Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

«Εσωκομματική Δημοκρατία», «Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός».



Από το βιβλίο, «Οι μπολσεβίκοι στην Οκτωβριανή επανάσταση» 
 πρακτικά της Κ.Ε. του μπολσεβίκικου κόμματος Αύγουστος 1917 Φλεβάρης 1918
Εισαγωγή του μεταφραστή

Ένα από τα πολυτιμότερα διδάγματα των Πρακτικών της Κεντρικής Επιτροπής των μπολσεβίκων, του εκπληκτικού αυτού πυρήνα του Σοσιαλ - Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας που έφερε σε πέρας την μεγαλύτερη και πιο ελπιδοφόρα επανάσταση της 'Ιστορίας, είναι σίγουρα ο υποδειγματικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί αυτό που στην σοσιαλιστική ορολογία και σ’ όλα τα Καταστατικά των Κ.Κ. όλου του κόσμου ονομάζεται «εσωκομματική δημοκρατία». Για τον Έλληνα αναγνώστη μάλιστα, με την πικρή γνώση των σφαλμάτων και των συμφορών που η έλλειψη ή η καταστρατήγηση της λειτουργικής αυτής μεθόδου επισώρευσε κι επισωρεύει ακόμα δυστυχώς στο αριστερό ελληνικό κίνημα, η διαπίστωση αυτή αποτελεί σχεδόν οδυνηρή έκπληξη. Κανένα θέμα, όσο σοβαρό κι αν είναι και σ’ όποια στιγμή της κρίσιμης πορείας προς την επανάσταση του Οκτώβρη και τη στερέωσή της μετά απ’ αυτή κι αν παρουσιάζεται, δεν γίνεται να παραμερίσει τον προστατευτικό αυτό ογκόλιθο που εξασφαλίζει την ελεύθερη αναπνοή των ομιλητών και επιτρέπει την πολυεδρική αντιμετώπιση των εκάστοτε προβλημάτων. Και τι σοβαρότερα θέματα θα μπορούσαν να υπάρξουν αλήθεια από την απόφαση για την ένοπλη εξέγερση που το σύνθημά της έριξε ο Λένιν με τα γράμματά του στην Κ.Ε. ή από την απόφαση για την υπογραφή της «επονείδιστης ειρήνης» του Μπρέστ-Λιτόφσκ για την οποία και πάλι ο Λένιν επέμεινε; Και στις δυο αυτές περιπτώσεις, οι συζητήσεις στην Κ.Ε., που ο απόηχός τους μονάχα φτάνει ως εμάς μέσα από τη λακωνική και ξηρή διατύπωση των Πρακτικών, υπήρξαν ομηρικές. Ο ένας μετά τον άλλο, οι μπολσεβίκοι ηγέτες, με απόλυτη συνείδηση του ιστορικού τους ρόλου και της ευθύνης τους απέναντι στην ρώσικη και παγκόσμια επανάσταση, ανάπτυξαν τις απόψεις τους και τα επιχειρήματά τους, διαφώνησαν, διχάστηκαν, παραιτήθηκαν από τις υπεύθυνες θέσεις τους, γιατί δεν μπορούσαν να υποφέρουν την ιδέα ότι η συναίνεσή τους σε θέσεις και αποφάσεις που τις θεωρούσαν και τις πίστευαν λαθεμένες, θα έκαναν κακό στην υπόθεση που υπεράσπιζαν. Τελικά, στο προτσές της συζήτησης και της επιχειρηματολογίας του Λένιν και άλλων μπολσεβίκων ηγετών, μερικοί αναθεώρησαν τις απόψεις τους κι έδωσαν έτσι την ευκαιρία για τη δημιουργία της απαραίτητης προς εφαρμογή των αποφάσεων πλειοψηφίας, άλλοι υποτάχτηκαν στην απόφαση αυτής της πλειοψηφίας και άλλοι επέμειναν μέχρι τέλους στην άρνησή τους. Κανένας δε σκέφθηκε ούτε για μια στιγμή -και περισσότερο απόλους ο Λένιν- να τους αμφισβητήσει το δικαίωμα της διαφωνίας και -το κυριότερο- την καθαρότητα των προθέσεών τους και της επαναστατικής τους εντιμότητας. Ακόμα περισσότερο να τους «ρετσινώσει». Αυτό είναι το εκπληκτικό συμπέρασμα που βγαίνει από τα Πρακτικά. Κι αυτό είναι εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε λενινιστικό ήθος μιας εποχής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μέθοδος της δυσπιστίας και της «ρετσινιάς» δεν αποτελεί σταλινική ανακάλυψη, ούτε καν μακιαβελική, και σαν πολιτικό όπλο στον ταξικό αγώνα φτάνει μέχρι τις αρχές της ατομικής ιδιοκτησίας και της πατριαρχικής ηθικής. Δεν μπορούσε συνεπώς να μην υπάρχει και στην εποχή της οκτωβριανής επανάστασης και πραγματικά υπήρχε. Μόνο που ήταν από την άλλη πλευρά, την πλευρά της αντεπανάστασης, που δε δίσταζε βέβαια να την χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της, αλλά και που το υψηλό επαναστατικό ήθος των μπολσεβίκων και η προνοητικότητα του Λένιν δεν τους εμπόδιζε να το ξέρουν. Όταν μετά τα αιματηρά γεγονότα του Ιούλη 1917 κυκλοφόρησαν από τον αστικό τύπο φήμες για προβοκατόρικη δραστηριότητα του Κάμενεφ και η Κ.Ε. αποφάσισε να συστήσει ερευνητική επιτροπή για να διαλευκάνει το θέμα, ο Λένιν που κρυβόταν για ν’ αποφύγει τη σύλληψη (ο Τρότσκι και άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες βρίσκονταν στη φυλακή), με γράμμα του προς την Κ.Ε. εφιστά την προσοχή των συντρόφων του πάνω στο θέμα και τους προειδοποιεί ότι η μέθοδος της συκοφαντίας, στα χέρια της αντεπανάστασης, μπορεί ν’ αποτελέσει επικίνδυνο όπλο και να στερήσει την επανάσταση από πολύτιμα στελέχη της. Και πραγματικά η Κ.Ε. χειρίζεται το θέμα με όλη τη λεπτότητα που απαιτεί, εξαντλώντας όλη τη νόμιμη διαδικασία, για ν’ αποδεχτεί τελικά ότι οι φήμες ήταν αβάσιμες.
Το πνεύμα αυτό, πνεύμα απροκατάληπτης κι αντικειμενικής αντιμετώπισης ανθρώπων, γεγονότων και πράξεων και που το αντικείμενό του, η σοσιαλιστική επανάσταση, υπερφαλαγγίζει κι αποχρωματίζει οποιαδήποτε προσωπική αντιπάθεια ή «σύγκρουση προσωπικοτήτων», εδράζεται στην κοινή πεποίθηση μιας ιστορικής αποστολής που μονάχα το κόμμα των μπολσεβίκων έχει καθήκον να εκτελέσει. Καθένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους κουβαλάει στους ώμους του, και για τον εαυτό του, ολόκληρη την ιστορία και νιώθει υπεύθυνος και για την παραμικρότερη πράξη του ακριβώς επειδή είναι ελεύθερος ν’ αποφασίσει κάθε στιγμή για την κίνηση και στον προσανατολισμό της. Το ίδιο πνεύμα και η ίδια συναίσθηση ευθύνης τον κάνει να ορθώνεται αντιμέτωπος στους άλλους συντρόφους του, να τους καυτηριάζει ή να τους κρίνει αμείλικτα, όταν νομίζει πώς βλάφτουν τα γενικά συμφέροντα της επανάστασης. Ακούστε πως μιλάει ο Λένιν, και πάλι* για τους Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ, που ενώ αντιτάχθηκαν στην ιδέα της ένοπλης εξέγερσης, έφτασαν μέχρι του σημείου να την κοινολογήσουν «από τον εχθρικό προς το Κόμμα τύπο», τη στιγμή που η Κ.Ε. κρατούσε την απόφαση μυστική.
«Θα θεωρούσα ανέντιμο τον εαυτό μου αν οι παλιές μου σχέσεις με τους συντρόφους μ’ εμπόδιζαν να τους καταδικάσω. Δηλώνω ξεκάθαρα πως δεν τους θεωρώ πλέον συντρόφους και θα παλέψω με όλες μου τις δυνάμεις στην Κεντρική Επιτροπή και στο συνέδριο για τον αποκλεισμό τους από το Κόμμα». Και παρακάτω: «Πρόκειται κυριολεκτικά για απεργοσπαστική συμπεριφορά. Όταν ληφθεί μια απόφαση, καμιά αμφισβήτηση δεν είναι παραδεκτή, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται για την άμεση και μυστική οργάνωση μιας απεργίας**».
Το γεγονός ότι ύστερα απ’ αυτό ο Κάμενεφ βρίσκεται στο Σμόλνι την ημέρα της εξέγερσης και μάλιστα (όπως σημειώνει κι ο Ιταλός Γκιουζέπε Μπόφφα) είναι ο ίδιος που προτείνει -και η πρότασή του εγκρίνεται- «να μην επιτραπεί σήμερα σε κανένα μέλος της Κ.Ε. να εγκαταλείψει το Σμόλνι χωρίς ειδική άδεια της Κ.Ε.», δεν αποδείχνει μονάχα την ποιότητα του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού του Λένιν και των συντρόφων του, που δεν αποκλείει την έννοια του «σφάλματος» από την ανθρώπινη περιοχή, αλλά επιβεβαιώνει και την καλή προαίρεση των διαφωνούντων και το γενικό κλίμα εμπιστοσύνης προς τον σύντροφο» μέσα στο όποιο αναπτύσσεται η συνολική δραστηριότητα τού Κόμματος.
Ακούστε όμως πως μιλάει κι ο Ζηνόβιεφ στο «Γράμμα» του «προς τους συντρόφους»***, όταν διαφωνώντας με την πλειοψηφία της Κ.Ε. που επιμένει στον αμιγή μπολσεβίκικο χαρακτήρα της πρώτης σοβιετικής κυβέρνησης ή το πολύ-πολύ στη συμμετοχή των σοσιαλεπαναστατών της αριστεράς, εγκαταλείπει την Κ.Ε. μαζί με τους Κάμενεφ, Μιλιούτιν, Νογκίν και Ρύκωφ με μια δήλωση που δημοσιεύεται στην Ίζβέστια της 5 του Νοέμβρη 1917, για να επιστρέψει και πάλι εκεί μετά τη διαπίστωση της κακοπιστίας των μενσεβίκων σοσιαλεπαναστατών: «Απευθύνομαι σ’ εκείνους που το δράμα τους για τον κόσμο συγγενεύει με το δικό μου. Σύντροφοι! Κάναμε μεγάλη θυσία όταν αντιταχθήκαμε φανερά στην πλειοψηφία της Κεντρικής μας Επιτροπής απαιτώντας μια συμφωνία. Όμως η συμφωνία αυτή απορρίφθηκε από τους αντιπάλους μας. Στην περίπτωση αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να ενωθούμε ξανά με τους παλιούς μας συναγωνιστές. Οι καιροί είναι δύσκολοι και μας δημιουργούν μεγάλες ευθύνες. Είναι δικαίωμά μας και καθήκον μας να προλάβουμε το Κόμμα από λάθη****. Αλλά θα παραμείνουμε προσηλωμένοι στο Κόμμα. Προτιμούμε να κάνουμε λάθη μαζί με τα εκατομμύρια των εργατών και των στρατιωτών και να πεθάνουμε μαζί τους, παρά ν’ αποσυρθούμε και ν’ απομακρυνθούμε την κρίσιμη αυτή στιγμή, την ιστορική αυτή στιγμή ».
Η εσωκομματική δημοκρατία του μπολσεβίκικου κόμματος είναι συνάρτηση του επαναστατικού ήθους των αγωνιστών του και το επαναστατικό ήθος των αγωνιστών του συνάρτηση της υψηλής τους αποστολής. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν τελικά η ιστορική πραγματικότητα απόδειξε πως εκείνοι που έκαναν λάθος ήταν οι διαφωνούντες. Θα μπορούσε να συμβεί και αντίστροφα και πολλές φορές συμβαίνει (κάτι ξέρουμε κι εμείς απ’ αυτά). Σημασία έχει ότι οι μπολσεβίκοι δεν φοβούνται να διαφωνούν οσοδήποτε σοβαρά κι αν είναι τα προβλήματα που έχουν να επιλύσουν (ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό) κι οσοδήποτε κρίσιμη κι αν είναι η ιστορική στιγμή που παρουσιάζονται. Όταν την επαύριο κιόλας της νικηφόρας οκτωβριανής επανάστασης μια σημαντική μερίδα της Κ.Ε. διαφωνεί με την πλειοψηφία για τη σύνθεσης της κυβέρνησης, επιμένοντας στη συμμετοχή όλων των σοσιαλιστικών ομάδων που δέχονται τις αποφάσεις του 2ου Εθνικού Συνέδριου των Σοβιέτ, δεν το κάνουν επειδή τρέφουν απόλυτη εμπιστοσύνη στις ομάδες αυτές, αλλά γιατί φοβούνται τη συνασπισμένη αντίδρασή τους, τον εμφύλιο πόλεμο που συνεχίζεται με τους Κερένσκι και Καλέντιν, την απειλή του λιμού που κρέμεται σα δαμόκλεια σπάθη πάνω από τις μάζες, τα γερμανικά στρατεύματα που βρίσκονται στα πρόθυρα σχεδόν της Πετρούπολης. Στο βάθος μάλιστα δεν πολυπιστεύουν πως οι σοσιαλιστικές ομάδες θα δεχτούν τη βάση των αποφάσεων του 2ου Συνέδριου και η απόφαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής που δέχεται να επιτρέψει τις διαπραγματεύσεις μαζί τους, όχι μονάχα επιβεβαιώνει τις προβλέψεις αυτές αλλά και τους εκθέτει ανεπανόρθωτα στις μάζες, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και πάλι την ενότητα του Κόμματος.
Εκεί ωστόσο που η δημοκρατική διαδικασία φτάνει στο απόγειό της είναι η υπογραφή της ειρήνης του Μπρέστ-Λιτόφσκ. Στις 16 Φλεβάρη 1918, η ιμπεριαλιστική Γερμανία, παραβιάζοντας τους όρους της ανακωχής του Μπρέστ-Λιτόφσκ, που είχαν υπογραφεί στις 2 (15) Δεκέμβρη 1917 και σύμφωνα με τους οποίους καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη αναλάβαινε την υποχρέωση, σε περίπτωση διακοπής της ανακωχής, να ειδοποιήσει το άλλο εφτά μέρες πριν από την επανάληψη των εχθροπραξιών, έστελνε τελεσίγραφο στη σοβιετική κυβέρνηση, με σκληρότατους όρους και με προθεσμία 48 ωρών για την αποδοχή τους. Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης από τα Πρακτικά, που στην περίπτωση αυτή είναι αρκετά εκτεταμένα, οι διαφωνίες που προέκυψαν για την επίλυση του σοβαρότατου αυτού θέματος ήταν τεράστιες και ουσιαστικά αγεφύρωτες. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ, είναι το γενικό κλίμα των συνεδριάσεων και η αντιμετώπιση του Τρότσκι και του Γιοφφέ (ιδιαίτερα του δεύτερου) από μέρους της Κ.Ε. και του Λένιν.
Ο Τρότσκι εκείνη την εποχή είναι επίτροπος επί των εξωτερικών υποθέσεων, δηλαδή υπουργός εξωτερικών. Η παλιά του θέση (μια από τις τρεις που υπήρχαν) απέναντι στη γερμανική επίθεση αποτελούσε ένα είδος πολιτικής χειρονομίας (Manifestation Politique) και συνίστατο στην αποστράτευση του εξαντλημένου και καθόλου αξιόμαχου ρώσικου στρατού με ταυτόχρονη άρνηση υπογραφής ειρήνης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν επικείμενη και σχεδόν αναπόφευκτη την έκρηξη επαναστατικών εξεγέρσεων σε όλη την Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου ήδη είχε σημειωθεί μια στάση στο Ναυτικό. Η λογική της τροτσκιστικής θέσης, που στην αρχή συγκέντρωσε αρκετούς οπαδούς, ήταν πώς αν οι Γερμανοί μετά την αποστράτευση, επιχειρούσαν να βαδίσουν κατά της Πετρούπολης, το ευρωπαϊκό και το γερμανικό κυρίως προλεταριάτο θα ξεσηκωνόταν εναντίον των ιμπεριαλιστικών του κυβερνήσεων και θα τις ανέτρεπε διασώζοντας έτσι τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία και δημιουργώντας καινούργιες. (Χαρακτηριστικό για την κατοπινή εξέλιξη είναι πως ούτε ο Λένιν, ούτε ο Στάλιν (ο δεύτερος μάλιστα περισσότερο από τον πρώτο) πίστευαν στην δυνατότητα άμεσης πραγματοποίησης αυτής της εκδοχής). Μετά το γερμανικό τελεσίγραφο ο Τρότσκι, διαφωνώντας ριζικά με τη θέση του Λένιν για την αποδοχή των όρων και την άμεση υπογραφή της ειρήνης, παραιτείται από τη θέση του σαν επίτροπος επί των εξωτερικών υποθέσεων γιατί δεν θέλει ν’ αναλάβει καμιά ευθύνη, έχοντας όμως στο μεταξύ απόσχει από την ψηφοφορία για να διευκολύνει, όπως λέγει, «τη δημιουργία μιας πλειοψηφίας που θα επέβαλε μια και μόνη γραμμή». Για τον ίδιο λόγο παραιτούνται και άλλα μέλη της Κ.Ε. και της κυβέρνησης μεταξύ των οποίων και ο Γιοφφέ, που ήταν αρχηγός της προηγούμενης αντιπροσωπείας και μαζί με τους Κάμενεφ και Σοκόλνικωφ υπόγραψε τη συμφωνία για την ανακωχή τον Δεκέμβρη του 1917.
Στη συζήτηση της Κ.Ε., κατά τη συνεδρίαση της 24 Φλεβάρη 1918, για τη σύνθεση της νέας αντιπροσωπείας που θα μεταβεί στο Μπρέστ-Λιτόφσκ για την υπογραφή της ειρήνης, ο Λένιν θέτει θέμα συνάφειας της προηγούμενης με την τωρινή αντιπροσωπεία και προτείνει και πάλι τη συμμετοχή του Γιοφφέ, σαν συμβούλου αυτή τη φορά, λόγω της πείρας του από τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις, αλλά και για την περίπτωση που θα προέκυπταν δυνατότητες νέων διαπραγματεύσεων, και τον βεβαιώνει ότι υπό την ιδιότητά του αυτή δεν φέρνει καμιά πολιτική ευθύνη, μια και δεν πρόκειται ο ίδιος να υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης. Ο ένας μετά τον άλλο οι μπολσεβίκοι ηγέτες συμφωνούν με την πρόταση του Λένιν και θεωρούν απαραίτητη τη συμμετοχή του Γιοφφέ στην αντιπροσωπεία, αλλά όπως παρατηρεί ο Σβερντλώφ «το θέμα δεν μπορεί να λυθεί παρά από την απάντηση του σύντροφου Γιοφφέ και καμιά πίεση δεν πρέπει ν’ ασκηθεί επάνω του». Ο ίδιος ο Γιοφφέ θεωρεί άχρηστη την παρουσία του στην αντιπροσωπεία δεδομένου ότι έχει πεισθεί για τις προθέσεις των Γερμανών και είναι βέβαιος ότι μοναδικό έργο της αποστολής στο Μπρέστ θα είναι απλώς η υπογραφή των όρων του γερμανικού τελεσίγραφου. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να συμμετάσχει γιατί δεν θέλει να φέρει την ευθύνη μιας παρόμοιας ενέργειας. Ωστόσο ο Λένιν και οι άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες δεν παραιτούνται από την προσπάθειά τους, που είναι ταυτόχρονα και προσπάθεια, εκτός του Γιοφφέ, να πεισθούν και οι άλλοι διαφωνούντες να παραμείνουν στις θέσεις τους μέχρι την επιστροφή της αντιπροσωπείας από το Μπρέστ, διευκολύνοντας έτσι την Κ.Ε. και την κυβέρνηση στην εκτέλεση της πρακτικής τουλάχιστον εργασίας, και σαν αντάλλαγμα της θυσίας τους (αυτή ακριβώς τη λέξη χρησιμοποιεί ο Ζηνόβιεφ απευθυνόμενος στον Τρότσκι) τους παρέχουν κάθε νόμιμο δικαίωμα υπεράσπισης της θέσης τους: από τη δημοσίευση των δηλώσεών τους στα επίσημα δημοσιογραφικά όργανα του Κόμματος μέχρι την προπαγάνδιση των ιδεών τους μέσα στους κύκλους του Κόμματος.
Η συζήτηση -κατά κύματα- διεξάγεται σέ τόσο υψηλό πολιτιστικό επίπεδο και με τέτοια λεπτότητα, διακριτικότητα και σεβασμό της προσωπικότητας του άλλου, που έχει κανείς την εντύπωση πως δε βρίσκεται σε αίθουσα συνεδρίασης αλλά σε πραγματικό ναό. Δυο μονάχα ασήμαντες «παραφωνίες» σημειώνονται σε όλη τη διάρκεια της πολύωρης συζήτησης: η μια από μέρους του Στάλιν (δηλωτική του ανυπόμονου και αυταρχικού χαρακτήρα του) και η άλλη από μέρους του Τρότσκι (το ίδιο χαρακτηριστική για τον πιο διανοούμενο από τους μπολσεβίκους). Στην πρώτη περίπτωση ο Στάλιν, έχοντας προφανώς απηυδήσει από το χορό των διαφωνούντων κι αναλογιζόμενος τα κενά που δημιουργούν στην κυβέρνηση με τις παραιτήσεις τους, εκφράζει τη λύπη του για τη συμπεριφορά των συντρόφων του και ρωτάει γιατί το κάνουν αυτό αφού «ξέρουν πολύ καλά πως δεν υπάρχει πλέον κανένας για να τους αντικαταστήσει». Η επίθεση στρέφεται βασικά εναντίον του Τρότσκι (η παρέμβαση του Στάλιν γίνεται αμέσως μετά τη δήλωση του τελευταίου ότι δεν μπορεί να παραμείνει στη θέση του ακριβώς τη στιγμή της υπογραφής ειρήνης), αλλά περιλαμβάνει και τα άλλα μέλη της Κ.Ε. που παραιτούνται, πράγμα που κάνει τον Ουρίτσκι να εκφράσει την έκπληξή του (αφού οι διαφωνούντες δέχονται να παραμείνουν στις θέσεις τους) και του υπενθυμίζει ότι χτες «τους πρότεινε να εγκαταλείψουν το Κόμμα, αλλά αυτοί δεν σκέφτονται να το εγκαταλείψουν». Τελικά ο Στάλιν αναγκάζεται να δηλώσει ότι η παρατήρησή του δεν είχε ίχνος μομφής για τον Τρότσκι και τον Ουρίτσκι κι εξηγεί ότι δεν ευχήθηκε «την αποχώρησή τους από το Κόμμα».
Στη δεύτερη περίπτωση ό Τρότσκι ειρωνεύεται τη δήλωση του Σοκόλνικωφ ότι «μετά τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε το πρώτο του ταξίδι (στο Μπρέστ) δεν είναι διατεθειμένος να ξαναπάει κι αν επιμείνουν θα παραιτηθεί από την Κ.Ε.», χαρακτηρίζοντάς την τελεσίγραφο, πράγμα που κάνει τον Λένιν να ζητήσει από τους συντρόφους «να μην εκνευρίζονται» και να παρατηρήσει ότι «δεν είναι καθόλου κακό να διαφωνούμε λίγο».
Εν τέλει, με αλλεπάλληλες προτάσεις του Λένιν και ψηφοφορίες, η πλειοψηφία της Κ.Ε. αποφαίνεται ότι η παρουσία του Γιοφφέ στην αντιπροσωπεία είναι «αναγκαία», αναγνωρίζει τη νομιμότητα του αιτήματος των διαφωνούντων, εγγυάται τη δημοσίευση της δήλωσής τους στην Πράβδα, αλλά ταυτόχρονα «τους ζητάει να επανεξετάσουν την απόφασή τους και να δουν αν τους είναι δυνατό* να παραμείνουν στις υπεύθυνες θέσεις τους και στην Κ.Ε.». Ο Γιοφφέ, υπακούοντας στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, κάνει μια «Δήλωση προς την Κ.Ε.» την όποια αξίζει νομίζω να παραθέσουμε ολόκληρη για το υψηλό επαναστατικό ήθος πού εκφράζει:
«Αγαπητοί σύντροφοι,

Όπως γνωρίζετε υπήρξα από την αρχή σταθερός αντίπαλος της εξωτερικής πολιτικής που την τελευταία αυτή εβδομάδα ακολουθείται από την πλειοψηφία της σοβιετικής κυβέρνησης, και αγωνίστηκα με όλες μου τις δυνάμεις στην Κ.Ε. ενάντια στην αποδοχή των γερμανικών προτάσεων ειρήνης. Δεδομένου ότι υπάρχει σοβαρή απειλή διάσπασης στο εσωτερικό του κόμματός μας, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να εκφραστεί δημόσια εναντίον της γραμμής της πλειοψηφίας της Κ.Ε., αλλά θεωρώ αυτονόητο ότι δεν μπορώ να την ακολουθήσω και να συμβάλω στην πραγματοποίησή της. Για το λόγο αυτό αρνούμαι σταθερά κάθε συμμετοχή στην αντιπροσωπεία ειρήνης που πρόκειται να μεταβεί στο Μπρέστ-Λιτόφσκ.
Λαβαίνοντας μολοντούτο υπόψη μου την κατηγορηματική απόφαση της Κ.Ε. που κρίνει τη συμμετοχή μου στην αντιπροσωπεία αναγκαία, έστω και με την ιδιότητα του συμβούλου, θεωρώ υποχρέωσή μου, προς το συμφέρον της ενότητας του Κόμματος, να υποταχθώ στην απόφαση αυτή και θα μεταβώ στο Μπρέστ-Λιτόφσκ αποκλειστικά σαν σύμβουλος και χωρίς καμιά πολιτική ευθύνη.
Με Αδερφικούς χαιρετισμούς

Α. Γιοφφέ (Β. Κρίμσκι).»
Τροποποιώντας τα λόγια του γάλλου μαρξιστή Π. Ερβέ, που μιλώντας για τη «γοητεία που ασκούν οι χειρονομίες και τα λόγια μιας εποχής που πέρασε», προσθέτει «Άλλος Οκτώβρης του 1917 δεν θα υπάρξει πια…»*, μπορούμε να πούμε κι εμείς ότι «Άλλη Κ.Ε. σαν την Κ.Ε. των μπολσεβίκων του Οκτώβρη δεν θα υπάρξει πια». Αυτό όμως καθόλου δε σημαίνει ότι η ύπαρξη, η ακτινοβολία και το παράδειγμά της υπόκεινται στους αδήριτους νόμους της ιστορικής μεταλλαγής.
Λουκάς Θεοδωρακόπουλος


* Πρακτικά 27, Παράρτημα 1.
** Πρακτικά 27, Παράρτημα 2.
*** Αντί Πρακτικών 32, Παράρτημα 10.
**** Οι υπογραμμίσεις δικές μας.
* Από το βιβλίο του Μερλώ - Ποντύ, Ανθρωπισμός και Τρομοκρατία, εκδόσεις «ΕΞΑΝΤΑΣ», 1975.

Δεν υπάρχουν σχόλια: