Η ιδεολογική και πολιτική αντιμετώπιση τόσο της Χρυσής Αυγής, όσο και άλλων ρευμάτων, ομάδων, κομμάτων που υπάρχουν ή θα γεννηθούν, δεν είναι αντικείμενο αστυνομικών διώξεων και δικαστικής τιμωρίας. Είναι αντικείμενο της κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής πάλης του μαζικού εργατολαϊκού και αντιφασιστικού κινήματος.
του Κώστα Μάρκου
από: ΠΡΙΝ
Η πιο χτυπητή διαφορά, τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, είναι η απομάκρυνση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, της οποίας το κύριο κόμμα, η ΝΔ, αντιμετώπιζε τη Χρυσή Αυγή ως τα άτακτα παιδιά του ευρύτερου χώρου της Δεξιάς. Κυβέρνηση που αν δεν υπέθαλψε, σίγουρα ανέχθηκε τη δράση της στους κόλπους των αστυνομικών κατασταλτικών δυνάμεων, των μυστικών υπηρεσιών, του στρατού και του δικαστικού σώματος.
Είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα, όσον αφορά την αντιμετώπιση του νεοφασιστικού κινδύνου, με την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην «κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά»; Δικαιολογείται κάποιος εφησυχασμός;
Οπωσδήποτε, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα αντιπάλευε τη Χρυσή Αυγή και ως κυβέρνηση δεν ευθύνεται για την προηγούμενη δράση της, όπως η ΝΔ, ενώ οι εξαγγελίες του κινούνταν ενάντια στο νεοφασισμό, έστω και σε θολό πλαίσιο. Η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων του, ακόμη κι αν ανέχθηκαν τα μνημόνια με την ψήφο τους, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ανέχονται ή επικοινωνούν με τη νεοφασιστική και ρατσιστική ιδεολογία, ή ότι στο ελάχιστο μπορεί να επιδοκιμάζουν τις εγκληματικές δράσεις της Χρυσής Αυγής. Αυτή η βάση, αποτελεί στοιχείο πίεσης προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για μια όσο το δυνατόν βαθύτερη αντιναζιστική «κάθαρση» από το κράτος και την κοινωνία.
Ωστόσο, οι προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, για την έρευνα, αποκάλυψη και ξήλωμα των δομών της Χρυσής Αυγής στον κρατικό μηχανισμό έμειναν στα συρτάρια, αφού προηγουμένως αυτές οι δομές χαρακτηρίστηκαν «σταγονίδια», δείχνοντας μια συμβιβαστική διάθεση με την ύπαρξή τους. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο, να έχει διώξει –έστω και για τα μάτια– περισσότερους αστυνομικούς η δεξιά ΝΔ του Σαμαρά από τον «αριστερό» ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Οι δυο «αριστερές» κυβερνήσεις δεν έκαναν σχεδόν τίποτε στην αστυνομία, που βρίθει από κρυμμένους χρυσαυγίτες και άλλους νεοφασίστες, τόσο επί υπουργίας Πανούση όσο και Τόσκα. Έτσι, οι εκτεταμένοι και βαθιοί θύλακες της Χρυσής Αυγής παραμένουν ανενόχλητοι μέσα στα σώματα ασφαλείας (αλλά και στον στρατό και στο δικαστικό σώμα), έτοιμοι για δράση όταν κληθούν.
Επιπρόσθετα, με τη ροπή προς την καταστολή, όπως έδειξε η αστυνομική καταπάτηση του πανεπιστημιακού ασύλου στη Θεσσαλονίκη, αλλά και η μεγαλύτερη –και από τη ΝΔ και από το ΠΑΣΟΚ– κινητοποίηση αστυνομικών δυνάμεων για τη φύλαξη του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ (5.000 το 2016, έναντι 3.000 το 2012 και 4.000 το 2014), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ενισχύει το ευρύτερο κατασταλτικό αυταρχικό και αστυνομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δυναμώνουν οι φασιστικές και ακροδεξιές αντιλήψεις του νόμου και της τάξης. Μάλιστα, αυτή η επικίνδυνη φρασεολογία και αστυνομική αντίληψη εισχωρεί επικίνδυνα στον λόγο της κυβέρνησης, όπως έδειξε και η αντιπαράθεση γύρω από τα Εξάρχεια. Καλύτερη ώθηση για την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής δεν υπάρχει.
Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ σαν αντιπολίτευση υποτιμούσε και σαν κυβέρνηση αποσιωπά τελείως το μέγα ζήτημα της έρευνας, αποκάλυψης, σύλληψης και τιμωρίας εκείνων των εφοπλιστών, βιομηχάνων, εκδοτών, καναλαρχών, προέδρων ποδοσφαιρικών ομάδων και επιχειρηματιών που ενίσχυσαν οικονομικά τη Χρυσή Αυγή και έμμεσα βοήθησαν την εγκληματική της δράση. Οι συγκεκριμένες καταγγελίες του BBC, οι σχετικές αναφορές άλλων ξένων και ελληνικών εφημερίδων, ακόμη και παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έμειναν αναξιοποίητες πολιτικά, κοινωνικά και δικαστικά. Το ζήτημα «ξεχάστηκε». Αντίθετα, βλέπουμε να ξετυλίγεται μια συμμαχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με αυτούς ακριβώς τους επιχειρηματίες, καναλάρχες και προέδρους που είναι ύποπτοι για οικονομική και μιντιακή βοήθεια στους εγκληματίες χρυσαυγίτες. Ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του, με τις τηλεοπτικές άδειες ή την ανοχή συμμετοχής στο διαγωνισμό των αδειών ξεπλένουν ορισμένους από τους οικονομικούς συνεργάτες του Μιχαλολιάκου.
Στο απυρόβλητο παραμένουν και οι γυμνασιάρχες-λυκειάρχες καθώς και οι σεπτοί ιεράρχες της Εκκλησίας που στήριξαν τη Χρυσή Αυγή.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες παραμένουν δυνητικός κίνδυνος, παρά το γεγονός ότι με τις συλλήψεις και τις δικαστικές διώξεις, για την ώρα, είναι ανενεργοί.
Το μαζικό αντιφασιστικό λαϊκό κίνημα χρειάζεται να αποκαλύψει με τα δικά του μέσα όλες τις παραπάνω πλευρές, να αναδείξει και να θέσει την κυβέρνηση και όλα τα κόμματα προ των ευθυνών τους, να απαιτήσει το βαθύ, ριζικό ξήλωμα των κρατικών, επιχειρηματικών, μιντιακών, εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών υλικών στηριγμάτων της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής. Εννοούμε πάντα διώξεις και παραδειγματική τιμωρία όσων στήριξαν άμεσα ή έμμεσα τη Χρυσή Αυγή, από τη στιγμή που ήταν γνωστή και δημόσια διακηρυγμένη η δράση της ως εγκληματικής οργάνωσης με τα τάγματα εφόδου, από την ίδρυσή της και, πολύ περισσότερο, με την άνδρωσή της.
Το μαζικό αντιφασιστικό λαϊκό κίνημα χρειάζεται να αποκαλύψει με τα δικά του μέσα όλες τις παραπάνω πλευρές, να αναδείξει και να θέσει την κυβέρνηση και όλα τα κόμματα προ των ευθυνών τους, να απαιτήσει το βαθύ, ριζικό ξήλωμα των κρατικών, επιχειρηματικών, μιντιακών, εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών υλικών στηριγμάτων της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής. Εννοούμε πάντα διώξεις και παραδειγματική τιμωρία όσων στήριξαν άμεσα ή έμμεσα τη Χρυσή Αυγή, από τη στιγμή που ήταν γνωστή και δημόσια διακηρυγμένη η δράση της ως εγκληματικής οργάνωσης με τα τάγματα εφόδου, από την ίδρυσή της και, πολύ περισσότερο, με την άνδρωσή της.
Η ιδεολογική και πολιτική αντιμετώπιση τόσο της Χρυσής Αυγής, όσο και άλλων ρευμάτων, ομάδων, κομμάτων που υπάρχουν ή θα γεννηθούν, δεν είναι αντικείμενο αστυνομικών διώξεων και δικαστικής τιμωρίας. Είναι αντικείμενο της κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής πάλης του μαζικού εργατολαϊκού και αντιφασιστικού κινήματος. Και σε αυτά τα πεδία, χρειάζεται η κατανόηση ότι, ενώ ο νεοφασισμός γεννιέται μέσα από το καπιταλιστικό σύστημα και την αστική πολιτική και ιδεολογία, έχει τη δική του αυτοτέλεια, που απαιτεί μια διακριτή αντιμετώπιση, τόσο στον «δρόμο», όσο και στις ιδέες.
Αυτή η αντιμετώπιση, με τη σειρά της, χρειάζεται το βαθύτερο αντικαπιταλιστικό πολιτικό προσανατολισμό αλλά και την πλατύτερη μετωπική ενωτική αντιφασιστική δημοκρατική δράση. Από αυτή τη σκοπιά, δεν βοηθά ούτε η υποτίμηση της αυτοτελούς συγκρότησης της αριστερής ριζοσπαστικής κριτικής στο νεοφασισμό, ούτε και η εργολαβική, διασπαστική αντίληψη και πρακτική στο αντιφασιστικό κίνημα.
Αυτή η αντιμετώπιση, με τη σειρά της, χρειάζεται το βαθύτερο αντικαπιταλιστικό πολιτικό προσανατολισμό αλλά και την πλατύτερη μετωπική ενωτική αντιφασιστική δημοκρατική δράση. Από αυτή τη σκοπιά, δεν βοηθά ούτε η υποτίμηση της αυτοτελούς συγκρότησης της αριστερής ριζοσπαστικής κριτικής στο νεοφασισμό, ούτε και η εργολαβική, διασπαστική αντίληψη και πρακτική στο αντιφασιστικό κίνημα.
Από αυτή τη σκοπιά, είναι υπεραναγκαία η επανίδρυση της Κίνησης για τις Ελευθερίες και τα Δημοκρατικά Δικαιώματα της Εποχής μας (ΚΕΔΔΕ), βγάζοντας τα αναγκαία αυτοκριτικά συμπεράσματα από τη δράση της, ενώ η ίδρυση της Κίνησης «ΔιΕΕξοδος» με τη μετωπική λογική και τη δημιουργία επιτροπών σε πόλεις, δείχνει έναν δρόμο και για το μέλλον, όσον αφορά την αντίστοιχη κίνηση για το δημοκρατικό και αντιφασιστικό ζήτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου