Οι
εκλογές στην τοπική αυτοδιοίκηση (Δήμους και Περιφέρειες) θα λάβουν
χώρα το Μάιο του 2019 μαζί με τις ευρωεκλογές, πιθανότατα μαζί και με
τις εθνικές εκλογές. Διακρίνοντας τη σχετική αυτοτέλεια των
αυτοδιοικητικών εκλογών αλλά και τη σύνδεσή τους με τις κεντρικές
πολιτικές εξελίξεις, παρουσιάζουμε ορισμένα βασικά σημεία εκτιμήσεων για
το χαρακτήρα τους καθώς και τις βασικές κατευθύνσεις στις οποίες θα
κινηθούν οι δυνάμεις μας τους επόμενους μήνες. Πρόκειται για κεντρικούς
άξονες που προφανώς δεν αναιρούν την ανάγκη εξειδίκευσής τους ανά Δήμο ή
Περιφέρεια.
Η σχέση των τοπικών εκλογών με το κεντρικό πολιτικό σκηνικό
Η χρονική συμπόρευση των τοπικών εκλογών με τις ευρωεκλογές και
–πιθανότατα- τις βουλευτικές εκλογές, καθώς και το ευρύτερο πολιτικό
κλίμα (πρώτες τοπικές εκλογές με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, διαρκής
εκλογολογία και νέος δικομματισμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ- ΝΔ κ.α.) δημιουργούν
αντικειμενικά ένα πεδίο σύνδεσης μεταξύ των τοπικών εκλογών με το
κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Από την άλλη, η παραμένουσα και βαθιά κρίση
εκπροσώπησης που έφερε η μνημονιακή εποχή, δημιουργεί ένα αντιφατικό και
ξεχωριστό ανά Δήμο και Περιφέρεια κλίμα που κάνει αδύνατη την περιγραφή
μιας ενιαίας και συνολικής πολιτικής κατάστασης.
Το υπόβαθρο αυτής της πραγματικότητας είναι η διπλή και επιφανειακά
αντιφατική κίνηση ως προς τη σχέση της τοπικής αυτοδιοίκησης με το
κεντρικό κράτος και τους υπερεθνικούς μηχανισμούς, ειδικά έπειτα από την
εφαρμογή των μνημονίων.
Από τη μια μεριά, συντελέστηκε η οικονομική αφαίμαξη των Δήμων από
τους πόρους που διέθετε το κεντρικό κράτος καθώς και η αποψίλωσή των
υπηρεσιών τους από προσωπικό ώστε να καλυφθούν οι διαρκώς αυξανόμενες
ανάγκες.
Η μνημονιακή προσαρμογή των Δήμων που διευκολύνθηκε από την ψήφιση
του Καλλικράτη, έφερε την απόλυτη σύνδεση των «τοπικών» ζητημάτων με τη
δημοσιονομική κρατική πολιτική και περιόρισε –αν δεν εξαφάνισε- τη
δυνατότητα άσκησης διαφορετικής και πιο φιλολαϊκής πολιτικής σε επίπεδο
τοπικής αυτοδιοίκησης.
Από την άλλη, οι Δήμοι μετασχηματίζονται σε επιχειρηματικές δομές που
αναζητούν αυτοτελώς και ανταγωνιστικά πόρους από το ΕΣΠΑ, είτε από τις
Περιφέρειες, είτε από το κράτος, είτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση απευθείας.
Τα συμφέροντα του κεφαλαίου αναδιοργανώνονται σε τοπικό επίπεδο και σε
μεγάλο βαθμό μετεξελίσσονται από το επίπεδο της τοπικής
επιχειρηματικό-κρατικής διαπλοκής των περασμένων δεκαετιών στο νέο
πλαίσιο ανάπτυξης και ανταγωνισμό σε τοπική, περιφερειακή, εθνική και
υπερεθνική κλίμακα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συνδιαλλαγή των πολιτικών με τα επιχειρηματικά
συμφέροντα μπορεί να δημιουργήσει αρκετά διαφορετικές μορφές και
δημοτικές παρατάξεις σε σύμπλευση ή αντιπαράθεση με τις κεντρικές
πολιτικές εκπροσωπήσεις.
Ωστόσο, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί η παραμένουσα
ισχύς τους πολιτικού συστήματος και των κεντρικών κομμάτων εξουσίας.
Παρά την αναδιοργάνωσή του στη νέα εποχή και τη μείωση των πιο
παραδοσιακών μορφών ταύτισης των υποψηφίων με τα πολιτικά κόμματα, τα
τελευταία παραμένουν ισχυρά και θα καθορίζουν τόσο στις εκλογές όσο και
μετά το πλαίσιο διακυβέρνησης και εκπροσώπησης.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο του Κλεισθένη
Οι εκλογές θα γίνουν με βάση το εκλογικό σύστημα του νέου νόμου για
την Τοπική Αυτοδιοίκηση, του Κλεισθένη, που ψηφίστηκε τον περασμένο
Ιούλιο. Με βάση το νέο νόμο αυτό, οι έδρες στα δημοτικά συμβούλια θα
βγαίνουν από την πρώτη Κυριακή με απλή αναλογική ενώ οι επικεφαλής των
δύο πρώτων συνδυασμών θα πηγαίνουν σε επαναληπτικό γύρο τη δεύτερη
Κυριακή για την εκλογή του Δημάρχου με απόλυτη πλειοψηφία. Ως
αποτέλεσμα, οι έδρες στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια θα είναι
αρκετά πιο μοιρασμένες στις παρατάξεις (ειδικά σε σχέση με το
καλπονοθευτικό σύστημα του Καλλικράτη) και η συνδυασμοί των εκλεγμένων
δημάρχων συνήθως δε θα συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των συμβούλων.
Στη
βάση των παραπάνω έχει ξεκινήσει η έντονη πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ
των πολιτικών κομμάτων, με επίκεντρο την «ακυβερνησία» στην οποία θα
οδηγήσει αυτό το εκλογικό σύστημα. Πρόκειται για μια αντιπολίτευση από
τα δεξιά στο νόμο, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά εύκολα μέσα από τις
γενικές αναφορές στη δημοκρατία, τη συναίνεση και τις συνεργασίες.
Η
Αριστερά, από τη μεριά της, οφείλει να υπερασπίζεται διαχρονικά κάθε
αναλογικότερο σύστημα εκλογής. Το βασικό στοιχείο που πρέπει να
επικεντρώνει την πολεμική της, είναι πως η συζήτηση για το σύστημα
εκλογής συσκοτίζει το γεγονός ότι ο Κλεισθένης διατηρεί και σε ορισμένες
περιπτώσεις βαθαίνει τα αντιδραστικά, αντιλαϊκά χαρακτηριστικά του
Καλλικράτη που αποτέλεσε τη ραχοκοκκαλιά της μνημονιακής προσαρμογής των
Δήμων και των Περιφερειών.
Καθορίζεται από την ίδια λογική κατά την
οποία οι Δήμοι οφείλουν να λειτουργούν ως εύρωστες επιχειρηματικές δομές
και όχι ως μορφές δημοκρατίας, αυτοδιοίκησης και διεκδίκησης από το
κεντρικό κράτος. Για αυτό και διατηρούνται οι μεγάλες διοικητικές
μονάδες που έφτιαξε ο Καλλικράτης σε συνέχεια του Καποδίστρια, ώστε στο
έδαφος της οικονομικής δυσπραγίας (με τους ΚΑΠ να μειώνονται χρόνο με το
χρόνο) και της αφαίρεσης από το κεντρικό κράτος του ρόλου του εγγυητή
της αναδιανομής και εξισορρόπησης των χωροκοινωνικών αντιθέσεων, οι
Δήμοι να προσαρμόζονται όσο καλύτερα μπορούν στον ανταγωνισμό, στην
περικοπή δαπανών, στη φορομπηξία και τα ανταποδοτικά τέλη, στην
αναζήτηση ΕΣΠΑ, στην επιχειρηματικοποίηση και ιδιωτικοποίηση των πάντων.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όπου τα Δημοτικά Συμβούλια και οι
δημοτικές αρχές ανταγωνίζονται για το ποια μπορεί να φέρει περισσότερα
ευρωπαϊκά κονδύλια, πράγματι μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για συνεργασίες
και συναινέσεις. Όχι φυσικά στο έδαφος καμίας συνδιαμόρφωσης και
συμμετοχής των πολιτών, ούτε για την επιδίωξη κατακτήσεων υπέρ των
πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά στη βάση ανταλλαγών καρεκλών και
αξιωμάτων, τεχνοκρατισμού και «Εσπατζοποίησης» της κοινωνικής ζωής.
Από
αυτό το πρίσμα, η συμμετοχή μας στις εκλογές θα ιεραρχεί τη μάχη ενάντια
και στον Κλεισθένη και στον Καλλικράτη, θα διεκδικεί την ανατροπή τους
μαζί με όλο το μνημονιακό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται.
Με αυτό τον
τρόπο θα εισερχόμαστε και στις συζητήσεις για συνεργασίες, δημοκρατίες
και συναινέσεις που δήθεν φέρνει το νέο νομοσχέδιο. Θεωρούμε δεδομένο,
ότι καμία συναίνεση ή συνεργασία (πριν ή μετά τις εκλογές) δε μπορεί να
οικοδομηθεί με τους εκπροσώπους είτε των νέο- (ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ και «φίλοι»)
είτε των παλαιό- (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ- «ανεξάρτητοι») μνημονιακών κομμάτων, όποια
μορφή και πολιτική γραμμή και αν ακολουθήσουν.
Ο στόχος της αριστερής,
εργατικής πολιτικής στην τοπική αυτοδιοίκηση, είναι η πάλη για την
επίτευξη κατακτήσεων που θα απαντούν στα τοπικά προβλήματα και η
δημιουργία λαϊκών συσπειρώσεων ικανών να έρθουν σε ρήξεις και ανατροπές των
κυβερνητικών πολιτικών.
Το πλαίσιο της διεξαγωγής των εκλογών
Η βασική αιτία της κυρίαρχης αντιπαράθεσης γύρω από την απλή
αναλογική και τον Κλεισθένη είναι ότι από καμία από τις κυρίαρχες
διαχειριστικές δυνάμεις δεν αμφισβητεί τον πυρήνα της εφαρμοζόμενης
μνημονιακής πολιτικής στους Δήμους και τις Περιφέρειες και το αντιλαϊκό-
επιχειρηματικό πλαίσιο που ορίζει ο Καλλικράτης, ο Κλεισθένης και το
σύνολο του νομοθετικού πλαισίου.
Αυτό δε σημαίνει την πλήρη
ομογενοποίηση, καθώς εντοπίζονται διαφορετικές αποχρώσεις σε ζητήματα
καλύτερης ή χειρότερης διαχείρισης, ενώ συχνά αποτυπώνονται ιδεολογικές
διαφορές.
Ορισμένα παραδείγματα είναι η στάση απέναντι στους πρόσφυγες, η
συζήτηση γύρω από το Μακεδονικό, εκπαιδευτικές ή πολιτιστικές
εκδηλώσεις για θέματα ιστορίας και ιδεολογίας κ.α. (ενδεικτικές
περιπτώσεις σε Νέα Φιλαδέλφεια, Χαλάνδρι, Αγία Παρασκευή κ.α.).
Από τη
μεριά μας, καθόλου δεν πρέπει να υποτιμούνται αυτά, καθώς αποτελούν
αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Σαφώς ο ΣΥΡΙΖΑ κεντρικά και τοπικά
επιχειρεί την αξιοποίησή τους με πρόθεση την πολιτική ενσωμάτωση και
αποδοχή κεντρικών πολιτικών, αλλά εμείς οφείλουμε να τα αξιοποιούμε στη
κατεύθυνση διεύρυνσής τους και συγκέντρωσης δυνάμεων και αλλαγής
συσχετισμού για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Παρόλα αυτά, στην πλειοψηφία των Δήμων, το μνημονιακό πλαίσιο
θεωρείται δεδομένο, οι αρμοδιότητες και δυνατότητες των δημοτικών αρχών
για άσκηση μιας διαφορετικής κοινωνικής και χωρικής πολιτικής
παρουσιάζονται ως περιορισμένες και άρα, το βασικό πεδίο πολιτικής
αντιπαράθεσης είναι η διαχείριση, η διαπλοκή και η δυνατότητα εξεύρεσης
ευρωπαϊκών πόρων. Τα παραπάνω, σε μεγάλο βαθμό, είναι αποτελέσματα μιας
συνειδητής πολιτικής κατεύθυνσης δεκαετιών που εντάθηκε με τις πολιτικές
της τελευταίας δεκαετίας, κατά την οποία η τοπική αυτοδιοίκηση
επιχειρηματικοποιείται και τεχνοκρατικοποιείται.
Ούτε καν στην τυπική αντιπαράθεση των δημοτικών συμβουλίων δεν
εντάσσονται πολύ κεντρικές διαδικασίες και έργα, καθώς επενδύονται από
έναν επιστημονικοφανή μανδύα των ΕΣΠΑ. Αυτή η πραγματικότητα, σε
συνδυασμό με τη γενική κρίση του πολιτικού συστήματος, έστρωσε το έδαφος
για την απευθείας προσπάθεια επιχειρηματικών συμφερόντων να κατακτήσουν
τις δημοτικές αρχές, όπως στον Πειραιά με τον Μώραλη, το Βόλο με τον
Μπέο και αλλού.
Ειδική προσοχή σε αυτό το σημείο πρέπει να δίνεται και στην
αξιοποίηση των μεγάλων αθλητικών ομάδων και των οργανωμένων οπαδών τόσο
ως εκλογική βάση, όσο και ως συγκροτημένη ομάδα πίεσης και εμπλοκής στο
δημοτικό- επιχειρηματικό παιχνίδι (Θεσσαλονίκη, Πειραιάς, Νέα
Φιλαδέλφεια κ.α.).
Με βάση τα παραπάνω, η πολιτική διαμάχη για τις αυτοδιοικητικές
εκλογές θα έχει σχετική αυτοτέλεια και θα πάρει διαφορετικές μορφές σε
κάθε περιοχή.
Σε πολλές περιπτώσεις, είναι πιθανό να υπάρχουν έντονα διαφορετικές
τάσεις στα αποτελέσματα μεταξύ των διαφορετικών εκλογών, ειδικά αν
συμπέσουν και με τις εθνικές εκλογές. Εκ πρώτης όψεως, αυτό μπορεί να
γεννά κάποιες δυνατότητες μιας αριστερής ανατρεπτικής παρέμβασης, ωστόσο
η γενική τάση μάλλον τείνει προς τη διαμόρφωση ενός νέου πεδίου
αναδιάταξης του πολιτικού- επιχειρηματικού κατεστημένου, ειδικά στο
έδαφος των ενδεχόμενων δημοτικών και περιφερειακών αρχών συνεργασίας.
Οι δυνάμεις του παλιού δικομματισμού, είναι αρκετά πιθανό να
ενδυναμωθούν και αναβαπτιστούν ξανά σε ένα τομέα που δεν απώλεσαν ποτέ
και τη δύναμή τους, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να διασωθεί μέσω
διαφόρων συνεργατικών σχημάτων, έχοντας ως βασικό του στόχο τις
βουλευτικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια εξαιρετικά
δύσκολη και απρόβλεπτη μάχη, που οι δυνάμεις της ανατρεπτικής αριστεράς
θα κληθούν να δώσουν με αρκετά δυσκολότερους όρους από ότι την
προηγούμενη τετραετία.
Στοχεύσεις και δυνατότητες μιας ανατρεπτικής αριστερής παρέμβασης
Ένα κρίσιμο στοιχείο που οφείλει να λαμβάνεται υπόψη είναι ότι και
στην τοπική αυτοδιοίκηση, συντελέστηκε μια μικρογραφία της πολιτικής
αλλαγής που συντελέστηκε στη χώρα. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες,
μια σειρά από Δήμοι και Περιφέρειες της χώρας, διοικήθηκαν από δυνάμεις
προερχόμενες από την Αριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε τον έλεγχο πολύ σημαντικών Περιφερειών και Δήμων
(με κύρια την Περιφέρεια Αττικής, με τεράστιες αρμοδιότητες και πόρους),
σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα με δημοτικά σχήματα με ιστορία στους
αγώνες και τα κινήματα.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα και παρά τις διαφορετικές
αποχρώσεις, οι δημοτικές αρχές αυτές δε δικαίωσαν τις ελπίδες για μια
διαφορετική αριστερή πολιτική, ενώ οι περισσότερες ταυτίστηκαν απολύτως
με τη μνημονιακή προσαρμογή- μετάλλαξη του κυβερνώντος κόμματος. Όπως
και στο κεντρικό επίπεδο, έτσι και στο τοπικό, αυτή η αναίρεση της
δυνατότητας αριστερής εναλλακτικής που διαμόρφωσε σε ευρεία αγωνιστικά
μπλοκ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, επηρεάζει έντονα τις κοινωνικοπολιτικές
διεργασίες και τη διαμόρφωση αγωνιστικών μπλοκ.
Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, το σύνολο των δημοτικών αρχών που
προέρχονταν από την πλευρά της συγκυβέρνησης εφάρμοσε και προώθησε την
κυβερνητική- μνημονιακή πολιτική σε τοπικό επίπεδο. Δεν στράφηκαν, ούτε
συνέβαλλαν στη δημιουργία αντιστάσεων και κινήματος εναντίον της.
Προώθησαν όλες τις μορφές ελαστικής εργασίας μέσω όλων των προγραμμάτων
όπως της κοινωφελούς εργασίας και πρωτοστάτησαν στην κατεστημένη
διαδικασία αναζήτησης ΕΣΠΑ και άλλων προγραμμάτων αντί για τη διεκδίκηση
ενός διαφορετικού μοντέλου. Διατήρησαν ή και ενίσχυσαν το καθιερωμένο
πλαίσιο αδιαφάνειας και έλλειψης δημοκρατίας που κυριαρχεί στην τοπική
αυτοδιοίκηση.
Οι περιπτώσεις των δημοτικών αρχών που πρόσκεινται στο ΚΚΕ, δεν
ακολούθησαν φυσικά τον ίδιο δρόμο. Αντιπαρατέθηκαν με το μνημονιακό
πλαίσιο αυτοδιοίκησης και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως στην Πάτρα)
έδωσαν σημαντικές μάχες, με κατακτήσεις, υπέρ της κοινωνικής
πλειοψηφίας.
Ωστόσο, είναι ερώτημα αν και σε ποιο βαθμό συνέβαλλαν στην αναβάθμιση
της λαϊκής συμμετοχής και διεκδίκησης και διαμόρφωσαν όρους για την
αμφισβήτηση του ασφυκτικού αντιλαϊκού πλαισίου του μνημονιακού κεντρικού
και τοπικού κράτους. Σε κάθε περίπτωση, με το νέο νόμο θα είναι αρκετά
δύσκολο να υπάρξουν διοικήσεις από συνδυασμούς προερχόμενους από το ΚΚΕ,
μια περίπτωση την οποία οι δυνάμεις θα κρίνουν ειδικά.
Αναμφισβήτητα τα περιθώρια για μια διαφορετική άσκηση πολιτικής σε
τοπικό επίπεδο είναι περιορισμένα, ειδικά στο έδαφος και της υποχώρησης
των λαϊκών αντιστάσεων σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, το πεδίο
αντιπαράθεσης και η σχέση με τις τοπικές κοινωνίες είναι αισθητά
διαφοροποιημένη από τη γενική πολιτική πάλη, και θέτει με μεγαλύτερη
επιτακτικότητα ερωτήματα διαφορετικής πολιτικής.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάγκη επεξεργασίας και προώθησης προγραμμάτων
και μορφών λαϊκής και τοπικής αυτοοργάνωσης και δημοκρατίας, δεν μπορεί
να μην αποτελεί πλευρά των παρεμβάσεων μας. Το ερώτημα αν μια δημοτική
αρχή μπορεί να μετατραπεί από μνημονιακό διαχειριστή σε εργαλείο
διεκδίκησης, αμφισβήτησης και προώθησης μορφών τοπικής δημοκρατίας, δεν
μπορεί να βγει από τη συζήτηση μας. Βέβαια, η πρόσφατη εμπειρία αλλά και
ο συσχετισμός δυνάμεων δε δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τέτοιες
αναζητήσεις.
Οι δυνάμεις της ανατρεπτικής αριστεράς ως βασικό καθήκον έχουν τη
διαμόρφωση των καλύτερων δυνατών όρων για την ανασυγκρότηση του τοπικού
κινήματος και για τη βαθύτερη μετωπική ενοποίηση των τοπικών κινημάτων
και αριστερών αγωνιστών και αγωνιστριών.
Για το λόγο αυτό, αντιλαμβανόμαστε τις δημοτικές και περιφερειακές
εκλογές ως τμήμα μια συνολικής πολιτικής για το κίνημα σε κάθε πόλη και
γειτονιά, για τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων με στόχο την
αναβάθμιση της πάλης, την επίτευξη άμεσων κατακτήσεων και τη συνολική
ανατροπή.
Η πολιτική αυτή δεν εξαντλείται στις εκλογές ή τις πιθανές
εκπροσωπήσεις σε δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια. Ειδικά σε αυτή την
εποχή, έπειτα από την ήττα και προδοσία του πρώτου κύκλου
αντιμνημονιακών αγώνων και καθώς τα πρώτα σημάδια δειλής ανασυγκρότησης
του κινήματος κάνουν την εμφάνισή τους, η συνεπής και κοπιώδης παρέμβαση
σε κάθε γειτονιά για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η λαϊκή οικογένεια
είναι πρώτη τάξεως καθήκον για τις δυνάμεις της ανατροπής.
Δε βλέπουμε την τοπική παρέμβαση σαν μεταφορά της γενικής πολιτικής
κατεύθυνσης, ούτε φυσικά τις τοπικές συλλογικότητας σαν «παραρτήματα»
των κεντρικών πολιτικών συλλογικοτήτων και ιμάντες μεταβίβασης της
γενικής πολιτικής γραμμής. Αντιθέτως, στην πόλη και τη γειτονιά
ξεδιπλώνονται με έντονο τρόπο τα προβλήματα και οι αντιθέσεις πάνω στις
οποίες εκτυλίσσεται η ταξική πάλη στη χώρα μας.
Μερικές ενδεικτικές
πλευρές είναι οι παρακάτω:
Ο αγώνας για την επιβίωση και την αξιοπρέπεια της πληττόμενης
κοινωνικής πλειοψηφίας. Για να μη μένει κανείς και καμία μόνοι απέναντι
στην κρίση. Η πάλη για το ψωμί, τη δουλειά, τη στέγη. Για τη δημιουργία
δεσμών και δομών ταξικής αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, για κοινό αγώνα
στη γειτονιά και τους χώρους δουλειάς ενάντια στη σύγχρονη βαρβαρότητα.
Για να μη μείνει καμία οικογένεια χωρίς ρεύμα, χωρίς σπίτι, χωρίς τα
αναγκαία για να ζήσει.
Ο αγώνας για τη διεκδίκηση της τοπικής δημοκρατίας, της κυριαρχίας
και της συμμετοχής των κατοίκων επί των ζητημάτων της πόλης και του
τόπου τους, της διαφάνειας και της ιεράρχησης των αναγκών της
πληττόμενης πλειοψηφίας πάνω από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και τις
ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες.
Ο αγώνας για τη διατήρηση και αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών και
δομών των Δήμων με επαρκείς πόρους και προσωπικό για την εξυπηρέτηση
των τεράστιων αναγκών ειδικά των πιο αδύναμων κοινωνικά κομματιών.
Ο αγώνας για υπεράσπιση της δημόσιας παιδείας, υγείας, περίθαλψης και
της ποιοτικής και δωρεάν παροχής τους σε όλη την κοινωνία. Η πάλη για
την παροχή του από το κράτος, ενάντια στην μεταφορά της ευθύνης στους
Δήμους και την κάλυψη των αναγκών από ΕΣΠΑ κ.α.
Ο αγώνας ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, είτε πρόκειται για υπηρεσίες
(όπως το πράσινο, τα σκουπίδια κ.α.) είτε για υποδομές, κτίρια,
δημόσιους χώρους (με αποκορύφωμα τη μεταφορά των ακινήτων στο
Υπερταμείο).
Ο αγώνας ενάντια στην καταστροφή της φύσης και του περιβάλλοντος, την
επιχειρηματικοποίηση και ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, την
υφαρπαγή των κοινών αγαθών, την «τουριστικοποίηση» των πάντων.
Ο αγώνας ενάντια στις απολύσεις και την ελαστική εργασία στους
Δήμους, η πάλη για προσλήψεις με μόνιμη και σταθερή εργασία ενάντια στο
καθεστώς μόνιμης ομηρείας, συμβάσεων και «ωφελούμενων».
Ο αγώνας ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία και την εκμετάλλευση
μεταναστών και προσφύγων. Η πάλη για να γίνουν οι γειτονιές μας εστίες
αλληλεγγύης και κοινού αγώνα Ελλήνων και ξένων εργαζομένων ενάντια στην
εκμετάλλευση, την καταπίεση και τους ιμπεριαλιστικού πολέμους.
Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό και τη Χρυσή Αυγή. Η διαρκής μαζική και
μαχητική πάλη ενάντια στην ακροδεξιά και τον εθνικισμό, η διαρκής
επιφυλακή και αυτοάμυνα ενάντια στα τάγματα εφόδου. Για να νικηθεί το
δηλητήριο του φασισμού σε κάθε γειτονιά.
Ο αγώνας ενάντια στο σεξισμό, την ομοφοβία και τις διακρίσεις. Για να
γίνουν οι πόλεις μας ανοιχτές και συμπεριληπτικές, για να δημιουργηθεί
μια ασπίδα προστασίας κάθε μορφής διαφορετικότητας ενάντια στη βία και
τους αποκλεισμούς.
Ο αγώνας για ισότητα και ισότιμη πρόσβαση ενάντια σε κάθε μορφή
διάκρισης και αποκλεισμού. Για να γίνουν οι πόλεις μας προσβάσιμες σε
ανθρώπους με αναπηρία, για να μπορούν να ζήσουν ανθρώπινα όσοι και όσες
αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας.
Ο αγώνας ενάντια στην αλλοτρίωση, τη μοναξιά, τη λουμπενοποίηση, τις
εξαρτήσεις, τις συμμορίες. Η πάλη για να φτιαχτούν τα οράματα και οι
ζωντανές κοινότητες αγώνα, συλλογικής έκφρασης και δημιουργίας,
διεκδίκησης και απελευθερωτικού πολιτισμού.
Όλα τα παραπάνω μέτωπα αγώνα, εκτυλίσσονται κάθε μέρα στις πόλεις
μας. Είναι για μας κορυφαία, πρωταρχικά πεδία αναμέτρησης και πάλης που
πρέπει να ιεραρχούνται πρώτα στον αγώνα για τη συνολική ανατροπή της
επίθεσης και το άνοιγμα του δρόμου για την επανάσταση και τον
κομμουνισμό.
Ειδική αναφορά οφείλει να γίνει στο θέμα του περάσματος σημαντικών
τμημάτων της ακίνητης περιουσίας των Δήμων, καθώς και άλλων τόπων
ιστορικής ή πολιτιστικής σημασίας στο ΤΑΙΠΕΔ. Πρόκειται για ένα κορυφαίο
θέμα που συγκεντρώνει όλες τις πλευρές των αναγκαίων αγώνων σε τοπικό
και κεντρικό επίπεδο, από τον αγώνα ενάντια στα μνημόνια και το
ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, μέχρι την πάλη για λαϊκή κυριαρχία και
τοπική δημοκρατία. Ο αγώνας έχει σηκωθεί από πολλές πλευρές με ιδιαίτερα
σημαντική τη συμβολή του Συλλόγου Αρχαιολόγων και Δήμων όπως η Πάτρα,
ενώ και οι κινήσεις πόλης έχουν υπογράψει μια κοινή ανακοίνωση. Από τη
μεριά μας ιεραρχούμε τη μάχη αυτή ως κορυφαία μάχη που μπορεί να φέρει
ρήγματα και κατακτήσεις. Προωθούμε την ανάγκη ενός πλατύτατου
κοινωνικού, αγωνιστικού μετώπου που θα συνενώνει όλες τις αγωνιστικές
κινήσεις και σε αυτό τον αγώνα επιδιώκουμε να πρωτοστατήσουν οι τοπικές
κινήσεις.
Σε αναζήτηση μιας ανατρεπτικής, ενωτικής και δημιουργικής γραμμής για το τοπικό κίνημα και τις εκλογές
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι το πεδίο του τοπικού κινήματος και
των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών είναι εξαιρετικά κρίσιμο για το
κίνημα και την Αριστερά. Άλλωστε αποτελεί και προνομιακό πεδίο για την
εξάπλωση μαζικών αγώνων και τη δημιουργία αποτελεσματικών και ενωτικών
συλλογικοτήτων, είτε με τη μορφή των κινηματικών μορφωμάτων είτε και με
τη μορφή των κινήσεων πόλης.
Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση είναι αρκετά δυσμενής, κάτι που
εντείνεται από την ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται
το εργατικό- λαϊκό κίνημα και ο χώρος της αντικαπιταλιστικής-
ανατρεπτικής αριστεράς. Υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος, να αναιρεθούν ή
πληγούν ορισμένες από τις πολύ σημαντικές κατακτήσεις του χώρου μας, των
τελευταίων δύο δεκαετιών.
Στις εκλογές του 2014, οι συνδυασμοί που στήριξε ή συμμετείχε με
συνεργαζόμενες δυνάμεις η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απέσπασαν πολύ σημαντικά ποσοστά και
στις περισσότερες περιπτώσεις εξέλεξαν δημοτικούς και περιφερειακούς
συμβούλους. Αυτό ήταν αποτέλεσμα τεσσάρων βασικών παραγόντων.
Α. Της γενικής αύξησης της επιρροής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ειδικά στην πιο «ελεύθερη» ψήφο των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών,
Β. Της σημαντικής δουλειάς που είχαν κάνει πολλά από τα δημοτικά σχήματα σε όλο το διάστημα των αντιμνημονιακών αγώνων,
Γ. Της πολύ κομβικής ενωτικής προσπάθειας που έγινε σε πολλές
περιπτώσεις και αποτυπώθηκε σε επιλογές προσώπων, συγκροτήσεις νέων
σχημάτων, διαμόρφωσης «κουλτούρας» συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο και
Δ. Της συνθήκης κρίσης και αναδιοργάνωσης του τοπικού πολιτικού
συστήματος και της σχετικής φθοράς των κατεστημένων μηχανισμών. Σήμερα,
και οι τέσσερις αυτοί παράγοντες ισχύουν σε πολύ μικρότερο βαθμό, κάτι
το οποίο δημιουργεί το φόβο για σοβαρή πτώση των δυνάμεων αυτών
.
Η πολιτική αντιπαράθεση θα είναι πολύ πιο δύσκολη, ενώ η υφιστάμενη
κατάσταση των σχημάτων είναι πολύ χειρότερη. Όπως έχει συμβεί και με τις
περισσότερες συλλογικότητες και μετωπικά σχήματα, οι αγωνιστές και
αγωνίστριες που εμπλέκονται είναι πολύ λιγότεροι/ες, οι μαζικές
διαδικασίες είναι σπανιότατες και σε πολλές περιπτώσεις, το σχήμα
λειτουργεί μόνο δια της παρουσίας του/της εκλεγμένου/ης στο Δημοτικό ή
Περιφερειακό Συμβούλιο.
Αυτό βέβαια δεν αναιρεί την ύπαρξη ενός σημαντικού πυρήνα τοπικών
κινήσεων (ειδικά στην Αττική- Αθήνα) που διατηρούν μια λειτουργία και
συζήτηση, που σε κρίσιμες στιγμές αξιοποιείται για σημαντικές
κινηματικές δράσεις ή έστω επεξεργασία θεμάτων και κοινή παρουσία (όπως
για παράδειγμα με τις πλημμύρες στη Μάνδρα, τους συμβασιούχους στους
Δήμους, λιγότερο στη φωτιά στο Μάτι κ.α). Σίγουρα, μπροστά στις
επερχόμενες εκλογές, πολλά από τα σχήματα θα ανασυγκροτηθούν, ωστόσο
είναι αδιαμφισβήτητη η οργανωτική φθορά τους.
Το σημαντικότερο στοιχείο, φυσικά, δεν είναι η ειδική κατάσταση κάθε
σχήματος, αλλά η γενική κατάσταση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και
των μετωπικών, συνδικαλιστικών ή τοπικών εγχειρημάτων της. Όπως είχαμε
αναγνωρίσει εξ αρχής, η αδυσώπητη μάχη ΑΝΤΑΡΣΥΑ- ΛΑΕ και οργανώσεων εντός
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο κατακερματισμός του ανατρεπτικού αριστερού μπλοκ εντός και
εκτός αυτών των μετώπων και η γενική άρση κάθε διάθεσης και προσπάθειας
για μια ενωτική- μετωπική ανατρεπτική αριστερά ως αντίπαλου δέους στο
«ενιαίο κόμμα των μνημονίων», οδήγησε σε γενική οπισθοχώρηση όλων των
μορφών συγκρότησης, σε απογοήτευση και αποστράτευση που απειλεί ακόμα
και την ύπαρξη πολλών σημαντικών σχηματισμών. Η πίεση από το ΚΚΕ είναι
ισχυρή, ενώ ακόμα και η πίεση από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υποτιμάται
ούτε να υποβαθμίζεται η σημασία της.
Παρότι το πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης θα μπορούσε να είναι
ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάπτυξη μαζικών, ενωτικών και κινηματικών
συλλογικοτήτων που να δημιουργήσουν μια βάση και για ευρύτερη συσπείρωση
δυνάμεων έπειτα από τη μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ, συνέβη ακριβώς
το αντίθετο. Τα αντιπαραθετικά κεντρικά πολιτικά σχέδια, ο
κατακερματισμός και η αδιαφορία ακόμα και για απλές κινηματικές
συμπορεύσεις μεταφέρθηκαν από το κεντρικό στο τοπικό επίπεδο,
εντείνοντας τη στασιμότητα και την απογοήτευση.
Ως αποτέλεσμα, παρότι υπάρχει σημαντικό δυναμικό αγωνιστών και
συλλογικοτήτων που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν σε τοπικό επίπεδο,
μαζικές ομαδοποιήσεις, κυριαρχεί ένα κλίμα ανημπόριας, διαρκών
αντιπαραθέσεων και μοναχικών μονοπατιών. Μάλιστα, η εμπειρία έχει δείξει
ότι σε πολλές περιπτώσεις, οι δυνατότητες τοπικών συγκλήσεων στο
περιεχόμενο και τη δράση είναι απείρως μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες
δυνατότητες στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Από τη μεριά μας, οφείλουμε να προβάλλουμε τις εξής στοχεύσεις:
Να εκπροσωπούμε την πιο ενωτική, μετωπική αλλά και με ανατρεπτικό
περιεχόμενο συμπόρευση, συνύπαρξη και συμμαχία με όλες τις δυνάμεις του
κινήματος και της Αριστεράς (σαφώς δεν περιλαμβάνεται, εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ και
τα φιλικά προς αυτόν ψηφοδέλτια) στους αγώνες αλλά και στις εκλογές όπου
είναι εφικτό. Κέντρο μας, η λογική της Αριστερής Συμμαχίας Ανατροπής με
περιεχόμενο στη βάση του μεταβατικού προγράμματος και ειδική
εξειδίκευση στα θέματα της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Να υποστηρίξουμε σταθερά την ύπαρξη ενωτικών σχημάτων σε πόλεις και
περιφέρειες στη λογική της πρότασης συσπείρωσης, κοινής πάλης και
ενότητας προς τις αντικαπιταλιστικές- αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις
επαναστατικής και κομμουνιστικής αναφοράς.
Βασικό μας κριτήριο είναι η ύπαρξη και λειτουργία κινήσεων πόλης ως
συλλογικότητες συζήτησης, δημοκρατίας και αγώνα. Το κέντρο είναι η
ύπαρξη συλλογικοτήτων που να ενισχύουν το τοπικό κίνημα και όχι η απλή
συγκρότηση ψηφοδελτίων ή η εκλογή αντιπροσώπων στα συμβούλια.
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, προχωρούμε με βάση τις εξής γενικές κατευθύνσεις:
Α) Στα υφιστάμενα σχήματα, συμμετέχουμε στο βαθμό που είναι
στοιχειωδώς μαζικά και πληρούνται κάποιες στοιχειώδεις διαδικασίες
συλλογικής συζήτησης και απόφασης. Παρά τις διαφωνίες που μπορεί να
έχουμε, δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία τους και η παρουσία αξιόλογων
αγωνιστών της γειτονιάς, αλλά και η κατοχύρωση ενός «ονόματος» έπειτα
από χρόνια παρουσίας. Σε αυτά παλεύουμε για να λειτουργήσουν και να
απευθύνουν κάλεσμα κοινού αγώνα σε όλες τις αγωνιζόμενες δυνάμεις.
Β) Επιδιώκουμε να μην προχωρήσει η ντε φάκτο διχοτόμηση του χώρου σε
σχήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σχήματα της ΛΑΕ που επιδιώκουν ή έστω
αποδέχονται και τα δύο μετωπικά πολιτικά εγχειρήματα. Επιδιώκουμε στα
υφιστάμενα σχήματα την ένταξη με ισότιμους όρους των δυνάμεων της ΛΑΕ
(όπου αυτό συνάδει με τη φυσιογνωμία των σχημάτων και των εκπροσώπων της
ΛΑΕ, κάτι που δεν είναι δεδομένο) αλλά και άλλων δυνάμεων με τις οποίες
έχουμε συμμαχικές σχέσεις, π.χ. ΟΝΡΑ, Κορδάτος, Εργατικός Αγώνας,
Παρέμβαση, Ξεκίνημα, Κόκκινο Νήμα κ.α. Ειδική συμμαχία επιδιώκουμε με
δυνάμεις της ΛΑΕ που κινούνται σε κοντινή κατεύθυνση με εμάς και κυρίως
με την ΑΡΑΝ.
Ειδικά για την περίπτωση της ΛΑΕ, οφείλουμε να είμαστε έντονα
κριτικοί απέναντι σε κεντρικές επιλογές της ηγεσίας της (όπως π.χ. τη
συνειδητή σχέση με εθνικιστές και ξενοφοβικές τάσεις), ενώ οφείλει να
είναι απολύτως σαφής ο διαχωρισμός μας και των σχημάτων που συμμετέχουμε
από κάθε φιλο- κυβερνητική και διαχειριστική θέση (απαιτώντας σαφή
οριοθέτηση και διαχωρισμό από δημοτικές και περιφερειακές αρχές). Σε
αυτή την κατεύθυνση αξιοποιούμε την κοινή προσπάθεια πολιτικού
συντονισμού που έχουμε ξεκινήσει με την ΑΡΑΝ, την Παρέμβαση και τον
Σύλλογο «Κορδάτος».
Γ) Σε σχήματα που έχουμε σημαντική παρουσία ρίχνουμε σημαντικές
δυνάμεις ώστε να λειτουργούν καλά, να είναι μαζικά και να επιτύχουν
σημαντικά αποτελέσματα. Με δεδομένες τις δυσκολίες στο κεντρικό πολιτικό
επίπεδο, ιεραρχούμε ψηλά την παρουσία και τη δράση μας στα τοπικά
σχήματα. Επιδιώκουμε να υλοποιείται μια ενωτική αλλά και αποτελεσματική
ανατρεπτική γραμμή, να πρωταγωνιστεί και συμμετέχει σε τοπικά κινήματα
και αγώνες. Επιδιώκουμε να παίρνουμε πρωτοβουλίες κοινής δράσης και
διαλόγου που να διατηρούν την ενότητα με τις αντικαπιταλιστικές κινήσεις
αλλά ταυτόχρονα να ανοίγουν νέους δρόμους συμπορεύσεων, με σχήματα π.χ.
όπως το Αριστερό Σχήμα Ιλίου.
Δ) Αναμετριόμαστε με τις δυνατότητες ίδρυσης νέων σχημάτων, ειδικά
εκεί όπου μπορεί να προχωρήσει η λογική της αριστερής ανατρεπτικής
ενότητας. Βασικό κριτήριο είναι η ύπαρξη τοπικών αντιστάσεων και
αγωνιστών και όχι μια απλή συμμαχία οργανώσεων. Πρώτο μας μέλημα είναι
οι περιπτώσεις που δεν υπάρχουν σχήματα του χώρου (Π.χ. Νέα Φιλαδέλφεια,
Καλλιθέα). Δεύτερο, σε σημαντικές περιοχές που ουσιαστικά σχήματα δε
λειτουργούν και υπάρχουν δημοτικά κατεβάσματα χωρίς δυνατότητα
παρέμβασης.
Ειδική περίπτωση σε αυτή την κατηγορία είναι η αρκετά ενδιαφέρουσα
προσπάθεια που έχει ξεκινήσει στη Θεσσαλονίκη. Είμαστε εξαιρετικά
προσεχτικοί/ες στη συμμετοχή σε νέα σχήματα όπου υπάρχουν υφιστάμενα. Η
επιλογή θα γίνεται κατά περίπτωση, αφού έχουν αναιρεθεί όλες οι
δυνατότητες κοινών εκλογικών κατεβασμάτων και έπειτα από σημαντική
συζήτηση και διαπάλη. Δεν αποκλείουμε τη συμμετοχή σε τέτοια (π.χ.
Ζωγράφου), ωστόσο δεν επιδιώκουμε την «επιλογή» μεταξύ σχημάτων της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σχημάτων της ΛΑΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, δίνουμε ιδιαίτερη
μάχη ώστε πιθανά νέα σχήματα που συμμετέχουν μέλη της ΛΑΕ να μην είναι
απλά κομματικά κατεβάσματα με δική μας συμμετοχή.
Οι περιφερειακές εκλογές είναι αρκετά πιο συνδεδεμένες με τις
κεντρικές πολιτικές επιλογές και εξελίξεις. Παρόλα αυτά, και σε αυτές,
εκπροσωπούμε την ίδια πολιτική λογική.
Σε κάθε περίπτωση, δεν θεωρούμε ως αναγκαίο και υποχρεωτικό καθήκον ή
ως ανώτερη στιγμή της πάλης σε κάθε περιοχή, τη συμμετοχή στις εκλογές,
αν δεν ικανοποιούνται κάποια κριτήρια και αν δεν εντάσσεται σε κάποια
συγκροτημένη κίνηση κόσμου.
Δεν επιδιώκουμε ούτε να εκβιάσουμε καταστάσεις, ούτε θέλουμε να
τραυματίσουμε μεγαλύτερους στόχους και προσπάθειες του ρεύματος μας.
Άλλωστε, οι επόμενοι μήνες θα είναι γεμάτοι από καθήκοντα, εκλογικές
μάχες και πολιτικές πρωτοβουλίες και πρέπει να είμαστε επιλεκτικοί και
προσεκτικές ως προς το που κατανέμουμε τις δυνάμεις μας.
Στις παραπάνω προσπάθειες, επιδιώκουμε να κινηθούμε μαζί τόσο με τις
δυνάμεις της Αναμέτρησης (η οποία στην πρόσφατη ολομέλειά της αποφάσισε
την κοινή λειτουργία της επιτροπής για τα τοπικά με αυτή του
Κομμουνιστικού Σχεδίου) όσο και της Μετάβασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου