να είναι ηθικοί, να μην παραβιάζουν τα αστικά δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες του άλλου. Μέσα από το καλλιτεχνικό του έργο, τη σιωπή, το λόγο και πολλές φορές την πράξη εναντιωνόταν στην ίδια την πρακτική μιας ιδεολογίας και πολιτικής αντίληψης, ιδιαίτερα σε επιμέρους ζητήματα, στο όνομα της «καθαρότητας» των γενικών και αφηρημένων διακηρύξεων αυτής ακριβώς της ιδεολογίας…

Ένα εκρηκτικό μείγμα ρεαλισμού και ουτοπίας του επέτρεπε να στέκεται, να κρίνει και να δημιουργεί με ένα θετικό τρόπο, προβάλλοντας πανανθρώπινες αξίες που δεν μπορούν ωστόσο να γίνουν πράξη στο σήμερα. Η στάση του θυμίζει τον Ντίκενς, ο οποίος δεν δίσταζε να περιγράψει και να καταγγείλει την ωμότητα της τάξης στην οποία ο ίδιος θωρούσε πως ανήκε ψυχή τε και σώματι.

Ο Μάνος Χατζιδάκις έμεινε πιστός στις αντιλήψεις του ως το τέλος.

Αυτό ίσως του επέτρεψε να δημιουργεί, ως το τέλος. Στο Τρίτο Πρόγραμμα, στο Σείριο, στην Ορχήστρα των Χρωμάτων, στην ίδια του τη μουσική, δίνοντας μικρόφωνο, βήμα και χώρο σε νέους καλλιτέχνες, διδασκόμενος, διδάσκοντας και ο ίδιος. Χαρίζοντας μας τους Μύθους μιας Γυναίκας, Τις Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς, την Πορνογραφία και άλλα. Όλα αυτά σε αντίθεση με άλλους μεγάλους καλλιτέχνες -των οποίων το έργο είναι δικό μας- οι οποίοι μεταπηδούν στα τελειώματα τους σαν πολιτικά καγκουρό από χώρο σε χώρο για να κουρνιάσουν τελικά στο «μέγαρο», ανήμποροι πλέον να εμπνευσθούν και ανίκανοι να παράξουν, δίπλα στις κυρίες με τα σιδερωμένα πρόσωπα, που χειρίζονται τα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου διαμεσολα­βώντας τις πολιτικές αντιλήψεις για την τέχνη και τον πολιτισμό των ισχυρών, οι οποίοι γνωρίζουν τη σπουδαιότητα του θέματος.

Τον Ιούνιο του 1994 τέλειωσε η μουσική για την Οδό Ονείρων. Ο Μ. Χατζιδάκις πέθανε.

Ο ίδιος, αθεράπευτα πιστός στο δρόμο που διάλεξε με το έργο του, ξαγρυπνά ως το πρωί για να μαζέψει τα καινούρια όνειρα που εμείς του χαρίσαμε, χωρίς να το γνωρίζουμε, να τα φυλάει και να μας τα επιστρέψει σε μουσική.
Τα άλλα είναι δικιά μας υπόθεση.

Κανείς δεν ζει αληθινά αυτό που θα ήθελε να ζει εκτός από όσους πραγματικά τολμούν.
Γιατί τ’ όνειρο είναι μια στιγμή κι όλες οι άλλες στιγμές…. Όμως όνειρο δεν είναι ότι δεν πραγματοποιείται ποτέ μα ότι δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη.
Και σ’ αυτή την ενδιαφέρουσα πορεία όσων ακόμα ξαγρυπνούν και ονειρεύονται, όσων αρνούνται το ξέφτισμα της ζωής, η μουσική του θα μας χαρίζει το τραγούδι για τη χαρά, τον έρωτα, τη λύπη που πέρασε, τις μουσικές εικόνες από το σινεμά, το θέατρο της ζωής και το άλλο, στιγμές από την αινιγματική αοριστία του επιθυμητού και ανεπιθύμητου μέλλοντος μας που προβάλλει στο σήμερα.

ΠΗΓΗ: ΕΥΦΟΡΗ ΠΕΔΙΑΔΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: