Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Η τακτική του ενιαίου μετώπου στους κλασσικούς του Μαρξισμού και την Κομμουνιστική Διεθνή


Ολόκληρο το άρθρο
Σήμερα ξαναγίνεται λόγος για την αναγκαιότητα της κοινής πάλης της εργατικής με άλλες τάξεις στη λογική της σύμπηξης ενός ενιαίου μετώπου πάλης. Η συζήτηση περιστρέφεται συνήθως γύρω από τους στόχους πάλης αλλά και τους εταίρους που μπορούν να απαρτίζουν ένα τέτοιο μέτωπο. Ο Εργατικός Αγώνας συμβάλλοντας στον προβληματισμό δημοσιεύει μια ανάλυση του Ανδρέα Σαρακίνη που παίρνει υπόψη της τις απόψεις των κλασσικών του Μαρξισμού για τη μετωπική πολιτική. 

Μέρος Α’
Το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο στο πρόγραμμα και την πρακτική του ΚΚΕ
Η ανάγκη κοινής δράσης και ενότητας της εργατικής τάξης και μαζί η κοινή δράση της εργατικής τάξης με άλλες τάξεις και στρώματα του πληθυσμού που είχαν και έχουν κοινά συμφέροντα και στόχους σε όλες τις ιστορικές περιόδους ήταν μια αναγκαιότητα. Το κίνημα ανέπτυξε μορφές μετωπικής δράσης και μετώπων από τα πρώτα βήματα του όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και παγκόσμια.
Στην Ελλάδα η δημιουργία μετώπων και η αντίστοιχη δράση ήταν ανέκαθεν σημαντική, είτε για λόγους που σχετίζονται με το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, είτε σχετίζονται με το πλαίσιο των ιδιαίτερων συνθηκών μέσα στις οποίες έδρασε το κομμουνιστικό κόμμα και το κίνημα της χώρας. Οι μετωπικές πρωτοβουλίες ήταν για δεκαετίες πάρα πολλές και σήμερα έχουμε μια έκρηξη προτάσεων και πρωτοβουλιών κάθε είδους για τη δημιουργία μετώπων.
Το Κ.Κ.Ε., όπως προτείνεται από το πρόγραμμά του, προτείνει τη δημιουργία αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου με χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικό, στο οποίο θα συσπειρωθούν όλες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον να αντιπαρατεθούν στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό με στόχο την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων και την οικοδόμηση της λαϊκής εξουσίας που θα εφαρμόσει τη λαϊκή οικονομία.
Οι δυνάμεις του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον στην επίσημη γραμμή τους, μια και υπάρχει ποικιλία τάσεων και αντιλήψεων στο εσωτερικού του, προκρίνουν τη δημιουργία αντινεοφιλελεύθερου μετώπου. Η συμπαράταξη δηλαδή όσων δυνάμεων αντιτίθενται στο νεοφιλελευθερισμό για να διεκδικήσουν μια πολιτική και μια εξουσία αστική μεν, χωρίς όμως τα νεοφιλελεύθερα στοιχεία και τις υπερβολές, να έχει τον άνθρωπο πάνω από τα κέρδη και φυσικά όχι για την κατάργηση του καπιταλιστικού κέρδους. Τα τελευταία χρόνια με την επιβολή του μνημονίου και την παρουσία της τρόικας στη χώρα μας η προηγούμενη μετωπική πολιτική εμφανίζεται πλέον ως αντιμνημονιακή, με την έννοια της κατάργησης ή της επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου και της απομάκρυνσης της τρόικας. Σε διάφορες εκδοχές της την υποστηρίζουν ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις, πέραν του ΣΥΡΙΖΑ. Στις τελευταίες εκλογές μάλιστα η αντιμνημονιακή λογική συγκέντρωσε πολύ υψηλό ποσοστό ψήφων.
Στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς οι προτάσεις για διάφορα μέτωπα είναι πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους, είτε σε αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, είτε σε αντινεοφιλελεύθερη και ακόμη αντικαπιταλιστική, όπως αναφέρεται, με κυριότερη περίπτωση το αντικαπιταλιστικό μέτωπο που προτείνει το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι συγκεκριμένες απόψεις φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να είναι επηρεασμένος από διάφορες αντιλήψεις της νέας αριστεράς που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη περασμένες δεκαετίες και τροποποιούν σε μεγάλο βαθμό το ρόλο και τη σημασία που είχαν στη θεωρία και τη δράση της επαναστατικής αριστεράς στο 20ο αιώνα οι μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης, τα συνδικάτα, οι επιτροπές και τα συμβούλια, το κόμμα της εργατικής τάξης.
Η πείρα που έχει συσσωρευτεί, θετική και αρνητική είναι μεγάλη. Δίπλα στα θετικά παραδείγματα υπάρχουν και πάμπολλα αρνητικά, όπου τα διάφορα μέτωπα εκτράπηκαν από το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν και είχαν αρνητικά αποτελέσματα ως επί το πλείστον. Σύνηθες είναι το φαινόμενο μιας φορμαλιστικής αντίληψης για το μέτωπο, καθώς επίσης η απώλεια της ανεξαρτησίας και του αυτοτελούς ρόλου του επαναστατικού κόμματος μέσα στο μέτωπο, η μετεξέλιξη των μετώπων σε ενιαίες ρεφορμιστικές οργανώσεις κ.λπ. Το κυριότερο χαρακτηριστικό όλων των μετωπικών προτάσεων σήμερα είναι ότι αυτά συγκροτούνται στη βάση της πολιτικής και στρατηγικής του κόμματος που κάνει την πρόταση και όχι στη βάση των πραγματικών αναγκών της εργατικής τάξης και των αναγκαιοτήτων που οι συνθήκες επιβάλουν και τελικά στην προώθηση των επαναστατικής προοπτικής.
Οι Μαρξ και Ένγκελς για το Ενιαίο Μέτωπο
Οι ιδρυτές της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας με τα θεωρητικά έργα και την πρακτική δράση τους επικεφαλής της Ένωσης Κομμουνιστών και παίρνοντας μέρος στους ταξικούς αγώνες της εποχής τους, ξεκαθάρισαν τη σχέση του κομμουνιστικού κόμματος με την εργατική τάξη, τη σχέση της εργατικής τάξης με τις άλλες τάξεις του πληθυσμού και ιδιαίτερα τις προοδευτικές για την εποχή τους, καθώς και τη σχέση του κομμουνιστικού κόμματος με άλλα εργατικά και μικροαστικά κόμματα. Πάνω σε αυτές τις τοποθετήσεις τους στηρίζεται η δράση της Ένωσης Κομμουνιστών και η τακτική του ενιαίου μετώπου των εργατών και των εργαζομένων που προωθούσαν.
Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και στο κεφάλαιο «Προλετάριοι και κομμουνιστές» έγραφαν: «Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν κανένα ιδιαίτερο κόμμα απέναντι στα άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολο του. Δεν διακηρύσσουν κάποιες ιδιαίτερες αρχές, που σύμφωνα με αυτές θα ήθελαν να πλάσουν το προλεταριακό κίνημα. Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα μονάχα κατά τούτο: Ότι από τη μία μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων τονίζουν και προβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σε όλο το προλεταριάτο και ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη, ότι στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολο του. Στην πράξη, λοιπόν, κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος. Θεωρητικά πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριάτου κινήματος. Οι θεωρητικές θέσεις των κομμουνιστών δεν στηρίζονται καθόλου σε ιδέες, σε αρχές που εφευρέθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τούτον ή εκείνον τον αναμορφωτή του κόσμου… Οι θέσεις τους αποτελούν μονάχα τη γενική έκφραση πραγματικών σχέσεων της υπάρχουσας πάλης των τάξεων, της ιστορικής κίνησης που συντελείται μπρος στα μάτια μας. Η κατάργηση των μέχρι τώρα σχέσεων ιδιοκτησίας δεν αποτελεί καθόλου ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κομμουνισμού[1]». Και στο κεφάλαιο «Η στάση των κομμουνιστών απέναντι στα διάφορα κόμματα της αντιπολίτευσης» έγραφαν: «Σύμφωνα με όσα είπαμε βγαίνει από μόνη της η σχέση των κομμουνιστών προς τα συγκροτημένα πια εργατικά κόμματα. Αγωνίζονται για την επίτευξη των άμεσων σκοπών και συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν ταυτόχρονα και το μέλλον του κινήματος… Όμως ούτε στιγμή δεν παραμελεί το κομμουνιστικό κόμμα να καλλιεργεί στους εργάτες μια όσο το δυνατόν πιο καθαρή συνείδηση σχετικά με την εχθρική αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, για να μπορούν οι εργάτες να στρέψουν αμέσως ενάντια στην αστική τάξη σαν ισάριθμα όπλα τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, πού η αστική τάξη είναι υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει με την κυριαρχία της, έτσι που αμέσως μετά την ανατροπή των αντιδραστικών τάξεων στη Γερμανία, να αρχίσει ο αγώνας ενάντια στην ίδια την αστική τάξη…. Με μια λέξη οι κομμουνιστές υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση»[2].
Τα πράγματα είναι καθαρά και σαφή σε σχέση με τις αντιλήψεις των Μαρξ και Ένγκελς. Οι κομμουνιστές δεν είναι κάτι ξεχωριστό από τους υπόλοιπους εργάτες και εργαζόμενους. Οι κομμουνιστές και το κομμουνιστικό κόμμα είναι η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το πιο συνειδητό τμήμα της και αυτό γιατί γνωρίζουν τους νόμους κίνησης των κοινωνιών, άρα και το γεγονός ότι ο καπιταλισμός δεν είναι αιώνιος. Γνωρίζουν ότι η πρωτοπόρα τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική λόγω της ιστορικής θέσης της στην κοινωνική παραγωγή και στην κοινωνία γενικότερα είναι φορέας των νέων σχέσεων παραγωγής των σοσιαλιστικών και μέσα από μια διαδικασία αυτοσυνείδησης πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία, να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να οικοδομήσει τον κομμουνισμό. Αυτό είναι έργο της ίδιας της τάξης, ούτε ενός περιορισμένου τμήματος της, ούτε της πρωτοπορίας της. Το κρίσιμο ζήτημα είναι μέσα από ποιες διαδικασίες η εργατική τάξη, οι πλατιές μάζες της τάξης, θα συνειδητοποιήσει την ιστορική αποστολή της, θα αποκτήσει συνείδηση, θα οργανωθεί και θα διαπαιδαγωγηθεί ανάλογα. Γι’ αυτό μόνο ένας δρόμος υπήρχε και υπάρχει. Οι αυθόρμητοι αγώνες των εργατών εναντίον των καπιταλιστών και του κράτους τους για την ικανοποίηση των άμεσων διεκδικήσεων τους, να πάρουν σταδιακά συνειδητό χαρακτήρα. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την παρέμβαση της πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο οργανώνει την πάλη των εργαζομένων με ενιαίο τρόπο, ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις και κομματικές εντάξεις, την εθνικότητα, τη θρησκεία από κοινού και σε ενιαίο μέτωπο για τη διεκδίκηση των αιτημάτων που οι πραγματικές ανάγκες τους θέτουν. Το κομμουνιστικό κόμμα όμως δεν σταματάει εκεί. Αναδεικνύει τις αιτίες των προβλημάτων, την ταξική θέση των εργαζομένων, τη θέση τους στην κοινωνία που είναι η κυριότερη αιτία των δεινών τους. Η αστική τάξη κατέχοντας τα μέσα παραγωγής έχει τη δυνατότητα να αγοράζει την εργατική δύναμη των εργαζομένων σε τέτοια τιμή που εκείνοι απλά να την αναπαράγουν και μαζί την επιβίωση των οικογενειών τους. Εξηγεί το ρόλο των άλλων κομμάτων και τις θέσεις που λαμβάνουν στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα και ιδιαίτερα των κομμάτων εκείνων που προπαγανδίζουν μια φιλεργατική στάση, προτείνει ολοκληρωμένο πρόγραμμα για το οριστικό ξεπέρασμα αυτής της κατάστασης.
Αυτή είναι η τακτική του ενιαίου μετώπου που την εφάρμοζαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς όχι μόνο στους καθημερινούς αγώνες και το πρακτικό διεκδικητικό κίνημα, αλλά συνολικά στην πολιτική δράση, στις πολιτικές συνεργασίες και συμμαχίες στις οποίες προχωρούσαν, στους πολιτικούς συνασπισμούς που διαμόρφωναν, σε όλες ανεξαιρέτως τις εκδηλώσεις της ταξικής πάλης. Στη δράση αυτή φρόντισαν για τη διατήρηση της πολιτικής και ιδεολογικής αυτοτέλειας της εργατικής τάξης και την οργανωτική και ιδεολογική αυτοτέλεια του κόμματος της, τη δυνατότητα και το δικαίωμα να ασκεί το κομμουνιστικό κόμμα κριτική και να δημοσιοποιεί ολοκληρωμένα την άποψη και το πρόγραμμα του. Παράλληλα ο Μαρξ και ο Ένγκελς ξεκαθαρίζουν τις απόψεις και τη στάση τους σχετικά με τη συνεργασία της εργατικής τάξης και την πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος απέναντι στην αστική τάξη και τη μικροαστική, καθώς και απέναντι στους αγρότες και το κίνημα τους και τα κόμματα που τους εκπροσωπούσαν. Αναφερόμαστε στην εποχή που η αστική τάξη ή τμήματα της είναι ακόμη προοδευτική τάξη, στη φάση της ανόδου της, στην αστικοδημοκρατική επανάσταση. Αργότερα στην εποχή που η αστική τάξη εδραιώθηκε, νίκησε οριστικά την φεουδαρχία και την απομάκρυνε από την εξουσία τα πράγματα αλλάζουν. Τότε ο ρόλος της αστικής τάξης παύει να είναι προοδευτικός και κατά συνέπεια δεν υφίσταται δυνατότητα συμμαχίας του προλεταριάτου μαζί της.
Στο έργο του «Προσφώνηση στην κεντρική επιτροπή της Ένωσης Κομμουνιστών» συμπυκνώνει την πείρα της αστικής επανάστασης του 1848, αναλύει τους αγώνες της εποχής, την αστική τάξη και τη μικροαστική και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί κάθε τμήμα της και χαράσσει την πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος. Αναφέρει: «Από το 1848 κιόλας, σας είπαμε ότι οι γερμανοί Φιλελεύθεροι αστοί θα ερχόταν σε λίγο στην εξουσία και ότι τη νεοκατακτημένη εξουσία τους θα την έστρεφαν αμέσως ενάντια στους εργάτες. Είδατε πως εκπληρώθηκε αυτό. Πραγματικά ήταν οι αστοί που ύστερα από το κίνημα του Μάρτη 1848, κατέλαβαν αμέσως την κρατική εξουσία και χρησιμοποίησαν αυτή την εξουσία για να απωθήσουν αμέσως τους εργάτες, τους συμμάχους τους στον αγώνα, πίσω στην προηγούμενη κατάσταση καταπίεσης…. Το ρόλο που έπαιξαν απέναντι στο λαό οι γερμανοί Φιλελεύθεροι αστοί το 1848, αυτόν τον τόσο προδοτικό ρόλο, θα τον αναλάβουν στην επερχόμενη επανάσταση οι Δημοκράτες μικροαστοί, που σήμερα παίρνουν στην αντιπολίτευση την ίδια θέση που έπαιρναν οι Φιλελεύθεροι αστοί πριν από το 1848…. Η σχέση του επαναστατικού εργατικού κόμματος προς τη μικροαστική δημοκρατία είναι αυτή: Πάει μαζί της ενάντια στην ομάδα που το επαναστατικό εργατικό κόμμα επιδιώκει την ανατροπή της, αντιτάσσεται στην μικροαστική δημοκρατία σε όλα εκείνα με τα οποία η μικροαστική δημοκρατία θέλει να στεριώσει τη θέση της[3]» Και στη συνέχεια αναφέρει: «Αν οι Γερμανοί εργάτες δεν μπορούν να κυριαρχήσουν και να επιβάλουν τα ταξικά τους συμφέροντα, οι ίδιοι θα συντελέσουν περισσότερο απ’ όλα στη τελική νίκη τους, όταν ξεκαθαρίσουν στον εαυτό τους τα ταξικά τους συμφέροντα, όταν πάρουν την αυτοτελή κομματική τους θέση όσο μπορεί πιο γρήγορα, όταν δεν παρασυρθούν ούτε στιγμή από τα υποκριτικά λόγια των Δημοκρατών μικροαστών και όταν δεν ξεφύγουν από τον δρόμο της ανεξάρτητης οργάνωσης του κόμματος του προλεταριάτου. Η πολεμική τους κραυγή πρέπει να είναι: Διαρκής επανάσταση[4]». Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο σημείωναν: «οι κομμουνιστές στρέφουν την κύρια προσοχή τους στη Γερμανία, γιατί η Γερμανία βρίσκεται στις παραμονές μιας αστικής επανάστασης και αυτή την ανατροπή την πραγματοποιεί μέσα σε πιο προχωρημένες συνθήκες του ευρωπαϊκού πολιτισμού γενικά και με ένα προλεταριάτο πολύ πιο ανεπτυγμένο από την Αγγλία του 17ου και τη Γαλλία του 18ου αιώνα. Η Γερμανική αστική επανάσταση, επομένως, μπορεί να είναι μονάχα το άμεσο προοίμιο μιας προλεταριακής επανάστασης[5]».
Στις συνθήκες όπου ωριμάζει η αστική επανάσταση στην Γερμανία, το προλεταριάτο είναι αρκετά ανεπτυγμένο σε σχέση με την Αγγλία και τη Γαλλία την εποχή των αστικών επαναστάσεων στις χώρες αυτές, οι Μαρξ και Ένγκελς προβληματίζονται έντονα πως μπορεί να συνδεθεί η αστική επανάσταση με την προλεταριακή, πως η αστική επανάσταση δεν θα είναι μια πράξη που θα λήξει με την κυριαρχία της αστικής τάξης και για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, αλλά θα αποτελέσει το προοίμιο της προλεταριακής- σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτή την ιδέα του την δουλεύει πολύ και αργότερα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του το 1856 σε γράμμα του στον Ένγκελς όπου αναφέρει: «Όλο το ζήτημα στη Γερμανία θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα να υποστηριχθεί η προλεταριακή επανάσταση με μια κάποια δεύτερη έκδοση του πολέμου των χωρικών. Τότε όλα θα πάνε θαυμάσια[6]».
Συνοψίζοντας αναφέρουμε ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς σε κάθε περίπτωση προκρίνουν την τακτική του ενιαίου μετώπου των εργατών και όλων των εργαζομένων πάνω σε συγκεκριμένες βασικές αρχές. Τέτοιες είναι η αυτοτέλεια της εργατικής τάξης απέναντι στην αστική τάξη και τους μικροαστούς και ο παντελής διαχωρισμός του κομμουνιστικού κόμματος απέναντι στα κόμματα με τα οποία συνεργαζόταν, διατήρηση του δικαιώματος του κομμουνιστικού κόμματος να λέει ανοιχτά τη γνώμη του και να προβάλει το σύνολο της πολιτικής του, το πρόγραμμα και τους σκοπούς του.
Φυσικά ο διαχωρισμός εννοείται ως πολιτικός και οργανωτικός, ξεχωριστή οργάνωση και εντελώς ξεχωριστή πολιτική και όχι ως απόλυτος διαχωρισμός της φυσικής παρουσίας που σημαίνει καμιά συνεργασία, όπως εννοείται και εφαρμόζεται σήμερα από το Κ.Κ.Ε. και ορισμένες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις της αριστεράς. Τέλος τους Μαρξ και Ένγκελς, σε συνθήκες όπου το προλεταριάτο ήταν αρκετά ισχυρό, αριθμητικά και πολιτικά και είχε το ισχυρό και πεπειραμένο κόμμα του, απασχολούσε η σύζευξη της αστικής επανάστασης που ωρίμαζε με την προλεταριακή επανάσταση, ιδέα πάνω στην οποία στηρίχθηκε αργότερα ο Λένιν για να προβάλει τη στρατηγική της δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς που θα προέκυπτε από την αστική επανάσταση σε μια προοπτική γρήγορης μετεξέλιξης της σε σοσιαλιστική. Η στρατηγική αυτή ήταν η γραμμή των μπολσεβίκων μπροστά στην επανάσταση του Φλεβάρη και του Οκτώβρη 1917 στη Ρωσία.
Ο Λένιν και η τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου
Την επαναστατική τακτική των συμμαχιών και της κοινής δράσης των ιδρυτών του μαρξισμού την εφάρμοσε ο Λένιν σε όλη του τη ζωή, καθοδηγώντας τους μπολσεβίκους στη Ρωσία και την Κομμουνιστική Διεθνή αργότερα. Ποτέ δεν την αντιμετώπισε με φορμαλιστικό τρόπο, δεν την είδε ως συμμαχία κομμάτων, ή μόνο ως συνεργασία ηγεσιών, ως κάποιο συνασπισμό πολιτικών δυνάμεων και κυρίως δεν την αντιμετώπισε ποτέ μονοσήμαντα ως οργανωτικό σχήμα. Την αντιμετώπιζε ως την πολιτική της εργατικής τάξης που στοχεύει στην κοινή δράση ολόκληρης της τάξης, ή ευρύτατων τμημάτων της που ακολουθούσαν διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, ή είναι ανένταχτοι, ή απολίτικοι. Βάση της συμμαχίας ήταν τα πραγματικά άμεσα συμφέροντα και διεκδικήσεις της εργατικής τάξης και των άλλων τάξεων που συμμαχούσαν μαζί της, αν επρόκειτο για τέτοιες περιπτώσεις. Δεν την αντιμετώπιζε ως κοινή δράση που έπρεπε απαραίτητα να πάρει οργανωτικό σχήμα, έναν τυπικό σχήμα με οργανωτική μορφή. Η πιο μακροπρόθεσμη επιδίωξη ήταν να αποκτήσουν ευρύτερα οι εργάτες συνείδηση των κοινών συμφερόντων τους, να συνειδητοποιήσουν ποιοί ήταν οι αντίπαλοι τους και ποια είναι η προοπτική και η ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, να διαμορφωθεί η ταξική ενότητα της σε επαναστατική γραμμή, να σφυρηλατηθεί η συμμαχία με τις άλλες τάξεις και στρώματα του πληθυσμού που υπήρχε η κοινή βάση και οι κοινοί αντίπαλοι τους, είτε η φεουδαρχία παλιότερα, είτε η αστική τάξη πιο μετά. Η πολιτική της εργατικής τάξης υλοποιούνταν βασικά μέσω του κόμματος της, των μπολσεβίκων, άρα μπορεί να θεωρηθεί ως η επαναστατική τακτική του κομμουνιστικού κόμματος για την υλοποίηση των στρατηγικών επιδιώξεων του.
Ο Λένιν ξεκινούσε από την αντίληψη ότι για να γίνει και να κυριαρχήσει η επανάσταση πρέπει η πλειοψηφία της εργατικής τάξης να είναι στρατευμένη συνειδητά σ’ αυτόν τον αγώνα, τμήματα της που ήταν δύσκολο να συνταχθούν με την επαναστατική πολιτική έπρεπε να επιδιωχθεί να είναι ουδέτερα, ή ευμενώς διακείμενα απέναντι της. Επίσης η πλειοψηφία των μικροαστικών μαζών να συμπορεύεται σε συμμαχία με την εργατική τάξη. Μετά το 1920 όταν το επαναστατικό κύμα υποχώρησε και ο καπιταλισμός ως ένα βαθμό ανάκαμψε ο Λένιν συγκρούστηκε με τις αριστερίστικες τάσεις που ξεφύτρωναν στην Κομμουνιστική Διεθνή. Ένα ζήτημα ανάμεσα στα άλλα που υπήρξε οξεία σύγκρουση ήταν ακριβώς η αντίληψη που προωθούσαν δυνάμεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ότι για την επανάσταση απαιτείται απλά η πρωτοπορία της εργατικής τάξης να έχει κερδηθεί με τις αρχές του κομμουνισμού, «τα κοινωνικά αποφασιστικά τμήματα της εργατικής τάξης», όπως ανέφεραν. Στην αντίκρουση της άποψης αυτής ήταν απόλυτος. Έγραφε: «Τα κομμουνιστικά κόμματα πουθενά, δεν κατέκτησαν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, όχι μόνο για την οργανωτική καθοδήγηση, αλλά και για τις αρχές του κομμουνισμού. Αυτό είναι το πιο βασικό από όλα. Να ‘‘αδυνατίσει’’ αυτό το θεμέλιο της μοναδικά σωστής τακτικής, είναι εγκληματική επιπολαιότητα…. Την τακτική η Κομμουνιστική Διεθνής πρέπει να την επεξεργάζεται έτσι: Σταθερά και συστηματικά να κατακτά την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και σε πρώτη σειρά μέσα στα παλιά συνδικάτα. Τότε θα νικήσουμε σίγουρα σε οποιαδήποτε στροφή των γεγονότων[7]».
Οι καπιταλιστικές κοινωνίες της εποχής του Λένιν διακρίνονταν από μεγάλη πολυμορφία. «Ο καπιταλισμός, δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το ‘‘καθαρό’’ προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο ως το μισοπρολετάριο, από το μισοπρολετάριο ως το μικροαγρότη, από τον μικρό ως το μεσαίο αγρότη και… αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές επαγγελματικές κάποτε θρησκευτικές κ.λπ. Και από αυτά απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το κομμουνιστικό κόμμα να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων[8]».
Πολύ περισσότερο σήμερα η πολυδιάσπαση και η διαίρεση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων είναι πολύ μεγαλύτερη από τότε. Η εργατική τάξη διευρύνεται αριθμητικά, έγινε πλειοψηφία σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, αλλά η πολυδιαίρεση στις γραμμές της έγινε και αυτή πολύ μεγαλύτερη, τόσο που είναι θέμα αν μπορεί να υποστηρίξει κανείς σοβαρά ότι το κόμμα της εργατικής τάξης μπορεί να εκφράσει και να συσπειρώσει το σύνολο της εργατικής τάξης και το σύνολο των εργαζομένων. Αυτό καθιστά πολύ περισσότερο αναγκαία σήμερα την κοινή δράση και τη συνεργασία μεταξύ του κομμουνιστικού κόμματος και των άλλων κομμάτων που εκφράζουν τους εργαζόμενους και τους μικροαστούς συμμάχους του προλεταριάτου. «Όλο το πρόβλημα, σημειώνει ο Λένιν, είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτή την τακτική έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη. Πρέπει, ανάμεσα στα άλλα, να σημειωθεί ότι η νίκη των μπολσεβίκων ενάντια στους μενσεβίκους απαιτούσε όχι μόνο πριν την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, αλλά και ύστερα από αυτήν την εφαρμογή μιας τακτικής ελιγμών, συμφωνιών και συμβιβασμών, εννοείται, τέτοιας εφαρμογής και τέτοιων ελιγμών που θα διευκόλυναν, θα επιτάχυναν, θα σταθεροποιούσαν και θα ενίσχυαν τους μπολσεβίκους σε βάρος των μενσεβίκων. Το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτής της σωστής τακτικής ήταν ότι ο μενσεβικισμός πάθαινε αποσύνθεση και αποσυντίθεται όλο και περισσότερο στη χώρα μας με την απομόνωση των αρχηγών που επιμένουν στον οπορτουνισμό τους, και το πέρασμα στο στρατόπεδο μας των καλύτερων εργατών, των καλύτερων στοιχείων από τη μικροαστική δημοκρατία[9]».
Η επιτυχημένη αυτή τακτική των μπολσεβίκων ήταν ορθή και απέδωσε, ακριβώς διότι αντιμετώπιζαν από ταξική σκοπιά και με ταξικά κριτήρια εκτός των άλλων και τις διάφορες πολιτικές δυνάμεις της εποχής τους. Έβλεπαν τους μενσεβίκους ως μικροαστούς που είναι δυνατόν να επηρεασθούν, αφού από τη φύση τους ταλαντεύονται μεταξύ της εργατικής τάξης και της αστικής τάξης και φρόντιζαν όσο είναι δυνατόν να το εκμεταλλευτούν αυτό. «Οι μικροαστοί δημοκράτες, έγραφε ο Λένιν, μαζί με αυτούς και οι μενσεβίκοι ταλαντεύονται αναπόφευκτα ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το σοβιετικό καθεστώς, ανάμεσα στο ρεφορμισμό και την επαναστατικότητα, ανάμεσα στο φιλεργατισμό και το φόβο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η σωστή τακτική των κομμουνιστών πρέπει να συνίσταται στο να εκμεταλλεύονται αυτές τις ταλαντεύσεις και όχι να τις αγνοούν. Η εκμετάλλευσή τους απαιτεί υποχωρήσεις απέναντι στα στοιχεία εκείνα που προσανατολίζονται, από τη στιγμή και στο μέτρο που προσανατολίζονται προς το προλεταριάτο, παράλληλα με τον αγώνα ενάντια σε εκείνους που προσανατολίζονται προς την αστική τάξη [10]».
Είναι πολύ χαρακτηριστική η τακτική που εφάρμοζε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι προκειμένου να τραβηχτεί μαζικά και να δράσει από κοινού η εργατική τάξη που ακολουθούσε στην εποχή του διαφορετικά κόμματα και κυρίως το κόμμα των μενσεβίκων. Η ενιαιομετωπική τακτική που εφάρμοσε για να διαμορφωθούν οι όροι κοινής δράσης και συμμαχίας εργατικής τάξης και αγροτιάς, η οποία πήρε διαφορετικές εκδοχές και εύρος σε διαφορετικές ιστορικές φάσεις, με ολόκληρη την αγροτιά ενόψει της αστικοδημοκρατικής επανάστασης που στρέφονταν εναντίον του τσάρου και της φεουδαρχίας και με τη φτωχή και μεσαία αγροτιά εναντίον των μεγαλοαγροτών και της αστικής τάξης κατά τη φάση της σοσιαλιστικής επανάστασης του Οκτώβρη. Την τακτική του ενιαίου μετώπου εφάρμοζε σταθερά και στις σχέσεις με τα άλλα εργατικά και μικροαστικά κόμματα, οργανώσεις ή ομάδες. Είναι αξιοπρόσεκτη η στάση των μπολσεβίκων απέναντί στους μενσεβίκους, κόμμα το οποίο προήλθε από το ενιαίο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό κόμμα Ρωσίας και χώριζε την ηγεσία του από την ηγεσία και το κόμμα των μπολσεβίκων ιδεολογικό και πολιτικό χάος. Έκανε ενιαιομετωπική δράση μαζί τους ‘‘από τα κάτω’’, με τις οργανώσεις και τους οπαδούς του, αλλά σε πάρα πολλές περιπτώσεις και με τις κορυφές ώστε να υποβοηθείται η ευρύτερη κινητοποίηση δυνάμεων, χωρίς ποτέ να σταματήσει την ανελέητη κριτική, τη θεωρητική και πολιτική αντιπαράθεση μαζί τους. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που περιγράφει ο ίδιος ο Λένιν στο έργο του ‘‘Αριστερισμός’’ ολόκληρη αυτή την τακτική: « Οι Ρώσοι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες πριν την πτώση της τσαρισμού χρησιμοποιούσαν επανειλημμένα τις υπηρεσίες αστών φιλελεύθερων, δηλαδή έκλεισαν μαζί τους ένα σωρό πρακτικούς συμβιβασμούς και το 1901- 1902 πριν ακόμη εμφανιστεί ο μπολσεβικισμός, η παλιά σύνταξη της Ίσκρα έκλεισε μια επίσημη πολιτική συμμαχία με τον Στρούβε, πολιτικό αρχηγό του αστικού φιλελευθερισμού, ταυτόχρονα όμως ήξερε να διεξάγει ακατάπαυστα τον πιο αμείλικτο ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα ενάντια στον αστικό φιλελευθερισμό και ενάντια στις παραμικρότερες εκδηλώσεις της επιρροής του μέσα στο εργατικό κίνημα. Από το 1905 υποστήριζαν συστηματικά τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά ενάντια στη φιλελεύθερη αστική τάξη και τον τσαρισμό, χωρίς ταυτόχρονα να παραιτούνται ποτέ από την υποστήριξη της αστικής τάξης ενάντια στον τσαρισμό και χωρίς να σταματήσουν τον πιο ανειρήνευτο ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα ενάντια στο αστικό επαναστατικό αγροτικό κόμμα των σοσιαλιστών επαναστατών. Το 1907 οι μπολσεβίκοι έκαναν για ένα μικρό χρονικό διάστημα έναν κρίσιμο πολιτικό συνασπισμό με τους ‘‘σοσιαλεπαναστάτες’’ στις εκλογές της Δούμας. Στην περίοδο 1903-1912 για κάμποσα χρόνια ανήκαμε τυπικά μαζί με τους μενσεβίκους στο ενιαίο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ποτέ όμως δεν σταματήσαμε τον πολιτικό και ιδεολογικό αγώνα ενάντια στους μενσεβίκους σαν φορείς της αστικής επιρροής μέσα στο προλεταριάτο και οπορτουνιστές. Στο διάστημα του πολέμου συνάψαμε ένα είδος συμβιβασμού με τους καουτσκιστές, με τους αριστερούς μενσεβίκους και ένα μέρος των σοσιαλιστών επαναστατών… Τη στιγμή ακριβώς της Οκτωβριανής επανάστασης πραγματοποιήσαμε έναν όχι επίσημο, μα πολύ σπουδαίο και πολύ πετυχημένο πολιτικό συνασπισμό με τη μικροαστική αγροτιά, δεχθήκαμε στο ακέραιο, χωρίς καμιά αλλαγή το αγροτικό πρόγραμμα των εσέρων, δηλαδή κλείσαμε ένα αναμφισβήτητο συμβιβασμό για να αποδείξουμε στους αγρότες πως δεν θέλουμε καθόλου να τους επιβληθούμε, αλλά να συνεννοηθούμε μαζί τους….[11]».
Κοντολογίς ο Λένιν αντιλαμβάνεται και εφαρμόζει το ενιαίο μέτωπο ως ενότητα των πιο πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού πάνω στα άμεσα προβλήματα και στις διεκδικήσεις τους. Ως τακτική που η σωστή εφαρμογή της διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την απόσπαση των εργαζομένων από την αστική επιρροή, την ριζοσπαστικοποίηση και τη στράτευση τους στον αγώνα για την επανάσταση και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Σε ολόκληρη αυτή τη διαδρομή, στους συμβιβασμούς που πραγματοποίησε, στις συμφωνίες και τις συμμαχίες ποτέ δεν υπέστειλε τον ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα για χάρη της συνεργασίας, αντίθετα τον διεξήγαγε πάντα με τη μεγαλύτερη ένταση και καθαρότητα. Διαφύλαξε πάντα την ανεξαρτησία των μπολσεβίκων και το δικαίωμα να εκθέτουν ολοκληρωμένα το σύνολο της πολιτικής και της επιχειρηματολογίας τους. Διαφύλαξε ως κόρη οφθαλμού την ανεξαρτησία της ταξικής εργατικής πολιτικής και την ανεξαρτησία του κόμματος της εργατικής τάξης.
[1] Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος έκδοση σύγχρονη εποχή σ. 41- 42
[2] Στο ίδιο του σ. 67 – 68
[3] Μαρξ- Ένγκελς , Διαλεχτά έργα τόμος πρώτος σ. 110 – 112
[4] στο ίδιο σ. 121 -122
[5] κομμουνιστικό μανιφέστο από το σ. 68
[6] Διαλεχτά έργα σ. 532
[7] Λένιν Άπαντα τόμος 52 σ. 266
[8] Λένιν Άπαντα τ. 41, σ. 58 . 59
[9] στο ίδιο σ. 59
[10] στο ίδιο σ. 59
[11] Λένιν Άπαντα τόμος 41 σ. 56-57
 
Μέρος Β’
Η τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου στην Κομμουνιστική Διεθνή
Η Κ.Δ. στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος που αναπτύχθηκε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την Οχτωβριανή Επανάσταση ήταν αναγκασμένη να επεξεργαστεί αντίστοιχη τακτική για τις συνθήκες αυτές. Στην κατεύθυνση αυτή και με την παρότρυνση του Λένιν άρχισε η επεξεργασία της τακτικής του ενιαίου εργατικού μετώπου το 1920.
Η Κομμουνιστική Διεθνής για τη συγκεκριμενοποίηση της τακτικής της ξεκινούσε από την ακριβή εξέταση των αντικειμενικών συνθηκών, την εξέλιξη της κρίσης του καπιταλισμού διεθνώς, τον ακριβή υπολογισμό του ταξικού συσχετισμού και την κατάσταση των διαφόρων τάξεων στις διάφορες χώρες, καθώς και τις δυνατότητες του επαναστατικού κινήματος σε κάθε χώρα. Έπαιρνε επίσης υπόψη τις αιτίες της ήττας της εργατικής τάξης στη Δύση στα 1919- 1920. Στη φάση αυτή η επανάσταση είχε ηττηθεί στην δυτική Ευρώπη, η σταθεροποίηση του καπιταλισμού άρχισε και το επαναστατικό κίνημα υποχώρησε σημαντικά. Παρότι η κατάσταση για το κεφάλαιο παρέμενε δύσκολη, αντικειμενικά επαναστατική την εκτιμούσε η Διεθνής, παρότι δημιουργήθηκαν κομμουνιστικά κόμματα σε όλες σχεδόν τις χώρες, ορισμένα εκ των οποίων ήταν μαζικά και ασκούσαν επιρροή στην εργατική τάξη της χώρας τους, η σοσιαλδημοκρατία παρέμενε πλειοψηφικό ρεύμα και στις περισσότερες χώρες κυρίαρχο. Δεν υπήρχαν ως εκ τούτου προϋποθέσεις για άμεση συνέχιση της επανάστασης και η ανάγκη αναπροσαρμογής της τακτικής των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν περισσότερο από εμφανής.
Πέραν των ευνοϊκών αντικειμενικών συνθηκών για το προχώρημα της επανάστασης ήταν εντελώς απαραίτητο να κερδηθεί με την υπόθεση του σοσιαλισμού η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, το μεγάλο τμήμα των οργανωμένων εργατών και των συνδικάτων τους και σε συμμαχία με την εργατική τάξη σημαντικά τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων. Η τακτική που θα επιλεγόταν ακριβώς αυτόν τον στόχο έπρεπε να υπηρετεί. Να βοηθήσει τα κομμουνιστικά κόμματα να ξανοιχτούν ευρύτερα στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους, να οργανώσουν και να καθοδηγήσουν τους αγώνες τους, να επηρεάσουν τη συμπεριφορά και τη συνείδηση τους. Στις «Θέσεις για την παγκόσμια κατάσταση και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς» που συζητήθηκε στο 3ο συνέδριο γίνεται αναλυτική αναφορά στην ανάγκη ανάπτυξης των αγώνων για τα άμεσα ζητήματα και τις μερικές διεκδικήσεις των εργαζομένων. «Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν μπορούν να αναπτυχθούν παρά μόνο στον αγώνα. Ακόμη και τα μικρότερα κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να περιοριστούν στην προπαγάνδα και την αγκιτάτσια. Οι κομμουνιστές πρέπει να δρουν σαν πρωτοπορία σε κάθε μαζική οργάνωση… Η προπαγάνδα και η πολιτική δουλειά του κομμουνιστικού κόμματος πρέπει να ξεκινά από την κατανόηση ότι καμιά μακροπρόθεσμη βελτίωση της θέσης του προλεταριάτου δεν είναι δυνατή στο καπιταλισμό και ότι μόνο η ανατροπή της αστικής τάξης και η καταστροφή των καπιταλιστικών κρατών θα κάνουν εφικτή την βελτίωση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης… Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο, ότι το προλεταριάτο πρέπει να απαρνηθεί την πάλη για τα άμεσα πρακτικά αιτήματα του μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του. Η επαναστατική δράση πρέπει να οργανωθεί γύρω από το σύνολο των αιτημάτων που βγαίνουν από τις μάζες και αυτές οι ξεχωριστές δράσεις θα συγχωνευτούν σταδιακά και θα σχηματίσουν το ισχυρό ρεύμα της κοινωνικής επανάστασης… Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν προτείνουν κανένα μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και τη βελτίωση των κλονιζόμενων θεμελίων του καπιταλισμού. Η καταστροφή αυτού του συστήματος παραμένει ο κύριος σκοπός τους. Αλλά για να το πραγματοποιήσουν τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να προτείνουν διεκδικήσεις που να εκφράζουν τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης. Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών εργατικών μαζών και αν οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων, η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω από αυτά τα ζητήματα θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η Κομμουνιστική Διεθνής τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, διεκδικήσεις που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης. Ακόμα και πριν οι πλατιές μάζες κατανοήσουν συνειδητά την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, μπορούν να ανταποκριθούν σε κάθε μια από τις ξεχωριστές διεκδικήσεις. Και καθώς ο αγώνας για αυτές τις διεκδικήσεις αγκαλιάζει και κινητοποιεί ολοένα και περισσότερες μάζες και καθώς οι ζωτικές ανάγκες των μαζών συγκρούονται με τις ζωτικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη θα φτάσει να συνειδητοποιήσει ότι αν αυτή θέλει να ζήσει ο καπιταλισμός πρέπει να πεθάνει… Οι αντιρρήσεις που εγείρονται ενάντια στις μερικές διεκδικήσεις, καθώς και οι κατηγορίες ότι καμπάνιες πάνω σε τέτοιες διεκδικήσεις είναι ρεφορμιστικές, αντανακλούν την ανικανότητα κατανόησης των ουσιαστικών όρων της επαναστατικής δράσης. Το πρόβλημα δεν είναι να απευθυνθούμε στο προλεταριάτο για να αγωνιστεί για τον τελικό σκοπό, αλλά το πώς θα αναπτύξουμε τον αγώνα για τα άμεσα θέματα, έναν αγώνα που μόνον αυτός μπορεί να οδηγήσει το προλεταριάτο στην πάλη για τον τελικό σκοπό»[1].
Τα αποσπάσματα αυτά δίνουν ένα σαφές στίγμα για τη σημασία που έδινε η Κ.Δ. στον αγώνα για τις άμεσες διεκδικήσεις, στον αγώνα να κερδηθούν οι ευρύτερες μάζες της εργατικής τάξης με την υπόθεση του Σοσιαλισμού. Θεωρούσε επίσης ότι στις συνθήκες της εποχής και στην κατάσταση του καπιταλισμού τότε, ο καλά οργανωμένος μαζικός αγώνας έστω και αν άρχιζε με απλές και μερικές διεκδικήσεις για συγκεκριμένα ζητήματα, αναπόφευκτα θα οδηγούσε στο να φανούν οι βαθύτερες αντινομίες του συστήματος, ότι η ικανοποίηση των διεκδικήσεων έρχεται σε ανοιχτή αντίθεση με τα κέρδη και τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, απειλεί τις ισορροπίες και την κυριαρχία του και από τα πράγματα θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της ίδιας της ανατροπής του καπιταλισμού. «Στη σημερινή κατάσταση του εργατικού κινήματος, κάθε σοβαρή δράση, ακόμα και αν ξεκινάει από μερικές διεκδικήσεις, θα οδηγήσει μοιραία τις μάζες να θέσουν τα βασικά ζητήματα της επανάστασης[2]». Σε αυτή τη βάση το 3ο συνέδριο της Κ.Δ. έριξε το σύνθημα «προς τις μάζες» για την ανάπτυξη της δράσης της εργατικής τάξης από κοινού πάνω στα καθημερινά προβλήματα και τις διεκδικήσεις της εναντίον του καπιταλισμού. Αυτή ήταν η τακτική του ενιαίου μετώπου.
Τον επόμενο χρόνο συγκλήθηκε το 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το ζήτημα του ενιαίου εργατικού μετώπου είχε κεντρική θέση στα ντοκουμέντα και τις συζητήσεις. Εκεί διαπιστώθηκε η πολύ μεγάλη δυσκολία να κατανοηθεί και να εφαρμοστεί σωστά από τη μεγάλη πλειοψηφία των κομμουνιστικών κομμάτων. Σε λίγες περιπτώσεις εφαρμόσθηκε η τακτική του ενιαίου μετώπου και σε ακόμα πιο λίγες με έναν σχετικά σωστό μαρξιστικό τρόπο. Ορισμένοι θεωρούσαν ότι αφορούσε το κομμουνιστικό κόμμα και το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, την κοινή δράση ως τη συγχώνευση τους, σε άλλες περιπτώσεις εγκαταλείπονταν η ανεξαρτησία του κομμουνιστικού κόμματος και το δικαίωμα του να διατυπώνει ολοκληρωμένα το σύνολο της πολιτικής του και να ασκεί κριτική σε λαθεμένες πρακτικές των άλλων κομμάτων, ορισμένοι το έβλεπαν ως κοινή δράση μόνο «από τα κάτω», μόνο μέσα στους συνδικαλιστικούς αγώνες και όχι στο πολιτικό επίπεδο κ.λπ.
Στη συζήτηση και ακόμη περισσότερο στις αποφάσεις έγινε σημαντική προσπάθεια να απαντηθούν πειστικά οι λαθεμένες απόψεις, και να τεθεί σε πραγματική μαρξιστική και λενινιστική βάση η τακτική του ενιαίου μετώπου. Το συνέδριο απάντησε καθαρά ότι ενιαίο μέτωπο είναι ο κοινός αγώνας όλων των εργατών ενάντια στο κεφάλαιο για τα καθημερινά ζωτικά αιτήματά τους, ανεξάρτητα αν αυτοί ακολουθούν τους κομμουνιστές, ή τη σοσιαλδημοκρατία, τους αρχικούς, ή είναι ανέντακτοι. Ότι το πρακτικό αποτέλεσμα της τακτικής του ενιαίου μετώπου πηγάζει από τα «κάτω» μέσα από τα σπλάχνα των εργατικών μαζών. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κομμουνιστές θα χρειαστεί να συνεργαστούν και με τους κορυφαίους εκπροσώπους των αντιπάλων εργατικών κομμάτων όμως, για την εξέλιξη της πορείας αυτών των διαπραγματεύσεων, οι μάζες πρέπει να έχουν διαρκώς πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους αυτούς, με κανένα τρόπο δεν πρέπει να περιορίζεται η αυτόνομη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων. Το συνέδριο τόνισε ότι «Τα γενικά συμφέροντα του κομμουνιστικού κινήματος, απαιτούν η Κ.Δ. και τα τμήματα της να υποστηρίξουν το σύνθημα της ενότητας του προλεταριακού μετώπου και να αναλάβουν την πρωτοβουλία της πραγματοποίησης του. Η τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων θα λαβαίνει υπόψη της τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας»[3]. Σε άλλο σημείο τόνιζε: «Δεν χωρά αμφιβολία ότι οι πόθοι των εργατικών μαζών δεν είναι πάντοτε ξεκαθαρισμένοι… Το βέβαιο πάντως είναι ότι τείνουν επιτακτικά στη δημιουργία ενός ενιαίου προλεταριακού μετώπου, στο σχηματισμό ενός ισχυρού μπλοκ, από τα κόμματα της 2ης διεθνούς και τα συνδικάτα του Άμστερνταμ έως και τους κομμουνιστές που πάνω του να συντρίβεται η εργοδοτική επίθεση. Με αυτή την έννοια οι πόθοι αυτοί αποτελούν καθαρή πρόοδο… Στη σημερινή κατάσταση του εργατικού κινήματος, κάθε σοβαρή δράση, ακόμη και αν ξεκινάει από μερικές διεκδικήσεις θα οδηγήσει σήμερα τις μάζες να θέσουν τα βασικά ζητήματα της επανάστασης»[4].
Το συνέδριο προβληματίστηκε έντονα ώστε να διαμορφώσει συγκεκριμένες ιδέες και αντίστοιχη τακτική, ώστε το επαναστατικό κίνημα να προσεγγίσει την επαναστατική διαδικασία και να διεκδικήσουν τα Κ.Κ. την εξουσία. Αναλύοντας τις συνθήκες και μελετώντας διάφορες εκδοχές των εξελίξεων η Κ.Δ. θεωρούσε ότι η παραπέρα ανάπτυξη της ταξικής πάλης μπορεί να οδηγήσει τόσο στην άμεση προλεταριακή επανάσταση όσο και να έχει μεταβατικά στάδια που θα οδηγήσουν προς την επανάσταση. «Ανάμεσα στη σημερινή περίοδο κυριαρχίας της ανοιχτή αστικής αντίδρασης και της πλήρους νίκης του επαναστατικού προλεταριάτου πάνω στην αστική τάξη βρίσκονται διάφορα στάδια και είναι δυνατά διάφορα βραχυχρόνια επεισόδια. Η Διεθνής και τα τμήματα της πρέπει να έχουν υπόψη τους και αυτή τη δυνατότητα. Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να ξέρουν να υπερασπίζουν τις επαναστατικές θέσεις σε οιοσδήποτε συνθήκες».
Λογική προέκταση της ανάπτυξης της τακτικής του ενιαίου εργατικού μετώπου ήταν η πρόβλεψη του 4ου συνεδρίου για τη δυνατότητα δημιουργίας εργατικής κυβέρνησης. Οι «θέσεις για την τακτική» που συζήτησε το συνέδριο ανέφεραν: «Η εργατική κυβέρνηση (ενδεχόμενα και εργατοαγροτική κυβέρνηση) πρέπει παντού να μας χρησιμεύει σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα. Αλλά σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα, η εργατική κυβέρνηση αποκτά σημασία στις χώρες όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής, και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη. Σε αυτές τις χώρες το σύνθημα της ‘‘εργατικής κυβέρνησης’’ αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του ενιαίου μετώπου…Στη φανερή ή μασκαρεμένη συμμαχία της αστικής τάξης με τη σοσιαλδημοκρατία, οι κομμουνιστές αντιτάσσουν το ενιαίο μέτωπο όλων των εργατών και τον πολιτικό και οικονομικό συνασπισμό όλων των εργατικών κομμάτων εναντίον της μπουρζουαζίας για την ανατροπή της…. Μια τέτοια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν βγει μέσα από την πάλη των ίδιων των μαζών, αν στηριχτεί πάνω σε εργατικά όργανα κατάλληλα για αγώνα και δημιουργημένα από τα πιο πλατιά στρώματα των καταπιεσμένων εργατικών μαζών. Μια εργατική κυβέρνηση που προκύπτει από ένα κοινοβουλευτικό συνδυασμό, μπορεί επίσης να δώσει την ευκαιρία να αναζωογονηθεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Είναι όμως αυτονόητο ότι η δημιουργία μιας πραγματικά εργατικής κυβέρνησης και η διατήρηση μιας κυβέρνησης που κάνει Επαναστατική πολιτική θα οδηγήσουν αναγκαστικά στον πιο λυσσασμένο αγώνα και ίσως, και σε εμφύλιο πόλεμο εναντίον της μπουρζουαζίας. Επομένως το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης μπορεί να εξαπολύσει επαναστατικούς αγώνες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κομμουνιστές πρέπει να δηλώσουν ότι είναι διατεθειμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση με μη κομμουνιστικά εργατικά κόμματα και οργανώσεις. Αυτό όμως μπορούν να το κάνουν μόνο αν υπάρχουν εγγυήσεις ότι αυτές οι εργατικές κυβερνήσεις θα κάνουν πραγματικά αγώνα εναντίον της μπουρζουαζίας[5]».
Είναι σαφές ότι η αναφορά αυτή για εργατική κυβέρνηση γίνεται και για κυβέρνηση πριν την επανάσταση, για κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού ακόμη. Η κυβέρνηση αυτή θα είναι προϊόν αφενός μεν μιας πολύ βαθιάς κρίσης του συστήματος και αδυναμίας της κυρίαρχης τάξης να κυβερνά, ή εμφανών δυσκολιών γι’ αυτό, όταν οι πλατιές εργατικές μάζες σε σημαντικό βαθμό θα έχουν αφυπνιστεί και θα έχουν ως ένα ορισμένο βαθμό διαρρήξει τους δεσμούς τους με τα αστικά πολιτικά κόμματα και θα είναι εμφανείς οι διαθέσεις τους για αγώνα εναντίον της αστικής τάξης. Θα στηρίζεται δηλαδή στις διαθέσεις και τον αγώνα της εργατικής τάξης και των εργαζομένων και θα δημιουργηθεί με μοναδικό σκοπό, από πλευράς τουλάχιστον των κομμουνιστών, την όξυνση της ταξικής πάλης και την άσκηση της μεγαλύτερης δυνατής πίεσης στην αστική τάξη στην προοπτική της οριστικής νίκης εναντίον της.
Η δημιουργία εργατικής κυβέρνησης πρέπει να τονίσουμε ότι δεν είναι νομοτέλεια. Δεν είναι δηλαδή αναγκαστικό, νομοτελειακό ένα πέρασμα από αυτή στο δρόμο προς την επανάσταση. Η κυβέρνηση αυτή, αν δημιουργηθεί θα έχει μοναδικό σκοπό να επιδιώξει την προσέγγιση στην επαναστατική διαδικασία και τη νίκη των επαναστατικών δυνάμεων.
Το 5ο συνέδριο της Κ. Δ. συγκλήθηκε τον Ιούνιο του 1924. Στο συνέδριο συζητήθηκε για μια ακόμη φορά το ζήτημα του ενιαίου εργατικού μετώπου. Κατά τη συζήτηση, αλλά και στην ίδια την εισήγηση του προέδρου της Κ.Δ. Ζηνόβιεφ εκφράστηκαν σεχταριστικές θέσεις, οι οποίες παρέκκλιναν σοβαρά από τις θέσεις του 3ου και 4ου συνεδρίου. Βάση αυτών των αντιλήψεων ήταν, πέρα από σεχταριστικές απόψεις που είχαν εκφρασθεί και στο προηγούμενο συνέδριο, η λαθεμένη εκτίμηση της κατάστασης του καπιταλισμού. Εκτιμούσαν ότι οι μεγάλες ταξικές μάχες του 1923 ( Γερμανία-, Βουλγαρία κ.λπ.) ήταν η απαρχή καινούργιας επαναστατικής ανόδου, γεγονός που τους οδήγησε στην αντίληψη για τερματισμό της τακτικής του ενιαίου μετώπου και προετοιμασία για επίθεση. Θεωρούσαν επίσης ότι η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν δικαιώθηκε στη ζωή και γι’ αυτό ήταν αναγκαία η αναπροσαρμογή της. Επανήλθε ξανά η άποψη ότι ήταν μέθοδος ζύμωσης μόνο και κινητοποίησης των μαζών και πρότειναν την απάλειψη της θέσης για την ‘‘εργατική κυβέρνηση’’. Ιδιαίτερα ορισμένα στελέχη αποκάλεσαν την εργατική κυβέρνηση συνώνυμο της δικτατορίας του προλεταριάτου, η ψευδώνυμο του σοβιετικής κυβέρνησης.
Στο συνέδριο αναπτύχθηκε σοβαρή αντιπαράθεση. Ένας μεγάλος αριθμός αντιπροσώπων άσκησε έντονη κριτική στις παραπάνω απόψεις με αποτέλεσμα οι αποφάσεις του συνεδρίου σε μικρό βαθμό να επηρεαστούν από αυτές και τελικά οι αποφάσεις να είναι σε θετική κατεύθυνση.
Γενικότερα προβλήθηκε μια ολόκληρη γκάμα λανθασμένων αντιλήψεων από την ακραία σεχταριστική ότι ‘‘ενιαίο μέτωπο είναι η ενότητα όσων εργατών αποδέχονται την πολιτική και την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος’’ και την επίσης ακραία, δεξιά όμως αυτή τη φορά αντίληψη, ότι ενιαίο μέτωπο είναι ο Συνασπισμός του κομμουνιστικού κόμματος με τη σοσιαλδημοκρατία πάνω σε αυτά που συμφωνούν με παραίτηση από την προβολή όλων των ζητημάτων στα οποία υπάρχει διαφωνία, καθώς επίσης και την προβολή ολοκληρωμένων των θέσεων και των αντιλήψεων του κομμουνιστικού κόμματος. Μέχρι τις μέρες μας τις βρίσκουμε διαδεδομένες και τις δύο αυτές αντιλήψεις στο κομμουνιστικό κόμμα και γενικότερα στο αριστερό κίνημα της χώρας. Είναι σαφές ότι και οι δύο αυτές εκδοχές, καθώς και το σύνολο των λαθεμένων αντιλήψεων εκείνων που κινούνται ανάμεσα στις δύο αυτές, είναι χοντρές διαστρεβλώσεις της λενινιστικής αντίληψης και τακτικής.
Ενδεικτικά είναι ορισμένα δημοσιεύματα τον τελευταίο καιρό, στα οποία εκφράζονται οι δύο εντελώς διαφορετικές και λαθεμένες απόψεις σχετικά με το ζήτημα αυτό. Από τη μια έχουμε αμφισβήτηση της θέσης ότι είναι ενδεχόμενη και όχι αναγκαία η δημιουργία μιας τέτοιας κυβέρνησης και μάλιστα θεωρεί, η άποψη αυτή, ότι σε ένα μέτωπο αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό αντιστοιχεί οπωσδήποτε μια αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση. Η άποψη αυτή δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι δυνατόν να διαμορφωθεί αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μέτωπο χωρίς ποτέ να γίνει αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση και ακόμη στην πορεία προς την επανάσταση μπορεί να διαμορφωθεί τέτοια κυβέρνηση ενώ δεν θα υπάρχει μέτωπο. Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση μπορεί να είναι βαθμίδα, φάση προς την επανάσταση ανεξαρτήτως της μορφής οργάνωσης που θα πάρει και αν θα πάρει η κοινωνικοπολιτική συμμαχία. Από την άλλη σε άλλα δημοσιεύματα μπαίνει η εξής θέση. Η κυβέρνηση αυτή, η κυβέρνηση των εργατικών κομμάτων, είναι αναγκαστικά η έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας, είναι η δικτατορία του προλεταριάτου ή μια κυβέρνηση που σχεδόν ταυτίζεται μαζί της. Δεν μπορεί να βγει έξω από την επαναστατική διαδικασία, διότι σε αυτή την περίπτωση οι επαναστατικές δυνάμεις περνούν σε μια σταδιοποίηση της επανάστασης. Ότι παρεμβάλλουν ένα ολόκληρο στάδιο πριν από το σοσιαλισμό, μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού και κατά αυτόν τον τρόπο η επανάσταση αποπροσανατολίζεται και εκτρέπεται. Είναι φανερό ότι μια τέτοια τοποθέτηση δεν είναι σε αρμονία με το 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εκεί σαφώς τονίζεται ότι υπάρχουν τύποι κυβερνήσεων που είναι δυνατόν να τις στηρίξουν οι κομμουνιστές και δημιουργούνται εκτός επαναστατικής διαδικασίας με στόχο την επιδίωξη της επανάστασης. Κατά αυτόν τον τρόπο ολόκληρη η αντίληψη για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση ακυρώνεται.
Είναι φανερό ότι και οι δύο αυτές αντιλήψεις είναι λάθος. Ακυρώνουν την όποια αναζήτηση δρόμου προς την επανάσταση σε συνθήκες που δεν έχει διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση και συνολικά δεν έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις της επανάστασης ακόμη, η πρώτη απολυτοποιώντας, έστω και αθέλητα, την εκδοχή δημιουργίας μιας κυβέρνησης αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής και η δεύτερη ακυρώνοντας και ταυτίζοντας την με την ίδια τη δικτατορία του προλεταριάτου. Οι δύο αυτές αντιλήψεις είναι παρόμοιες με αυτές που εκφράσθηκαν στο πέμπτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Οι διαστρεβλώσεις αυτές που εμφανίσθηκαν στο 5ο συνέδριο δεν προέρχονταν από κάποια κομμουνιστικά κόμματα μόνο. Ήταν ευρύτερα διαδεδομένες και μάλιστα φαίνεται ότι είχαν σημαντικά ερείσματα και μέσα στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εκδηλωνόταν σε κάποια φάση, αποσύρονταν και ξανάρχονταν στην πορεία σε κάποια ευνοϊκή στροφή των γεγονότων με αποτέλεσμα η Εκτελεστική Επιτροπή να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τη δράση από σωστές λενινιστικές θέσεις, να παρασύρεται και η ίδια σε σοβαρά λάθη. (Εξέγερση του γερμανικού προλεταριάτου το 1923 κ.λπ.)
Στο βαθμό που οι δυσκολίες της ταξικής πάλης μεγάλωναν, η Σοσιαλδημοκρατία κρατούσε μια απαράδεκτη, προδοτική στάση απέναντι στο ενιαίο μέτωπο και στους αγώνες της εργατικής τάξης και τα κομμουνιστικά κόμματα δεν ήταν τόσο ώριμα να επιμείνουν και να εφαρμόσουν αποτελεσματικά την τακτική του ενιαίου μετώπου φέρνοντας σε δύσκολη θέση τη σοσιαλδημοκρατία, εξωθούνταν σταδιακά τα ίδια στην αλλοίωση της ενιαιομετωπικής πολιτικής, την ανάπτυξη της γραμμής για ενιαίο μέτωπο μόνο ‘‘από τα κάτω’’. Σταδιακά η Εκτελεστική Επιτροπή έδινε οδηγίες στα κομμουνιστικά κόμματα να δράσουν έχοντας βασικό γνώμονα ότι η διαχωριστική γραμμή στο πολιτικό επίπεδο περνά ανάμεσα στο ΚΚ από τη μια και στο σύνολο των άλλων κομμάτων από την άλλη, τα οποία τα θεωρούσε όλα ανεξαιρέτως κόμματα της αστικής τάξης, σαν να εξέλειπαν από τις αστικές κοινωνίες τα μικροαστικά στρώματα και η αγροτιά και κόμματα που εξέφραζαν σ’ ένα βαθμό τέτοια συμφέροντα. Είναι ο πρόδρομος της αντίληψης πέντε κόμματα δύο πολιτικές, η οποία διατυπώθηκε στο Κ.Κ.Ε. στη δεκαετία του 1990 και έστω και αν δεν διακηρύχτηκε επίσημα και ρητά είναι η επίσημη γραμμή του μέχρι σήμερα.
Η τακτική αυτή δεν μπορούσε να διαχωρίσει την ηγεσία από την επιρροή και αντιμετώπιζε το σύνολο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων εχθρικά και αυτό το κλίμα μεταφέρονταν μέσα στην εργατική τάξη, δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των εργατών, έβαζε εμπόδιο στην ενότητα και πρακτικά εξυπηρετούσε τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία που όντως ήταν υπηρέτης της αστικής τάξης. Έτσι στην Κ.Δ. διαμορφώνονταν μια καινούργια τακτική που στην πορεία πήρε την ονομασία ‘‘τάξη ενάντια στην τάξη’’. Η τακτική αυτή, υπολόγιζαν οι κομμουνιστές, να δυναμώσει την αυτεπίγνωση του προλεταριάτου, να δυναμώσει την τάση για αυτοτέλειά του απέναντι στην αστική τάξη και να ανεβάσει τη συσπείρωση και τη μαχητικότητα του. Αυτός ήταν ο υγιής πυρήνας της αντίληψης αυτής. Η αντίληψη όμως ότι οι ρεφορμιστικές οργανώσεις στο σύνολο τους είχαν περάσει στην υπηρεσία της αστικής τάξης οδήγησε στη μεγιστοποίηση του σεχταρισμού.
Έτσι γενικεύθηκε σταδιακά, ιδιαίτερα μετά το 1927- 1928 ο χαρακτηρισμός των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων όχι μόνο ως αστικών κομμάτων αλλά ως σοσιαλφασιστικών και δόθηκε προτεραιότητα στην πάλη εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας και ιδιαίτερα του πιο αριστερού τμήματος της. Οι εξελίξεις αυτές ζημίωσαν όχι μόνο την Κ.Δ. και τα κομμουνιστικά κόμματα, αλλά και την ίδια την εργατική τάξη και τους λαούς.
Όταν το 1933 οι ναζιστικές κατέλαβαν την εξουσία στη Γερμανία και η γερμανική εργατική τάξη, ο γερμανικός λαός και όλοι οι λαοί της Ευρώπης αντιμετώπισαν πρακτικά το κτηνώδες πρόσωπο του φασισμού, τότε τίθεται με πολύ μεγάλη ένταση το ερώτημα, πώς μπορεί να εμποδιστεί η άνοδος του φασισμού στην εξουσία, πώς μπορεί να ανατραπεί ο φασισμός εκεί που ήδη νίκησε. Η απάντηση του 7ου συνεδρίου της Κ.Δ. ήταν « Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει, το πρώτο με το οποίο πρέπει να αρχίσει κανείς, είναι η δημιουργία του ενιαίου μετώπου, η αποκατάσταση της ενότητας δράσης των εργατών σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε συνοικία, σε κάθε περιοχή, σε κάθε χώρα, σε ολόκληρο το κόσμο. Η ενότητα δράσης του προλεταριάτου σε εθνική και διεθνή κλίμακα, αυτό είναι το πιο ισχυρό όπλο, που κάνει την εργατική τάξη ικανή όχι μόνο να αμυνθεί με επιτυχία, αλλά και να προχωρήσει σε επιτυχή αντεπίθεση εναντίον του φασισμού, ενάντια στον ταξικό εχθρό».[6]
Αντιμετώπιζε το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης καταρχήν ως κοινή δράση των εργατών που ανήκουν στα κόμματα των δύο διεθνών ( κομμουνιστική διεθνής και δεύτερη διεθνής) που όμως αυτή η κοινή δράση θα είχε τεράστια επίδραση στους καθολικούς, στους αναρχικούς και ανοργάνωτους εργάτες και ακόμη θα ασκούσε μεγάλη επιρροή πάνω στα υπόλοιπα στρώματα του εργαζόμενου λαού, θα βοηθούσε τους ταλαντευόμενους εργαζόμενους να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στη δύναμη της εργατικής τάξης. Το 7ο συνέδριο τόνιζε ότι « είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί η ενότητα δράσης όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν στο ένα ή άλλο κόμμα, σε αυτήν ή την άλλη οργάνωση, πριν ακόμα ενωθεί η πλειοψηφία της εργατικής τάξης στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης[7]».
Όσον αφορά το περιεχόμενο του ενιαίου μετώπου, τη βάση της συμφωνίας του κομμουνιστικού κόμματος με άλλες πολιτικές δυνάμεις, αυτή ήταν η υπεράσπιση των άμεσων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, η υπεράσπιση της εργατικής τάξης και του λαού ενάντια στο φασισμό και η πάλη για την αποτροπή του πολέμου. «Δεν πρέπει να περιοριζόμαστε σε απλές εκκλήσεις για αγώνα για την προλεταριακή δικτατορία, πρέπει να ρίχνουμε τέτοια συνθήματα και να βρίσκουμε τέτοιες μορφές πάλης, που να ανταποκρίνονται στις ζωτικές ανάγκες των μαζών και στο βαθμό της αγωνιστικής τους ικανότητας στο δοσμένο στάδιο ανάπτυξης. Πρέπει να δείξουμε στις μάζες, τι πρέπει να κάνουν σήμερα, για να αμυνθούν μπροστά στην καπιταλιστική καταλήστευση και τη φασιστική βαρβαρότητα».[8] Πιο συγκεκριμένα ως βάση της συμφωνίας για το ενιαίο προλεταριακό μέτωπο προτεινόταν α) ο αγώνας για την πραγματική μεταφορά των συνεπειών της κρίσης πάνω στις πλάτες της κυρίαρχης τάξης, πάνω στις πλάτες των καπιταλιστικών, τον μεγαλογαιοκτημόνων, με άλλα λόγια πάνω στις πλάτες των πλουσίων. β) Ο κοινός αγώνας ενάντια σε όλες τις μορφές της φασιστικής επίθεσης, για την υπεράσπιση των κατακτήσεων και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ενάντια στην κατάργηση των αστικών δημοκρατικών ελευθεριών. γ) Ο κοινός αγώνας ενάντια στον επερχόμενο κίνδυνο ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου, αγώνας που θα δυσκόλευε τις προετοιμασίες ενός τέτοιου πολέμου»[9].
Το συνέδριο τόνιζε την ανάγκη για ταυτόχρονη προώθηση του ενιαίου εργατικού μετώπου, την οργάνωση κοινής δράσης από τα πάνω, ιδιαίτερη όμως προσοχή πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη των μαζικών ενεργειών και δράσης από τα κάτω, τοπικά με την κοινή δράση οργανώσεων και συνδικάτων πάνω στη βάση τοπικών συμφωνιών. Όλη αυτή τη δράση του 7ο συνέδριο τη θεωρεί ως το πρώτο βήμα. «Η συμμαχία είναι μόνο ένα βοηθητικό μέσο για την πραγματοποίηση κοινών ενεργειών, στην πραγματικότητα δεν είναι αυτή το ενιαίο μέτωπο… Οι κομμουνιστές και όλοι οι επαναστάτες εργάτες πρέπει να αγωνιστούν, ώστε να σχηματιστούν αιρετά υπερκομματικά ταξικά όργανα του ενιαίου μετώπου μέσα στα εργοστάσια, ανάμεσα στους ανέργους, στις εργατικές συνοικίες, ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους της πόλης και του χωριού. Μόνο με τέτοια όργανα μπορεί να αγκαλιάζει την τεράστια ανοργάνωτη μάζα των εργαζομένων το κίνημα του ενιαίου μετώπου»[10].
Το μεγάλο πρόβλημα της συσπείρωσης των εργαζομένων στρωμάτων του λαού πέραν της εργατικής τάξης – των αγροτών, των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης- εναντίον του κεφαλαίου και του φασισμού το 7ο συνέδριο το αντιμετώπισε με την πρόταση δημιουργίας πλατιού λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου πάνω στη βάση του εργατικού ενιαίου μετώπου που θα είχε προηγηθεί. Και αυτό κατανοώντας ότι για την επιτυχία του αγώνα εναντίον του φασισμού είναι αναγκαία η δημιουργία αγωνιστικής, ζωντανής συμμαχίας της εργατικής τάξης με την εργαζόμενη αγροτιά και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού και στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες.
Το συνέδριο κρατούσε ανοιχτή τη δυνατότητα και την προοπτική να περάσει η εργατική τάξη από την άμυνα στην επίθεση με στόχο την εξουσία. « Πρέπει ακούραστα να προετοιμάζουμε την εργατική τάξη, να αλλάξει γοργά τις μορφές και μεθόδους αγώνα, όταν μεταβληθούν οι συνθήκες. Στο βαθμό που θα αναπτύσσεται το κίνημα και θα δυναμώνει η ενότητα της εργατικής τάξης, πρέπει να προχωρήσουμε παραπέρα και να προετοιμάσουμε το πέρασμα από την άμυνα στην επίθεση ενάντια στο κεφάλαιο, και να κατευθυνθούμε προς την οργάνωση της μαζικής πολιτικής απεργίας. Απαράβατος όρος για μια τέτοια απεργία πρέπει να είναι η συμμετοχή των βασικών συνδικάτων της κάθε χώρας. Φυσικά οι κομμουνιστές δεν πρέπει να παραιτηθούν ούτε στιγμή από την ανεξάρτητη δράση, να διαφωτίζουν τις μάζες σύμφωνα με τις κομμουνιστικές αρχές, να τις οργανώνουν και να τις κινητοποιούν».[11]
Το συνέδριο αντιμετώπισε τη δημιουργία κυβέρνησης του ενιαίου μετώπου και τις πολιτικές προϋποθέσεις της κατά αντίστοιχο τρόπο με τις τοποθετήσεις του 4ου συνεδρίου της Κ.Δ. και τις παρουσίαζε ως την πείρα και τις αδυναμίες των κομμουνιστικών κομμάτων από την εφαρμογή τους τότε. Κυρίως έθετε τρεις προϋποθέσεις: Τη σύνδεση του ζητήματος της κυβέρνησης του ενιαίου μετώπου με ξεκάθαρο τρόπο με την ύπαρξη πολιτικής κρίσης, ώστε η κυβέρνηση να καθίσταται δυνατή και πολιτικά απαραίτητη. Τη σύνδεση της κυβέρνησης με την ανάπτυξη ισχυρού αγωνιστικού κινήματος της εργατικής τάξης και όχι με τεχνητές συγκολλήσεις κομμάτων. Όσον αφορά το περιεχόμενο και τις επιδιώξεις της κυβέρνησης αυτής διευκρινίζονταν ότι πρέπει να υλοποιήσει ορισμένα επαναστατικά αιτήματα που έθετε η κατάσταση – έλεγχος της παραγωγής, έλεγχος των τραπεζών, διάλυση της αστυνομίας και δημιουργία ένοπλης εργατικής πολιτοφυλακής κ.λπ.- και να αξιοποιηθεί η κυβέρνηση αυτή ως μια πιθανή μορφή περάσματος στην επαναστατική διαδικασία, «Για να βοηθήσουμε τα εκατομμύρια μάζες να μάθουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα με βάση την ίδια τους την πείρα, τι πρέπει να κάνουν, που βρίσκεται η αποφασιστική διέξοδος, πιο κόμμα είναι άξιο της εμπιστοσύνης τους, είναι απαραίτητα εκτός από τα άλλα και μεταβατικά συνθήματα και ιδιαίτερες μορφές περάσματος ή πλησιάσματος στην προλεταριακή επανάσταση. Διαφορετικά οι πλατιές λαϊκές μάζες, όντας παγιδευμένες σε μικροαστικές δημοκρατικές αυταπάτες και παραδόσεις, θα ταλαντεύονται, θα διστάζουν, θα αποπροσανατολίζονται, ακόμη και σε μια επαναστατική κατάσταση, χωρίς να βρίσκουν το δρόμο προς την επανάσταση, για να βρεθούν τελικά κάτω από τα χτυπήματα των φασιστών[12]», ανάφερε το συνέδριο. Τέλος επεσήμαινε ότι η κυβέρνηση αυτή δεν είναι η οριστική λύση των προβλημάτων των εργαζομένων, ούτε το τέλος του δρόμου. « Η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να φέρει την τελική σωτηρία. Δεν είναι σε θέση να ανατρέψει την ταξική κυριαρχία των εκμεταλλευτών, γι’ αυτό και δεν μπορεί να ματαιώσει οριστικά τον κίνδυνο της φασιστικής αντεπανάστασης. Επομένως πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τη σοσιαλιστική επανάσταση! Η σωτηρία θα έρθει αποκλειστικά και μόνο από την εξουσία των σοβιέτ».[13]
Εκ των υστέρων το 7ο συνέδριο αμφισβητήθηκε και αμφισβητείται έντονα. Στην αρχή από τους συνήθεις υπόπτους, ιδίως τον τροτσκισμό και στη συνέχεια, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, από όλους αυτούς που διεκδικούν τον τίτλο του σύγχρονου αντικαπιταλιστή. Χρεώνουν στις απόψεις του 7ου συνεδρίου μέχρι και την ανατροπή του ίδιου του χαρακτήρα της Κ.Δ. Θεωρούν ότι ουσιαστικά από τότε η Διεθνής έπαψε να υπάρχει. Άλλοι θεωρούν το 7ο συνέδριο υπεύθυνο για την εξέλιξη της πάλης εναντίον του φασισμού, καθώς επίσης και για το γεγονός ότι ηττήθηκαν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στην περίοδο 1941- 1945 και δεν επικράτησε η επανάσταση στη δυτική Ευρώπη.
Μελετώντας προσεκτικά τα κείμενα του 7ου συνεδρίου οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η εισήγηση και η απόφαση πατούν σταθερά στο έδαφος των επεξεργασιών της Κ.Δ. και του ενιαίου μετώπου. Παρότι σε ορισμένα σημεία τους λείπει μια πιο επιστημονική και πιο ακριβολογημένη διατύπωση καθώς και μια πιο ολοκληρωμένη οπτική, ίσως ακόμη ένας ολοκληρωμένος τονισμός του χαρακτήρα της δράσης και των κινδύνων που υπάρχουν για διολίσθηση, δεν είναι δυνατόν να τους αποδοθούν λάθη από τη σκοπιά του μαρξισμού και του λενινισμού. Είναι τουλάχιστον λαθεμένη η απόρριψη του 7ου συνεδρίου πέρα από τυχόν παρατηρήσεις που μπορεί να γίνουν.
Είναι όμως αναντίρρητο γεγονός ότι η εξέλιξη των μετώπων και γενικότερα των ταξικών αγώνων που αναπτύχθηκαν στη βάση του 7ου συνέδριου δεν έφτασαν ως την κατάληψη της εξουσίας στις χώρες της Ευρώπης που δεν απελευθερώθηκαν από το κόκκινο στρατό. Στην πορεία της δράσης πολλά από τα κινήματα αυτά δεν συνδύασαν σωστά την πάλη για τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων ( φασισμός- εθνική απελευθέρωση) με το καθήκον της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Δημιουργήθηκαν πολύ μαζικά μέτωπα, απελευθέρωσαν τις χώρες τους, συσπείρωσαν το σύνολο ή το μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης και ευρύτατα αγροτικά και μικροαστικά τμήματα, αλλά ηττήθηκαν από την αστική τάξη και το ιμπεριαλισμό. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την απελευθέρωση ήταν σχετικά ευνοϊκές για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Αυτό ακριβώς το γιατί πρέπει να απαντηθεί σωστά και πειστικά. Εκείνο που σε αρκετές περιπτώσεις ισχύει είναι ότι τα κομμουνιστικά κόμματα σταδιακά μέσα στη συμμαχία και κάτω από τις δυσκολίες παραιτήθηκαν από την προβολή του συνολικού προγράμματος τους, από τα πράγματα αποσυνέδεσαν την άμεση δράση από το στρατηγικό στόχο, πέρασαν σε μια σταδιοποίηση της πάλης ξένης προς το μαρξισμό και το λενινισμό και έμειναν στη διεκδίκηση των άμεσων προβλημάτων. Θεωρούμε ότι αυτή την εξέλιξη δεν μπορεί να την χρεωθεί το 7ο συνέδριο, τουλάχιστον με ένα άμεσο τρόπο.
[1] Τρίτη Διεθνής, τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, σ. 268. 269 . 270
[2] Τρίτη Διεθνής τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, σ. 401
[3] στο ίδιο σ. 402
[4] Στο ίδιο σ. 401
[5] Τρίτη Διεθνής τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, σ. 396
[6] Γκεόργκι Ντιμιτρώφ Ο φασισμός σ. 43 -44
[7] Στο ίδιο σ. 45
[8] Στο ίδιο σ.49- 50
[9] Στο ίδιο σ. 50
[10] Στο ίδιο σ. 52
[11] Στο ίδιο σ. 50
[12] Το ίδιο σ. 95 – 96
[13] Στο ίδιο σ. 96

Μέρος Γ’
Το 15ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. και το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο
Μετά τη διάσπαση του το 1989-1991, το Κ.Κ.Ε. προώθησε την ανασυγκρότηση και την οικοδόμηση του και ανάμεσα στα άλλα οργάνωσε το 15ο συνεδρίου του, συνέδριο που επεξεργάστηκε το νέο πρόγραμμα και το καταστατικό του.
Το νέο, αν και όχι εντελώς νέο, αυτού του προγράμματος είναι ότι δεν αντιμετωπίζει πλέον την επανάσταση ως ενιαία διαδικασία με δύο στάδια, το αντιιμπεριαλιστικό που θα μετεξελιχθεί γρήγορα σε σοσιαλισμό, αλλά ως επανάσταση άμεσα σοσιαλιστική, θέση απόλυτα ορθή και φυσιολογική η οποία συνάντησε την καθολική συμφωνία των κομμουνιστών.
Εκτιμώντας το συνέδριο τη θέση της χώρας στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, ως θέση ενδιάμεση και εξαρτημένη, καθώς και τα συνολικά χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού (επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ταξική σύνθεση, εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα στην πόλη και στην ύπαιθρο…) εκτίμησε ότι η πάλη ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό έχει κομβική θέση στους αγώνες του λαού για τα καθημερινά του προβλήματα και για την προσέγγιση στην επανάσταση. Η πάλη εναντίον των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού είναι το όχημα που στις συνθήκες της χώρας μπορεί να δώσει ώθηση στη συγκέντρωση δυνάμεων που έχουν συμφέρον να προωθήσουν την επαναστατική πάλη. Στην εισήγηση της ΚΕ στο συνέδριο τονιζόταν: «Τα αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά προβλήματα θα αποτελέσουν τον πυρήνα των προβλημάτων που θα ωθήσουν τις κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής επανάστασης να ανατρέψουν το παλιό και να λύσουν το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας, που είναι το πρόβλημα κλειδί για να γίνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό με προοπτική την κομμουνιστική κοινωνία»[1]. Απαντώντας επίσης από το βήμα του συνεδρίου στην τελική της ομιλία η Α. Παπαρήγα σε αντιλήψεις και ενστάσεις που είχαν διατυπωθεί, όσον αφορά την τακτική που επιλέχθηκε και ιδιαίτερα το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο έλεγε: «Μπερδεύουν τη θέση για ωριμότητα των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό με τις προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι υλικοί όροι έχουν ωριμάσει, υπερωριμάσει για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, παίρνοντας σαν βάση την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, την ανάπτυξη και το βάθος των καπιταλιστικών σχέσεων, τη διαμόρφωση του κρατικομονοπωλιακού συστήματος. Άλλο πράγμα να θεωρούμε ότι έχουν ωριμάσει και οι αντικειμενικές προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης. Άρα να πιστεύουμε ότι το μόνο που μένει είναι ο αυστηρά υποκειμενικός παράγοντας, δηλαδή το κόμμα και ο περίγυρος του[2]», και στη συνέχεια «μέσα στο πρόγραμμα δεν εξασφαλίζουμε αυτόματα την ικανότητα, σε κάθε φάση και σε όλη την πορεία του κόμματος, να συνδέουμε κυριολεκτικά την τακτική με τη στρατηγική. Να υπηρετεί η τακτική το στρατηγικό μας σκοπό. Είναι ένα σύνθετο ζήτημα. Λέμε για τη διαλεκτική σχέση, αλλά στην πράξη απαιτεί περίσσια ικανότητα και ωριμότητα. Το πώς δηλαδή θα υπηρετεί η τακτική τη στρατηγική σε κάθε φάση του κινήματος. Ο τρόπος που σχετίζονται δεν είναι πάντα ίδιος. Αλλιώς θα γίνεται σε συνθήκες απότομης και μεγάλης ανόδου του κινήματος και με άλλο τρόπο σε φάση στασιμότητας, προσωρινής υποχώρησης. Η θέση για το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο εκφράζει τη διαλεκτική σχέση τακτικής και στρατηγικής»[3].
Ολόκληρη η δράση του Κ.Κ.Ε, οι αγώνες που θα αναπτυχθούν πρέπει να έχουν κύριο, άμεσο στόχο, τη διαμόρφωση των αναγκαίων όρων που θα διευκολύνουν τη δημιουργία του κοινωνικοπολιτικού λαϊκού μετώπου, μέτωπο που το προσδιορίζει το συνέδριο ως αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό από το εύρος των ζητημάτων και των αντιθέσεων που διαμορφώνουν τη βάση του και ο χαρακτήρας του θα είναι κοινωνικοπολιτικός, θα συμμετέχουν δηλαδή κοινωνικές δυνάμεις και συνάμα πολιτικές δυνάμεις, κόμματα, κινήσεις, ομάδες, παράγοντες και πρόσωπα.
Είναι σαφές από το χαρακτήρα του μετώπου ότι σε αυτό θα συσπειρωθούν η εργατική τάξη, γενικότερα οι μισθωτοί, τα μικροαστικά στρώματα της πόλης, οι αγρότες εκτός από ένα λεπτό στρώμα τους που ανήκουν ή προσεγγίζουν την αστική τάξη, οι εργαζόμενοι στην τέχνη και στον πολιτισμό, στην ανάπτυξη της επιστήμης, δυνάμεις και κινήματα που αγωνίζονται για τα δημοκρατικά δικαιώματα, εναντίον ιμπεριαλισμού και του πολέμου κ.λπ. Το έδαφος πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται οι διαδικασίες συγκρότησης και εδραίωσης του μετώπου είναι τα οξυμένα προβλήματα που απασχολούν το λαό, και οι διεκδικήσεις των εργαζομένων και επίσης όλα τα στοιχεία που συνθέτουν και διαμορφώνουν τη σύγκρουση με το μονοπωλιακό κεφάλαιο, την εξουσία και τους μηχανισμούς του. Θεμέλιο και ηγετική δύναμη του μετώπου θα είναι η εργατική τάξη που διαμορφώνει μέσα στην πάλη την ενότητα της σε ταξική κατεύθυνση και τη συμμαχία της με τα μικροαστικά στρώματα.
Καίρια σημασία για το μέτωπο και την προοπτική του έχει ο ηγετικός ρόλος του Κ.Κ.Ε., τον οποίον το ίδιο τον διεκδικεί και τον κατακτά στην καθημερινή δράση, καθημερινά γίνεται περισσότερο αποδεκτό από το λαό και καταξιώνεται με τη θεωρητική επάρκεια, τις πρωτοπόρες επεξεργασίες του, τη δράση με αυταπάρνηση των μελών του και συνολικά τον πρωτοπόρο ρόλο του.
Στην εισήγηση της ΚΕ προς το συνέδριο σημειωνόταν: «Το Κ.Κ.Ε. θα επιδιώξει κοινή δράση, συντονισμό και συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις που θα θελήσουν να στηρίξουν τους αντιιμπεριαλιστικούς, αντιμονοπωλιακούς αγώνες. Το Κ.Κ.Ε. δεν θέτει όρο για κοινή δράση να αποδεχθούν υποχρεωτικά και προκαταβολικά οι άλλες πολιτικές δυνάμεις και σχηματισμοί όλες τις θέσεις του. Η κοινή δράση πρέπει να βασίζεται στη συμφωνία αντίστασης στις επιλογές των ιμπεριαλιστικών οργανισμών σε βάρος των εργαζομένων και της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας. Να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζομένων από την επίθεση των πολυεθνικών και γενικότερα του μεγάλου κεφαλαίου. Να αντιστέκεται στις αντίστοιχες κυβερνητικές επιλογές. Να δίνει ώθηση στους λαϊκούς αγώνες, να μη δεσμεύει και κλείνει το δρόμο προς τα μπρος»[4]. Στο πρόγραμμα επίσης αναφέρεται: «Το Κ.Κ.Ε. επιδιώκει τη συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται την αναγκαιότητα σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό και τα πολυεθνικά μονοπώλια, υπερασπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, τη λαϊκή κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας. Η συνεργασία μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή συντονισμού, πολλαπλών συσπειρώσεων και κοινής δράσης για ορισμένα συγκεκριμένα προβλήματα, στα οποία διαπιστώνεται συμφωνία. Η εμπειρία της κοινής δράσης θα δείχνει κατά πόσο είναι δυνατή η διεύρυνση της για συνεργασία και σε άλλους αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς στόχους, κατά πόσο στη συνέχεια μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτική συμφωνία»[5].
Από τα παραπάνω αποσπάσματα καθίσταται σαφές ότι το 15ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. αντιμετωπίζει με διαλεκτικό τρόπο τη συνεργασία με άλλες πολιτικές δυνάμεις στα πλαίσια της δράσης και του μετώπου. Τη βλέπει καταρχήν ως συντονισμό και απλή συνεργασία στη δράση για τα άμεσα προβλήματα, μέσα στους αγώνες. Τη βλέπει ως συμφωνία για αντίσταση στις επιλογές του ιμπεριαλισμού, στην πολιτική των κυβερνήσεων, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, θέτει ως προϋπόθεση να δίνει ώθηση στους λαϊκούς αγώνες και να ανεβάζει σε ψηλότερο επίπεδο ωριμότητας και συνειδητότητας το κίνημα. Η συμφωνία και η δράση πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα θα αποδεικνύει πόσο είναι ώριμη και δυνατή η επέκταση της σε γενικότερους αντιιμπεριαλιστικούς στόχους και αν μπορεί να μετεξελιχθεί σε πολιτική συμφωνία και συμμετοχή στο μέτωπο.
Από την πρώτη στιγμή εκδηλώθηκε τάση αμφισβήτησης της αναγκαιότητας το μέτωπο να έχει πολιτική διάσταση, να οικοδομείται δηλαδή και «από τα πάνω» με συμφωνίες πολιτικών δυνάμεων και κινήσεων, οι οποίες θα πάρουν μέρος σ’ αυτό ωριμάζοντας οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Τις απόψεις αυτές αντέκρουσε η εισήγηση της ΚΕ στο συνέδριο. «Οι κυριότερες επιφυλάξεις και προβληματισμοί ορισμένων συντρόφων, έγραφε, εκφράστηκαν με το ερώτημα αν πρέπει το Κ.Κ.Ε. να επιδιώκει πολιτική συνεργασία με άλλα κόμματα, πολιτικές ομάδες και παράγοντες. Οι σύντροφοι αυτοί βλέπουν μόνο την πλευρά των κοινωνικών συμμαχιών και το Κ.Κ.Ε. αποκλειστικό φορέα για την καθοδήγηση τους, πράγμα που περιορίζει τη σημασία των ανακατατάξεων και διεργασιών. Παραγνωρίζουν ότι οι ανακατατάξεις και διεργασίες, για αλλαγή των συσχετισμών κάτω από την επίδραση των αγώνων, θα ασκήσουν επίδραση και στο πολιτικό επίπεδο… Η συνεργασία με άλλες πολιτικές δυνάμεις μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή συντονισμού, πολλαπλών συσπειρώσεων και κοινής δράσης για ορισμένα αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά αιτήματα στα οποία διαπιστώνεται συμφωνία. Η εμπειρία της κοινής δράσης δείχνει κατά πόσο είναι δυνατόν να διευρυνθεί με γενικότερους στόχους, κατά πόσον μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτική συμφωνία»[6]. Η Α. Παπαρήγα στην τελική ομιλία της στο συνέδριο έλεγε: « Είπαν ορισμένοι σύντροφοί ότι δεν είναι απαραίτητο μέσα στο πρόγραμμα να ασχοληθούμε με θέματα πολιτικών συμμαχιών. Αν θα εμφανιστεί μορφή λαϊκής εξουσίας, χωρίς εκλογικές διαδικασίες, ή αν θα εμφανιστεί κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, του μετώπου μέσα από κοινοβουλευτική διαδικασία. Λένε ας τα βγάλουμε αυτά από το πρόγραμμα είναι θέματα τακτικής που θα τα αντιμετωπίσουμε συγκεκριμένα. Η άποψη αυτή είναι λάθος. Δεν είναι θέματα τακτικής. Ακριβώς αυτή η άποψη οδηγεί στην αποσύνδεση της τακτικής από τη στρατηγική μας. Οι συμμαχίες, οι μορφές προσέγγισης προς το σοσιαλισμό, η αντιμετώπιση της αντεπίθεσης του αντιπάλου είναι θέματα στρατηγικής σημασίας. Και απ’ αυτή την άποψη, αλίμονο αν αυτά τα ζητήματα τα βγάλουμε από το πρόγραμμα και έχουμε μια γενική θέση ‘‘παλεύουμε για το σοσιαλισμό’’[7]»
Πώς εξελίσσεται η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, δηλαδή των πολιτικών συμμαχιών, θα το παρακολουθήσουμε και στα επόμενα άρθρα, σε όλη την πορεία των επεξεργασιών του Κ.Κ.Ε. για το μέτωπο, αλλά και στην πρακτική του δράση. Εδώ θέλουμε να σημειώσουμε μόνο ότι οι πολύ σωστές αυτές θέσεις διολισθαίνοντας έχουν μετατραπεί στο αντίθετο τους. Δεν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις για να γίνει συνεργασία, ή κοινή δράση πάνω σε ορισμένα ζητήματα κατά την ηγεσία του Κ.Κ.Ε., όλες οι δυνάμεις πέραν των κομμάτων του συστήματος είναι οπορτουνιστικές και αντικομουνιστικές και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συνεργασίας μαζί τους για οποιοδήποτε ζήτημα. Το μέτωπο από κοινωνικοπολιτικό, όπως αναφερόταν στην απόφαση, μετατράπηκε σε κοινωνικοταξικό, κοινωνικολαϊκό κ.λπ. Διαγράφεται η πολιτική διάσταση και μάλιστα χωρίς απόφαση κανενός συνεδρίου, ή κομματικού οργάνου και στο επόμενο, το 19ο συνέδριο, η ηγετική ομάδα ετοιμάζεται να το βαφτίσει μόνο κοινωνικό. Η εισήγηση της ΚΕ στο συνέδριο σημειώνει ότι «το Κ.Κ.Ε. πρέπει να επιδιώκει να κρατά στην όχθη της αντιιμπεριαλιστικής πάλης όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, χωρίς αυτό να μειώνει τη βασική στρατηγική του αγώνα»[8]. Πρακτικά στο θέμα αυτό τι γίνεται τα τελευταία χρόνια; Το Κ.Κ.Ε. ονομάστηκε η μόνη προοδευτική και συνεπής δύναμη, όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις συλλήβδην ονομάστηκαν αστικές, οπορτουνιστικές, αντικομουνιστικές και επικίνδυνες, κανένας διαχωρισμός δεν γίνεται μεταξύ της ηγεσίας των δυνάμεων αυτών και της βάσης τους, του λαϊκού κόσμου που τις ακολουθεί και με τη στάση που κρατά το Κ.Κ.Ε. απέναντι τους τις σπρώχνει στην αγκαλιά του μονοπωλιακού κεφαλαίου, αντί τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις και διεργασίες στις γραμμές τους να τις ενισχύει και να τις παροτρύνει, ώστε περισσότερες δυνάμεις να κρατιούνται στην αντιιμπεριαλιστική όχθη.
Όσον αφορά την προγραμματική βάση του μετώπου τα πράγματα είναι σαφή. Βάση του είναι «ένα προγραμματικό πλαίσιο κατευθύνσεων και στόχων που εναντιώνονται και συγκρούονται με τις βασικές επιλογές του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ένα πλαίσιο ανοιχτό σε ριζικές αλλαγές που θίγουν τα βάθρα του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε ελάχιστο προγραμματικό πλαίσιο, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποτελεί πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης του συστήματος. Πρέπει να αντανακλά το επίπεδο ωρίμανσης των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών κοινωνικών δυνάμεων. Να θεμελιώνει και να βαθαίνει τη συμμαχία τους. Να αναπτύσσει την κοινωνική και πολιτική συνείδηση της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων. Το Μέτωπο επηρεάζεται από το βαθμό συμφωνίας των δυνάμεων που το συγκροτούν σε συμμαχία με το ΚΚΕ. Οι προγραμματικές κατευθύνσεις και στόχοι πάλης του Μετώπου έχουν εσωτερική συνοχή και ιεράρχηση. Αναπροσαρμόζονται στην πορεία του αγώνα ανάλογα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό του Μετώπου και το συσχετισμό δυνάμεων στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Υπηρετούν την οργάνωση της πάλης με μέτρα και στόχους που αφορούν: Τις ζωτικές οικονομικές, μορφωτικές και πολιτιστικές ανάγκες της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ανεργίας και των συνεπειών της. Την υπεράσπιση και διεύρυνση των κατακτήσεών τους, τα δημοκρατικά τους δικαιώματα. Την υπεράσπιση και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας και των αναπτυξιακών της δυνατοτήτων. Τη διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας και υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας από την ιμπεριαλιστική «νέα τάξη πραγμάτων». Τη δραστήρια συμβολή της χώρας στον αγώνα για την ειρήνη και την απόκρουση κάθε μορφής επέμβασης και ιμπεριαλιστικού πολέμου στην περιοχή και γενικότερα…»[9].
Oρισμένες βασικές προγραμματικές δεσμεύσεις του που αναφέρει ρητά το πρόγραμμα είναι:
  • Η αποδέσμευση από την Ε.Ε. ως βασική προϋπόθεση για την αξιοποίηση των εγχώριων αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας.
  • Η άρνηση συμμετοχής στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και επεμβάσεις. Η απεμπλοκή από το πλέγμα της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ.
  • Εθνική αμυντική πολιτική που κατοχυρώνει την ασφάλεια της χώρας και τον αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό της. Καμιά εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων.
  • Η δράση για την αντιμετώπιση των οξύτατων προβλημάτων της εργατικής τάξης , Ελλήνων και αλλοδαπών.
  • Η δράση κατά των συμφωνιών που υποθηκεύουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Η υπαγωγή όλων των βασικών υπηρεσιών κοινωνικής πολιτικής και πρόνοιας στο δημόσιο τομέα. Η διεκδίκηση και υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα επιχειρήσεων και τομέων στρατηγικής σημασίας.
  • Η απόκρουση της κοινής αγροτικής πολιτικής και της ΓΚΑΤΤ. Μέτρα στήριξης του εισοδήματος του μικρομεσαίου αγρότη και αύξηση των επενδύσεων σε έργα υποδομής.
  • Εκδημοκρατισμός της δημόσιας διοίκησης, των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
  • Μέτρα για την πολιτιστική ανάπτυξη του λαού, η απόκρουση της εμπορευματοποίησης του αθλητισμού, η προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ.
Με δύο λόγια η προγραμματική βάση του μετώπου αφορά στην πάλη για τα καυτά προβλήματα και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και μαζί μια δέσμη μεταβατικών στόχων που αφορούν σε κομβικά ζητήματα της χώρας και του λαού, παρά την όποια ανεπάρκειά τους. Φυσικά, καμιά αστική κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν να προωθήσει τους στόχους αυτούς, συνολικά μια τέτοια πολιτική, ούτε εξάλλου στις αστικές κυβερνήσεις και γενικότερα στην εξουσία του κεφαλαίου απευθυνόταν για την προώθηση τους, αλλά συνολικά διαμορφώνουν ένα πλαίσιο που υλοποιούμενο ξεπερνά τα όρια του καπιταλισμού. Η υλοποίηση του απαιτεί άλλη εξουσία, εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Το πρόγραμμα του Κ.Κ.Ε. απάντησε στο κεντρικό αυτό πρόβλημα, τη σχέση δηλαδή του μετώπου με την εξουσία που αναδεικνύουν οι εργαζόμενες τάξεις και προωθεί τα συμφέροντα του λαού. Η ανάπτυξη των ταξικών συγκρούσεων από τα πράγματα θα θέσει το ζήτημα της εξουσίας και στις γραμμές του μετώπου με δεδομένη την ποικιλομορφία συμφερόντων και των αντιλήψεων παρά τη σταθερή βάση που διαμορφώνει η αντίθεση των δυνάμεων του μετώπου με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό θα διαμορφώνεται μια ορισμένη ταλάντευση. Το Κ.Κ.Ε. σταθερά θα προσπαθεί να πείσει για την ανάγκη να μη εναλλάσσονται στην κυβέρνηση, κόμματα και δυνάμεις που στέκουν σταθερά στην αστική όχθη της πολιτικής, αλλά πρέπει να ηττηθεί η αστική τάξη και το κράτος της και να δημιουργηθεί μια νέα εξουσία, η σοσιαλιστική που θα θέσει τα συμφέροντα των ως εκείνη τη στιγμή υποτελών τάξεων στην καρδιά της πολιτικής και των αποφάσεων. Το Κ.Κ.Ε. θα αγωνίζεται να πείσει ολόκληρο το μέτωπο για την ανάγκη της νέας λαϊκής εξουσίας.
Ανιχνεύοντας το πρόγραμμα του κόμματος τις πιθανές εξελίξεις σε συνθήκες μεγάλης ανάπτυξης της ταξικής πάλης και με βάση την ιστορική εμπειρία διακρίνει δύο πιθανές εκδοχές εξέλιξης. Είτε θα υπάρξει ανατροπή της αστικής εξουσίας και εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής εργατικής εξουσίας, είτε η ανάπτυξη των ταξικών αγώνων θα οδηγήσει σε μεγάλη φθορά των αστικών πολιτικών δυνάμεων, χωρίς όμως να έχει δημιουργηθεί επαναστατική κατάσταση, οπότε μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο. Στην περίπτωση αυτή το Κ.Κ.Ε. και το μέτωπο εξετάζουν συγκεκριμένα την κατάσταση αν είναι δυνατή και αναγκαία η συμμετοχή σ’ αυτήν, είτε θα τη στηρίξει, ή θα δώσει ανοχή, ή αν δεν υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για όλα αυτά τότε θα σταθεί απέναντί της και θα την κρίνει με βάση τα πεπραγμένα της. Σε κάθε περίπτωση η προώθηση από μια τέτοια κυβέρνηση σημαντικών μέτρων υπέρ του λαού και εναντίον του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού θα οδηγήσει σε γενικευμένη σύγκρουση με την αστική τάξη για την εξουσία πλέον και όχι μόνο για την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση δηλαδή θα χρησιμοποιηθεί ως όχημα για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την κατάληψη της εξουσίας. Η τοποθέτηση αυτή ήταν και είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος.
Η τοποθέτηση αυτή αμφισβητήθηκε από μια ορισμένη μικρή μερίδα στελεχών κατά τις προσυνεδριακές διαδικασίες με αποτέλεσμα να γίνει εκτενής αναφορά στο συνέδριο. Η εισήγηση της ΚΕ έγραφε: «Άλλες απόψεις υποστηρίζουν ότι στο πρόγραμμα του κόμματος πρέπει να γίνεται λόγος μόνο για την εξουσία της εργατικής τάξης. Να μη γίνεται αναφορά στο ενδεχόμενο να αναδειχθεί στην πορεία της πάλης του μετώπου μια κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, ενώ δεν θα έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Θεωρούν ότι μια τέτοια αναφορά καλλιεργεί αυταπάτες και μπορεί να οδηγήσει στις «καλένδες» την επίλυση του βασικού προβλήματος, του προβλήματος της εξουσίας. Οι απόψεις αυτές επηρεάζονται από υπαρκτά στοιχεία που περικλείονται στη πείρα των επαναστάσεων του 20ου αιώνα και τελικά καταλήγουν σε μονομέρεια και απολυτότητα… Το επαναστατικό άλμα δεν καθορίζεται από την επιθυμία του Κ.Κ.Ε. Πρέπει να υπάρχουν οι αντικειμενικές και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις για την σοσιαλιστική επανάσταση… Το Κ.Κ.Ε. επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση με την δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας»[10]. Η τοποθέτηση της εισήγησης, όπως βλέπουμε, απέρριπτε με κατηγορηματικό τρόπο τις θέσεις αυτές και ξεκαθάριζε τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στην κυβέρνηση αυτή, καθώς και το ρόλο της, όσον αφορά τη σχέση της με την επαναστατική διαδικασία. Κλείνοντας τη συζήτηση στο θέμα αυτό η Α. Παπαρήγα τόνιζε : «Όσον αφορά την κυβέρνηση, μέσα από εκλογικές διαδικασίες, δεν θα αποκλείσουμε τον καρπό ενός συσχετισμού, γιατί δεν έχει το βάθος που θέλουμε. Να έχουμε καθαρό: Δεν πρόκειται για μια απλή εκλογική νίκη, είναι κάτι παραπάνω, αλλά ταυτόχρονα πολύ λιγότερο από μια πραγματική εξουσία. Ο αγώνας είναι πολυμέτωπος, δουλεύουμε σε όλα τα μέτωπα»[11].
Από τα ίδια στελέχη εκφράστηκε η άποψη μήπως ο αντιιμπεριαλιστικός αντιμονοπωλιακός αγώνας διεξάγεται σε βάρος του αγώνα για το σοσιαλισμό. Μήπως πρέπει να τεθεί ως βάση για την πολιτική των συμμαχιών και διαμόρφωσης του μετώπου η βασική αντίθεση του συστήματος κεφάλαιο – εργασία, ή καπιταλισμός – σοσιαλισμός. Είναι μια αντίληψη που επανέρχεται συνεχώς σε κάθε φάση και στα κινήματα όλων των χωρών της Ευρώπης πολλές δεκαετίες τώρα. Οι φορείς της θεωρούν ότι ο αγώνας για τα δημοκρατικά- αντιιμπεριαλιστικά προβλήματα απομακρύνει από το σοσιαλισμό. Ας ανατρέξουμε στον Λένιν και το έργο του «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», που έγραψε το 1915. Εκεί έγραφε: «Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προς μια πραγματικά δημοκρατική κατεύθυνση και ακόμα περισσότερο οι πολιτικές επαναστάσεις δεν μπορούν σε καμία περίπτωση ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες ούτε να επισκιάσουν, ούτε να αδυνατίσουν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα την φέρνουν πάντα πιο κοντά, πλαταίνουν τη βάση της, εντάσσουν στο σοσιαλιστικό αγώνα νέα στρώματα μικροαστών και μισοπρολεταριακών μαζών. Και από το άλλο μέρος οι πολιτικές επαναστάσεις είναι αναπόφευκτες στην πορεία της σοσιαλιστικής επανάστασης, που δεν μπορούμε να τη βλέπουμε σαν μια μόνο πράξη, μα πρέπει να τη βλέπουμε σαν μια εποχή θυελλωδών πολιτικών και οικονομικών κλονισμών, σαν εποχή της πιο οξυμένης ταξικής πάλης, εμφύλιου πολέμου, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων»[12]. Στην άποψη αυτή απάντησε και η εισήγηση της Κ.Ε. στο 15ο συνέδριο. Έγραφε: «Το αντίθετο. Ο αγώνας αυτός διευκολύνει την ωρίμανση και ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής συνείδησης. Είναι ο δρόμος που βοηθάει να κατανοηθεί η ριζική ρήξη με το παλιό, αφού ο καπιταλισμός βρίσκεται στο ανώτατο στάδιο του, το ιμπεριαλιστικό… Η αντίθεση με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό είναι πραγματική. Πηγάζει από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας, αγκαλιάζει τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο πατάει λοιπόν στη σημερινή πραγματικότητα. Δεν αποτελεί σημερινή θέση, επινόηση του Κ.Κ.Ε. Από το 1974 που δρα νόμιμα το κόμμα μας στην Ελλάδα, πρόβαλε την αξία και σημασία αυτού του μετώπου κατά των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Κανένα κίνημα δεν είναι πραγματικό λαϊκό κίνημα αν υποστηρίζει την ουδετερότητα σε αυτή την αντίθεση».[13] Παρόμοιες απόψεις εξαιρετικά μειοψηφικές τότε συνέχιζαν να επανέρχονται τακτικά τόσο που η Αλέκα Παπαρήγα στην τελική της ομιλίας στο 16ο συνέδριο τόνιζε: « Η συγκέντρωση δυνάμεων, η πολιτική συμμαχιών του κόμματος χτίζεται πάνω στην αντίθεσή μονοπώλια- ιμπεριαλισμός. Εδώ σε αυτή τη θέση εκφράζεται και ο συμβιβασμός, ο σωστός συμβιβασμός, που πρέπει να κάνει το κόμμα στην πολιτική συμμαχιών. Δεν μπορούμε να χτίσουμε συμμαχία στην αντίθεση καπιταλισμός- σοσιαλισμός, γιατί σημαίνει συμμαχία για τη σοσιαλιστική επανάσταση και συμμαχία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό δεν μπορούμε να το βάλουμε. Και δεν μπορούμε να το βάλουμε, γιατί είναι και λυμένο θεωρητικά, αλλά και η πρακτική πείρα αυτό δείχνει».[14]
Τόσο ξεκάθαρες έγιναν οι θέσεις του προγράμματος για την προσέγγιση στην επαναστατική διαδικασία και ιδιαίτερα η στάση του Κ.Κ.Ε. απέναντι στην πιθανότητα δημιουργίας αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής κυβέρνησης. Αυτά τότε. Στην πορεία έγιναν μεγάλες προσπάθειες η θέση αυτή να αλλοιωθεί και να αποσιωπηθεί, ώσπου ο εσωκομματικός συσχετισμός να επιτρέψει την εξάλειψή της από το κομματικό πρόγραμμα μαζί και με πολλά άλλα που στο σύνολό τους συνιστούν πλήρη ανατροπή του προγράμματος του κόμματος. Η πρώτη προσπάθεια απάλειψής της έγινε κατά την προετοιμασία των θέσεων του 17ου συνεδρίου από την ΚΕ και τότε δεν πέρασε. Αργότερα αποσιωπήθηκε στην πράξη, ως που φτάσαμε στην προεκλογική περίοδο των εκλογών της 6ης Μάη 2012, όταν οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν πλησίαζαν ως ένα βαθμό αυτές που περιγράφει το πρόγραμμα. Πολύ μεγάλη φθορά και απαξίωση των αστικών κομμάτων και μαζί απαξίωση θεσμών του συστήματος, αξιών του και σταθερών πυλώνων της αστικής πολιτικής που τέθηκαν στη χώρα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ για να διαβολίσει το Κ.Κ.Ε. και να προσελκύσει ευρύτατες μάζες ψηφοφόρων που διέρρεαν από το δικομματισμό έριξε το σύνθημα της «αριστερής κυβέρνησης». Σε αυτές τις συνθήκες όλοι γίναμε μάρτυρες μιας απίστευτης μπουρδολογίας προκειμένου να παρακαμφθεί το πρόγραμμα του Κ.Κ.Ε. Αντιμετωπίσαμε μια απίστευτα πολύχρωμη κουρελού απόψεων που παρουσίαζε η ΚΕ και τα υπόλοιπα κομματικά στελέχη, χωρίς καμιά επαφή με την πραγματικότητα.
Ακούστηκε ότι δεν περιλαμβάνει κάτι τέτοιο, σχετικά με αντιιμπεριαλιστική κυβέρνηση, το πρόγραμμα του κόμματος, άλλοι έλεγαν ότι το αναφέρει μεν, αλλά το Κ.Κ.Ε. δεν είναι υπέρ μιας τέτοιας εξέλιξης, αργότερα ειπώθηκε ότι δεν υπάρχουν συνθήκες για κάτι τέτοιο και το πιο αμίμητο ότι μια τέτοια τοποθέτηση του κόμματος σήμερα θα ακύρωνε τη στρατηγική του, δηλαδή το πρόγραμμα του κόμματος ακυρώνει στρατηγική του κόμματος. Τέλος ειπώθηκε ότι επόμενα συνέδρια του κόμματος έχουν τοποθετηθεί διαφορετικά στο θέμα αυτό και άρα το πρόγραμμα δεν ισχύει. Τι να πει κανείς. Ηγεσία που δεν σέβεται το πρόγραμμα του κόμματος που την ανέδειξε, το στραπατσάρει και το καταστρατηγεί, που δεν σέβεται τις αποφάσεις τις δικές της και του κόμματος και τις παραποιεί με τέτοιο τρόπο, ηγεσία που δεν σέβεται τις χιλιάδες μέλη και φίλους του κόμματος, που στο όνομα της συνέπειας και της επαναστατικότητας φέρεται με τρόπο αντεπαναστατικό, δεν μπορεί να σέβεται τους εργάτες και το λαό, είναι ηγεσία ανάξια.
Συμπέρασμα
Το 15ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. σωστά εκτιμώντας το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας, τη θέση της στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, ως ευρισκόμενη σε ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση, την κοινωνικοταξική της διάρθρωση κ.λπ. καθόρισε την επανάσταση ως σοσιαλιστική και όχημα προσέγγισης στην επανάσταση την αντιιμπεριαλιστική – αντιμονοπωλιακή πάλη εκτιμώντας την ως την ενδεικνυομένη τακτική για να συνδεθεί το σήμερα με την επανάσταση και το σοσιαλισμό. Οι δυνάμεις του αγωνιζόμενου λαού συσπειρώνονται σε ένα μέτωπο αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό, στο οποίο συμμετέχουν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, είναι μέτωπο κοινωνικό – πολιτικό. Κορμός και ηγετική δύναμη του είναι η εργατική τάξη και το κόμμα της που αγωνίζεται να αναδειχθεί σε καθοδηγητική του δύναμη. Βάση συγκρότησης του μετώπου είναι ο αγώνας για τα οξυμένα λαϊκά προβλήματα. Η δράση διαφορετικών δυνάμεων σε επιμέρους προβλήματα και μέτωπα οδηγεί στο σχηματισμό συσπειρώσεων και σε επιμέρους συνεργασίες και εκεί πάνω δοκιμάζεται η δυνατότητα γενικευμένης συμμαχίας και δημιουργίας του μετώπου και διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για το μέτωπο.
Το συνέδριο απόκρουσε αποφασιστικά τις σεχταριστικές προσπάθειες να ανατραπεί ο χαρακτήρας του μετώπου, ως μετώπου κοινωνικού πολιτικού, αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού, καθώς επίσης και η επιβολή της άποψης που ήθελε ένα άλμα κατευθείαν στην επανάσταση, χωρίς ενδιάμεσες διαδικασίες προσέγγισης της και χωρίς να παίρνονται καθόλου υπ’ όψιν τα αντικειμενικά δεδομένα και η ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα, έναν άλμα δηλαδή στο κενό. Αυτό ήταν μεγάλη επιτυχία, κάτι το οποίο δεν απεφεύχθη αργότερα.
Στη λογική συγκρότησης του αντιιμπεριαλιστικού-αντιμονοπωλιακού- δημοκρατικού μετώπου, παρά τις όποιες αδυναμίες, κυρίως μια σχηματοποίηση στην όλη σύλληψη και προσπάθεια, την ενιαία δράση μονοσήμαντα μέσα από ορισμένο οργανωτικό σχήμα που προκαθόρισε το ΚΚΕ, την ανεπάρκεια του πλαισίου των στόχων του, βρίσκουμε την πείρα και τις παραδόσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ήταν το μέτωπο που είχε ανάγκη η εργατική τάξη και ο λαός στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έχει ανάγκη και σήμερα και απόδειξη τούτου είναι ότι δρώντας το Κ.Κ.Ε. σε αυτή τη γραμμή και οργανώνοντας σε αυτή τη βάση τις συνεργασίες και τους αγώνες για ένα διάστημα, από το 1996 ως και τα μέσα της δεκαετίας του 2000, σημείωσε σοβαρές επιτυχίες, παρότι είχαν αρχίσει οι σεχταριστικές παρεμβάσεις στις θέσεις και τη δράση του Κ.Κ.Ε. από την ηγετική ομάδα από πιο νωρίς.
[1] 15ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 31
[2] 15ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 85
[3] 15ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα , σ. 85 – 86
[4] 15ο συνέδριο Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 33.
[5] 15ο συνέδριο Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 116
[6] Στο ίδιο σ. 35-36
[7] Στο ίδιο σ. 86
[8] Στο ίδιο σ. 37
[9] στον ίδιο σ.118
[10] στο ίδιο σ. 37 38
[11] Στο ίδιο σ. 88
[12] Λένιν Άπαντα τόμος 26, σ. 359 – 360
[13] 15ο συνέδριο ντοκουμέντα σ. 33
[14] 16ο συνέδριο Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 71
Μέρος Δ’
Οι αλλαγές που επέφεραν το 16ο και 17ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. στο πρόγραμμα του κόμματος και το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο
Με βάση την τακτική για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων που θα οδηγούσε στη δημιουργία του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου και τη γενικότερη λογική του νέου προγράμματος το Κ.Κ.Ε. αγωνίστηκε την τετραετία 1996-2000 και δημιούργησε σημαντικά αποτελέσματα, όσον αφορά την ανάπτυξη και την οικοδόμηση του, το κύρος του στην κοινωνία, τη συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις και κινήσεις μικροαστικού κατά βάση χαρακτήρα που δημιουργήθηκαν στο διάστημα αυτό.
Καταξιώθηκε ως η πρωτοπόρα πολιτική δύναμη, στην οποία προσέβλεπαν όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι. Παρενέβη και ουσιαστικά καθοδήγησε τους μεγάλους μαθητικούς αγώνες εκείνης της περιόδου που οδήγησαν στην εδραίωση της Κομμουνιστικής Νεολαίας στα ΑΕΙ, ΤΕΙ και στα σχολεία, καθοδήγησε τους μεγάλους αγροτικούς αγώνες, οι οποίοι συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης ολόκληρου του λαού, ηγήθηκε σε μεγάλο βαθμό του μεγάλου αντιπολεμικού κινήματος που αναπτύχθηκε απ’ αφορμή την επίθεση του ιμπεριαλισμού στη Γιουγκοσλαβία, δημιούργησε το ΠΑΜΕ ως ριζοσπαστική πρωτοπόρα ταξική δύναμη στην εργατική τάξη και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Το 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. διοργανώθηκε με κεντρικό θέμα την ολοκλήρωση των επεξεργασιών για το μέτωπο με σκοπό να δώσει, όπως ειπώθηκε, νέα ώθηση στην πάλη για τη δημιουργία του. Κλείνοντας τη συζήτηση του συνεδρίου η Αλέκα Παπαρήγα έλεγε: «Διαπιστώσαμε επεξεργαζόμενοι τις θέσεις για το 16ο συνέδριο, ότι ενώ στην ουσία συνδέαμε το μέτωπο με το θέμα της εξουσίας, δεν απαντούσαμε πως θα συμβιβάσουμε τις αντικειμενικές διαφορές, που θα υπάρχουν στα πλαίσια του μετώπου. Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά για να εμπεδώσουμε καλύτερα τι σημαίνει μέτωπο και εξουσία, επεξεργαστήκαμε καλύτερα το θέμα της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας. Στο 15ο συνέδριο είχαμε προγραμματικούς στόχους πάλης και πλαίσιο, το οποίο εκτιμήσαμε, επεξεργαζόμενοι τις θέσεις, ότι από πλευράς πολιτικής και κατεύθυνσης ήταν σωστό, αλλά ήταν ένα άθροισμα στόχων. Επομένως είχαμε να λύσουμε και ένα άλλο ζήτημα. Να δουλέψουμε καλύτερα τα μέτωπα συσπείρωσης και το θέμα τι θα προσφέρει η εξουσία του μετώπου. Πώς θα λύσουμε αυτό το ζήτημα της ενοποίησης των απόψεων, χωρίς όμως αυτή η ενοποίηση να είναι κατασκευασμένη και τεχνητή και από την άλλη μεριά, τι θα κάνει αυτή την εξουσία του μετώπου. Πιστεύουμε ότι λύθηκε σωστά αυτό το ζήτημα».[1] Αυτή ήταν η αιτιολόγηση. Ο συμβιβασμός των διαφορών ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις και τις κοινωνικές δυνάμεις του μετώπου όσον αφορά ποιά εξουσία θα εγκαθιδρυθεί και ποια κοινωνία θα διαμορφώσει. Σε άλλο σημείο της ομιλίας της έλεγε. «Το μέτωπο, σε αυτό όλοι συμφωνούμε και έχουμε όλοι συνείδηση, πρόκειται για συμμαχία με μικροαστικές δυνάμεις, κοινωνικές και πολιτικές, οι οποίες πάντα και στην πορεία, αλλά αν θέλετε, και σε περιόδους που θα ανεβαίνει η αγωνιστικότητα, θα ρέπουν προς την ταλάντευση. Μην ξεχνάμε όσο θα προχωράει η πολιτική συμμαχιών του κόμματος τόσο η άρχουσα τάξη με τους μηχανισμούς της θα προσπαθεί να αποσπά συμμάχους με την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» αξιοποιώντας τη ταλάντευση… Μιλάμε για ένα μέτωπο το οποίο δεν θα περιορίζεται στο να στηρίζει, να ενθαρρύνει τους αγώνες και να κινητοποιεί τους εργαζόμενους για να αμυνθούν ή να αποσπάσουν κατακτήσεις. Εμείς θέλουμε να τις κάνουμε εφαλτήριο για προχώρημα της πάλης. Το μέτωπο από την πρώτη στιγμή της συγκρότησης του πρέπει να θέσει το γενικότερο πολιτικό ζήτημα της χώρας, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις που θα υπάρχουν σε αυτό το ζήτημα».[2] Πρέπει να επισημάνουμε, όπως φαίνεται από το απόσπασμα αυτό, την αντίληψη ότι το μέτωπο που είναι συμμαχία της εργατικής τάξης και του κόμματος της με δυνάμεις κοινωνικές και πολιτικές μικροαστικού χαρακτήρα με όλα τα χαρακτηριστικά που τα μικροαστικά στρώματα έχουν και κυρίως την ταλάντευση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική, ανάμεσα στην αστική πολιτική και την εργατική πολιτική. Η παρατήρηση αυτή έχει σημασία από την άποψη ότι σε μια τέτοια συμμαχία τίθενται ως σκοπός της και μάλιστα από την πρώτη στιγμή συγκρότησης της να διεκδικήσει την εξουσία, όχι οποιαδήποτε εξουσία, αλλά τη λαϊκή εξουσία η οποία νοείται ως επαναστατική εργατική εξουσία.
Σημασία έχει και η ακόλουθη τοποθέτηση. «Η συγκέντρωση δυνάμεων, η πολιτική συμμαχιών του κόμματος χτίζεται πάνω στην αντίθεσή μονοπώλια- ιμπεριαλισμός. Εδώ σε αυτή τη θέση, από το 15ο συνέδριο, εκφράζεται και ο συμβιβασμός, ο σωστός συμβιβασμός που πρέπει να κάνει το κόμμα στην πολιτική συμμαχιών. Στην ουσία όταν λέμε μονοπώλια- ιμπεριαλισμός, τι εννοούμε; καπιταλισμός. Τι είναι ο ιμπεριαλισμός; Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Όμως δεν μπορούμε να χτίσουμε συμμαχία στην αντίθεση καπιταλισμός- σοσιαλισμός, γιατί σημαίνει συμμαχία για τη σοσιαλιστική επανάσταση και συμμαχία για την δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό δεν μπορούμε να το βάλουμε. Και δεν μπορούμε να το βάλουμε, γιατί είναι και λυμένο θεωρητικά, αλλά και η πείρα αυτό δείχνει[3]».
Η εξίσωση των δύο αντιθέσεων που επιχειρεί εδώ η Αλέκα Παπαρήγα, της βασικής αντίθεσης (καπιταλισμός- σοσιαλισμός) και της αντίθεσης μονοπώλια, ιμπεριαλισμός- λαός) δεν είναι ορθή, είναι λάθος. Οι δύο αντιθέσεις όχι μόνο δεν ταυτίζονται, αλλά έχουν πολύ μεγάλη διαφορά. Η κυρίαρχη αντίθεση είναι πολύ ευρύτερη, αγκαλιάζει αντικειμενικά ευρύτερες δυνάμεις, πέραν της εργατικής τάξης, γι’ αυτό εξάλλου και επιλέγεται ως βάση του μετώπου στις συνθήκες της χώρας. Στην αντίθετη περίπτωση έπρεπε να επιλεγεί η αντίθεση καπιταλισμός -σοσιαλισμός με στόχο τη δικτατορία του προλεταριάτου. Εδώ είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα θεωρητικό λάθος, αλλά για μια ηθελημένη παραποίηση. Η επιμονή φυσικά για τον αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του μετώπου είναι ορθή και μάλιστα στη συνέχεια αναφέρει: «Εμείς θεωρούμε ότι η τελική έκβαση αυτού του αγώνα πρέπει να είναι ο σοσιαλισμός. Ωστόσο λέμε, ελάτε μαζί πάνω σε αυτή την αντίθεση να βαδίσουμε. Είναι όμως καθαρό. Είναι ένας συμβιβασμός του κόμματος. Και είναι σωστό να εκθέτουμε όλες τις πολιτικές και ιδεολογικές μας θέσεις στους συμμάχους και να ξέρουν πού γίνεται ο συμβιβασμός».[4] Είναι σαφέστατο. Το κομμουνιστικό κόμμα Ελλάδας αγωνίζεται για το σοσιαλισμό και την επαναστατική εξουσία, αυτό το λέμε ανοιχτά στους συμμάχους μας με τους οποίους όμως συμφωνούμε και πορευόμαστε στη βάση του αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων και όχι για το σοσιαλισμό, τουλάχιστον δεν τίθεται αυτή η βάση για τη δημιουργία του μετώπου από την αρχή.
« Η λαϊκή εξουσία, αναφέρει η εισήγηση της κεντρικής επιτροπής, στη δική μας αντίληψη είναι η σοσιαλιστική εξουσία, μια εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της με σκοπό την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Όμως δεν θέτουμε ως όρο για τη συγκρότηση μετώπου τη συμφωνία για το σοσιαλισμό, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Εκτιμάμε ότι ο όρος λαϊκή εξουσία μπορεί να αποτελέσει μια γενική ενοποιητική ιδέα και η κάθε συνιστώσα του μετώπου θα διατηρεί τη δική της αντίληψη για το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της. Σε κάθε περίπτωση η αντίληψη για τη λαϊκή εξουσία πρέπει να περιέχει χαρακτηριστικά που την διαφοροποιούν από τη δικτατορία των μονοπωλίων, να πείσει το λαό ότι αξίζει θυσίες ο αγώνας»[5]. Στη συνέχεια περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά αυτής της εξουσίας αναφέρει τα βασικά χαρακτηριστικά της επαναστατικής εξουσίας, η οποία θα προέλθει από σοσιαλιστική επανάσταση, την οποία υποτίθεται το Κ.Κ.Ε. δεν θέτει ως όρο για τη συμφωνία με τους συμμάχους στο μέτωπο.
Από όλα αυτά ποιο συμπέρασμα εξάγεται;
Το 16ο συνέδριο από τη μια επιμένει ότι το μέτωπο είναι συμμαχία της εργατικής τάξης με επικεφαλής την πρωτοπορία της το κομμουνιστικό κόμμα με ευρύτερα τμήματα μικροαστικών στρωμάτων γι’ αυτό και επιλέγεται η αντιμονοπωλιακή- αντιιμπεριαλιστική γραμμή πάλης ως βάση της συγκρότησης του μετώπου και από την άλλη θέτει ως τελικό σκοπό του μετώπου και μάλιστα από την πρώτη στιγμή που θα δημιουργηθεί τη λαϊκή εξουσία, την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που προκύπτει από σοσιαλιστική επανάσταση και τη λύση φυσικά της αντίθεσης κεφάλαιο -εργασία. Σε άλλη βάση συγκροτείται το μέτωπο και άλλους σκοπούς επιδιώκει, που μάλιστα ο τελικός σκοπός, η λαϊκή εξουσία, τίθεται για τη συγκρότηση του από την πρώτη στιγμή. Ποιες δυνάμεις πρακτικά μπορούν να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο μέτωπο; Μόνο δυνάμεις που έχουν στρατηγική για τον κομμουνισμό, δηλαδή το Κ.Κ.Ε. και διάσπαρτοι κομμουνιστές ή ορισμένες ομάδες. Και επειδή είναι μια σεχταριστική και αδιέξοδη γραμμή, πρακτικά κανείς και αυτό πλέον έχει αποδειχθεί. Συγκρότηση μετώπου, ως μετώπου για την επανάσταση και το σοσιαλισμό μόνο κατά τη φάση της επαναστατικής κατάστασης ή στα πρόθυρα της μπορεί να νοηθεί, ή σε περίπτωση παρατεταμένου εμφυλίου (Κολομβία) και τότε με αμφισβητούμενη την επιτυχία του. Οι συνθήκες της χώρας μας σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με τέτοιες εξελίξεις.
Και το αμίμητο. Για μας η λαϊκή εξουσία είναι η σοσιαλιστική εξουσία, την οποία οι δυνάμεις που θα συμπράξουν με το κομμουνιστικό κόμμα στο μέτωπο δεν δέχονται, ούτε και θέτουν οι κομμουνιστές ως όρο για τη συγκρότηση του μετώπου, αλλά ο όρος λαϊκή εξουσία μπορεί να αποτελέσει ενοποιητική ιδέα και η κάθε συνιστώσα να διατηρεί τη δική της θέση σχετικά με το χαρακτήρας της εξουσίας αυτής. Συμφωνούμε δηλαδή σε έναν όρο, σε μια ιδέα στην οποία η κάθε πολιτική δύναμη, δίνει ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει συμφωνία πάνω σε κάτι που όλες οι δυνάμεις διαφωνούν μεταξύ τους, όσον αφορά το περιεχόμενο του, το κομμουνιστικό κόμμα τον αντιλαμβάνεται ως επανάσταση, ενώ οι συνεργαζόμενες μικροαστικές δυνάμεις διαφωνούν ριζικά με αυτό;
Σε τέτοιες τεράστιες αντιφάσεις έπεσε το 16ο συνέδριο, στην προσπάθεια της ηγεσίας να μεταλλάξει ριζικά το χαρακτήρα του μετώπου από συσπείρωση στη βάση της πάλης εναντίον των μονοπωλίων, του ιμπεριαλισμού και της Κυβέρνησης και ενός συνεκτικού σχεδίου που θα εξέφραζε τις ώριμες διεκδικήσεις και συμφέροντα των εργαζομένων και τις ώριμες προϋποθέσεις των δυνάμεων που το απαρτίζουν, σε μέτωπο για την επανάσταση και το σοσιαλισμό. Θέτει δηλαδή ως προϋπόθεση συγκρότησης του μετώπου σήμερα, αυτό το οποίο μέσα από αγώνες και μια ολόκληρη πορεία θα πρέπει να κατακτηθεί. Την ενότητα πάνω στο στόχο της εργατικής εξουσίας για το σοσιαλισμό. Και όλα αυτά θεωρούνται η πεμπτουσία της διαλεκτικής σκέψης και της επαναστατικής συνέπειας.
Για τους κομμουνιστές τελικός σκοπός του αγώνα δεν μπορεί να είναι άλλος από την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας και την σοσιαλιστική οικοδόμηση. Εκεί πρέπει η πολιτική συμμαχιών και το μέτωπο να κατατείνει. Σε αυτό δεν χωρά αντίρρηση. Είναι εντελώς διαφορετικό αυτό από το ανέμισμα της κόκκινης σημαίας και την εκφώνηση της επανάστασης σε όλους τους τόνους, μη λαμβάνοντας υπόψη τις αντικειμενικές συνθήκες, την ωριμότητα και τη συνειδητότητα των εργαζομένων, τη συνάρτηση της δράσης με τις υπάρχουσες προϋποθέσεις, παρά μόνο με τον τελικό σκοπό. Τα αποτελέσματα αυτής της λογικής τα ξέρουμε. Όχι μόνο δεν έγινε μέτωπο, ούτε και υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθεί με αυτή τη γραμμή, όχι μόνο δεν στέριωσε καμιά πολιτική συνεργασία από όσες επιχειρήθηκαν, αλλά οδηγείται και το ίδιο το Κ.Κ.Ε. στη φθορά και στην απαξίωση.
Η ανατροπή του χαρακτήρα του μετώπου που επέφερε το 16ο συνέδριο εκφράστηκε σταδιακά σε όλους συνολικά τους τομείς, εκφράστηκε στο χαρακτήρα και το περιεχόμενο, τα ζητήματα και τους στόχους της καθημερινής δουλειάς, εκφράστηκε ιδιαίτερα στις συσπειρώσεις, τα ρυάκια που θα οδηγούσαν στο μέτωπο. Από τη μια το συνέδριο τόνιζε τη σημασία των συσπειρώσεων και τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο που θα διαδραματίσουν στις πολιτικές εξελίξεις και από την άλλη τις υπονόμευε θέτοντας το σύνολο της δράσης άμεσα σε αντικαπιταλιστική βάση, άμεσα σε πάλη για την εξουσία. Η Αλέκα Παπαρήγα στην τελική της ομιλία τόνιζε για τις συσπειρώσεις: «Αυτές οι συσπειρώσεις πρέπει να έχουν αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό χαρακτήρα και κατεύθυνση. Αλλά από την άλλη μεριά, μπορεί μια συσπείρωση να ξεκινήσει αβαθής. Πρέπει να βαθαίνει ο προσανατολισμός της. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από ένα επιμέρους μέτωπο να υιοθετήσει την λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία. Άμα κάνουμε τέτοιες συσπειρώσεις και τα υιοθετήσουμε αυτά, γιατί δεν κάνουμε άμεσα στο μέτωπο…. Η πρόταξη των συσπειρώσεων είναι για να διαμορφώσουμε τέτοια μέτωπα, που μας πάνε προς το μέτωπο. Για να μπορέσουμε να συγκεντρώσουμε όσο γίνεται περισσότερες δυνάμεις, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η άρχουσα τάξη κάνει τις δικές της συσπειρώσεις».[6] Παρά τις παραπάνω διαπιστώσεις το συνέδριο περιόρισε τα μέτωπα που θα γίνονταν συσπειρώσεις σε σχέση με το 15ο συνέδριο μόνο σε πέντε, περιορίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη της δράσης και συσπείρωσης σε περιορισμένο αριθμό τομέων την ώρα που έπρεπε η δράση και η διαμόρφωση συσπειρώσεων να πάρουν την πιο πλατιά δυνατή έκταση. Το κυριότερο όμως είναι ότι από την επομένη του συνεδρίου άρχισε σταδιακά η ανατροπή του χαρακτήρα όσων είχαν δημιουργηθεί και άλλες συσπειρώσεις αποφασισμένες από το συνέδριο παραπέμφθηκαν στις καλένδες.
Το ΠΑΜΕ από πλατιά συσπείρωση συνδικάτων και συνδικαλιστών για να αντιπαλέψουμε την πολιτική του κεφαλαίου και την κυριαρχία των δυνάμεων του εργοδοτικού συνδικαλισμού και την απαξίωση στην οποία οδηγούσαν το συνδικαλιστικό κίνημα μετατρέπεται σταδιακά μέσα από την απομάκρυνση κάθε διαφορετικής άποψης σε παράταξη του Κ.Κ.Ε. και με περιεχόμενο την πολιτική του Κ.Κ.Ε., αποκομμένο και απομονωμένο από το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα και τις ζωντανές δυνάμεις της εργατικής τάξης.
Η ΟΓΕ από πλατιά συσπείρωση γυναικών με τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν και το περιεχόμενο που δόθηκε μετατρέπεται σε ομοσπονδία συλλόγων που συσπειρώνει ένα μέρος των κομμουνιστριών και της γυναικείας επιρροής του Κ.Κ.Ε. μόνο.
Η Συσπείρωση για τις δημοκρατικές ελευθερίες, την ώρα που είχαν διαμορφωθεί επιτροπές της στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις και στους δήμους της Αθήνας και του Πειραιά και είχαν μια σχετική μαζικότητα και καλή προοπτική, με σχέδιο ατόνησε η λειτουργία τους και σταδιακά διαλύθηκαν. Ενώ είχε καταβληθεί σοβαρή προσπάθεια με καλά αποτελέσματα να πάρουν μέρος άνθρωποι με ευρύτερη πολιτική τοποθέτηση, κόσμος από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., το Συνασπισμό κ.λπ. με την αλλοίωση του συμφωνημένου πλαισίου και την ανάλογη συμπεριφορά αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν. Έμειναν μόνο κομμουνιστές σε μια επιτροπή για τις δημοκρατικές ελευθερίες, η οποία εκδίδει ανακοινώσεις και γράφει κάποια άρθρα. Γίνεται φανερό ότι η ιδέα ενός μαζικού κινήματος για τις δημοκρατικές ελευθερίες είχε απορριφθεί. Για κάποιους ήταν περιττή και επιζήμια. Άλλες συσπειρώσεις που αποφάσισαν το 16ο και το 17ο συνέδριο δεν προχώρησαν ποτέ και οι αποφάσεις αυτές δεν υλοποιήθηκαν. Αναφέρουμε ενδεικτικά τη δημιουργία ενιαίου μετώπου κατά του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, των πυρηνικών όπλων και των δυνάμεων ταχείας αντίδρασης, τη συσπείρωση κατά της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ και των επιλογών και δεσμεύσεων που θίγουν όλες τις πλευρές της ζωής του λαού, πρωτοβουλίες και συσπειρώσεις σε άλλα ζητήματα και τομείς, όπως της παιδείας, του πολιτισμού, του αθλητισμού, της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτές ποτέ δεν υλοποιήθηκαν και ότι άρχισε εγκαταλείφθηκε χωρίς καμία εξήγηση στην πορεία.
Στο ζήτημα των συσπειρώσεων έδινε συνέχεια η Αλέκα Παπαρήγα όσον αφορά την επίδραση που μπορούσε να ασκηθεί στις πολιτικές εξελίξεις και στα ίδια τα πολιτικά κόμματα με τη διαμόρφωση διαφοροποιήσεων και ρηγμάτων σε αυτά και στην πορεία μια διαφοροποίηση του πολιτικού χάρτη, μέσω της συσπείρωσης και της προσέλκυσης στη δράση κόσμου από τα άλλα κόμματα. Συγκεκριμένα έλεγε: « Στις συσπειρώσεις μπορούμε και πρέπει να επιδιώκουμε να εκφράζονται αποτελέσματα, να επιφέρουν ρήγματα στις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Σε αυτές τις συσπειρώσεις πρέπει να επιδιώκουμε να συμμετέχουν και πολιτικές δυνάμεις, που δεν τις κατατάσσουμε σήμερα στις δυνάμεις για το μέτωπο. Π.χ. για να μη μιλάμε αφηρημένα: Πάρτε το ΔΗΚΚΙ. Με το ΔΗΚΚΙ σε τρία μέτωπα έχουμε κοινή δράση, στο ΠΑΜΕ, στα δημοκρατικά δικαιώματα και στο Κέντρο δράσης για τα Βαλκάνια. Το γεγονός ότι έχουμε την εκτίμηση ότι δεν έχει εναλλακτική πρόταση σε μια κατεύθυνση αντιμονοπωλιακή, δεν σημαίνει ότι κακώς επιδιώξαμε να συσπειρωθούμε εκεί. Δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει τι μπορεί να φέρουν οι εξελίξεις. Εξαρτάται βέβαια και από το ΔΗΚΚΙ. Και με το Συνασπισμό επιδιώξαμε να προσέλθει σε ορισμένα μέτωπα. Εδώ να μην τα μπερδεύουμε. Στο ιδεολογικό, πολιτικό επίπεδο, πρέπει να οξύνουμε το μέτωπο με το Συνασπισμό, γιατί εκπροσωπεί το βασικό και επικίνδυνο συγκροτημένο οπορτουνισμό στη χώρα μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιδιώκουμε να τραβήξουμε δυνάμεις του στην κοινή δράση σε διάφορα μέτωπα. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι περισσότερες δυνάμεις είναι στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. και στη Ν.Δ. Κακά τα ψέματα. Με κοινωνικοταξικά κριτήρια βλέποντας τα πράγματα εκεί πρέπει να στρέψουμε την προσοχή και τη δράση μας. Να προσελκυστούν δυνάμεις που είναι οργανωμένες στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., τοπικά στελέχη, σε συσπειρώσεις στο κίνημα, με στόχο τον απεγκλωβισμό τους από τις πολιτικές των ηγεσιών τους. Πρέπει λοιπόν να βλέπουμε τη δράση και ως όρο, ως διαδικασία, που συμβάλλει στις διεργασίες και στις αναδιατάξεις».[7] Αυτή είναι μια πραγματική κομμουνιστική γραμμή. Πόσο όμως όλα αυτά προχώρησαν; Αυτή η λενινιστική αντιμετώπιση των πολιτικών δυνάμεων γρήγορα ξεχάστηκε. Η λογική ‘‘το Κ.Κ.Ε. από τη μια και όλα τα άλλα κόμματα από την άλλη’’ και η άσκηση τυφλής μετωπικής πολεμικής και τις περισσότερες φορές χτυπώντας με πολλαπλάσια δύναμη τα πιο ριζοσπαστικά και τα πιο συνεπή στοιχεία των κομμάτων αυτών, είτε γιατί δεν ήθελε, είτε γιατί δεν μπορούσε να διακρίνει τις υπαρκτές διεργασίες και διαφοροποιήσεις στην πολιτική σκηνή και μέσα στα κόμματα οδήγησε όχι στην εκδήλωση των διαφωνιών στις γραμμές τους, αλλά στη σύσφιξη των γραμμών και την κατάπνιξη των διαφοροποιήσεων σε αυτά.
Το 17o συνέδριο προχώρησε στην τροποποίηση του χαρακτηρισμού της χώρας στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού, θέση που είχε μεγάλη σημασία για την ολοκλήρωση της ανατροπής της στρατηγικής του Κ.Κ.Ε. που επιχειρούνταν και την αλλαγή του χαρακτήρα του μετώπου. Ο χαρακτηρισμός της θέσης της χώρας για πολλές δεκαετίες ήταν – χώρα με μέσο επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και γενικότερα του καπιταλισμού με σημαντικά ζητήματα εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό. Αυτός ο χαρακτηρισμός ίσχυε για πάρα πολλά χρόνια και εξέφραζε την πραγματική θέση της χώρας. Το 15ο συνέδριο προχώρησε σε μια αλλαγή των διατυπώσεων που τότε θεωρήθηκε ανώδυνη, αναφέροντας ότι η χώρα βρίσκεται σε ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Είναι φανερό σήμερα ότι δεν ήταν μια ανώδυνη φραστική τροποποίηση αλλά το άνοιγμα του δρόμου για την ολοκληρωτική ανατροπή του χαρακτηρισμού της χώρας στο μέλλον. Το 17ο συνέδριο έκανε ένα μεγάλο βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Στα χρόνια που μεσολάβησαν, εννοεί από το 15ο συνέδριο, η συμμετοχή της χώρας μας σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις, η συμμετοχή στο σχεδιασμό και την προώθηση αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων που προωθούν οι κυβερνήσεις και βασικά ιμπεριαλιστικά κέντρα και ενώσεις, όπως είναι η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, η ενίσχυση των μονοπωλίων επιβεβαιώνουν ότι ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού. Η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη για τη συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου που αποτελεί ζωτική ανάγκη να τους εργαζόμενους κύριο καθήκον για το κόμμα».[8] Στο επόμενο συνέδριο το 18ο απαλείφεται εντελώς κάθε αναφορά σε εξαρτημένο χαρακτήρα της Ελλάδας. Από μια πρώτη ματιά είναι εμφανές ότι η αλλαγή της θέσης της χώρας σε ιμπεριαλιστική πάσχει σοβαρά. Αυτά τα χαρακτηριστικά που αναφέρει το συνέδριο ότι υπάρχουν και δυναμώνουν, σε ένα βαθμό η Ελλάδα τα έχει πολλές δεκαετίες, όπως η ύπαρξη μονοπωλίων, η συμμετοχή στη διεξαγωγή ιμπεριαλιστικών πολέμων κ.λπ. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή και το ρόλο της Ελλάδας σε αυτήν. Τότε το Κ.Κ.Ε. δεν μίλησε για ιμπεριαλιστική Ελλάδα, ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο. Ούτε είναι δυνατόν σε οκτώ χρόνια μέσα η Ελλάδα από εξαρτημένη χώρα με βάση το 15ο συνέδριο να μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστική. Όλες οι καπιταλιστικές χώρες έχουν μονοπώλια σήμερα, ακόμη και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Αφρικής. Δεν είναι όμως όλες οι καπιταλιστικές χώρες ιμπεριαλιστικές.
Ο στόχος της διατύπωσης αυτής πέραν του γεγονότος ότι είναι εμμονές κάποιων, γνωστών και μη εξαιρετέων στην ηγετική ομάδα του Κ.Κ.Ε., διαμορφώνει τη βάση ανατροπής του χαρακτήρα της δράσης του κόμματος και του μετώπου. Από τη στιγμή που ο χαρακτήρας της χώρας αλλάζει και από χώρα με σημαντικά ζητήματα εξάρτησης γίνεται ιμπεριαλιστική, η ανάγκη του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού αγώνα φυσικά υποχωρεί, η ανάγκη συγκρότησης αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου επίσης και στο προσκήνιο προβάλλει πιο επιτακτικά ο άμεσα αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας της δράσης. Καθίσταται αναγκαία η προγραμματική τροποποίηση, η οποία δρομολογήθηκε στο επόμενο συνέδριο του 18ο και θα ολοκληρωθεί στο 19ο. Απλώς δεν προχώρησε το 17ο συνέδριο σε ολοκληρωμένες διατυπώσεις και αλλαγές υπολογίζοντας τις εσωκομματικές αντιδράσεις. Η τελευταία πρόταση του αποσπάσματος που παραθέσαμε έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον υποτιθέμενο ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της χώρας. Αν δυναμώνει ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της χώρας, τότε δυναμώνει σημαντικά ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας της δράσης και του μετώπου και όχι αυτό που αναφέρει το κείμενο ότι γίνεται πιο επιτακτική και αναγκαία η συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου.
Συμπερασματικά τα συνέδρια 16ο και το 17ο προχώρησαν στην ανατροπή του προγράμματος του Κ.Κ.Ε., χωρίς ποτέ να τεθεί ρητά θέμα αλλαγής του. Η υποτιθέμενη ‘‘εμβάθυνση’’ και ο ‘‘εμπλουτισμός’’ του προγράμματος, κυρίως όσον αφορά την κατεύθυνση της δράσης και το χαρακτήρα του μετώπου και η ‘‘δημιουργική’’ επεξεργασία και αποσαφήνιση ζητημάτων δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εκκίνηση της προσπάθειας ανατροπής του. Η απόφαση του 16ου συνεδρίου να θέσει ως σκοπό του μετώπου από την πρώτη στιγμή και όχι μόνο του Κ.Κ.Ε. τη διεκδίκηση της λαϊκής εξουσίας, η οποία νοείται και αναφέρεται ως επαναστατική εξουσία, αλλάζει και το χαρακτήρα του μετώπου από αντιιμπεριαλιστικό σε αντικαπιταλιστικό. Ολόκληρο το περιεχόμενο της δράσης του Κ.Κ.Ε. άλλαξε και τα αρνητικά αποτελέσματα ήρθαν, κυρίως με το γεγονός ότι καθόλου δεν προχώρησε η μετωπική συσπείρωση δυνάμεων και το Κ.Κ.Ε. οδηγήθηκε σταδιακά στην απομόνωση, χωρίς συμμάχους και με διαρρηγμένους τους αγωνιστικούς δεσμούς του με σημαντικά τμήματα της επιρροής του και των εργαζομένων.
Οι τροποποιήσεις που επέφερε το 18ο συνέδριο
Μια πρώτη γενική παρατήρηση, που δεν αφορά στενά το θέμα μας, την εξέλιξη δηλαδή του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου είναι ότι το 18ο συνέδριο έπεσε έξω σε όλες τις εκτιμήσεις του. Δεν μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά και να προβλέψει τις μεγάλες εξελίξεις, παρότι το 2009 χρονιά του συνεδρίου, η κρίση ήταν παρούσα και να προετοιμάσει κατάλληλες θέσεις και στόχους ώστε να αντεπεξέλθει το ΚΚΕ στις δυσκολίες. Κυρίως όμως εκτιμούσε λάθος την κατάσταση του ίδιου του κόμματος και έθετε στόχους υπερφίαλους και απλησίαστους. Ενώ τα κρισιακά φαινόμενα στο κόμμα ήταν εμφανή, το 18ο συνέδριο εκτιμούσε ότι ήταν σε φάση προόδου και ωρίμανσης, ατσαλωμένο, έτοιμο να περάσει στην αντεπίθεση και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων οποιαδήποτε και αν ήταν η φορά των γεγονότων και των απαιτήσεων που δημιουργούσαν, να κάνει το μεγάλο βήμα στην οικοδόμηση του.
Συγκεκριμένα η πολιτική απόφαση του συνεδρίου αναφέρει: «Το 18ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. καθορίζει ως αμετακίνητο και ξεκάθαρο στόχο όλου του κόμματος το πέρασμα στην επίθεση συνολικά σε όλα τα επίπεδα, με την ισχυροποίηση του Κ.Κ.Ε., με ένα κόμμα σε πλήρη ετοιμότητα να ανταποκριθεί σε οποιεσδήποτε συνθήκες και στροφές της ταξικής επαναστατικής πάλης. Ένα κόμμα πανέτοιμο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και στην περίπτωση που έχουμε απότομη άνοδο της επαναστατικής πάλης, αλλά και σε καμπές, δυσκολίες ή προσωρινά πισωγυρίσματα…. Το 18ο συνέδριο διαπιστώνει ότι το κόμμα είναι σε φάση προόδου και ωρίμανσης, περισσότερο ατσαλωμένο και έμπειρο, σε φάση που μπορεί να κάνει νέα βήματα προόδου: Ανοικοδόμηση ισχυρών ΚΟΒ στους τόπους δουλειάς και γενικότερα στους χώρους εργασίας, στην ενίσχυση της στρατολογίας νέων εργατών, για τη βελτίωση της κοινωνικής σύνθεσης και την ηλικιακή ανανέωση των γραμμών του. Να στηρίξει την ανάπτυξη της ΚΝΕ…[9]». Σε τόσο μεγάλη απόσταση βρίσκονταν οι εκτιμήσεις του από την πραγματικότητα. Δεν μπορούσε να δει και να εκτιμήσει, ή δεν θέλησε, την κατάσταση του ίδιου του κόμματος, έκλεινε τα μάτια στα προβλήματα που είχε στις γραμμές του, στη διαμαρτυρία εκατοντάδων κομμουνιστών και στις επισημάνσεις τους, θεωρούσε ότι το εργατικό κίνημα έκανε ουσιαστικά βήματα ενδυνάμωσης του, όταν το ΠΑΜΕ συρρικνώνονταν, έχανε και τις τελευταίες ευρύτερες δυνάμεις που συσπείρωνε, έχανε κάθε κοινωνική και μαζική μορφή, έγινε υποκατάστατο του Κ.Κ.Ε., χωρίς φυσικά να έχει τα προτερήματα και τις αρετές του.
Θεωρούσε ότι έχει συσπειρώσει και σταθεροποιήσει σε τέτοιο βαθμό τις δυνάμεις του, ώστε να επιταχύνει τις προγραμματικές διολισθήσεις και ανατροπές που επιχειρούσε, να αλλοιώσει τη θεωρία και την αντίληψη για το σοσιαλισμό, να αλλάξει ριζικά την ιστορία του ολόκληρου του αιώνα που πέρασε. Θεωρούσε το κείμενο για το σοσιαλισμό και τον Β’ τόμο του δοκιμίου ιστορίας του Κ.Κ.Ε. ως τις μεγάλες τομές και εφόδια που θα οδηγούσαν το κόμμα στο άλμα. Δεν αντιλαμβάνονταν ότι η κοινωνική εξέλιξη και η ταξική πάλη έχουν τους δικούς του νόμους, θέτουν τις δικές τους προτεραιότητες και εκεί ο γραφειοκρατικός σχεδιασμός της ηγεσίας για εξέλιξη και στάδια ανάπτυξης του κόμματος και του κινήματος πάει στον κάλαθο των αχρήστων. Δεν υπακούει στη λογική που λέει στο 16ο συνέδριο αλλάζω αυτά, στο 17ο τα υπόλοιπα, ύστερα τροποποιούμε την αντίληψη για το σοσιαλισμό και την ιστορία του κόμματος και είναι το ΚΚΕ έτοιμο για το μεγάλο βήμα. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στην υπονόμευση, τη ναρκοθέτηση των βάσεων πάνω στις οποίες το Κ.Κ.Ε. οικοδομήθηκε και αγωνίστηκε σχεδόν έναν αιώνα, διέλυσαν επίσης τη συσπείρωση του, την εμπιστοσύνη των δυνάμεων του στην καθοδήγηση και στο ίδιο το κόμμα, διέρρηξαν τους δεσμούς με την επιρροή του και την εργατική τάξη. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς. Όταν οι μεγάλες, οι φωτεινές στιγμές της ιστορίας του κόμματος ακυρώνονται, διαστρέφονται και ορισμένες φορές λοιδορούνται, όταν ιστορικές αποφάσεις και γεγονότα, εποποιίες βγαίνουμε λάθος – η πάλη του Κ.Κ.Ε. στην κατοχή, η ολομέλεια του 1934, η μετεμφυλιακή περίοδος και η περίοδος μετά τη μεταπολίτευση…-, όταν θεωρούνται όλες οι συμμαχίες που το Κ.Κ.Ε. επιδίωξε και δημιούργησε λανθασμένες και οπορτουνιστικές – αντιφασιστική πάλη, ΕΑΜ, δημιουργία της ΕΔΑ κ.λπ. δεν μπορεί να περιμένει κάτι καλύτερο. Οδηγείται κατευθείαν στην ήττα και την απαξίωση. Όλα αυτά η ηγετική ομάδα τα θεωρεί ως τα μεγάλα εφόδια και τις κατακτήσεις που θα οδηγούσαν σε ένα λαμπρό κομματικό μέλλον.
Στο 18ο συνέδριο δεν έγινε καμιά ιδιαίτερη επεξεργασία ή αναφορά στο αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μέτωπο (α.α.δ.μ.) που να τροποποιεί το πρόγραμμα του κόμματος. Οι παρεμβάσεις στο πρόγραμμα και την υλοποίηση της γραμμής για το μέτωπο δεν γίνονται με ρητό τρόπο, αλλά έμμεσα και βαθιά μέσω της αποσιώπησης σημαντικών ζητημάτων και ανάπτυξης της δράσης σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που οι προηγούμενες αποφάσεις είχαν θέσει. Αποσιωπάται η ουσία του μετώπου ως α.α.δ.μ. και ο χαρακτήρας του ως κοινωνικοπολιτικού και τονίζεται μονοσήμαντα ο κοινωνικός χαρακτήρας, λείπει εντελώς η αναφορά στις συσπειρώσεις ως ρυάκια και δρόμοι προς το μέτωπο και τις μεγάλες δυνατότητες που αυτός ο δρόμος δίνει για συγκέντρωση δυνάμεων και προετοιμασία των προϋποθέσεων του. Ολόκληρη όμως η απόφαση είναι ένα τεράστιο βήμα στην προώθηση μιας ορισμένης αντίληψης και δράσης για ένα μέτωπο καθαρά αντικαπιταλιστικό, για την προώθηση του οποίου ολόκληρη η δραστηριότητα όχι μόνο του Κ.Κ.Ε. αλλά και εντελώς άμεσα και του κινήματος θα αξιοποιείται.
Καρδιά της απόφασης του συνεδρίου είναι η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και η κοινωνική συμμαχία, χωρίς να λείπει μια ορισμένη αναφορά στο Κ.Κ.Ε. και την ΚΝΕ. Η θέση για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και την κοινωνική συμμαχία ουσιαστικά είναι η ταφόπλακα στην ανάπτυξη ενός ισχυρού κινήματος απόκρουσης της επίθεσης του κεφαλαίου και ανατροπής της, κλείνει το δρόμο σε κάθε προσπάθεια και δυνατότητα, όσο μπορεί αυτό να επιβάλει, για την ενότητα δράσης και στην πορεία την ενότητα της εργατικής τάξης σε γραμμή ανατροπής, συμβάλλει στο μεγαλύτερο κατακερματισμό της, αλλάζει τους όρους διαμόρφωσης και ανάπτυξης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, όπως τους γνωρίσαμε, οδηγεί στην απομόνωση του Κ.Κ.Ε. και στην υπονόμευση της ίδιας της υπόστασης του ως επαναστατικής πρωτοπορίας εργατικής τάξης. Γράφει η απόφαση του συνεδρίου: «Καλεί τα μέλη του κόμματος και της ΚΝΕ, τους φίλους και οπαδούς του κόμματος, τους συνεργαζόμενους στο κίνημα, τους ριζοσπάστες και συνεπείς αγωνιστές να ενώσουν τις προσπάθειές τους για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, του κινήματος των συμμάχων του. Ανασύνταξη σημαίνει: Προσέλκυση στην οργανωμένη δράση νέων εργατικών λαϊκών μαζών, ενεργητική συμμετοχή τους στις διαδικασίες ανάπτυξης του κινήματος, διαμόρφωση ενιαίου μετώπου πάλης ως κοινωνικής συμμαχίας, που μέσα από τις ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες του κάθε κινήματος αντιμετωπίζουν ενιαία τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ενώνονται στο κοινό στόχο- αγώνα ενάντια στην εξουσία των μονοπωλίων για να διαμορφωθεί μια νέα εξουσία. Η λαϊκή εξουσία, ως προς το περιεχόμενο και τις μορφές άσκησης της, βρίσκεται σε πλήρη ρήξη με την εξουσία των μονοπωλίων, είναι αποτέλεσμα ανατροπής της».[10]
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι δεν γίνεται καμία αναφορά πλέον σε κοινωνικοπολιτικό μέτωπο, ούτε και σε συσπειρώσεις υπάρχουσες, άλλες που είχαν αποφασιστεί και δεν προχώρησαν με ευθύνη της ηγετικής ομάδας, υποσκάπτοντας με αυτόν τον τρόπο τη χαραγμένη γραμμή για την προετοιμασία του μετώπου. Στη θέση τους μπαίνουν οι υποτιθέμενες υπάρχουσες κοινωνικές συσπειρώσεις, το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΥ, η ΠΑΣΕΒΕ, η ΟΓΕ, το ΜΑΣ που δεν είναι τίποτε διαφορετικό από συσπειρώσεις τμημάτων της επιρροής του Κ.Κ.Ε. σε διάφορους χώρους της παραγωγής και της κοινωνίας, χωρίς ίχνος ευρύτερης συμμετοχής και μετωπικής συγκρότησης, πάνω στη γραμμή που χάραξε το 18ο συνέδριο. Σε αυτή τη βάση και με αυτή τη μορφή το Κ.Κ.Ε. παρεμβαίνει στους αγώνες ολόκληρο το επόμενο διάστημα μέχρι σήμερα, επιδιώκοντας να δώσει στο σχήμα αυτό υπόσταση κοινωνικής συμμαχίας μέσω της οποίας θα προωθηθεί ο αγώνας εναντίον του κεφαλαίου αφενός και αφετέρου ότι μπορεί να είναι το μέτωπο στο μέλλον. Σκοπός είναι πλέον μονοσήμαντα ο αγώνας εναντίον των μονοπωλίων και του καπιταλισμού, με στόχο άμεσα τη λαϊκή εξουσία, δηλαδή την επαναστατική εργατική εξουσία και την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού. Εδώ έχουμε ανοιχτά την προσπάθεια μετατροπής των σωματείων και των συσπειρώσεων στις οποίες συμμετέχουν οι δυνάμεις του Κ.Κ.Ε. σε επαναστατικά υποκείμενα, που αγωνίζονται άμεσα για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει όλες οι συσπειρώσεις από όλα τα κινήματα και στρώματα του πληθυσμού να αντιμετωπίζουν ενιαία τα οικονομικά, τα κοινωνικά και τα πολιτικά ζητήματα. Το ερώτημα είναι πώς είναι δυνατόν ένα πραγματικό κίνημα μαζών που αναπτύσσεται σε ένα τμήμα του πληθυσμού, π.χ. μεσαία στρώματα της πόλης να αντιμετωπίζει το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών προβλημάτων με τα ίδια αιτήματα τον ίδιο τρόπο και συνολικά με το ίδιο πλαίσιο με το κίνημα της εργατικής τάξης, με την επιφύλαξη μόνο κάποιων ιδιαιτεροτήτων και αυτό όχι σε μια πορεία ωριμότητας του μετώπου, αλλά από σήμερα. Είναι διαφορετικό ζήτημα να κινούνται και τα δύο αυτά κινήματα σε αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση και άλλο να έχουν ενιαία, ταυτόσημη αντιμετώπιση και θέσεις. Αυτό είναι δυνατόν σ’ ένα βαθμό να γίνει σε μια πολύ πιο προχωρημένη φάση και όχι σήμερα, αν φυσικά εννοούμε πραγματικά κινήματα. Εδώ όμως η τοποθέτηση γίνεται για την επιρροή του Κ.Κ.Ε. που συσπειρώνεται και δραστηριοποιείται σε κάθε συσπείρωση. Αυτό όμως δεν είναι κίνημα, είναι ομοσπονδία της επιρροής του κόμματος σε κάθε χώρο.
Στη συνέχεια της απόφασης αφού τονιστεί ότι πρέπει το εργατικό κίνημα και οι σύμμαχοί της εργατικής τάξης να αποκτήσουν αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση μέσω της αποκάλυψης του καταστροφικού ρόλου των πλειοψηφιών στα τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα και στο μεγαλύτερο μέρος των δευτεροβάθμιων και πρωτοβάθμιων του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και των συνδικαλιστικών παρατάξεων των άλλων πολιτικών δυνάμεων αναφέρει: «Σήμερα, δεν αρκεί το κίνημα να έχει κάποιους θετικούς επιμέρους στόχους. Αυτό που καθορίζει την αποτελεσματικότητα του κινήματος, του ρόλου του στη θετική προοπτική είναι πιο ιδεολογικό πολιτικό πλαίσιο στηρίζει τους στόχους πάλης. Δεν αρκεί η «ενότητα στο πρόβλημα» ή η «πάλη για τα προβλήματα» γενικά, σημασία έχει σε πιο πολιτικό πλαίσιο εντάσσονται τα αιτήματα, ποιες ιδεολογικές θέσεις τα διέπουν, ο σκοπός του αγώνα. Το εργατικό κίνημα να αναπτύσσει μέτωπο αντιπαράθεσης με τις αστικές αντιλήψεις και τα ιδεολογήματα με το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό…. Ο ιδεολογικός, πολιτικός και οικονομικός αγώνας διεξάγεται ενιαία, δεν διαχωρίζεται με στεγανά»[11]. Με το απόσπασμα αυτό φθάνουμε πλέον στην απαίτηση υποταγής όλων στο Κ.Κ.Ε. με την έννοια της αποδοχής των σκοπών, της ιδεολογίας και της στρατηγικής του. Ότι γνώρισε το κομμουνιστικό κίνημα μέχρι σήμερα σχετικά με κοινή δράση και συμμαχίες πρέπει να το ξεχάσει. Τα σωματεία των εργατοϋπαλλήλων, των μεσαίων στρωμάτων της πόλης, των αγροτών συσπειρώνονται και διαμορφώνουν τη γραμμή και τη δράση τους στη βάση της στρατηγικής και της ιδεολογίας του Κ.Κ.Ε. και διεξάγουν ολοκληρωμένο αγώνα κατά του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού. Διεξάγουν ολοκληρωμένα το σύνολο της ταξικής αντιπαράθεσης, την οικονομική, την πολιτική και την ιδεολογική. Μόνο ορισμένες διαφορετικές απόψεις στην αντίληψη για το σοσιαλισμό μπορεί να υπάρχουν και να γίνονται ανεκτές.
Στη συνέχεια η απόφαση αναφέρει ότι η ανασύνταξη του κινήματος μπορεί να γίνει πρακτικά μόνο μέσα από την ενίσχυση του ΠΑΜΕ, της ΠΑΣΥ, της συσπείρωσης των μικρομεσαίων, του πόλου των φοιτητών, της ΟΓΕ κ.λπ. Μόνο αυτός ο δρόμος υπάρχει. Ό,τι κινείται, ή θα μπει στις συσπειρώσεις που καθοδηγεί το Κ.Κ.Ε. ή θα τεθεί απέναντι και θα ανοίξει μέτωπο εναντίον του γιατί δεν υπηρετεί την ανασύνταξη του κινήματος.
Και τέλος «το αίτημα για πολιτική αλλαγή, αναφέρει η απόφαση, πρέπει να ξεπεράσει την αντίληψη για την κυβερνητική αλλαγή και να τείνει να κατανοείται ως αλλαγή τάξης στην εξουσία. Να αρχίσει και σε μαζικό επίπεδο να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε μια κυβέρνηση που εκλέγεται από το λαό και στηρίζει το σύστημα και σε μια κυβέρνηση που είναι λαϊκή, γιατί εκφράζουν την εργατική τάξη και είναι προϊόν της νίκης του λαού σε βάρος της αστικής εξουσίας και της κυριαρχίας των μονοπωλίων»[12]. Είναι ολοφάνερο εδώ τι προτείνει η απόφαση. Ένα κίνημα που δεν ασχολείται με την κυβέρνηση και ακόμη περισσότερο με τα ζωτικά προβλήματα των εργαζομένων, αλλά με την ανατροπή του καπιταλισμού και την επιβολή της εργατικής εξουσίας. Ως απάντηση σε αυτό θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από παλαιότερο άρθρο του «Εργατικού Αγώνα», το οποίο σχολίαζε την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος που περιγράφει η απόφαση του 18ου συνεδρίου: «Το απόσπασμα της απόφασης περιγράφει ένα εργατικό κίνημα το οποίο έχει διαμορφώσει κοινωνική συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα και αγωνίζεται για την ανατροπή του καπιταλισμού και την επιβολή της λαϊκής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Ένα κίνημα που δεν προβάλλει αιτήματα, αλλά και το πολιτικό πλαίσιο των αιτημάτων, την ιδεολογία και το σκοπό του αγώνα, δηλαδή άμεσα αγωνίζεται για το σοσιαλισμό. Οργανωτικά όλο αυτό το κίνημα θα εκφρασθεί μόνο μέσο από το ΠΑΜΕ, την ΠΑΣΥ, την ΟΓΕ κ.λπ., πρακτικά μόνο μέσω του Κ.Κ.Ε. και τέλος ένα εργατικό και λαϊκό κίνημα που δεν πολυασχολείται με την κυβέρνηση, αλλά διαμορφώνει κυρίαρχα στο λαό την ανάγκη αλλαγής εξουσίας, την επιβολή της εργατικής εξουσίας.
Ας αναρωτηθούμε η κατάσταση του εργατικού κινήματος την οποία περιγράφει η απόφαση του 18ου συνεδρίου σε ποιες συνθήκες ταιριάζει. Τέτοιο εργατικό και λαϊκό κίνημα σε ποια φάση της ιστορικής εξέλιξης θα διαμορφωθεί; Είναι απίθανο αυτό να συμβεί στον καπιταλισμό, σε μεγάλο βαθμό ούτε στη φάση της επαναστατικής κατάστασης, παρότι στοιχεία του θα διαμορφωθούν τότε, ολοκληρωμένα θα γίνει αγώνας να επικρατήσουν στη φάση της εργατικής εξουσίας, μετά την επανάσταση. Η ιστορία των επαναστάσεων, της ρωσικής, της κινεζικής, της κουβανέζικης αποδεικνύουν ότι τέτοιο κίνημα δεν διαμορφώθηκε ποτέ πριν το σοσιαλισμό. Σε όλες τις επαναστάσεις το ΚΚ είχε καθαρό προσανατολισμό και κατάφερε να εκφράσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, να κερδίσει σε συμμαχία μαζί της την πλειοψηφία των μικροαστικών στρωμάτων στη βάση των συμφερόντων τους και όχι καθαρά του σοσιαλισμού.
O Λένιν στο έργο του ‘‘Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση’’, έργο που έγραψε το 1916 σημείωνε: ‘‘Όταν νομίζει κανείς ότι μπορεί να νοηθεί κοινωνική επανάσταση χωρίς εξεγέρσεις των μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη, χωρίς επαναστατικές εκρήξεις μιας μερίδας των μικροαστών με όλες τις προλήψεις τους, χωρίς το κίνημα των μη συνειδητών προλεταριακών και μισοπρολεταριακών μαζών ενάντια στο τσιφλικάδικο, εκκλησιαστικό, μοναρχικό ζυγό, όταν σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι απαρνείται την κοινωνική επανάσταση. Είναι σαν να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: ‘‘Εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού’’, και από το άλλο ένας άλλος στρατός που θα πει: ‘‘Εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού’’ και αυτό φαντάζονται θα είναι η κοινωνική επανάσταση!!…. Όποιος περιμένει μια ‘‘καθαρή’’ κοινωνική επανάσταση, δεν θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση. Η ρωσική επανάσταση του 1905 ήταν αστικοδημοκρατική. Αποτελούνταν από μια σειρά μάχες όλων των δυσαρεστημένων τάξεων, ομάδων και στοιχείων του πληθυσμού. Ανάμεσά τους υπήρχαν μάζες με τις πιο πρωτόγονες αντιλήψεις, με τους πιο ασαφείς και φανταστικούς σκοπούς του αγώνα, υπήρχαν ομαδούλες που έπαιρναν λεφτά από τους ιάπωνες, υπήρχαν κερδοσκόποι και τυχοδιώκτες κ.τ.λ. Αντικειμενικά, το κίνημα των μαζών τσάκιζε τον τσαρισμό και ξεκαθάρισε το δρόμο για τη δημοκρατία, γι’ αυτό το καθοδηγούσαν οι συνειδητοί εργάτες. Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων των καταπιεζόμενων και δυσαρεστημένων. Αναπόφευκτα θα πάρουν μέρος σε αυτή τμήματα των μικροαστών και των καθυστερημένων εργατών- χωρίς μια τέτοια συμμετοχή δεν είναι δυνατή η μαζική πάλη, δεν είναι δυνατή καμιά επανάσταση[13]’’.
Ο στόχος της ανασύνταξης του κινήματος που θέτει το 18ο συνέδριο είναι ουτοπικός, δεν μπορεί να επιτευχθεί σε μαζική βάση στον καπιταλισμό και ως τέτοιος δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί. Είναι ένα πλαίσιο για το κίνημα σε αριστερίστικη, σεχταριστική λογική. Γι’ αυτό δεν έδωσε μέχρι σήμερα αποτελέσματα και δεν θα δώσει και στο μέλλον. Φέρει μεγάλη ευθύνη για την κατάσταση του εργατικού κινήματος σήμερα και στο μέλλον η κατάσταση θα χειροτερεύσει πολύ περισσότερο».
Το 18ο συνέδριο και ότι επακολούθησε, κυρίως το δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ Β’ τόμος, ολοκλήρωσαν απ’ ότι φαίνεται τις ανατροπές εκείνες που απαιτούνταν, κυρίως τη μετάλλαξη της πρακτικής δράσης στο κίνημα και το λαό, ώστε να τεθεί ολοκληρωτικά σε άλλη βάση – βάση σεχταριστική – αντιλενινιστική – η τακτική του και ο ίδιος ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία του ΚΚΕ. Μένει αυτά να θεσμοθετηθούν από το ανώτατο κομματικό σώμα και απ’ ότι όλα δείχνουν αυτό θα γίνει στο επόμενο συνέδριο του, το 19ο.
Συμπεράσματα
H τακτική του ενιαίου μετώπου είναι η τακτική που εφάρμοσαν οι Μαρξ και Ένγκελς στην εποχή τους και αργότερα ο Λένιν και η Κομμουνιστική Διεθνής και ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα τον 20ο αιώνα.
Αφορούσε και αφορά τους όρους συσπείρωσης και δράσης της εργατικής τάξης, καθώς και τις σχέσεις της και τη στάση της απέναντι στις άλλες τάξεις της κοινωνίας και κυρίως απέναντι στα μικροαστικά στρώματα της πόλης και τη φτωχή και μεσαία αγροτιά. Άρα είναι η τακτική της εργατικής τάξης που αφορά στην κινητοποίηση του συνόλου των μελών της και τη σχέση της με τους μικροαστούς που είναι εν δυνάμει σύμμαχοι της στον αγώνα εναντίον του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της αστικής τάξης γενικότερα. Ως εκ τούτου αφορά την ίδια την εργατική τάξη στο σύνολο της και τις σχέσεις της με τις άλλες υποτελείς στο κεφάλαιο και την εξουσία του τάξεις σε όλα τα επίπεδα, από τους καθημερινούς αγώνες ως τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα που την απασχολούν, ως και το ζήτημα της εξουσίας.
Το κύριο, το πρωτεύον στοιχείο στην τακτική του ενιαίου μετώπου δεν είναι οι σχέσεις των κομμάτων μεταξύ τους, αλλά οι σχέσεις των τάξεων με κεντρική αναφορά την εργατική τάξη. Άρα οι απόψεις που περιορίζουν την τακτική του ενιαίου μετώπου στη συμμαχία και τη συμπόρευση κάποιων κομμάτων, στη συνεργασία και στη δημιουργία εκλογικών συνασπισμών, στις συζητήσεις και συμφωνίες των ηγεσιών τους για τη διαμόρφωση κοινής τακτικής περιορίζουν την κοινή δράση μόνο ή κυρίως «από τα πάνω», ενώ το κυρίαρχο στοιχείο είναι το αντίθετο, οι σχέσεις, η συμμαχία δηλαδή των τάξεων και η ενιαία δράση των ίδιων των εργατών και των εργαζομένων.
Από τη στιγμή που η πολιτική της εργατικής τάξης υλοποιείται βασικά μέσω της καθοδήγησης του επαναστατικού κόμματος, η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι η επαναστατική τακτική του κομμουνιστικού κόμματος, που σκοπό έχει η εργατική τάξη να υλοποιήσει τους στόχους της, τους άμεσους καταρχήν και φυσικά το στρατηγικό της στόχο, την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό.
Η εργατική τάξη δεν είναι ενιαία από κάθε άποψη και στο σύνολο της. Αντίθετα είναι πολυδιαιρεμένη από πολλούς παράγοντες και αιτίες, πολιτικές, θρησκευτικές, εθνικές, σχετικά με τις σχέσεις και τους όρους εργασίας της κ.λπ. Η διαίρεση αυτή έχει αντικειμενική βάση, τη συντηρεί και τη βαθαίνει όμως η αστική τάξη και οι μηχανισμοί της με το «διαίρει και βασίλευε», με την ανάδειξη των διαφορών στο εσωτερικό της με κυρίαρχο τρόπο και την κατάπνιξη των στοιχείων που την ενοποιούν και την αναδεικνύουν ως τάξη, την αντίθεση της δηλαδή απέναντι στην εργοδοσία και το καπιταλιστικό σύστημα γενικότερα. Η τακτική του ενιαίου μετώπου έχει στόχο οι εργάτες να δράσουν από κοινού με βάση τα κοινά τους συμφέροντα, αυτά που τους ενώνουν, που διαμορφώνουν τη βάση της ενότητας τους. Τα συμφέροντα που ολόκληρη η τάξη αντιλαμβάνεται ως κοινά είναι τα άμεσα συμφέροντα της. Στην βάση των άμεσων συμφερόντων και διεκδικήσεων της μπορεί να συσπειρωθεί. Δεν είναι δυνατόν να συσπειρωθεί στη βάση της ιστορικής αποστολή της, της κατάκτησης της εξουσίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, από τη στιγμή που ακολουθεί διαφορετικά πολιτικά κόμματα και διαφορετικές ως παντελώς αντίθετες πολιτικές, στρατηγικές και ιδεολογίες. Η κοινή δράση της εργατικής τάξης στρέφεται εναντίον του κεφαλαίου και της πολιτικής του και εναντίον του κράτους του και αμφισβητεί τις αποφάσεις του σήμερα και προοπτικά την κυριαρχία και την εξουσία του. Είναι δηλαδή η τακτική του ενιαίου μετώπου βαθιά αντικαπιταλιστική.
Κοντοπρόθεσμη επιδίωξη της είναι η απόκρουση της πολιτικής του κεφαλαίου, η ανακούφιση των εργαζομένων, το κέρδισμα οικονομικών και πολιτικών αιτημάτων και μακροπρόθεσμη επιδίωξη είναι να αποκτήσουν οι εργάτες συνείδηση των κοινών τους συμφερόντων καθώς και των κοινών ταξικών τους αντιπάλων, να συνειδητοποιήσουν ότι η κατάκτηση επιμέρους στόχων οικονομικών και πολιτικών δεν λύνει οριστικά τα προβλήματα τους, ότι η οριστική λύση είναι η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και η επιβολή της εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Έτσι διαμορφώνεται η ταξική ενότητα της σε επαναστατική βάση και η συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα, χωρίς την οποία νικηφόρα επανάσταση δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι η πιο απλή μαρξιστική αλήθεια, ότι νικηφόρα επανάσταση μόνο με την πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν νοείται. Η επανάσταση είναι υπόθεση της συνειδητής απόφασης και του αγώνα της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και ευρύτατων τμημάτων των μικροαστικών στρωμάτων που θα συμμαχήσουν μαζί της. Ο μοναδικός δρόμος, η μοναδική τακτική με την οποία μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος αυτός είναι η τακτική του ενιαίου μετώπου. Άρα δεν πρόκειται για μια υπόθεση εφήμερη, για μια τακτική που εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες συνθήκες και για περιορισμένο χρόνο, δεν είναι ένα απλό επεισόδιο, αλλά πρόκειται για τακτική που ενδείκνυται για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, ως την επανάσταση. «Στο βαθμό που οι αντικειμενικοί όροι είναι ώριμοι για τη σοσιαλιστική επανάσταση και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συνειδητά πραγματοποιούν τη διάσπαση της εργατικής τάξης, εκεί η τακτική του ενιαίου μετώπου θα δημιουργήσει μια νέα εποχή[14]», σημείωνε το 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Την τακτική του ενιαίου μετώπου εφαρμόζει το Κομμουνιστικό Κόμμα στις σχέσεις του με τα άλλα κόμματα που αναφέρονται στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους. Συζητούν και φθάνουν σε συμφωνίες με κριτήριο πάντα τα συμφέροντα των εργατών και των εργαζομένων άμεσα και μακροπρόθεσμα, οι κομμουνιστές υλοποιούν με συνέπεια τα συμφωνημένα αλλά δεν μένουν μόνο σε αυτά. Δεν μένουν στην περιορισμένη βάση της συμφωνίας. Διατηρούν την αυτοτέλειά τους, το δικαίωμα να διατυπώνουν ανοιχτά τις θέσεις τους, τις διαφορετικές προσεγγίσεις ή την κριτική τους, δεν χάνεται το «πρόσωπο» τους μέσα στη συμμαχία. Προβάλλουν και ζυμώνουν συνολικά το πρόγραμμα τους, την αναγκαιότητα βαθύτερων αλλαγών στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, αξιοποιούν τις αυξημένες αγωνιστικές εμπειρίες των εργαζομένων για να δώσουν πιο πειστικά και με πιο ζωντανά επιχειρήματα την ιστορική προοπτική της εργατικής τάξης, αφού κατά τον Μαρξ «οι κομμουνιστές δεν είναι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον του κινήματος, εκπροσωπούν τα συμφέροντα του κινήματος το σύνολο του».
Το ενιαίο μέτωπο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να πάρει οργανωτική μορφή, ότι θα πάρει μια οργανωμένη μορφή με όργανα και τρόπο λειτουργίας συμφωνημένο. Απαραίτητα σημαίνει κοινή δράση από κοινού των εργατών και πολιτικές συμφωνίες του κομμουνιστικού κόμματος με άλλα κόμματα που αναφέρονται τους εργαζόμενους, ώστε η κοινή δράση στη βάση να στηρίζεται και να υποβοηθείται με τις συμφωνίες των κορυφών και να ανοίγουν δρόμοι και δυνατότητες ανάπτυξης της. Μέτωπο με οργανωτική μορφή μπορεί να προκύψει, είναι όμως λάθος εκ των προτέρων να αντιμετωπίζεται αυτή η εξέλιξη ως μονόδρομος. Ακόμη περισσότερο να θεωρείται ότι πρέπει να έχει ολοκληρωμένη πρόταση διακυβέρνησης και εξουσίας και μάλιστα από την ίδρυση του ή και πριν ακόμη από την ίδρυσή του. Το κομμουνιστικό κόμμα έχει στόχο την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, τη δικτατορία του προλεταριάτου και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, όπως τον περιέγραψαν οι κλασικοί. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, εάν τεθεί ως προαπαιτούμενο για τη συμφωνία, αποκλείει την συμφωνία και τη συμπόρευση καταρχήν ολόκληρης της εργατικής τάξης και ακόμη περισσότερο των μικροαστικών στρωμάτων και φυσικά των πολιτικών κομμάτων και γενικότερα των φορέων που εκπροσωπούν μικροαστικά συμφέροντα. Αυτό θα οδηγήσει είτε σε ακύρωση της τακτικής του ενιαίου μετώπου και της κοινής δράσης, είτε σε απαράδεκτους συμβιβασμούς από το κομμουνιστικό κόμμα που θα έχουν αρνητική κατάληξη για την ενότητα και το χαρακτήρα του, καθώς επίσης για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Σε αυτό υπάρχουν εξαιρετικά αρνητικές εμπειρίες, τραυματικές πολλές φορές.
Οι συμφωνίες και η κοινή δράση πρέπει να εκφράζουν τις ώριμες ανάγκες και τις διαμορφωμένες δυνατότητες και όχι τις επιδιώξεις και τη στρατηγική του κομμουνιστικού κόμματος ή οποιουδήποτε άλλου κόμματος Και φυσικά να ανοίγουν το παράθυρο των εξελίξεων στην προοπτική. Εννοείται ότι οποιαδήποτε συμφωνία δεν είναι δυνατόν να αποτελεί εμπόδιο και ανάσχεση στις εξελίξεις. Από κει και ύστερα το κομμουνιστικό κόμμα οφείλει να δράσει στην κατεύθυνση της υλοποίησης της στρατηγικής του, πατώντας στις νέες δυνατότητες που η ενιαία δράση διαμορφώνει, με τους ίδιους ή πιο περιορισμένης έκτασης συμμάχους πάντα εφαρμόζοντας την τακτική του ενιαίου μετώπου, την οποία πρέπει να θεμελιώνει στην εργατική τάξη και στους εργαζόμενους.
Τα τελευταία χρόνια η αστική τάξη της χώρας και μαζί το μονοπωλιακό κεφάλαιο της Ε.Ε. αξιοποιώντας το υψηλό χρέος και την ανάγκη να «σωθεί η χώρα», όπως διακήρυξαν, επέβαλαν την πολιτική που ο ελληνικός λαός βιώνει. Η εργατική τάξη και ο ελληνικός λαός δέχονται μια πρωτοφανή επίθεση στα δικαιώματά, τις κατακτήσεις και τα εισοδήματα τους πρωτοφανή. Κινδυνεύουν με εξανδραποδισμό ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Ισοπεδώθηκαν μισθοί και συντάξεις, διαλύεται το σύστημα υγείας και παιδείας, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δυσκολεύονται να τραφούν και απλά να επιβιώσουν. Δημόσιες επιχειρήσεις, ορυκτός πλούτος, φιλέτα γης και άλλες αξίες, ένας τεράστιος πλούτος που δημιούργησαν γενιές και γενιές εργαζομένων οδεύει αντί πινακίου φακής στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Δεν φαίνεται φως στον ορίζοντα, δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος. Το άμεσο καθήκον σήμερα είναι η απόκρουση αυτής της επίθεσης, η ανατροπή της και μαζί η ήττα και η ανατροπή των αστικών κυβερνήσεων που εφαρμόζουν την πολιτική αυτή. Εάν η λαίλαπα αυτή δεν γίνει κάθε προσπάθεια να υποκρουσθεί είναι αυτονόητο ότι μαζί με τους εργαζόμενους θα συντριβεί το λαϊκό κίνημα και οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς. Η απόκρουση της επίθεσης αυτής είναι το κεντρικό καθήκον της εργατικής τάξης και των εργαζομένων. Το καθήκον αυτό η εργατική τάξη πρέπει να το υλοποιήσει ενιαία, δρώντας από κοινού σε ενιαίο μέτωπο όλοι οι εργαζόμενοι παρά τις όποιες άλλες διαφορές τους, σε συμπαράταξη με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες που πλήττονται εξίσου. Το καθήκον για την επαναστατική αριστερά σήμερα είναι να δημιουργήσει ένα πανίσχυρο ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και μεγάλη προσπάθεια να διαμορφωθούν οι όροι για τη συμπόρευση και την κοινή δράση με τον υπόλοιπο εργαζόμενο λαό.
Να αγωνιστούν από κοινού οι εργαζόμενοι ανεξαρτήτως κλάδου και σχέσης εργασίας, αν ανήκουν στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, αν είναι έλληνες ή αλλοδαποί, από κοινού τα σωματεία και οι ομοσπονδίες ανεξάρτητα από το «χρώμα» που έχει η πλειοψηφία του Δ.Σ. τους και οι εργάτες μέλη τους και μαζί να συμπορευτούν οι τεράστιες μάζες των ανοργάνωτων εργατών και των εργαζομένων με ελαστικές μορφές απασχόλησης. Υπάρχει δυνατότητα, υπάρχει κοινή βάση για συμπόρευση του ΠΑΜΕ με τα συνδικάτα που ακολουθούν τη ΓΣΕΕ ή τη συσπείρωση σωματείων. Αυτή πρέπει να είναι η επιδίωξη. Στις περιπτώσεις εκείνες που οι ηγεσίες διαφωνήσουν ή φέρουν προσκόμματα, μέσα από αυτή την προσπάθεια θα ανοίξουν τεράστιοι δίαυλοι επικοινωνίας με εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και υπαλλήλους ακριβώς στη βάση της συμπόρευσης για της ανατροπή της επίθεσης και την επιβίωση των ιδίων και των οικογενειών τους. Θα επικοινωνήσουν οι συνδικαλιστές και πολιτικές δυνάμεις της αντίστασης και της ανατροπής με τους χιλιάδες και χιλιάδες που ορμητικά θα μπαίνουν στο στίβο των ταξικών αγώνων και της πολιτικής, για την ανατροπή των συσχετισμών και της ροής των εξελίξεων.
Πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές. Ακύρωση της επίθεσης δεν είναι η «επαναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου μαζί με κάποιο νέο κούρεμα του χρέους, η ανατροπή του μνημονίου στα λόγια και μάλιστα σε συμφωνία και με τη συναίνεση των ευρωπαίων ‘‘συμμάχων’’ μας εντός της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Εννοούμε ανατροπή του μνημονίου μαζί με ότι το συνοδεύει, νόμοι, αποφάσεις και συμφωνίες, προγράμματα λιτότητας, συμφωνίες δανεισμού. Ουσιαστικά μέτρα για την αποκατάσταση των εισοδημάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, για την επιβίωση των ανέργων, για τη νεολαία, ακύρωση όλων των ελαστικών μορφών απασχόλησης και διεκδίκηση σταθερής και μόνιμης δουλειάς, διεκδίκηση του 35ωρου, ακύρωση του ξεπουλήματος δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων όπου προχώρησαν κλπ. Όλα αυτά δεν είναι δυνατόν να γίνουν με τη συναίνεση της Ε.Ε., αλλά σε αντιπαράθεση και σύγκρουση μαζί της.
Η δράση θα ανοίξει τη συζήτηση, θα φωτίσει τις αιτίες που οδήγησαν στην υπονόμευση, την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας και την υπερχρέωση της. Θα τονωθεί η συζήτηση για το ρόλο της ευρωζώνης και της Ε.Ε., θα εμπεδωθεί ευρύτερα στους εργαζόμενους η αντίληψη ότι ανάπτυξη για το λαό και τη νεολαία μέσα στην Ε.Ε. δεν υπάρχει, θα τεθεί το ζήτημα της μονομερούς διαγραφής του χρέους, ο ρόλος των μονοπωλίων που κυριαρχούν, των τραπεζών. Όλα αυτά θα πάρουν τη μορφή αιτημάτων διεκδίκησης μέσα στο κίνημα, άλλα άμεσα από την πρώτη στιγμή και άλλα ωριμάζοντας οι προϋποθέσεις στην πορεία.
Το ενιαίο μέτωπο δεν είναι δυνατόν να μείνει σε μια προσπάθεια μόνο «από τα κάτω», μέσα στην κοινωνία και το συνδικαλιστικό κίνημα. Εκεί είναι και θα είναι η βάση της ανάπτυξης του. Από τις διεργασίες μέσα στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους το ενιαίο μέτωπο θα αντλεί τη δύναμή του. Είναι απαραίτητη όμως μια ορισμένη συνεννόηση και συμφωνία «από τα πάνω» μεταξύ κομμάτων, οργανώσεων και ομάδων. Η δράση στη βάση θα διαμορφώνει καλύτερες προϋποθέσεις αλληλοκατανόησης και συμφωνίας των πολιτικών δυνάμεων. Η συμφωνία όμως των πολιτικών δυνάμεων για ενιαία δράση θα διαμορφώνει νέα δεδομένα και άλλη κατάσταση και δυναμική. Το πλαίσιο της συμφωνίας των πολιτικών δυνάμεων πέραν της στήριξης του αγώνα των εργαζομένων μπορεί να πάρει ένα ευρύτερο και πιο βαθύ ταξικό περιεχόμενο. Εκτός από την απόκρουση της επίθεσης θα πρέπει να τεθεί ένα πλαίσιο μεταβατικών στόχων που θα ξεπερνά τον καπιταλισμό και θα θέτει ευρύτερα μέσα στην εργατική τάξη την αντίληψη και τη συζήτηση για την ανάγκη και το περιεχόμενο του σοσιαλισμού. Στο πλαίσιο αυτό θα τεθούν όλοι εκείνοι οι στόχοι που χαρακτηρίζουν ένα μεταβατικό πρόγραμμα προς το σοσιαλισμό, στην καρδιά του πρέπει να είναι το ζήτημα της αποχώρησης από την Ε.Ε., η ανατροπή των όρων και συμφωνιών που διαμορφώνουν την εξάρτηση της χώρας, μια δέσμη αναγκαίων αντιμονοπωλιακών μέτρων και η συνολική πάλη εναντίον του κεφαλαίου.
Στο σημείο αυτό ακριβώς εγείρονται οι αντιρρήσεις. Ορισμένοι αντιτείνουν ότι με αυτή την τακτική οδηγούμαστε σε συμπόρευση με τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, με εργοδοτικές ηγεσίες ομοσπονδιών, ουσιαστικά θα συμπορευτούμε με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ή και τμήματα της Ν.Δ. και θα καταλήξει η προσπάθεια σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Κανείς καλοπροαίρετος εργαζόμενος δεν πρέπει να ανησυχεί γι’ αυτό. Με ένα τέτοιο πλαίσιο κανένας εργοδοτικός μεγαλοσυνδικαλιστής ή πολιτικός παράγοντας δεν πρόκειται να συνταχθεί. Οι αστοί παράγοντες συντάσσονται με αστικά σχήματα και προσπάθειες ή με εκείνα τα οποία επιζητούν μια τέτοια εξέλιξη. Μόνο το ενιαίο μέτωπο και τη δράση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου και της πολιτικής τους υπολογίζουν και για αυτή ανησυχούν. Αν δεν θέλουμε πραγματικά και δεν κάνουμε σοβαρά λάθη δεν πρόκειται να παρασυρθούμε ποτέ. Εξάλλου ο στόχος δεν είναι οι ηγεσίες, το βάρος θα πέσει «από τα κάτω», στη βάση, μέσα στους εργάτες και στους εργαζόμενους και εκεί δεν πρέπει να κολλάμε ταμπέλες στους εργαζόμενους, να τους βλέπουμε και να τους μετράμε με το τι ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές μόνο, αλλά και κυρίως με την ταξική τους θέση, τα ταξικά τους συμφέροντα. Σε τελική ανάλυση όποιος επιχειρηματολογεί με αυτό τον τρόπο δεν πιστεύει στη δυνατότητα να κερδηθεί η εργατική τάξη, δεν πιστεύει στην ενότητα της σε ταξική βάση, δεν πιστεύει στη νικηφόρα έκβαση του αγώνα.
Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλεται είναι το εξής: Με πλαίσιο της συσπείρωσης μόνο την απόκρουση της επίθεσης κινδυνεύει το κίνημα να πάει στο ρεφορμισμό, να ενσωματωθεί. Θα ήταν επαρκής μια απάντηση με μόνο τα λόγια της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την αξία και τη δύναμη των επιμέρους διεκδικήσεων. «Οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω από αυτά τα ζητήματα θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Οι αντιρρήσεις που εγείρονται ενάντια στις επιμέρους διεκδικήσεις καθώς και οι κατηγορίες ότι οι καμπάνιες πάνω σε τέτοιες διεκδικήσεις είναι ρεφορμιστικές, αντανακλούν την ανικανότητα κατανόησης των ουσιαστικών όρων της επαναστατικής δράσης. Το πρόβλημα δεν είναι να απευθυνθούμε στο προλεταριάτο για να αγωνιστεί για τον τελικό σκοπό αλλά το πώς θα αναπτύξουμε τον αγώνα για τα άμεσα θέματα, έναν αγώνα που μόνο αυτός μπορεί να οδηγήσει το προλεταριάτο στην πάλη για τον τελικό σκοπό»[15].
Ας σκεφθεί κάθε καλοπροαίρετος εργαζόμενος. Στο ρεφορμισμό οδήγησαν τους εργαζόμενους η πολυδιάσπαση και η αναποτελεσματικότητα του κινήματος και των αγώνων και οι υποτιθέμενοι επαναστατικοί συνδικαλιστικοί αγώνες που θέτουν στις κινητοποιήσεις άμεσα το ζήτημα της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Στο ρεφορμισμό θα οδηγηθούμε αν το Κ.Κ.Ε. και άλλες δυνάμεις δεν σταθούν στο ύψος των περιστάσεων να διαμορφώσουν ένα σχέδιο ανάπτυξης και κλιμάκωσης των αγώνων από τη μια και πολιτικοποίησης και βαθέματος των αιτημάτων και των στόχων του, καθώς θα διαμορφώνονται οι ανάλογες προϋποθέσεις από την άλλη, καθώς και αν το Κ.Κ.Ε. δεν επιτελέσει το επαναστατικό του χρέος να αξιοποιεί σωστά τις κατακτήσεις του κινήματος, την ωρίμανση των συνειδήσεων, να διαμορφώνει την κατάλληλη δράση, ώστε να δείχνει το δρόμο της οριστικής λύσης των προβλημάτων, το δρόμο του σοσιαλισμού. Από κανέναν δεν πρέπει να διαφεύγει, εξάλλου η πείρα μιλά εύγλωττα, ότι χωρίς την ενότητα της εργατικής τάξης και των εργαζομένων οι αγώνες δεν πρόκειται να έχουν καμιά προοπτική για επιμέρους κατακτήσεις και για τη νίκη εναντίον του κεφαλαίου. Για την κατάκτηση της ενότητας εργατικής τάξης και την απόσπαση της από την επιρροή της αστικής τάξης το ενιαίο μέτωπο είναι μονόδρομος.
[1] 16ο συνέδριο Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 73
[2] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 62- 63
[3] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 71
[4] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 72
[5] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 44
[6] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε., σ. 69
[7] 16ο συνέδριο Κ.Κ.Ε ντοκουμέντα σ. 70-71
[8] 17ο συνέδριο Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 89
[9] 18ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε ντοκουμέντα σ. 82 – 83
[10] Στο ίδιο σ. 90. 91
[11] 18ο συνέδριο Κ.Κ.Ε. σ. 91 – 92
[12] Στο ίδιο σ. 94
[13] Λένιν Άπαντα, τόμος 30 σ. 54- 55
[14] Τρίτη Διεθνής, τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, σ.396
[15] Τρίτη Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια σ. 269-270

Δεν υπάρχουν σχόλια: