Γράφει ο Περικλής Παυλίδης*
Η κοινοβουλευτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική εξουσία, με το λαό απλώς σε ρόλο παρατηρητή, την αστική τάξη καθόλα κυρίαρχη, το κράτος καθόλα στην υπηρεσία της, και τους θεσμούς της ΕΕ/ΟΝΕ να ελέγχουν την οικονομία δεν μπορούσε να επιφέρει την παραμικρή κοινωνική ανατροπή.
Η (για πολλοστή φορά) χρεοκοπία του αριστερού
ρεφορμισμού
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ρεφορμιστικό κόμμα που
επιδιώκει τη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι κάτι που προέκυψε
αίφνης. Ήταν εμφανές από γεννήσεως αυτού του μορφώματος. Το γεγονός ότι στην ΕΕ
άλλα κατ’ ουσίαν και στο μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού
συστήματος δεν υπάρχουν περιθώρια ρεφορμιστικών πολιτικών, ότι το κεφάλαιο
διαμέσου της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής του προωθεί παγκοσμίως με εξαιρετική
αδιαλλαξία την κατάργηση του αστικού «κοινωνικού κράτους» και των
κεϋνσιανών μορφών ρύθμισης της οικονομίας ήταν και είναι επίσης ευρέως γνωστό.
Το ότι η υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει τα μνημόνια και τις πολιτικές
λιτότητας εντός της ζώνης του ΕΥΡΩ και της ΕΕ είναι εγγενώς καταδικασμένη σε
χρεοκοπία ήταν επίσης κάτι εξ αρχής εξόχως προβλέψιμο.
Δέον να τονιστεί ότι η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς το 3ο μνημόνιο
ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη, δεδομένης της προσήλωσής του στη συμμετοχή
της χώρας στη ζώνη του ΕΥΡΩ και στην ΕΕ, της αποδοχής εκ μέρους του των
πλαισίων διαπραγμάτευσης που έθεσαν οι «εταίροι», της παραίτησής του από
μονομερείς ενέργειες, της αναγνώρισης «υποχρεώσεων» ενώπιον των δανειστών κλπ.
Ήταν προδιαγεγραμμένη και προβλέψιμη αυτή η πορεία διότι ήταν γνωστό τοις
πάσι ότι ΕΕ/ΟΝΕ σημαίνει θεσμοθετημένη διαρκή λιτότητα για τους εργαζόμενους,
διαρκή επιδίωξη μείωσης του κόστους εργασίας, επιθετική ιδιωτικοποίηση
και εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, ανυπαρξία δυνατοτήτων
εθνικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, κατάργηση των περιθωρίων
κεϋνσιανής – ρεφορμιστικής διαχείρισης της οικονομίας, και συνεπώς, για την
Ελλάδα σημαίνει διαρκές μνημόνιο (όπως σημαίνει άτυπο μνημόνιο
δημοσιονομικών προσαρμογών και για τις άλλες χώρες της ΕΕ).
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε παταγωδώς όχι εξαιτίας εσφαλμένων τεχνικών
χειρισμών του και κακών προθέσεων των «εταίρων» (κάποιοι μάλιστα μίλησαν για
πραξικόπημα, αποφεύγοντας να κάνουν λόγο για θεσμοθετημένες πρακτικές
ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας), αλλά γιατί εξ αρχής ήταν αδύνατο να
επιτύχει αυτό που με ακραία πολιτικάντικο τρόπο υποσχόταν: να πείσει τις
ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ για το αδιέξοδο της εφαρμοζόμενης στην Ελλάδα
πολιτικής και να αποσπάσει τη συναίνεσή τους για διαγραφή μέρους του χρέους και
εφαρμογή κεϋνσιανών μέτρων αναθέρμανσης της οικονομίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε τη φαινομενικά εύκολη αλλά στην
πραγματικότητα ανύπαρκτη οδό αντιμετώπισης της βαθύτατης κρίσης του ελληνικού
καπιταλισμού προς όφελος των εργαζομένων εντός των θεσμικών πλαισίων και βάσει
των κανόνων λειτουργίας του συστήματος, χωρίς σύγκρουση με το εγχώριο
κεφάλαιο και την ιμπεριαλιστική ΕΕ, χωρίς ανατροπή της εξουσίας τους.
Η κοινοβουλευτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική εξουσία, με το λαό απλώς σε ρόλο παρατηρητή, την αστική τάξη καθόλα κυρίαρχη, το κράτος καθόλα στην υπηρεσία της, και τους θεσμούς της ΕΕ/ΟΝΕ να ελέγχουν την οικονομία δεν μπορούσε να επιφέρει την παραμικρή κοινωνική ανατροπή.
Βέβαια η πορεία αυτή ήταν εγγεγραμμένη στον χαρακτήρα της
ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούσε συνειδητή επιλογή της ηγεσίας και των
στελεχών του, δεδομένου ότι ως πολιτικό μόρφωμα του αριστερού ρεφορμισμού
(με ισχυρά χαρακτηριστικά μεταμοντέρνας ιδεολογικής θολούρας), εμφατικά αντίθετου στις θεωρητικές αρχές και επαναστατικές
παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος, εγκατέλειψε στις αναλύσεις και τον
πολιτικό του λόγο τις έννοιες του ιμπεριαλισμού και του ταξικού χαρακτήρα
του κράτους. Γι’ αυτό και στην πολιτική πρακτική του έβλεπε μπροστά του ένα
κυβερνητικό μηχανισμό στο οποίο η «Αριστερά» δύναται να συμμετέχει διαχειριστικά,
και όχι ένα κρατικό θεσμό ταξικής εξουσίας τον οποίο η Αριστερά καλείται να
ανατρέψει, να καταστρέψει και να αλλάξει επαναστατικά, όπως έβλεπε
«ευρωπαίους εταίρους» με τους οποίους η «Αριστερά» θα πρέπει να διεξάγει
διάλογο και διαπραγματεύσεις και όχι ιμπεριαλιστές με τους οποίους η Αριστερά
καλείται να διεξάγει πόλεμο ανατροπής της κυριαρχίας τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέφευγε να αναγνωρίσει και να αναδείξει τον ταξικό
– ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ/ΟΝΕ και να την αντιμετωπίσει ακριβώς
βάσει αυτού του χαρακτήρα της. Αποτέλεσε παραδοσιακά (εκκινώντας από το κόμμα –
πυρήνα του, το Συνασπισμό) δύναμη ιδεολογικού εξωραϊσμού των
ιμπεριαλιστικών θεσμών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και καλλιέργειας
αυταπατών για τη δυνατότητα αλλαγής τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνυφασμένος με την
απατηλή ιδέα της αριστερής μεταρρύθμισης της ΕΕ, όπως είναι συνυφασμένος
με την ιδέα της αριστερής διαχείρισης του αστικού κράτους και μεταρρύθμισης της
κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Και ας μη μας διαφεύγει ότι υπεύθυνες
για τη στάση αυτή του ΣΥΡΙΖΑ είναι όλες οι τάσεις και
συνιστώσες του. Όλες συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στην ιδεολογική εξαπάτηση του
λαού, όσον αφορά το εφικτό ενός άλλου καλύτερου καπιταλισμού εντός τη ΕΕ και
διαμέσου αριστερών μεταρρυθμιστικών πολιτικών.
Κρίνω αναγκαίο να υπογραμμίσω ότι όλες οι πολιτικές
συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ φέρουν μεγάλη ευθύνη για την πολιτικάντικη διαδρομή του,
ενώ η κραυγαλέα χρεωκοπία του ρεφορμιστικού του εγχειρήματος σηματοδοτεί και τη
δική τους παταγώδη χρεωκοπία. Τα πολιτικά μορφώματα που τώρα προκύπτουν ως
τρόπον τινά εξ αριστερών διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, ως έξοδος από αυτόν συνιστωσών
του, και διεκδικούν μιαν αυτόνομη πολιτική παρουσία
(αναφέρομαι κυρίως στους ταγούς και τα στελέχη αυτών των μορφωμάτων και
όχι στους απλούς οπαδούς τους) είναι εξόχως βεβαρυμμένα από το
παρελθόν τους και κατ’ ουσίαν πολιτικά αναξιόπιστα.
Η χρεωκοπία των ευρωπαϊκών αυταπατών του ΣΥΡΙΖΑ
αποκαλύπτει με τον πλέον οδυνηρό για τους εργαζόμενους τρόπο ότι η ΕΕ δεν
είναι η Ευρώπη των λαών, ότι οι ηγεμονικές της δυνάμεις δεν είναι
απλώς μια συμμαχία δογματικών του νεοφιλελευθερισμού, αλλά μαζί με τις ΗΠΑ
αποτελούν τη συμμορία των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών χωρών του πλανήτη, οι
οποίες εκμεταλλεύονται το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπινων και φυσικών του πόρων
και για τα συμφέροντά τους δε διστάζουν να αιματοκυλίσουν
ολόκληρους λαούς, εμπλεκόμενες διαρκώς σε ιμπεριαλιστικές
επεμβάσεις ανά τον κόσμο.
Και ας μη μας διαφεύγει ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην
ΕΕ/ΟΝΕ και στο ΝΑΤΟ είναι εξαιρετικής γεωστρατηγικής σημασίας για τον
ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό πόλο. Πιθανή αποδέσμευση της χώρας από αυτούς τους
θεσμούς θα προκαλούσε ισχυρό πλήγμα στις οικονομικές-πολιτικές και στρατιωτικές
δομές του, αλλάζοντας τις ισορροπίες σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη γεωπολιτικά
περιοχή. Γι’ αυτό θα πρέπει να θεωρείται απολύτως βέβαιο ότι η οποιαδήποτε
προσπάθεια αποδέσμευσης θα επέφερε την άμεση αντίδραση του
ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, με ό,τι μεθόδους και μορφές μπορεί κανείς να
φανταστεί.
Η γρήγορη παταγώδης αποτυχία του ρεφορμιστικού εγχειρήματος
του ΣΥΡΙΖΑ κατέδειξε και το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη, κυρίως αυτή που
αποτελεί το μεγάλο κεφάλαιο (τραπεζίτες-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, εφοπλιστές,
διεθνοποιημένα τμήματα του παραγωγικού κεφαλαίου), είναι υπαρξιακά
συνδεδεμένη με την συμμετοχή της Ελλάδας στην ζώνη του ΕΥΡΩ, στην ΕΕ και στο
ΝΑΤΟ, γιατί σε αυτή τη σχέση ιμπεριαλιστικής εξάρτησης βλέπει τη διασφάλιση της
ηγεμονίας της στη χώρα, την προστασία της από τον κίνδυνο
μεταρρυθμιστικών αναδιανεμητικών πολιτικών, καθώς και τη δυνατότητα διεθνούς
της παρουσίας, ανάπτυξης υποϊμπεριαλιστικών δραστηριοτήτων σε
περιφερειακό επίπεδο. Πιθανή προσπάθεια αποδέσμευσης της χώρας από την
ΕΕ/ΟΝΕ και το ΝΑΤΟ θα σήμαινε άμεση σύγκρουση με την ελληνική αστική τάξη και
τους κοινωνικούς συμμάχους της.
Η χειραφετική προοπτική για την Ελλάδα
Δεδομένων των παραπάνω είναι ευκόλως αντιληπτή η αστοχία της
αντιμνημονιακής ρητορείας και πολιτικής, η οποία εστιάζει την προσοχή στην
αντιμετώπιση των μνημονίων, κάνοντας πως δε βλέπει ότι τα μνημόνια είναι
απλώς η έκφανση και όχι το αίτιο της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η
χώρα.
Για να το θέσω αλλιώς, η αντιμνημονιακή ρητορεία συνιστά
στρουθοκαμηλισμό, λίγο-πολύ συνειδητή αποφυγή της αναγκαιότητας
αμφισβήτησης της στρατηγικά κρίσιμης για το ελληνικό κεφάλαιο και τον
ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό πόλο συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ/ΟΝΕ, εντός της
οποίας η χώρα οδηγήθηκε στη σημερινή δεινή θέση.
Ενίοτε η αντιμνημονιακή ρητορεία συνοδεύεται από την
αμφισβήτηση της παραμονής της Ελλάδας στη ζώνη του ΕΥΡΩ και την
υποστήριξη της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, με συνακόλουθη ανάκτηση από το
κράτος της δυνατότητας να ασκεί νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.
Η ιδέα της εξόδου από τη ζώνη του ΕΥΡΩ διατυπώνεται σε
ποικίλες παραλλαγές, περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές. Σε κάθε περίπτωση
είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι η ύπαρξη εθνικού νομίσματος από μόνη
της δε θα δώσει καμία ουσιαστική λύση στα μεγάλα προβλήματα της
χώρας, δε θα καθορίσει την ανασυγκρότηση των παραγωγικών της δυνάμεων, τον
επαναπροσδιορισμό της θέσης της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, την
κατανομή του κοινωνικού πλούτου. Στο σύγχρονο κόσμο υπάρχει πληθώρα χωρών,
μικρών αλλά και μεγάλων, οι οποίες αν και διαθέτουν εθνικό νόμισμα, έχουν
εξαιρετικά μικρές δυνατότητες να αντιμετωπίζουν τις διακυμάνσεις του
παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, τις αβεβαιότητες και τις κρίσεις
των καπιταλιστικών αγορών, να προστατεύουν τις εγχώριες παραγωγικές τους
δυνάμεις από τα πανίσχυρα συγκροτήματα του πολυεθνικού κεφαλαίου.
Η έκδοση νομίσματος από μια εθνική κεντρική τράπεζα μπορεί
κάλλιστα να σημαίνει εκτύπωση πολύχρωμων ετικετών άνευ αξίας και πληθωριστική
αποδιοργάνωση της οικονομίας, κατάρρευση του συστήματος πληρωμών και απαξίωση
των αποταμιεύσεων. Κρίσιμο ζήτημα για την διασφάλιση της σταθερότητας του
νομισματικού συστήματος και την υλοποίηση φιλολαϊκής πολιτικής είναι το μέγεθος
του πλούτου που παράγεται σε μια χώρα και το ποιος τον ιδιοποιείται.
Πρόκειται ακριβώς για το ζήτημα της ιδιοκτησίας στον κοινωνικό πλούτο και στα
μέσα που τον παράγουν. Και χωρίς τη ριζική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας καμία
αλλαγή νομίσματος δε θα βελτιώσει σημαντικά τη ζωή των εργαζομένων.
Οι αριστερές δυνάμεις που δίνουν έμφαση κυρίως στην έξοδο
από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και στην επιστροφή σε εθνικό νόμισμα (συναντώνται όχι μόνο
στην Ελλάδα, αλλά και σε κατεξοχήν ιμπεριαλιστικές χώρες όπως η Γαλλία
και η Ιταλία), που θεωρούν ότι στις δύσκολες συνθήκες της Ελλάδας αυτός πρέπει
να είναι ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, που
αποφεύγουν να αναφερθούν (ή αναφέρονται με εξαιρετικά ασαφή τρόπο) στην
αναγκαιότητα αλλαγής των σχέσεων ιδιοκτησίας, προδίδουν ακούσια ότι ο ριζοσπαστισμός
τους δεν πηγαίνει πέραν της επιδίωξης ενός κεϋνσιανού τύπου
εθνικο-κρατικά ρυθμιζόμενου καπιταλισμού, δοκιμασμένου σε μια προγενέστερη
περίοδο ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας. Όχι τυχαία, αυτές οι δυνάμεις
διακρίνονται κατά κανόνα από πατριωτικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά
και από ρεφορμιστική – διαχειριστική στάση απέναντι στο αστικό κράτος.
Το πρόβλημα όμως της Ελλάδας δεν είναι απλώς τα μνημόνια,
ούτε μόνο το χρέος, ούτε φυσικά μόνο το ΕΥΡΩ, αλλά το γεγονός ότι ο ελληνικός
κεφαλαιοκρατικός σχηματισμός είναι βαθύτατα παρηκμασμένος, ότι η ελληνική
αστική τάξη και οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής αδυνατούν να δώσουν στη
χώρα σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, ευεργετικές για τους εργαζομένους.
H πρόσδεση του ελληνικού καπιταλισμού στους θεσμούς του εισέτι
κυρίαρχου ευρωτλαντικού ιμπεριαλιστικού πόλου δεν μπορεί να δώσει καμία λύση,
δεδομένου ότι ο ίδιος αυτός ο πόλος βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση. Σε ένα
κόσμο όπου η κυριαρχία του συρρικνώνεται και αμφισβητείται διαρκώς από νέες
ανερχόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις, ο πόλος αυτός στρέφεται στην αύξηση της
εκμετάλλευσης των εργαζομένων στο εσωτερικό του, πράγμα που συνοδεύεται
αναπόφευκτα από τη συρρίκνωση – κατάργηση των δικαιωμάτων τους, από την
ανάπτυξη των πιο επιθετικών μηχανισμών παραγωγής και απόσπασης υπεραξίας.
Όσον αφορά το εγχείρημα οικονομικής ολοκλήρωσης εντός
της ΕΕ/ΟΝΕ, τα αδιέξοδά του είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Οι μεγάλες
ανισορροπίες και ανισότητες μεταξύ των χωρών μελών της, η αδυναμία των
περισσότερων να αντέξουν το σκληρό ανταγωνισμό με τη Γερμανία και μια μικρή
ομάδα των πλέον ισχυρών οικονομιών, η κρίση χρέους και η οικονομική τελμάτωση
των χωρών της περιφέρειας δημιουργούν μια ιδιαίτερα δυσχερή και ασταθή
πραγματικότητα με δυσοίωνες προοπτικές.
Την ίδια στιγμή η θέση των εργαζομένων επιδεινώνεται
στο μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου κεφαλαιοκρατικού κόσμου: υφιστάμενοι
την εκτενή ιδιωτικοποίηση – εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών και
την ευρεία απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας, υποχρεώνονται να δεχτούν να
δουλεύουν περισσότερο και σε χειρότερες συνθήκες για να έχουν κάποια δουλειά,
να λαμβάνουν μικρότερο μισθό για να λαμβάνουν κάποιο μισθό, να ζουν μια διαρκώς
πιο επισφαλή ζωή, προκειμένου να έχουν κάποια ζωή.
Η περιρρέουσα πραγματικότητα καταμαρτυρεί το γεγονός ότι οι
παλιές καλές μέρες του καπιταλισμού με κοινωνικό κράτος έχουν πλέον περάσει.,
πράγμα που καθιστά εκτός πραγματικότητας την ελπίδα για μια κοινοβουλευτική
επανάκαμψη των πολιτικών του αριστερού ρεφορμισμού.
Για τους παραπάνω λόγους στις συνθήκες αυτές μπορεί να
είναι εξαιρετικά επιζήμια η άνοδος της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία σε
ρόλο απλού διαχειριστή της κεφαλαιοκρατίας, διότι τότε η Αριστερά,
αντί να αποτελέσει τη λύση των προβλημάτων του λαού, καθίσταται
μέρος τους. Και είναι αυτονόητο ότι, όταν η Αριστερά, η οποία υποτίθεται ότι
υφίσταται για να οδηγήσει την κοινωνία σε ένα καλύτερο – χειραφετημένο μέλλον,
καταλήγει να διαχειρίζεται το παρόν του παρηκμασμένου καπιταλισμού, εκπέμπει
στους εργαζόμενους το μήνυμα ότι εναλλακτικό μέλλον δεν υπάρχει, καταστρέφοντας
στις συνειδήσεις τους την ελπίδα για λύτρωση και κοινωνική πρόοδο, την
εμπιστοσύνη στις ιδέες και τα ιδεώδη της Αριστεράς. Κι όταν οι άνθρωποι χάσουν
την ελπίδα και την αφοσίωση στην προοπτική ενός καλύτερου κόσμου, τότε το μόνο
που απομένει είναι να ζήσουν κομφορμιστικά και κυνικά βάσει των κανόνων
του υπάρχοντος κόσμου.
Η συμμετοχή της Αριστεράς σε ρεφορμιστικούς κυβερνητικούς
τυχοδιωκτισμούς επιφέρει πάντα απογοήτευση στους εργαζόμενους, καλλιεργεί
ισχυρότατη δυσπιστία στους αγώνες για την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας,
διευκολύνει την εξάπλωση δεξιών, λαϊκιστικών – φασιστικών ιδεών και
ρευμάτων στους κόλπους των εργαζομένων.
Για την Ελλάδα πλέον δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η
προοπτική ανασυγκρότησης των παραγωγικών της δυνάμεων και ανάκαμψης της
οικονομίας της προς όφελος των εργαζομένων συνάπτεται με την έξοδό της από τη
ζώνη του ΕΥΡΩ και φυσικά από την ΕΕ και με τη ριζική αλλαγή των σχέσεων
ιδιοκτησίας.
Δέον να τονιστεί ότι η εν λόγω προοπτική συνιστά
ζήτημα κυρίως ταξικό, ταξικού συσχετισμού δυνάμεων, έντασης και έκβασης της
ταξικής πάλης, και δευτερευόντως ζήτημα τεχνικο-οικονομικών
ρυθμίσεων. Και είναι απλουστευτικές έως αφελείς οι αναφορές
σε μια πιθανή ρήξη με την ΕΕ/ΟΝΕ, δηλαδή με έναν θεμελιώδη πυλώνα του ευρωατλαντικού
ιμπεριαλιστικού πόλου, ως σαν να επρόκειτο απλώς για αποτέλεσμα κυβερνητικών
χειρισμών (μιας κυβέρνησης – μετώπου – συσπείρωσης κάποιων δυνάμεων της
Αριστεράς) το οποίο, όπως εκτιμάται, μετά από κάποιες
προσωρινές οικονομικές δυσκολίες, θα γίνει η απαρχή νέων
ευκαιριών για την ελληνική οικονομία, απελευθερώνοντας κρυμμένες δυνατότητές
της.
Οι αριστερές – αντικαπιταλιστικές δυνάμεις που
προτάσσουν την έξοδο από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ (θεωρώ αναπόδραστη
στο πλαίσιο μιας τέτοιας στόχευσης και την έξοδο από το ΝΑΤΟ) ως επιλογή
του εργαζόμενου λαού, καθώς και την άρνηση πληρωμής του χρέους, θα πρέπει να
έχουν σαφή αντίληψη του γεγονότος ότι ένα τέτοιο εγχείρημα συνιστά άμεσα
επαναστατική κοινωνική ανατροπή, συναπτόμενη με σφοδρότατη σύγκρουση με τους
ευρωατλαντικούς ιμπεριαλιστές και την ελληνική αστική τάξη.
Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν μπορεί να υπάρξει
κανένα «μεταβατικό πρόγραμμα» στο πλαίσιο του οποίου θα αρχίσουν
υποτίθεται να ξηλώνονται σταδιακά ορισμένα μεμονωμένα αλλά βασικά στοιχεία
–θεμέλια ύπαρξης του ελληνικού καπιταλισμού (έξοδος από ζώνη του ΕΥΡΩ,
εθνικοποίηση τραπεζών, άρνηση πληρωμής του χρέους προς τα κράτη μέλη της ΕΕ)
χωρίς να ξεσπάσει από τις πρώτες κιόλας στιγμές αυτής της
διαδικασίας σφοδρότατη σύγκρουση με την εγχώρια αστική τάξη και
τους ιμπεριαλιστές πάτρωνές της, η οποία για την Αριστερά αναπόφευκτα θα
αποκτήσει τη μορφή του αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και
την εγκαθίδρυση της κρατικής εξουσίας των εργαζομένων.
Η έξοδος από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ με όρους που
υπαγορεύονται από τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού θα απαιτήσει άμεση αλλαγή
της κρατικής εξουσίας (και όχι απλώς της κυβερνητικής) και των σχέσεων
ιδιοκτησίας, θα επιφέρει τη ριζική αλλαγή των συνθηκών λειτουργίας
της οικονομίας και ζωής της ελληνικής κοινωνίας, σε μια πορεία αναπόφευκτου
επαναπροσδιορισμού των καταναλωτικών δυνατοτήτων, των κοινωνικών αναγκών και
παραγωγικών προτεραιοτήτων της.
Στόχοι όπως οι παραπάνω δεν μπορούν να υλοποιηθούν σε
οποιεσδήποτε συνθήκες και μάλιστα διαμέσου σταδιακών πολιτικών μεταρρυθμίσεων
με όρους κοινοβουλευτικής αποτύπωσης κάποιας πλειοψηφικής λαϊκής ετυμηγορίας
(όταν ριζοσπαστικές κοινωνικές διαθέσεις αποτυπώνονται μόνο κοινοβουλευτικά,
τότε, αφενός δεν είναι και τόσο ριζοσπαστικές, αφετέρου ο ταξικός αντίπαλος
έχει πάντα τη δυνατότητα να τις παρακολουθήσει και να προβεί σε προληπτικά
μέτρα ανάσχεσής τους). Πρέπει να επισημανθεί εμφατικά ότι πρόκειται για στόχους
η υλοποίηση των οποίων συνδέεται με την αντιμετώπιση ισχυρότατων αντιπάλων
και απειλών, πράγμα που απαιτεί τη μεγάλη, συνειδητή και εξαιρετικά
αποφασιστική – επαναστατική κινητοποίηση του εργαζόμενου λαού.
Ανατροπές αυτής της κλίμακας θα μπορούσαν να επιχειρηθούν
μόνο στην περίπτωση εμφάνισης συγκεκριμένης κατάστασης στην ελληνική
κοινωνία, με διακριτά χαρακτηριστικά της την απώλεια εκ μέρους της κυρίαρχης
τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων της ικανότητας να διευθύνουν την
κοινωνία (να διατηρούν την πρωτοβουλία κινήσεων, να διασφαλίζουν τη συναίνεση –
ενσωμάτωση των αντίπαλων κοινωνικών τάξεων), τον ισχυρό μαζικό κλονισμό της
εμπιστοσύνης μεγάλου μέρους των εργαζομένων στις προοπτικές του συστήματος, τη
διάχυτη αίσθηση του ανέφικτου ικανοποίησης από αυτό των θεμελιωδών τους
αναγκών, αλλά οπωσδήποτε και την εξαιρετική αναβάθμιση της αγωνιστικής
αποφασιστικότητας και κινητοποίησης των λαϊκών στρωμάτων. Με τέτοιους όρους
συντελούνται οι πραγματικές ριζικές αλλαγές των κοινωνικών σχέσεων, όταν
βεβαίως υφίστανται πολιτικές δυνάμεις που έχουν σαφή αντίληψη της εναλλακτικής
κοινωνικής προοπτικής και σαφή στρατηγική (η οποία θα πρέπει να προβάλλει στην
κοινωνική συνείδηση με όρους ιδεολογικής ηγεμονίας) και βρίσκονται σε σύνδεση
με μια υπαρκτή κοινωνική πρωτοπορία ιδεολογικά συνειδητοποιημένων και πολιτικά
έμπειρων εργαζομένων, η οποία δύναται να επηρεάζει και να κινητοποιεί ευρύτερα
στρώματα του λαού.
Δυστυχώς για την ελληνική Αριστερά το εγχείρημα της ρήξης με
τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ δυσχεραίνουν σημαντικά οι πολύ μικρές παραγωγικές
δυνατότητες της χώρας, η μεγάλη εξάρτησή της από εισαγωγές τεχνολογικού
εξοπλισμού (οι παραγωγικές δυνατότητες μιας χώρας δεν αφορούν απλώς στην
ύπαρξη φυσικών πόρων, αλλά στην κατοχή της τεχνολογίας που καθιστά εφικτή την
παραγωγική αξιοποίησή τους) και η απουσία σαφών προοπτικών ένταξης σε κάποιο εναλλακτικό
διεθνή καταμερισμό εργασίας, εύρεσης εναλλακτικών γεωπολιτικών συμμάχων,
στήριξης σε άλλες ισχυρές χώρες, πέραν αυτών του ευρωατλαντικού
ιμπεριαλιστικού πόλου.
Δυσχεραίνει το όποιο πιθανό εγχείρημα ρήξης της Ελλάδας με
τους θεσμούς του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού και το γεγονός ότι προς το
παρόν φαίνεται απίθανο αυτό να συναντηθεί με αντίστοιχα εγχειρήματα σε άλλες
χώρες της ΕΕ, και να λάβει αναγκαία υποστήριξη από αυτά. Σε όλες σχεδόν τις
χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου (με λίγες ίσως εξαιρέσεις) οι αριστερές
δυνάμεις είναι μικρές, με ισχνή κοινωνική επιρροή, ενώ οι ριζοσπαστικές
διαθέσεις των ίδιων των εργαζομένων είναι περιορισμένες έως ανύπαρκτες.
Στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στο νότιο και ανατολικό τμήμα της (τα οποία
πλήττονται περισσότερο από τον ανταγωνισμό εντός της ΕΕ με τις χώρες του
Βορρά, αλλά και από την παγκόσμια κρίση της κεφαλαιοκρατίας) οι
αντικαπιταλιστικές διαθέσεις των κοινωνιών και οι αντίστοιχες πολιτικές τους
εκφράσεις απέχουν παρασάγγες από το να διεκδικήσουν πρωταγωνιστικό ιστορικό
ρόλο.
Το ζήτημα της συνάντησης ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού
εγχειρήματος στην Ελλάδα με αντίστοιχα στην Ευρώπη είναι αποφασιστικής
σημασίας, δεδομένου ότι μόνο σε μια τέτοια περίπτωση (σε μια περίπτωση
γενικευμένου αντι-ΕΕ, αντι-καπιταλιστικού ξεσηκωμού σε ομάδα χωρών, σε ολόκληρη
περιφέρεια της ηπείρου) θα μπορούσαμε βάσιμα να ελπίζουμε σε νικηφόρα έκβασή
του εντός κάθε χώρας, δεδομένης μια περισσότερο εφικτής σε αυτή τη περίπτωση
αδρανοποίησης των μηχανισμών αντίδρασης των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων
και συνακόλουθα μιας ευκολότερης αντιμετώπισης της αντίδρασης των εγχώριων
αστικών δυνάμεων.
Εν γένει αποτελεί ζήτημα που απαιτεί ψύχραιμη και
σοβαρή εξέταση από τις δυνάμεις της Αριστεράς το κατά πόσο στις
συνθήκες της Ευρώπης, και όχι μόνο, ριζικές κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες
δύνανται αρχικά να επιχειρηθούν σε μεμονωμένες χώρες, μπορούν να
επιβιώσουν και να βαθύνουν σε αυτές χωρίς να απαιτηθούν συγχρονισμένες ή
αλυσιδωτές ανατροπές σε ομάδα/ομάδες χωρών.
Η αναγκαιότητα εξέτασης του εφικτού της ρήξης με την ΕΕ/ΟΝΕ
στην κλίμακα ομάδας χωρών, ολόκληρης περιοχής της ηπείρου, συνάπτεται επίσης με
το εξαιρετικά σημαντικό γεγονός ότι στις σύγχρονες συνθήκες δυναμικής
διεθνοποίησης της επιστημονικής – τεχνολογικής και παραγωγικής δραστηριότητας
και αντίστοιχα του εξαιρετικά διεθνοποιημένου καταμερισμού εργασίας καμία
οικονομία (πόσο μάλλον μια μικρή οικονομία όπως αυτή της Ελλάδας) δεν
μπορεί να υπάρξει και να προοδεύσει σε καθεστώς απομόνωσης και αυτάρκειας.
Η αυτάρκεια, περί της οποίας συχνά γίνεται λόγος
(αναφέρεται, φερ’ ειπείν, η αυτάρκεια της χώρας όσον αφορά την παραγωγή
ορισμένων βασικών διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής προέλευσης, ενώ
αποσιωπάται το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά παράγονται με λιπάσματα,
φυτοφάρμακα, θερμοκήπια, υδροπονικό εξοπλισμό, ζωοτροφές, τρακτέρ και
άλλα αγροτικά μηχανήματα, τα οποία εισάγονται κυρίως από τις χώρες της ΕΕ και
τις ΗΠΑ και ότι χωρίς αυτά τα μέσα η αγροτική οικονομία της Ελλάδας και η
«αυτάρκειά» της θα ήταν σε πολύ διαφορετική κατάσταση) μπορεί να
αποτελέσει κρίσιμο ζητούμενο, αναγκαία επιδίωξη (επιδίωξη στοιχειώδους
αυτάρκειας έκτατης ανάγκης) στην περίπτωση που η χώρα βρεθεί οικονομικά
απομονωμένη, υπό την απειλή των χωρών του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού πόλου
και των δορυφόρων του.
Όμως καμία χώρα δεν μπορεί να εξελιχθεί στις σημερινές
συνθήκες χωρίς να ενταχθεί σε ένα διεθνικό σύστημα καταμερισμού της
επιστημονικο-τεχνικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Συνακόλουθα, το
στρατηγικό πρόταγμα της Αριστεράς – το μέλλον της σοσιαλιστικής χειραφέτησης
και προόδου (όπως τουλάχιστον μπορούμε να το διακρίνουμε βάσει του σημερινού
επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων) δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να
ταυτιστεί με το μοντέλο κλειστών εθνικών οικονομιών που παράγουν στο εσωτερικό
τους όλα τα βασικά προϊόντα ή συνδέονται με άλλες εθνικές οικονομίες
διαμέσου της ανταλλαγής έτοιμων εμπορευμάτων.
Η σοσιαλιστική υπέρβαση της ανάπτυξης και ολοκλήρωσης των
παραγωγικών δυνάμεων και διαδικασιών που έχει επιτύχει ο καπιταλισμός εντός της
ΕΕ (ολοκλήρωση που φέρει αναπόδραστα και τα χαρακτηριστικά της
ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των ασθενέστερων οικονομιών από τις ισχυρότερες)
δε θα είναι σαφώς η οικοδόμηση κάποιων αμιγώς εθνικο-κρατικών
σοσιαλιστικών οικονομιών, αλλά η ανάπτυξη (επιπροσθέτως προς τις εθνικές
κοινωνικές επιχειρήσεις) διεθνικών (εντός ομάδας χωρών, περιοχών της ηπείρου ή
και στην κλίμακα όλης της ηπείρου) σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, παραγωγικών
συγκροτημάτων, δικτύων και υποδομών που θα λειτουργούν υπό την αιγίδα
διεθνικών θεσμών σχεδιοποιημένης διεύθυνσής τους.
Πρόκειται για την προοπτική κοινωνικοποίησης της παραγωγής
σε διεθνές επίπεδο ως κατ’ ουσίαν μοναδικού δρόμου διατήρησης και
ανάπτυξης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και πραγματικής
υπέρβασης του καπιταλισμού σε εθνικό επίπεδο. Φρονώ ότι
ριζοσπαστικά κοινωνικά εγχειρήματα τα οποία θα ξεκινήσουν σε μεμονωμένες χώρες,
κι αν ακόμα υλοποιήσουν σημαντικές κοινωνικές αλλαγές σε εθνικό επίπεδο (πράγμα
που σε κάθε περίπτωση θα έχει τεράστια σημασία), δε θα μπορέσουν να έχουν
προοπτική και εν τέλει να καταστούν βιώσιμα, αν δεν ενσωματωθούν σε μεγαλύτερης
– διεθνικής κλίμακας εγχειρήματα κοινωνικής αλλαγής και οικοδόμησης
εναλλακτικής οικονομίας.
*Επίκουρος καθηγητής ΠΤΔΕ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου