ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ - 80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ
Του Χρήστου Τσιντζιλώνη
ΚΟΜΕΠ 2000 Τεύχος 3
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ
Στα
μέσα του Μάη 1919 με την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη,
άρχιζε μια από τις τραγικότερες περιόδους της ιστορίας του τόπου μας,
που έμελλε να καταλήξει τον Αύγουστο του 1922 στη μεγαλύτερη εθνική
καταστροφή.
Ο
τρομερός απολογισμός της μικρασιατικής καταστροφής είναι: 50.000
νεκροί, 75.000 τραυματίες. Κοντά 1.500.000 Ελληνες αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν τις πανάρχαιες πατρογονικές εστίες τους και να έρθουν σαν
πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς,
θύματα του μικρασιατικού πολέμου και της εγκληματικής εθνικιστικής
πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας. Σε δισεκατομμύρια
δραχμές ανέρχονται οι υλικές καταστροφές και ζημιές από τον πόλεμο και
τις ακίνητες περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν ή καταστράφηκαν.
Η
μικρασιατική καταστροφή στάθηκε μια από τις μεγάλες τομές της
νεοελληνικής ιστορίας, γιατί οι συνέπειες της πρωτοφανέρωτης σε τέτια
καθολική έκταση συντριβής επηρέασαν όλους τους τομείς της εθνικής μας
ζωής και είναι αισθητές και ως τις μέρες μας. Ποια είναι τα αίτια που
οδήγησαν τη χώρα μας στη μικρασιατική εκστρατεία και ποιος είναι ο
χαρακτήρας του μικρασιατικού πολέμου; Ποιοι είναι οι υπαίτιοι της
τρομακτικής συμφοράς που βρήκε την πατρίδα μας τον Αύγουστο του 1922;
Υπήρχε τρόπος να υπερασπιστούν πιο αποτελεσματικά τα δικαιώματα του
μικρασιατικού ελληνισμού;
Σχετικά
με τα σοβαρότατα αυτά ζητήματα έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί, κατά
καιρούς, πάρα πολλά. Αστοί πολιτικοί, στρατιωτικοί και ιστορικοί (εκτός
ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων), προσπαθώντας να «φωτίσουν», δήθεν, με
«αντικειμενικά» και «αμερόληπτα» κριτήρια τα αίτια που οδήγησαν στη
μικρασιατική εκστρατεία, το χαρακτήρα της, το ρόλο που έπαιξαν σ’ αυτήν
οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καθώς και το ρόλο, τη στάση των κομμάτων της
ελληνικής ολιγαρχίας στα τραγικά αυτά γεγονότα που συνθέτουν το
μικρασιατικό δράμα, καταλήγουν γενικά στο συμπέρασμα ότι τα βασικά αίτια
της καταστροφής ήταν: ο εθνικός διχασμός, η κακομεταχείριση της Ελλάδας
από τους «συμμάχους», η φιλοτουρκική στάση της νεαρής τότε σοβιετικής
Ρωσίας και η «αντιπατριωτική» στάση και δράση του κόμματος της εργατικής
τάξης, του ΚΚΕ.
Ενα
τέτιο όμως γενικό συμπέρασμα, είναι φανερό ότι δεν ανταποκρίνεται στην
ιστορική αλήθεια, είτε γιατί κρύβει το πραγματικό νόημα των γεγονότων,
είτε γιατί υπακούει σε πολιτικές σκοπιμότητες, είτε γιατί ερμηνεύει τα
γεγονότα με ιδεαλιστικικές, εθνικιστικές αντιλήψεις και επομένως, δε
βοηθά στην εξαγωγή ορθών και χρήσιμων συμπερασμάτων.
Από
τα αίτια που οδήγησαν τη χώρα μας στη μικρασιατική εκστρατεία, από το
χαρακτήρα της εκστρατείας, από το ρόλο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και
από τη στάση της ελληνικής ολιγαρχίας και των κομμάτων της σ’ αυτή,
βγαίνουν ορισμένα πολύ χρήσιμα διδάγματα για το παρόν και το μέλλον της
χώρας μας. Συμπεράσματα και διδάγματα, που έχουν ιδιαίτερη σημασία
σήμερα, όπου εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στα Βαλκάνια, στην
Εγγύς Ανατολή, μεγαλώνουν οι κίνδυνοι εμπλοκής της χώρας μας σε νέες
περιπέτειες με απρόβλεπτες συνέπειες για το λαό και τον τόπο μας.
Η
μικρασιατική εκστρατεία, παρά τις προσπάθειες της άρχουσας τάξης να
παρουσιαστεί σαν προσπάθεια πραγματοποίησης των ονείρων του ελληνικού
μεγαλοϊδεατισμού, που άρχιζαν από την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών
και έφταναν μέχρι το φρούδο όνειρο της ανασύστασης της βυζαντινής
αυτοκρατορίας και στη δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων
και των πέντε θαλασσών», στην πραγματικότητα ήταν μια υπερπόντια
κατακτητική πολεμική επιχείρηση, πριν απ’ όλα του αγγλικού, αλλά και του
γαλλικού και του ιταλικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή και τα
πετρέλαιά της. Μια επιχείρηση, που στόχο της είχε την κατάληψη από τους
ιμπεριαλιστές στρατηγικών θέσεων ενάντια στη νεαρή τότε σοβιετική Ρωσία
και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της περιοχής.
Τα
γεγονότα που προηγήθηκαν της μικρασιατικής εκστρατείας, είτε
συντελέστηκαν κατά τη διάρκειά της, είτε κατά την τραγική κατάληξή της,
οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κύριοι παράγοντες, βασικά αίτια της
δημιουργίας της ήταν:
α)
Η πολιτική που ακολούθησαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην
ανταγωνιστική ανάμεσά τους πάλη για την εξασφάλιση και επέκταση των
συμφερόντων τους, στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές, που είχαν γι’ αυτές
ιδιαίτερη στρατηγική και οικονομική σημασία και
β)
Η πολιτική της ελληνικής ολιγαρχίας και όλων των τότε κυβερνήσεων, που
ήταν πολιτική στηριγμένη στους ξένους ιμπεριαλιστές και επομένως
πολιτική υποτέλειας και υποταγής σ’ αυτούς και τα κελεύσματά τους.
Οι
νικήτριες στον Α΄ Παγκόσμιο Πολέμο δυνάμεις της Αντάντ και κυρίως οι
Αγγλοι ιμπεριαλιστές σε μια συγκεκριμένη φάση που έβλεπαν σαφή τον
κίνδυνο να χαθεί γι’ αυτούς η περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής με τα
πλούσια πετρελαιοφόρα κοιτάσματα της Μουσούλης, ανέθεσαν στην Ελλάδα το
ρόλο του χωροφύλακα των συμφερόντων τους, υποσχόμενοι την πραγμάτωση
των μεγαλοϊδεατικών ονείρων για να την εγκαταλείψουν σε μια άλλη φάση,
όταν δηλαδή τα συμφέροντά τους στην περιοχή δε διέτρεχαν πια κανένα
κίνδυνο.
Με
άλλα λόγια, οι μεγάλες δυνάμεις με την πολιτική και την τακτική τους σε
έναν και μοναδικό σκοπό απέβλεπαν: στο να πετύχουν με κάθε τρόπο και με
κάθε μέσο από τον Κεμάλ τέτιες και τόσες παραχωρήσεις που θα
κατοχύρωναν τα συμφέροντά τους.
Για
την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων που παρουσιάζονταν σαν σύμμαχοι της
Ελλάδας και ειδικά για την πολιτική της Αγγλίας, χαρακτηριστική είναι η
μαρτυρία του Χάρολντ Νίκολσον, στελέχους του Φόρεϊν-Οφις, ο οποίος το
Δεκέμβρη του 1920 σε μνημόνιο προς τον υπουργό του, μεταξύ των άλλων
ομολογούσε: «Ο λόγος που μας έσπρωξε στην υποστήριξη της Ελλάδας δεν
ήταν συναισθηματική παρόρμηση, αλλά φυσική έκφραση της παραδοσιακής μας
πολιτικής, που συνίστατο στην προστασία των Ινδιών και της Διώρυγας του
Σουέζ. Για έναν ολόκληρο αιώνα υποστηρίξαμε την Τουρκία, θεωρώντας την
ως την πρώτη γραμμή άμυνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ομως αποδείχθηκε
αναξιόπιστος σύμμαχος και έτσι περάσαμε στη δεύτερη γραμμή. Από τη
γεωγραφική άποψη, η θέση της Ελλάδας είναι μοναδική για τις επιδιώξεις
μας. Πολιτικά, η χώρα αυτή ήταν αρκετά ισχυρή σε περίοδο ειρήνης, ώστε
να μη μας δημιουργεί θέμα δαπανών και αρκετά αδύνατη σε περίπτωση
πολέμου, ώστε να είναι υποτελής σ’ εμάς»[1].
Πέρα
όμως από τις τεράστιες ευθύνες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τη
μικρασιατική καταστροφή, για το ξερίζωμα του μικρασιατικού ελληνισμού
από τις πανάρχαιες εστίες του, την κύρια, την πρωταρχική ευθύνη φέρνουν
οι δυνάμεις της ελληνικής ολιγαρχίας, που εκπροσωπούνταν τότε από τα δύο
μεγάλα πολιτικά κόμματα, το κόμμα των Φιλελευθέρων και το Λαϊκό. Το
πρώτο γιατί άρχισε τον τυχοδιωκτικό πόλεμο και το δεύτερο γιατί τον
συνέχισε. Οι δυνάμεις αυτές, καθοδηγούμενες βασικά από στενά ταξικά
κίνητρα και αγνοώντας το εθνικό συμφέρον, πλειοδοτούσαν σε υποτέλεια και
δουλική υπακοή στα κελεύσματα των ιμπεριαλιστών.
Οι
κύριες αιτίες της αντεθνικής και εγκληματικής στάσης και των δύο
κομμάτων της ελληνικής ολιγαρχίας στα πολεμικά γεγονότα του 1919-1922
ήταν η οικονομική και πολιτική εξάρτηση της χώρας από τις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η στενή σύνδεση των οικονομικών συμφερόντων
της ντόπιας ολιγαρχίας με τα συμφέροντα των ξένων ιμπεριαλιστών και η
πολιτική υποτέλειας που για τους παραπάνω λόγους ήταν υποχρεωμένη να
ακολουθεί. Κι αυτό αποτελεί ένα μεγάλο δίδαγμα που λέει πως η πολιτική
και οικονομική εξάρτηση στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η υποτέλεια
της άρχουσας τάξης σ’ αυτές όχι μονάχα δεν εξυπηρέτησε ποτέ και δεν
εξυπηρετεί και σήμερα τα συμφέροντα της χώρας μας, αλλά αντίθετα θέτει
σε σοβαρούς κινδύνους τα εθνικά συμφέροντα, την εθνική ανεξαρτησία και
τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού.
Η
μικρασιατική καταστροφή έδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο τα ολέθρια
αποτελέσματα από τη συμμετοχή της Ελλάδας στους πολεμικούς συνασπισμούς
και στις πολεμικές περιπέτειες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Και το
δίδαγμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα, όταν εξαιτίας των
ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, οι εξελίξεις στις γειτονικές μ’ εμάς
βαλκανικές χώρες προσλαμβάνουν ολοένα και πιο επικίνδυνες διαστάσεις και
απειλούν θανάσιμα την ειρήνη και την ασφάλεια των λαών της περιοχής και
της χώρας μας.
Οι
ιμπεριαλιστές, με βάση τα δικά τους συμφέροντα και τις δικές τους
ανάγκες, υποδαυλίζουν τα εθνικιστικά μίση και πάθη, ενθαρρύνουν και
ενισχύουν τις προσπάθειες των πιο αντιδραστικών δυνάμεων για τη
δημιουργία μικρών, δήθεν ελεύθερων κρατιδίων στα ερείπια της πρώην
Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Υποδαυλίζουν τις ένοπλες συγκρούσεις
ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες και μειονότητες της Βαλκανικής, της
Κεντρικής Ευρώπης και της πρώην ΕΣΣΔ, βάζοντας έτσι σε κίνδυνο την
ειρήνη όχι μόνο στη Βαλκανική και στην Ευρώπη, αλλά και παγκόσμια.
Τα
πολεμικά γεγονότα του 1919-1922 που οδήγησαν στη μικρασιατική
καταστροφή έδειξαν ότι οι «σύμμαχοι» και «φίλοι» της Ελλάδας, που
προέρχονταν είτε προέρχονται και σήμερα από το στρατόπεδο του
ιμπεριαλισμού, ήταν κι εξακολουθούν να είναι οι πιο άσπονδοι εχθροί της,
που δε λογάριασαν και δε λογαριάζουν τα εθνικά μας συμφέροντα είτε το
λαό μας, μα πάντα έβαζαν και βάζουν πάνω απ’ όλα τα δικά τους
οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα και επιδιώξεις.
Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Η
εμπλοκή της Ελλάδας στη μικρασιατική εκστρατεία οφείλεται στις
διατάξεις της Συνθήκης «Ανακωχής του Μούδρου» (Οκτώβρης 1918), που
αποτελούν την επιβολή των αγγλικών όρων επικυριαρχίας στην Εγγύς και
Μέση Ανατολή και του διαμελισμού της Τουρκίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι
τους όρους της ανακωχής υπαγόρευσε ο Αγγλος αντιναύαρχος Σίμφσετ Αρθρουρ
Κουχ Κάλθροπ, χωρίς καμμιά συγκατάθεση των άλλων μελών της συμμαχίας.
Οι
όροι της ανακωχής ήταν ταπεινωτικοί για την ηττημένη οθωμανική
αυτοκρατορία και καταργούσαν κάθε ίχνος εθνικής ανεξαρτησίας του
τουρκικού λαού.
Η
αρπακτική διάθεση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που σ’ έναν ξέφρενο
ανταγωνισμό μεταξύ τους προσπαθούσε η καθεμιά για λογαριασμό της να
αρπάξει όσο μπορούσε πιο γρήγορα και όσο το δυνατό περισσότερα εδάφη της
πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, ξεσήκωσε τη δίκαιη αγανάκτηση και οργή
του τουρκικού λαού, γι’ αυτό και η αντίστασή του εναντίον της
ιμπεριαλιστικής κατοχής πήρε γρήγορα παλλαϊκό και πανεθνικό χαρακτήρα.
Εκείνοι που όχι μονάχα δεν αντιστάθηκαν, αλλά και προσπάθησαν να
εμποδίσουν στην αρχή, να χτυπήσουν και να καταπνίξουν σε συνέχεια, την
ένοπλη αντίσταση του τουρκικού λαού εναντίον της ιμπεριαλιστικής
κατοχής, που άρχισε έστω και ανοργάνωτα, αμέσως μετά την ανακωχή του
Μούδρου, ήταν ο σουλτάνος και τα υψηλά φεουδαρχικά στρώματα. Ο σουλτάνος
και η κυβέρνησή του, ανδρείκελο των ιμπεριαλιστών της Αντάντ, φάνηκε
ότι δεν ήταν σε θέση ν’ αποκαταστήσει την τάξη. Να χτυπήσει δηλαδή και
να συντρίψει το ανερχόμενο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του τουρκικού
λαού, που αποτελούσε το κύριο εμπόδιο στην πραγματοποίηση των σχεδίων
και επιδιώξεων των ιμπεριαλιστών στην περιοχή.
Το
Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο έπρεπε να βρει έναν ξένο αστυνόμο κατάλληλο
να αναλάβει το έργο της διατήρησης της τάξης στην Τουρκία, για να
μπορέσουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, από τη μια ν’ αποφύγουν ν’
αναμιχθούν οι ίδιες στην αντιμετώπιση της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης
του τουρκικού λαού και από την άλλη να συνεχίσουν ανενόχλητες το
μοίρασμα της Εγγύς Ανατολής.
Ετσι, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 6.5.1919 να αναθέσει το ρόλο της αστυνόμευσης της Τουρκίας στην Ελλάδα.
Αξίζει
να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η απόφαση ήταν περισσότερο επιβολή της
αγγλικής θέλησης παρά συλλογική ενέργεια, γιατί, όπως είναι γνωστό,
στηρίχτηκε σ’ έναν προσωρινό αγγλογαλλικό συμβιβασμό της στιγμής, στην
ανοχή των ΗΠΑ και πάρθηκε εν απουσία της Ιταλίας.
Το
γεγονός ότι ο ρόλος του κύριου εκτελεστή της αγγλικής πολιτικής στην
Εγγύς Ανατολή, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανατέθηκε στην Ελλάδα, δεν
μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι το τυχαίο. Υπέρ αυτής της εκλογής
συνηγορούσαν μια σειρά αντικειμενικοί λόγοι. Και πριν απ’ όλα, λόγοι
οικονομικοί που συνέδεαν την ελληνική ολιγαρχία με το αγγλικό κεφάλαιο,
το οποίο, παρά το γεγονός ότι μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την πρώτη
θέση στις ελληνικές εισαγωγές είχαν καταλάβει οι ΗΠΑ, εξακολουθούσε
ωστόσο να συνδέεται στενότατα με το ελληνικό εφοπλιστικό, παροικιακό και
διαμετακομιστικό κεφάλαιο και να ελέγχει έτσι την οικονομία της χώρας.
Παίρνοντας
υπόψη το γεγονός ότι το 1919 η Ελλάδα εισήγαγε από την Τουρκία
εμπορεύματα συνολικής αξίας 76.305.715 χρυσών δραχμών και εξήγαγε σ’
αυτή εμπορεύματα συνολικής αξίας 80.448.552 χρυσών δραχμών[2],
διαπιστώνουμε πως αντικειμενικά στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής υπήρχε
μια ορισμένη σύμπτωση συμφερόντων της ελληνικής ολιγαρχίας με τα
συμφέροντα του αγγλικού κεφαλαίου, ότι οι αγγλικές επιδιώξεις στην
περιοχή βρίσκονταν σε αρμονία με τις αντίστοιχες του ελληνικού
κεφαλαίου.
Εξάλλου,
όπως γράφει ο Ν. Ψυρούκης, η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία
και η ανάπτυξη της ντόπιας εθνικής αστικής τάξης και του
εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Τουρκία και γενικότερα στην Εγγύς
και Μέση Ανατολή δημιούργησαν οξύτατα προβλήματα και στο ελληνικό
κεφάλαιο. «Η ανάγκη της εδραίωσης και της επέκτασης των θέσεών του στην
Εγγύς Ανατολή γινόταν καθημερινά όλο και πιο μεγάλη. Οσο φαινόταν πιο
καθαρά ότι η σοβιετική Ρωσία ήταν βιώσιμο φαινόμενο, τόσο μεγάλωνε και η
τάση αναπλήρωσης των χαμένων θέσεων με νέες στην Εγγύς Ανατολή. Οσο
μεγάλωναν τα στηρίγματα της ντόπιας εθνικής αστικής τάξης στην Εγγύς
Ανατολή, τόσο ενισχυόταν η τάση του ελληνικού κεφαλαίου για την
κατοχύρωση των θέσεών του στην αγορά της περιοχής»[3].
Η
Αγγλία γνώριζε πολύ καλά την τάση της ελληνικής ολιγαρχίας για επέκταση
της αγοράς της. Γνώριζε, επίσης, πως μια «Μεγάλη Ελλάδα» δε θα ήταν σε
θέση να διεκδικήσει την ελευθερία της απέναντι στην αγγλική κηδεμονία,
αλλά για την ίδια την ύπαρξή της θα επιδίωκε να παίξει το παιχνίδι της
στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής σαν υποτελής.
Για
το πώς έβλεπε ο αγγλικός ιμπεριαλισμός την επεκτατική τάση της
ελληνικής αστικής τάξης στη Μικρασία, παραθέτουμε ένα πολύ
χαρακτηριστικό απόσπασμα από ομιλία του Λόιντ Τζορτζ στην αγγλική Βουλή.
«Οι Ελληνες», είπε ο Λόιντ Τζορτζ, «είναι ένας λαός του μέλλοντος εις
την Μεσογειακήν Ανατολήν. Γόνιμοι και πλήρεις δράσεων αντιπροσωπεύουν
τον χριστιανικόν πολιτισμόν έναντι της βαρβαρότητος των Τούρκων. Είναι
τώρα 5 έως 6 εκατομμύρια. Εάν επεκταθούν ως υπολογίζομεν, θα γίνουν 20
εκατομμύρια εντός 50 ετών. Αριστοι ναύται, θα καταστούν δύναμις ναυτική.
Θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού ήτις εξασφαλίζει την
ενότητα της Συμπολιτείας»[4].
Ενας
άλλος, καθόλου ευκαταφρόνητος λόγος που βάρυνε στην απόφαση ώστε ο
ρόλος του χωροφύλακα των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων της Αγγλίας στην
περιοχή να ανατεθεί στην Ελλάδα, είναι ότι ο αγγλικός ιμπεριαλισμός,
γνωρίζοντας το αξιόμαχο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και έχοντας πιστό
όργανό του τον Ε. Βενιζέλο, ήθελε με τον ελληνικό στρατό να
αντιμετωπίσει το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Τούρκων.
Η
Αγγλία την εποχή εκείνη, λόγω της ανάπτυξης του αντιαποικιακού αγώνα
στις κτήσεις της, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και προσπαθούσε με κάθε
θυσία να κρατήσει υπό την κατοχή και τον έλεγχό της τις περιοχές της
Μουσούλης - Μεσοποταμίας - με τα πλούσια πετρελαιοφόρα κοιτάσματά τους
και να τις προσαρτήσει στη βρετανική αυτοκρατορία.
Εξάλλου, δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει έναν ανοικτό πόλεμο στην Εγγύς Ανατολή με δικά της στρατεύματα.
Τέλος,
καθοριστικό ρόλο στην εκλογή της Ελλάδας, σαν οργάνου του αγγλικού
ιμπεριαλισμού στην Εγγύς Ανατολή, έπαιξε το γεγονός ότι στην περιοχή
αυτή υπήρξε μια μεγάλη ελληνική μειονότητα, πράγμα που το εκμεταλλεύτηκε
ο ιμπεριαλισμός και η ολιγαρχία, για να καλύψουν τους πραγματικούς
σκοπούς της εκστρατείας.
Σύμφωνα
με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη
Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000
Ελληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην
περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Αδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000.
Η
τουρκική στατιστική του 1912, σχετικά με την εθνολογική σύνθεση των
περιοχών της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας (εκτός Κιλικίας) και
των ανεξάρτητων διοικήσεων της Νικομήδειας και των Δαρδανελίων, έδινε
1.982.375 Ελληνες, 7.231.595 Τούρκους και 925.818 διάφορους. Δηλαδή σε
σύνολο 10.139.789 το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε το 19,6%[5].
Η
ύπαρξη μιας τόσο μεγάλης ελληνικής μειονότητας στην περιοχή της Μικράς
Ασίας, τη στιγμή που την ίδια εποχή ο πληθυσμός της Ελλάδας μόλις έφτανε
τα 5.000.000, έθετε επιτακτικά το ζήτημα της κατοχύρωσης του
δικαιώματος για τη διατήρηση της δικής της εθνικής ζωής και της
ισοτιμίας της με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αν πάρουμε, μάλιστα, υπόψη και
το γεγονός ότι τα δικαιώματα αυτά είχαν παραβιαστεί βάναυσα κατά τη
διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οργανώθηκαν από τους Γερμανούς
τα γνωστά προγκρόμ (σχέδιο αφελληνισμού του Λίμαν Φον Σάντερς) σε βάρος
του μικρασιατικού ελληνισμού, το ζήτημα της υπεράσπισης και της
κατοχύρωσης του δικαιώματος ισότιμης με τον υπόλοιπο πληθυσμό ζωής και
δράσης του ελληνισμού της Μικράς Ασίας έμπαινε πολύ πιο επιτακτικά.
Η
υπεράσπιση όμως των δικαιωμάτων μιας εθνικής μειονότητας, η οποία
κατοικεί σε τρεις βασικά γεωγραφικές περιοχές της Τουρκίας, δεν ήταν
δυνατό να επιτευχθεί με την κατακτητική πολιτική, με την πολιτική της
προσάρτησης των εδαφών στα οποία ζούσε.
Η
«Μεγάλη Ιδέα», όπως προβαλλόταν από τη μίζερη άρχουσα τάξη στις πρώτες
δεκαετίες του αιώνα μας, δεν είχε καμιά σχέση «με την υγιή εθνική ιδέα
της αποτίναξης του οθωμανικού σουλτανικού ζυγού, που κατάκαιε τους
Ελληνες και τους ξεσήκωνε σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες τόσο πριν και
στη διάρκεια της Επανάστασης, όσο και αργότερα»[6].
Η
αστικοδημοκρατική ιδέα της δημιουργίας της «Μεγάλης Ελλάδας» δεν είχε
τίποτα το κοινό «με την ιδέα της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης των
ελληνικών εδαφών που γύρευαν παλιά οι αστοί δημοκράτες. Τότε η ιδέα της
απελευθέρωσης των υπόδουλων περιοχών βασιζόταν στην οργάνωση του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενώ τώρα η ιδέα της δημιουργίας της
«Μεγάλης Ελλάδας» είχε για στήριγμά της την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας
στους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς των μεγάλων δυνάμεων. Τότε
επρόκειτο για ελληνικά εδάφη. Τώρα αφορούσε την επέκταση σε βάρος ξένων
χωρών»[7].
Η
εξυπηρέτηση των οικονομικών, πολιτικών και στρατηγικών συμφερόντων των
ιμπεριαλιστών στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και ο πόλεμος
των πετρελαίων παρουσιάστηκε από τους πολιτικούς της «Μεγάλης Ιδέας» σαν
ιερός πόλεμος των Ελλήνων.
Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ, ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Η
απόφαση που πάρθηκε στις 6.5.1919 από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο
για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, άνοιγε διάπλατα το
δρόμο της τυχοδιωκτικής περιπέτειας, γιατί όπως ήδη τονίσαμε
προηγούμενα, πάρθηκε πίσω από τις πλάτες της Ιταλίας και χωρίς καμιά
εγγύηση για τη μελλοντική στάση των ΗΠΑ και της Γαλλίας.
Θ
πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι το περιεχόμενο της απόφασης ήταν
τόσο γενικό και αόριστο, ώστε επέτρεπε κάθε είδους ερμηνεία. Ο ελληνικός
στρατός - σύμφωνα με την απόφαση - πήγαινε στη Μικρά Ασία, για να
«προλάβει σφαγές σε βάρος των χριστιανών».
Για
την απόσπαση της παραπάνω απόφασης, ο Ελ. Βενιζέλος, που ήδη είχε δώσει
δείγματα «καλής συμπεριφοράς» και υποτέλειας στην εξυπηρέτηση των
σχεδίων των αγγλογάλλων ιμπεριαλιστών με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην
ουκρανική εκστρατεία για την κατάπνιξη της νεαρής σοβιετικής εξουσίας,
είχε προσκομίσει στη συνέντευξη του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου της
Διάσκεψης του Παρισιού μια τουρκικής προέλευσης σοβινιστική προκήρυξη
που απειλούσε με «σφαγές όλους τους εχθρούς του Προφήτη».
Αμέσως
μετά την απόφαση του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου, η οποία λόγω του
γενικού χαρακτήρα της δεν έδινε τη δυνατότητα να συγκεκριμενοποιηθούν οι
υποχρεώσεις και τα καθήκοντα του ελληνικού στρατού κατοχής, ο
Βενιζέλος, στο διάγγελμά του προς το λαό της Ιωνίας, θριαμβολογώντας,
έλεγε:
«Το
πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης
να καταλάβει την Σμύρνην, ίνα ασφαλίσει την τάξιν. Οι ομογενείς
εννοούσιν ότι η απόφασις αύτη ελήφθη, διότι εν τη συνειδήσει των
διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά
της Ελλάδος. Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών πολέμων υπόδουλος υπό τον
αυτόν ζυγόν, εννοώ καλώς ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίσωσι σήμερον
τας ψυχάς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας...»[8].
Ο
ισχυρισμός του Βενιζέλου ότι η εντολή δόθηκε, «διότι εν τη συνειδήσει
των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης
μετά της Ελλάδος», όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά
και αποτελεί προσπάθεια παραπλάνησης του ελληνικού λαού, αφού στην
απόφαση δεν έμπαινε ζήτημα προσάρτησης εδαφών.
Σχετικά
με τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες δόθηκε στον Βενιζέλο η εντολή για
την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, ο στρατηγός Μαζαράκης
στα απομνημονεύματά του γράφει: «Και όταν οι αντιπρόσωποι της Ιταλίας,
χωλοθέντες δια την στάσιν του Ουΐλσον, εις το ζήτημα του Φιούμε,
απεχώρησαν επί τινάς ημέρας εκ Παρισίων, έγινε δε γνωστόν ότι
παρασκευάζαν απόβασιν εις Μικράν Ασίαν, το Συμβούλιο Ουΐλσον, Λουΐδ
Τζωρτζ και Κλεμανσό επειγόντως εκάλεσε τον Βενιζέλο και έδωσε εντολή
καταλήψεως της Σμύρνης υπό του ελληνικού στρατού»[9].
Αργότερα, ο Κλεμανσό έγραφε στον Βενιζέλο:
«...Η
ντε φάκτο κατοχή της Σμύρνης και της περιοχής της, αποφασισθείσα μόνο
ένεκα της υπάρξεως ορισμένων συνθηκών, δεν ήτο ικανή να δημιουργήσει
δικαιώματα δια το μέλλον. Επρόκειτο περί προσωρινού απλώς μέτρου, το
οποίον άφηνεν την Διάσκεψιν απολύτως ελευθέραν να λύσει τα εκ του
Ανατολικού προβλήματος προκύπτοντα ζητήματα, σύμφωνα με την γενικοτέραν
κατάστασιν και με τας επιθυμίας και τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων
πληθυσμών»[10].
Υπάρχουν
πολλά κείμενα και διαμαρτυρίες που δείχνουν καθαρά πόσο ασταθής και
σαθρή ήταν η βάση της συμμαχικής απόφασης, στην οποία στηρίχτηκε η
έναρξη της μικρασιατικής εκστρατείας και πόσο μεγάλες ήταν οι αντιθέσεις
των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο πρόβλημα της Εγγύς και Μέσης Ανατολής,
τις οποίες, δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση δεν πήρε υπόψη της.
Με
βάση την απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου, στις 15 Μάη 1919
αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού. Μετά
τη Σμύρνη, γρήγορα θα ερχόταν η σειρά της Κωνσταντινούπολης.
Η
κυβέρνηση Βενιζέλου, ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι ο ελληνικός στρατός,
εντολοδόχος, χωρίς την ομοφωνία των εντολέων του, ήταν υποχρεωμένος να
δράσει, ουσιαστικά, για την εξυπηρέτηση των αγγλικών βλέψεων και
συμφερόντων στην περιοχή, παρουσίασε το γεγονός σαν αρχή για την
απολύτρωση των υπόδουλων αδελφών που ζούσαν στη Θράκη και την Ιωνία, στη
Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Σαν την αρχή της δημιουργίας της
«Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Με
την έντονη προβολή του συνθήματος της «Μεγάλης Ελλάδας» και με την
έξαρση του εθνικισμού, η ανερχόμενη αστική τάξη και η πολιτική ηγεσία
της, που έβλεπε την πρόοδο της χώρας στους επεκτατικούς πολέμους και όχι
στην οικονομικοκοινωνική ανάπτυξή της, στηριγμένη στις δικές της
δυνάμεις και απαλλαγμένη από τα δεσμά της εξάρτησης, προσπάθησε να
καμουφλάρει την υποτέλειά της στον ιμπεριαλισμό και να αποπροσανατολίσει
το λαό από τα πραγματικά προβλήματα του τόπου.
Οι
Αγγλοι δικαιολογημένα χαιρέτισαν την απόβαση σαν μια μεγάλη επιτυχία
τους, αφού τους εξασφάλισε φτηνό μισθοφορικό στρατό για την επιβολή των
αποικιακών τους σχεδίων στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, ενώ
οι Αμερικανοί, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί με δυσφορία και με σκεπτικισμό,
πάντως όχι σαν ευχάριστη πράξη. Γνωρίζοντας όμως πως είχε περιορισμένη
έκταση, γιατί η απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου περιόριζε τη
δραστηριότητα του ελληνικού στρατού στα καθήκοντα του χωροφύλακα στο
βιλαέτι του Αϊδινίου, δεν αντέδρασαν ανοιχτά.
Για
το λαό της Ελλάδας και τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας η απόβαση των
ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη αποτέλεσε την αρχή της μεγαλύτερης
τραγωδίας της ιστορίας του.
Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ - ΕΝΑΣ ΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η
μικρασιατική εκστρατεία ήταν ένας πόλεμος άδικος και κατακτητικός. Τα
στρατευμένα παιδιά του λαού δε στάλθηκαν εκεί για την απελευθέρωση των
υπόδουλων αδελφών, αλλά χρησιμοποιήθηκαν από τις ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις, κυρίως την Αγγλία, για την κατάπνιξη της τουρκικής εθνικής
αντίστασης, που απόβλεπε στην κατάκτηση και κατοχύρωση της εθνικής
ανεξαρτησίας της Τουρκίας.
Ηταν
ένας πόλεμος τυχοδιωχτικός, καταδικασμένος από το ξεκίνημά του ακόμα σε
αποτυχία, γιατί γινόταν με εντολή και για λογαριασμό των ιμπεριαλιστών
και σε αντίθεση με το γενικό αίτημα και τη θέληση του ελληνικού λαού για
την ειρήνη.
Οι
ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, δεν είχαν
σχεδόν καμιά ελευθερία κίνησης και δράσης. Τις κινήσεις τους τις
αποφάσιζαν και τις έλεγχαν οι δυτικές στρατιωτικές αρχές της Εγγύς
Ανατολής με γνώμονα την ικανοποίηση των απαιτήσεων και των αναγκών της
εξωτερικής πολιτικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ιδιαίτερα σύμφωνα
με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Για κάθε
κίνηση του ελληνικού στρατού απαιτούνταν «έγκρισις Κάλθροπ (Αγγλου
ναυάρχου) ή μετά τυχόν αναχώρησιν αυτού, προϊσταμένου Συμμαχικού Στόλου
εν Σμύρνη»[11].
Η
μαρτυρία του στρατηγού Κ. Νίδερ, αρχηγού του ελληνικού στρατού κατοχής,
ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν είχαν ελευθερία κινήσεων, κλείνει
μέσα της όλη την αλήθεια για το νόημα της μικρασιατικής εκστρατείας. Οι
ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, στα χρόνια 1919-1922, από στήριγμα της
εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας είχαν γίνει όργανο της αγγλικής
πολιτικής στην Εγγύς Ανατολή. Ο Γ. Δαφνής παρατηρεί ότι την εποχή εκείνη
είχε καταλυθεί και η στοιχειώδης μορφή εθνικής ανεξαρτησίας[12].
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα, που δείχνει με τον πιο πειστικό τρόπο πως ο ελληνικός
στρατός είχε χάσει τον εθνικό του χαρακτήρα και είχε μετατραπεί σε
εκστρατευτικό σώμα του υπουργείου Αποικιών της Αγγλίας, αποτελεί το
παρακάτω τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Λονδίνο προς τον αρχιστράτηγο
Παρασκευόπουλο: «Αγγλος υπουργός Στρατιωτικών εξουσιοδοτεί στρατηγό Μιλν
(πρόκειται για τον αρχηγό των αγγλικών στρατευμάτων κατοχής στην
Τουρκία), όπως, αν κρίνει ενδεδειγμένον, επιτρέψει εις ημέτερα
στρατεύματα, εν περιπτώσει τουρκικής επιθέσεως, συνεχίζωσιν
αντεπιτιθέμενα την καταδίωξιν και πέραν των τριών χιλιομέτρων υπό τον
όρον ότι μετά πέρας επιχειρήσεως, στρατεύματά μας επανέρχονται εντός
ορισθείσης γραμμής κατοχής. Συνιστώ αποστείλητε εις Κωνσταντινούπολιν
Αρχηγόν Επιτελείου, όπως επιτύχει άδειαν ταύτην»[13].
Με
άλλα λόγια, τα γεγονότα των χρόνων 1919-1922 στην Εγγύς Ανατολή δεν
ήταν μια ελληνοτουρκική διένεξη, ένας πόλεμος ανάμεσα στην Ελλάδα και
την Τουρκία. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τον πόλεμο αυτό τον
διεξήγαγαν κυρίως ο ελληνικός στρατός και οι τουρκικές
εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις, ενεργό, πρωτεύοντα ρόλο διαδραμάτιζαν
όλες οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες σ’ έναν
ξέφρενο ανταγωνισμό μεταξύ τους, πάλευαν για το μοίρασμα της περιοχής
και για τα πετρέλαιά της.
Ολα
τα ιδεολογικά στολίδια της ιμπεριαλιστικής πολεμικής προπαγάνδας, οι
αρχές που επικαλούνταν και οι μεγαλόστομες διακηρύξεις για τα δικαιώματα
των λαών, για αυτοδιάθεση, για ελευθερία και για πολιτισμό, θα
ξεχαστούν όταν η υπόθεση φτάσει στο ψητό, δηλαδή στο μοίρασμα των πηγών
του μαύρου χρυσαφιού. Θα φανούν τότε τα πραγματικά κίνητρα και οι σκοποί
του πολέμου. Μια από τις εκδηλώσεις των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων,
και πιο συγκεκριμένα της αγγλογαλλικής ιμπεριαλιστικής διαμάχης
ιδιαίτερα, όπως φαίνεται ωμή, ανάμεσα στον Λόιντ Τζορτζ και τον
Κλεμανσό, θα είναι αποκαλυπτική για έναν Ελληνα θεατή της, τον πρεσβευτή
Σακελλαρόπουλο, που θα γράψει:
«Παρασυρθέντες
εις ματαίαν άλλωστε εξωτερίκευσιν των μυχιοτέρων των σκέψεων, οι δύο
πρωθυπουργοί, οι οποίοι υπό την έξαψιν της λογομαχίας ανέμιξαν τους
υψηλούς σκοπούς του πολέμου με τα εις Μικράν Ασίαν οικονομικά συμφέροντα
και τας θυσίας των χωρών των, με την Μοσσούλην και με τας
πετρελαιοπηγάς και τους πετρελαιοαγωγούς της Ανατολής...»[14].
Η
ενεργός στρατιωτική και πολιτική ανάμιξη της Ελλάδας στην απροκάλυπτη
επέμβαση του ιμπεριαλισμού ενάντια στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των
λαών της Εγγύς Ανατολής, καθόλου δεν αποτελούσε προσπάθεια για την
εκπλήρωση των εθνικών πόθων και «ονείρων», όπως προσπάθησαν να την
παρουσιάσουν η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί της εκφραστές.
Η
ιστορική αλήθεια είναι αδυσώπητη. Την εκστρατεία, μας την υπέβαλαν οι
ιμπεριαλιστές της Αντάντ για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.
Πλήθος γεγονότα και μαρτυρίες το επιβεβαιώνουν.
Ο
πρώτος αρχιστράτηγος της Μικράς Ασίας Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, σε
γράμμα του από το Παρίσι προς φίλους του, έγραφε: «...πάντοτε ήμην
αισιόδοξος, τώρα εσταμάτησα, δεν ελπίζω πλέον τίποτε, η καταστροφή
επήλθε πλήρως και κανείς δεν δύναται να την σταματήσει. Φοβούμαι ότι και
την Θράκην θα χάσομεν. Η Γαλλία και η Ιταλία, άσπονδοι εχθροί μας, αλλά
μήπως και η Αγγλία πάει πίσω; Σήμερον έχει συμφέρον να παρατείνει αυτήν
την κατάστασιν, θέλει ελληνικάς λόγχας. Οταν αύριον δεν θα τας έχει
ανάγκην, διότι θα τα φκιάσει με τον Κεμάλ, τότε θα μας δώσει την κλωτσιά
κατάστηθα και ευρισκόμεθα πολύ πλησίον της εποχής αυτής». Οι προβλέψεις
του δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν από τα ίδια τα γεγονότα. Και σε άλλο
σημείο του γράμματός του, σχετικά με το ρόλο των «Μεγάλων Συμμάχων»,
έγραφε: «...Τα συμφέροντα των ξένων, των μεγάλων καταπιεστών των μικρών
λαών, διίστανται. Εν τούτοις, διακηρύσσουν διαρκώς ότι αγωνίζονται υπέρ
του δικαίου και της ελευθερίας, ενώ πράγματι είναι σφαγιασταί όλων των
ωραίων αυτών ιδεωδών. Είναι πλέον βάρβαροι και από τους Τούρκους, διότι
επιτέλους, αυτοί οι τελευταίοι δεν καλύπτουν τα αισθήματά των, βαδίζουσι
κατευθείαν προς τον σκοπόν, ενώ οι λεγόμενοι πολιτισμένοι, εις την
επιδίωξιν ωφελείας τινός σε εγκαταλείπουν, σε πουλούν και σε
θυσιάζουν...»[15].
Το
1957, ο υπουργός Εξωτερικών της τότε κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, Ε.
Αβέρωφ, από το επίσημο βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, απαντώντας
στον Τούρκο συνάδελφό του, είπε: «...Ο πόλεμος αυτός έγινε, διότι
προσεκλήθημεν όπως συμμετάσχομεν εις αυτόν υπό της Αγγλίας, της Γαλλίας
και της Ιταλίας, αι οποίαι, δυνάμει της Συνθήκης των Σεβρών, εισέβαλαν
εις την Μικράν Ασίαν και εκάλεσαν την Ελλάδα να καταλάβει την ακτήν, την
οποίαν όντως κατέλαβαν... Πρέπει να αναγνωρίσομεν ότι η Τουρκία
απήντησε με μίαν υπερηφάνειαν και μίαν γενναιότητα, η οποία της έδωσε
την εθνικήν της ανεξαρτησίαν. Αλλά πρέπει να υπάρξει προσοχή προτού
αναφερθεί αυτός ο πόλεμος, ως πόλεμος ελληνικής κατακτήσεως. Ητο πόλεμος
συμμαχικής κατακτήσεως, εις την οποίαν η Ελλάς εκλήθη να λάβει μέρος,
αλλά βεβαίως δεν ήτο ελληνικός πόλεμος»[16].
«Οταν
οι Αγγλοι μας έστειλαν εις την Μικράν Ασίαν - διότι αυτό επέβαλον τα
συμφέροντά των δια τα πετρέλαια της Μοσσούλης και δια να μην καταλάβουν
οι Ιταλοί τον Μικρασιατικόν χώρον - δεν μας έδωσαν καμίαν πολιτικήν ή
στρατιωτικήν βοήθειαν. Και ανέλαβεν (η ελληνική κυβέρνησις) την
εκστρατείαν της Μικράς Ασίας, χωρίς επαρκείς στρατιωτικάς δυνάμεις, ενώ
οι τότε σύμμαχοι, μας είχαν καθηλώσει εις μίαν μικράν ζώνην των παραλίων
της Μικράς Ασίας και παραλλήλως εφρόντιζαν να εξοπλίζουν τον Κεμάλ
παραδόσαντες εις αυτόν τα πολεμοφόδια που είχαν κατασχεθεί κατά την
ανακωχήν και εφοδιάζοντας αυτόν αναφανδόν με πυρομαχικά δια γαλλικών
πολεμικών»16α.
Η
εκστρατεία της Μικράς Ασίας, όχι μόνο δεν πρόσφερε τίποτα για την
υπεράσπιση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων και της ισοτιμίας της
ελληνικής μειονότητας στην περιοχή της Μικράς Ασίας, για τη σωτηρία του
ελληνισμού στο όνομα του οποίου άρχισε, αλλά αντίθετα στάθηκε η βασική
αιτία του ξεριζωμού του από τις πανάρχαιες εστίες του.
Η ΘΝΗΣΙΓΕΝΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ
Αφού
οι δυνάμεις της Αντάντ δεν κατάφεραν με τις επιχειρήσεις του Ιούνη να
αναγκάσουν την επαναστατική Τουρκία σε συνθηκολόγηση, προσπάθησαν να
βρουν διέξοδο με τη χρησιμοποίηση του σουλτάνου στο ρόλο του ηττημένου.
Φώναξαν τα μέλη της σουλτανικής κυβέρνησης (που στην πραγματικότητα ήταν
υπάλληλοι της Αγγλίας) στο Παρίσι και τους έβαλαν να υπογράψουν τη
γνωστή Συνθήκη των Σεβρών.
«Το
φάντασμα της Κωνσταντινούπολης, ο σουλτάνος», γράφει ο Ν. Ψυρούκης,
«μπορούσε να υπογράψει όσα χαρτιά κι αν ήθελαν οι δυνάμεις της Αντάντ. Η
πραγματική, όμως, Τουρκία του 1920, που την εκπροσωπούσε η κυβέρνηση
της Αγκυρας, δεν είχε δεχθεί κανέναν όρο τους. Το φιάσκο των Σεβρών μόνο
για την τύχη ενός έθνους είχε τραγικές συνέπειες. Και το έθνος αυτό
ήταν το ελληνικό»[17].
Η
συνθήκη που υπογράφτηκε στις 10 Αυγούστου 1920 στις Σέβρες, κοντά στο
Παρίσι, ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Χατζάζη (Σαουδική
Αραβία), την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία και
τη Γιουγκοσλαβία από τη μια, και τη σουλτανική κυβέρνηση της Τουρκίας
από την άλλη, ήταν μια ληστρική συνθήκη που ουσιαστικά κατέλυε την
Τουρκία σαν κυρίαρχο κράτος.
Με
τη Συνθήκη των Σεβρών, η έκταση της Τουρκίας ελαττωνόταν έως το ένα
πέμπτο. Η Συρία, η Παλαιστίνη, η Μεσοποταμία και η Χατζάζη κηρύσσονταν
τυπικά ανεξάρτητα κράτη. Και λέμε τυπικά, γιατί ουσιαστικά γίνονταν
αποικίες-προτεκτοράτα, η πρώτη της Γαλλίας και οι άλλες της Μεγάλης
Βρετανίας, μια και τα κράτη αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 22 της συνθήκης,
κρίνονταν μη ικανά για αυτοκυβέρνηση. Η Τουρκία έχανε κάθε επικυριαρχία
πάνω στην Αίγυπτο, η οποία γινόταν προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας
στην οποία παραχωρούνταν επίσης η Κύπρος, το Σουδάν, καθώς και τα
δικαιώματα της Τουρκίας στη ναυσιπλοΐα του Σουέζ. Αναγνωριζόταν το
προτεκτοράτο της Γαλλίας στο Μαρόκο και την Τυνησία και η Λιβύη
παραχωρούνταν στην Ιταλία.
Επιπλέον,
οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), με ιδιαίτερη
συμφωνία μοίραζαν μεταξύ τους σε «σφαίρες επιρροής» και ό,τι απέμεινε
ακόμα από την Τουρκία, με πρόσχημα να τη βοηθήσουν ν’ αναπτύξει τις
πλουτοπαραγωγικές πηγές της και να φροντίσουν για τα συμφέροντα των
εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Με
τη Συνθήκη των Σεβρών, στην Ελλάδα παραχωρούνταν η Δυτική και Ανατολική
Θράκη ως τη γραμμή Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τα νησιά
Ιμβρος και Τένεδος, καθώς και η Σμύρνη με την ενδοχώρα της, όπου τυπικά
αναγνωριζόταν η τουρκική κυριαρχία με το να κυματίζει η οθωμανική σημαία
στα φρούρια της πόλης.
Η
Σμύρνη, σύμφωνα με τα άρθρα 65-83 της συνθήκης, μόνο μετά από 5 χρόνια
και κατόπιν δημοψηφίσματος των κατοίκων της θα μπορούσε να προσαρτηθεί
στην Ελλάδα. Η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός της
Ρόδου, η οποία γινόταν αυτόνομη και μόνο μετά από δημοψήφισμα θα
μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα.
Η
Κωνσταντινούπολη αναγνωριζόταν πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους, υπό
την αίρεση των συμμάχων, για την περίπτωση που η Τουρκία δε θα τηρούσε
τα συμφωνημένα. Τα Στενά των Δαρδανελίων κηρύσσονταν ουδέτερη και
αφοπλισμένη ζώνη.
Η
Συνθήκη των Σεβρών αφόπλιζε την Τουρκία (της άφηνε ολιγάριθμες
αστυνομοστρατιωτικές δυνάμεις) και άφηνε ελεύθερη τη δίοδο των Στενών,
εκτός από τα πολεμικά και τα εμπορικά πλοία, πράγμα που έθετε κάτω από
τον έλεγχο των Αγγλογάλλων το εμπόριο και την ασφάλεια των χωρών της
Μαύρης Θάλασσας.
Οι
«παραχωρήσεις» των μεγάλων δυνάμεων προς την Ελλάδα αποσκοπούσαν στη
χρησιμοποίησή της για την αντιμετώπιση του κεμαλικού
εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, το οποίο, αφού ξεπέρασε τις πρώτες
δυσκολίες, κατόρθωσε να δημιουργήσει αξιόμαχο στρατό που κατάφερε σοβαρά
χτυπήματα στους συμμάχους, φτάνοντας ν’ απειλεί και την
Κωνσταντινούπολη και τα Δαρδανέλια. Η ανάληψη από τις δυνάμεις της
Αντάντ μιας σοβαρής στρατιωτικής επιχείρησης για τη συντριβή του
κεμαλικού κινήματος παρουσίαζε σοβαρότατες δυσκολίες γι’ αυτές. Ετσι, η
χρησιμοποίηση του ευρισκόμενου πια στη Μικρά Ασία ελληνικού στρατού ήταν
η πιο πρόσφορη λύση εκείνη τη στιγμή, για την αντιμετώπιση της άμεσης
κεμαλικής απειλής. Λύση που διευκολυνόταν από τις δηλώσεις του Βενιζέλου
για την επιβολή με τη δύναμη των ελληνικών όπλων της συνθήκης.
Οπως
αναφέρει ο Φραγκούλης, ο Βενιζέλος σε τηλεγράφημά του από το Λονδίνο
προς τον υπουργό Εξωτερικών στην Αθήνα ανέφερε ότι ο Αγγλος υπουργός των
στρατιωτικών, Τσόρτσιλ, του είπε ότι η αγγλική κυβέρνηση θέλει να μάθει
αν η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να επιβάλει στρατιωτικά τους όρους της
συνθήκης, γιατί η Αγγλία έχει άλλες απασχολήσεις και δεν μπορεί να δώσει
στην Ελλάδα άλλη βοήθεια, παρά μονάχα πολεμικό υλικό. Οτι η Ελλάδα δεν
μπορεί να υπολογίζει στη συνεργασία Γαλλίας-Ιταλίας. Κι ο Βενιζέλος όχι
μόνο δέχτηκε όσα του σύστησε ο Τσόρτσιλ, αλλά και ανέλαβε να
αποκαταστήσει την τάξη σε έκταση εφταπλάσια απ’ ό,τι προέβλεπε η Συνθήκη
των Σεβρών[18].
Γιατί,
λοιπόν, να μη χρησιμοποιήσουν οι ιμπεριαλιστές την προσφορά αυτή του
Βενιζέλου, που στη δοσμένη κατάσταση παρουσιαζόταν σαν ο καλύτερος
τρόπος πραγματοποίησης του αποφασισμένου διαμελισμού του τουρκικού
κράτους; Οι ίδιες οι δυνάμεις δε θα διακινδύνευαν ούτε αίμα, μα ούτε και
χρήμα, από τη μια, και από την άλλη, κρατώντας τις αποστάσεις τους από
τον Κεμάλ, θα άφηναν ανοιχτή την πόρτα για ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις,
προσεγγίσεις και συμφωνίες μαζί του στο μέλλον.
Οι
κίνδυνοι μιας αποτυχίας, σ’ αυτή την περίπτωση, δε θα απέκλειαν στις
μεγάλες δυνάμεις, και ιδιαίτερα στην Αγγλία, άλλους τρόπους
πραγματοποίησης των βλέψεών τους στην περιοχή.
Σε
μια τέτια βάση στηρίχτηκε το 1920 η σύμπτωση ιμπεριαλιστικών
συμφερόντων και σκοπών σχετικά με το ρόλο που θα έπαιζε ο ελληνικός
παράγοντας στη δοσμένη στιγμή. Η βάση αυτή, όμως, θα αποδειχθεί από την
εξέλιξη των γεγονότων ότι δεν ήταν στέρεη.
Αμέσως
μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Σφόρτσα, υπουργός Εξωτερικών της
Ιταλίας, «προέβαινεν εις την δήλωσιν ότι η Ιταλία δεν θα απεχώρει εκ της
Δωδεκανήσου, η δε Γαλλία περιήρχετο εις αντίθεσιν προς την Αγγλίαν, δια
τα αφορώντα την Μικράν Ασίαν και την Τουρκίαν εν γένει, της οποίας
ανελάμβανε την ενίσχυσιν»[19].
Η
Συνθήκη των Σεβρών στάθηκε θνησιγενής, γιατί δεν επρόκειτο για κλείσιμο
ειρήνης, αλλά για συνέχιση του πολέμου, και υπογράφηκε από δυνάμεις που
είχαν αντίθετες επιδιώξεις και συμφέροντα και που είχαν αποφασίσει να
μην την εκτελέσουν.
Είναι
χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ο πρόεδρος της Γαλλίας, Πουανκαρέ,
παρομοίασε τη συνθήκη που υπογράφηκε στις Σέβρες «σαν ένα πράμα
εύθραυστο, ίσως σπασμένο βάζο». Η τύχη της Συνθήκης αφέθηκε να κριθεί
στο μέτωπο των επιχειρήσεων, σ’ έναν άγριο πόλεμο, που ανατέθηκε από
τους Αγγλους στον ελληνικό στρατό.
Η σοβιετική Ρωσία θεώρησε τη Συνθήκη των Σεβρών σαν την πιο ληστρική συνθήκη του συστήματος των Βερσαλλιών.
Το
αντιαποικιακό εθνικό απελευθερωτικό κίνημα στην Τουρκία και την Εγγύς
Ανατολή δεν μπορούσε να ανεχθεί μια συνθήκη που δυνάμωνε την αποικιακή
εκμετάλλευση και υποδούλωση. Η νέα Τουρκία του Κεμάλ, που δεν αναγνώρισε
τη συνθήκη, αντέδρασε αποφασιστικά. Ορθώθηκε σ’ έναν άγριο πόλεμο, σε
μια θανάσιμη πάλη για την υπεράσπιση της εθνικής της ανεξαρτησίας.
Το
αδιέξοδο, που είχε δημιουργηθεί, με την ενεργό ανάμιξη της Ελλάδας στη
μικρασιατική περιπέτεια, όξυνε την εσωτερική κρίση. Τα πάθη και τα μίση
ανάμεσα στη βενιζελική και αντιβενιζελική παράταξη κορυφώθηκαν με τη
δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στις 12.8.1920 και τη
δολοφονία από τους βενιζελικούς του Ιωνα Δραγούμη.
Οσο
η εξέλιξη των γεγονότων ξεσκέπαζε τους πραγματικούς σκοπούς της
εκστρατείας και όσο μεγάλωνε η αιμορραγία εξαιτίας του πολέμου, τόσο
μεγάλωνε και η αγανάκτηση του ελληνικού λαού. Σε συνθήκες ογκούμενης
λαϊκής αγανάκτησης και οργής, το Νοέμβρη του 1920, τα ενωμένα
αντιβενιζελικά κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές με τα δημαγωγικά
συνθήματα του τερματισμού της μικρασιατικής εκστρατείας και της
επιστροφής των φαντάρων στα σπίτια τους. Η επίπλαστη φιλειρηνική
αντιπολεμική αυτή προπαγάνδα επηρεάζει τις μικροαστικές μάζες και τον
αγροτικό πληθυσμό, που έχουν κουραστεί και απογοητευθεί από τους
πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και ζητάνε ειρήνη και ησυχία. Ετσι, τα
αντιβενιζελικά κόμματα κερδίζουν τις εκλογές με μεγάλη πλειοψηφία.
Η
κυβέρνηση, όμως, του Γούναρη που εκπροσωπούσε τη συντηρητική μερίδα της
ολιγαρχίας κατά πλειοψηφία, τα «παλιά τζάκια» και τους ξενόδουλους
μοναρχικούς, οργάνωσε στα βιαστικά, κάτω από ένα αφόρητο καθεστώς
τρομοκρατίας, δημοψήφισμα με το οποίο επανέφερε το βασιλιά Κωνσταντίνο,
και παρά τις διακηρύξεις της για σταμάτημα του πολέμου, κάτω από την
πίεση των αγγλικών συμφερόντων τον συνέχισε και τον επέκτεινε, με
αποτέλεσμα να οδηγήσει τελικά τον ελληνικό στρατό στην ιστορικών
διαστάσεων ήττα του στον ποταμό Σαγγάριο.
Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Το
κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, με τη μικρή δύναμή του τότε και τη
φωτισμένη σκέψη, κατήγγειλε τη μικρασιατική εκστρατεία σαν ξένη και
αντίθετη με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Στιγμάτισε με βάση τις
αρχές του την πολιτική της υποτέλειας και τον τυχοδιωκτισμό των κομμάτων
της ολιγαρχίας που, παρά τις μεταξύ τους διαφορές και αντιθέσεις, ήταν
υπέρ της εκστρατείας.
Οι
κομμουνιστές δεν ήταν, ούτε μπορούσαν να είναι αδιάφοροι για την τύχη
των ομοεθνών τους και για την ελεύθερη ανάπτυξή τους. Ηταν όμως ενάντια
στην εκμετάλλευση του δίκαιου πόθου των καταπιεζόμενων Ελλήνων για
σκοπούς σοβινιστικούς, ιμπεριαλιστικούς και κατακτητικούς.
Αν
και τότε, όπως και σήμερα, υπήρχαν σ’ αυτόν τον τόπο περισσότερα
πολιτικά κόμματα, οι πολιτικές ωστόσο ήταν δύο. Το νεαρό τότε
«Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας» - ΣΕΚΕ (Κ), ήταν το μόνο κόμμα που
ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας και αντιτάχθηκε από την πρώτη στιγμή στον άδικο
και τυχοδιωκτικό πόλεμο. Προειδοποίησε το λαό για τις συνέπειές του και
πάλεψε με όλες τις δυνάμεις του για να τις αποτρέψει, αψηφώντας τις
άπειρες διώξεις και τις ποταπές συκοφαντίες των πολιτικών του αντιπάλων.
Δίνουμε
σε συνέχεια, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο σχολιασμό, τη θέση του κόμματος
της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ, μέσα από τα επίσημα κείμενά του, αφήνοντας
τον αναγνώστη να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματα.
Αύγουστος
του 1920. Σύσσωμη η αστική τάξη πανηγυρίζει για την υπογραφή της
Συνθήκης των Σεβρών. Στους έξαλλους πανηγυρισμούς, το μόνο κόμμα που όχι
μονάχα δεν παίρνει μέρος, αλλά καταγγέλλει και προειδοποιεί το λαό για
τους κινδύνους που περικλείει αυτή η Συνθήκη, είναι το ΣΕΚΕ (Κ).
«Η
κυβερνώσα αστική τάξις επωφελείται της υπογραφής της ειρήνης με την
Τουρκίαν για να παρασύρη τας εργαζομένας λαϊκάς μάζας εις σοβινιστικάς,
και πατριωτικάς εορτάς», αναφέρεται σε προκήρυξη του ΣΕΚΕ (Κ) προς τον
ελληνικό λαό.
«...
Εχει συμφέρον, και αυτήν την φοράν περισσότερον από κάθε άλλην, να
εξαπατήσει τον λαόν, τας εργαζομένας τάξεις της χώρας, κολακεύουσα το
«εθνικόν αίσθημα» αυτών, το οποίον οι πολιτευταί, τα σχολεία, οι παπάδες
και οι στρατιωτικοί καταλλήλως διέστρεψαν εις έναν στενόν σοβινισμόν,
εις μίσος τυφλόν κατά των αδελφών των, των εργατών και των χωρικών των
άλλων χωρών της Βαλκανικής. Εχει συμφέρον να εξαπατήσει δια μίαν ακόμη
φοράν το λαόν, δια να δικαιολογήση παν ό,τι εναντίον του ιδίου λαού
διεπράχθη, δια να υποκλέψη την ψήφον του αύριον και να νομιμοποιήση την
εγκληματικήν πολιτική... Εχει τέλος συμφέρον η αστική τάξις δια να
εξοφλήση άπαξ δια παντός με τας ευθύνας της δια την καταστροφήν και την
δυστυχίαν εις την οποίαν εξέθεσε την χώραν, δια να δικαιολογήση τα άνομα
κέρδη... δια να αποτρέψη την προσοχήν του λαού από την αθλιότητα που
τον μαστίζει και δια ν’ απομακρύνη την σκέψιν του από τους νέους
πολέμους που παρασκευάζει, από τα νέα πραξικοπήματα που βυσσοδομεί κατά
της ελευθερίας του και κατά της ζωής του».
«...
Αι συνθήκαι τας οποίας συνήψαν οι ιμπεριαλισταί της Ευρώπης εις
Βερσαλλίας, το Νεϊγύ και την Σεβρ, ουδέν άλλο αποτελούν ή την επίσημον
σφράγισιν της απάτης και της εκμεταλλεύσεως των λαών, τους οποίους
παρέσυραν εις τον πόλεμον...»[20].
Με
την ίδια προκήρυξή του, το ΣΕΚΕ (Κ), αφού ανέλυε τη θέση του απέναντι
στον πόλεμο και την ειρήνη, καλούσε τους εργάτες, τους αγρότες, τους
υπαλλήλους, τους στρατιώτες και κάθε βιοπαλαιστή να απαντήσουν στους
«...σοβινιστικούς και καρναβαλικούς εορτασμούς δια μίαν δήθεν ειρήνη, με
μία φωνή και μίαν ψυχή: Κάτω οι πόλεμοι και η αλληλοσφαγή των
λαών!...». Οι κομμουνιστές στρατιώτες του μετώπου δούλευαν με αυτοθυσία
για τη διαφώτιση του λαού και του στρατού. Η Κεντρική Επιτροπή των
κομμουνιστών στρατιωτών του μετώπου, με μια εμπνευσμένη προκήρυξή της,
απαντώντας στην πατριδοκαπηλία των αστών πολιτικών που ζητούσαν την ψήφο
των φαντάρων, αφού ξεσκέπαζε τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της
πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, το δήθεν φιλεργατισμό του Βενιζέλου και
αποκάλυπτε την ουσία της Συνθήκης των Σεβρών από το κάθε άρθρο της
οποίας, «...σιγάστραφτε και μια σπίθα καινούργιου πολέμου...», ανέφερε:
«...
Δεν μπορείτε να’ χετε σεις πατρίδα ούτε ιδανικά. Τα ιδανικά σας και η
πατρίδα σας είναι κλεισμένα μέσα στο σιχαμερό σας συμφεροντολογικό σας
εγώ που την κτηνώδη απληστία του χορταίνει η θυσία του ανθρωπίνου
αίματος. Η πατρίδα αυτή που την περιτριγυρίζετε μ’ ένα γελοίο πλασματικό
φωτοστέφανο είναι η δική μας η Πατρίδα. Και αληθινοί πατριώτες είμαστε
εμείς. Οχι γιατί σκοτωθήκαμε και σκοτώσαμε άλλους ανθρώπους και ματώσαμε
και ταλαιπωρηθήκαμε για τα συμφέροντά σας κάτω απ’ την πίεση της βίας
σας, αλλά γιατί το κήρυγμα της μεγάλης αλήθειας που ‘ρχεται βροντόφωνο
από κει πάνω (εννοούσαν τη σοβιετική Ρωσία), μας σφυρηλάτησε την καρδιά
μας με τη θέληση της αγαπημένης πατρίδας μας, αναγεννημένης κι
ευτυχισμένης, με τη δύναμη την ακαταμάχητη που χρειάζεται στους μεγάλους
απολυτρωτικούς αγώνες...»[21].
Αμέσως
μετά τις εκλογές του Νοέμβρη του 1920, τα αντιβενιζελικά κόμματα
προχώρησαν στη διενέργεια ενός σκηνοθετημένου δημοψηφίσματος για την
επαναφορά του Κωνσταντίνου.
Η
ΚΕ του ΣΕΚΕ (Κ) με ανακοίνωσή της καταγγέλλει ρητά τη συνέχιση της
τυχοδιωκτικής πολιτικής των Φιλελευθέρων από τη νέα κυβέρνηση των
αντιβενιζελικών.
«...
Η οργανωμένη εργατική τάξις η οποία ουδέποτε ηθέλησε να γίνη ευνούχος
ουδενός αστικού κόμματος, δεν ειργάσθη κατά της βενιζελικής δικτατορίας
χάριν της υποθέσεως του Κωνσταντίνου ή δια το συμφέρον των εν τη εξουσία
πολιτικών, αλλά χάριν του ίδιου αυτής αγώνος, του αγώνος εναντίον του
πολέμου, της τυραννίας και της εκμεταλλεύσεως της οποίας υπήρξεν το
αέναον θύμα κατά την τελευταίαν δεκαετίαν. Χωρίς σήμερον μετά το επελθόν
εκ των εκλογών αποτέλεσμα ουδέ κατά το ελάχιστον να κλονίζεται εις την
στάσιν του έναντι του κόμματος των Φιλελευθέρων, το Σοσιαλιστικόν
Εργατικόν (Κομμουνιστικόν) Κόμμα οφείλει να διακηρύξη ότι η πολεμική και
ιμπεριαλιστική πολιτική την οποία συνεχίζει η νέα κυβέρνησις χάριν της
επιστροφής του Κωνσταντίνου, δεν ανταποκρίνεται προς τους πόθους και τα
συμφέροντα της μεγάλης τάξεως των παραγωγών του έθνους.
Η
πολιτική αύτη ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα ορισμένων κύκλων
πολιτικών και άλλων επιχειρηματιών της πολιτικής και κεφαλαιοκρατικών
κύκλων, οι οποίοι επείγονται να συναγωνιστούν το βενιζελικόν κόμμα εις
την πολεμικήν και τυχοδιωκτικήν του πολιτικήν και να αναγνωριστούν αυτοί
ως οι εγκυρότεροι πράκτορες των Ανταντικών συμφερόντων εν Ελλάδι».
Και
σε άλλο σημείο της ανακοίνωσης: «... Η Ελλάς μετά ή άνευ του
Κωνσταντίνου θα εξακολουθήση να είναι υποχείριος εις τας Μ. Δυνάμεις και
ο ελληνικός λαός θα εξακολουθήση να πληρώνει εις αίμα και εις χρήμα τα
έξοδα της πολιτικής των δύο αντιμαχομένων αστικών κομμάτων»[22].
Ετσι,
λοιπόν, είδε το κόμμα της εργατικής τάξης την πολιτική αλλαγή του
Νοέμβρη του 1920. Ετσι την είδαν και την εκτίμησαν και οι κομμουνιστές
στρατιώτες του μετώπου, οι οποίοι απευθυνόμενοι προς τους στρατιώτες,
αφού μιλούσαν για το αγριεμένο κύμα της λαϊκής βαρυγκομιάς, που έπνιξε
το Βενιζέλο, τόνιζαν πως ο λαός με την ψήφο του «Κατά πρώτο λόγο
απαλλάχτηκε από έναν απαίσιο πολεμικό εφιάλτη του. Σε καιρό που με νωπές
ακόμα τις πληγές μας απ’ τους βαλκανικούς πολέμους βλέπουμε ολοφάνερα
μέσα στον αλληλοσπαραγμό των εθνών το στυγερό έγκλημα που οι
κεφαλαιοκράτες του κόσμου διέπρατταν κατά των δύσμοιρων λαών τους, για
να εξασφαλίσουν ο καθένας τους την οικονομική κοσμοκρατορία, εδώ στην
Ελλάδα ο Βενιζέλος είχε τον κυνισμό να διακηρύξει απερίφραστα ότι θα
‘πρεπε να θυσιαστούμε για τα συμφέροντα της αγγλο-γαλλικής
κεφαλαιοκρατίας».
Και σε συνέχεια:
«...
Και τώρα που ερίξαμε το Βενιζέλο, έπαψε τάχα να μας φοβερίζη το
φάντασμα του πολέμου; Θάνει ολέθρια πλάνη να το πιστέψουμε. Οχι! Ο
πόλεμος θα εξακολουθή να ρουφάη το αίμα και κάθε ζωτική δύναμη του λαού,
εν όσω θα υπάρχει αστικό κράτος που δεν είναι παρά η χτηνωδέστερη
εκδήλωση της οικονομικής κυριαρχίας του δυνατού επάνω στους αδύνατους, ο
οργανωμένη βία μιας ληστρικής τάξεως της πλουτοκρατίας.
Οταν
οι «μεγαλοπράγμονες πολιτικοί» και οι «πατέρες του έθνους», ασυνείδητα
όργανα της τάξης αυτής, ρητορεύουν κομπαστικά για «εθνικές διεκδικήσεις»
και «εθνικά συμφέροντα» υπονοούν τα συμφέροντα αυτής της κυβερνώσης
ολιγαρχίας των πλουσίων»[23].
Με
την ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς του 1921, οι κομμουνιστές στρατιώτες του
μετώπου, χαιρετίζοντας το νέο χρόνο, αφού περιγράφανε τις άθλιες
συνθήκες των φαντάρων, από τις όχθες του Μαιάνδρου ως τις χιονισμένες
βουνοκορφές του Ουσάκ και από την Προύσσα ως τις παγωμένες πλαγιές των
θρακικών βουνών, γράφανε:
«...
Μη μας μιλάτε πια για λευτεριά, γιατί τόσο πιο αβάσταχτη αισθανόμαστε
τη σκλαβιά μας. Είδαμε ότι και οι κυβερνήτες, όποιο χρωματισμό κι αν
έχουν, δεν είναι παρά γνήσιοι αντιπρόσωποι της εκμεταλλεύτριας αυτών
τάξης και ότι η κρατική εξουσία με τη στρατοκρατία της δεν είναι παρά
μια οργανωμένη βία σε υπηρεσία των συμφερόντων της.
Μη μας μιλάτε λοιπόν για πατρίδες και για εθνικές αποκαταστάσεις γιατί τόσο πιο σιχαμεροί μας φαινόσαστε!»[24].
Η
έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας με την τραγική για το λαό και το
έθνος κατάληξή της, δικαίωσε τη θέση του κόμματος της εργατικής τάξης,
του νεαρού τότε ΚΚΕ. Αξίζει να θυμηθούμε, ότι γι’ αυτή του την
πατριωτική θέση και δράση, που εμφορούνταν από τις αντιιμπεριαλιστικές
αρχές της πάλης για την αυτοδιάθεση και την ανεξαρτησία των λαών και που
αποσκοπούσαν στο ξεσκέπασμα των σχεδίων της υποτέλειας και της
εξυπηρέτησης των συμφερόντων της ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού και
στην περιφρούρηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ελληνικών πληθυσμών
της Μικράς Ασίας, το ΚΚΕ, δέχθηκε την πιο άγρια επίθεση.
Οσο
ο μικρασιατικός τυχοδιωκτισμός πλησιάζει προς το τραγικό του τέλος,
τόσο βασιλιάς και κυβέρνηση εντείνουν την αντικομμουνιστική εκστρατεία
για να παραπλανήσουν το λαό και αποσείσουν από πάνω τους τις βαριές
ευθύνες τους για την καταστροφική εξέλιξη που έπαιρναν τα γεγονότα στο
μικρασιατικό μέτωπο.
Στις αρχές Ιούλη του 1922 συλλαμβάνεται για αντιπολεμική προπαγάνδα και δράση ο διευθυντής του Ριζοσπάστη Γ.
Πετσόπουλος και κλείνεται στις φυλακές Συγγρού και στα μέσα του ίδιου
μήνα συλλαμβάνεται η ΚΕ του ΣΕΚΕ (Κ) και η Διοίκηση της ΓΣΕΕ και
κλείνονται στις ίδιες φυλακές με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας».
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ
Η
επίθεση των κεμαλικών στρατευμάτων, που άρχισε στις 13 Αυγούστου 1922
στη γραμμή Αφιόν Καραχισάρ-Σμύρνης, σήμανε την αρχή του τέλους της
μικρασιατικής εκστρατείας. Το μέτωπο καταρρέει. Ο ελληνικός στρατός
αρχίζει την άτακτη υποχώρησή του.
Στις
8 του Σεπτέμβρη, οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη και στις 18 του ίδιου
μήνα ολοκληρώνεται η εκκένωση της Μ. Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα.
Με
τη Σμύρνη στις φλόγες και την απελπισμένη προσπάθεια του μαρτυρικού
πληθυσμού της να σωθεί, καταφεύγοντας στα συμμαχικά καράβια, γράφεται η
τελευταία σελίδα στην ιστορία των σχέσεων της Ελλάδας με τους
«συμμάχους» της στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του
μικρασιατικού τυχοδιωκτισμού.
Τις
μέρες εκείνες διαδραματίζεται ένα από τα πιο απάνθρωπα και αποκαλυπτικά
γεγονότα του πολέμου. Οι «σύμμαχοι» της ελληνικής ολιγαρχίας: Αγγλοι,
Γάλλοι, Ιταλοί και Αμερικανοί ανέχονται με τη μεγαλύτερη απάθεια να
πετιούνται μπρος τα μάτια τους οι Ελληνες στη θάλασσα. Οι απερίγραπτα
δραματικές σκηνές, που ξετυλίγονται στον κόλπο της μαρτυρικής Σμύρνης,
είναι η «στιγμή της αλήθειας» για την πραγματικότητα της «συμμαχίας»,
είναι ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός χωρίς προσωπείο.
Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 αποτελεί ένα από τα σημαντικά ορόσημα της νεοελληνικής ιστορίας.
Στα
νερά του κόλπου της Σμύρνης πνίγηκε η «μείζων Ελλάς» και η ιδεολογία
της «Μεγάλης Ιδέας», που επί έναν ολόκληρο αιώνα αποτέλεσε τον άξονα της
πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων στη χώρα μας και χρησίμευσε σαν το
καταλληλότερο μέσο για τον αποπροσανατολισμό του εργαζόμενου λαού από τα
καίρια οικονομικά και κοινωνικά αιτήματά του, όπως συμβαίνει σήμερα με
την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης και του Μάαστριχτ.
Ο
Βενιζέλος, οκτώ χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή, μιλώντας στη
Βουλή (στις 10.2.1930), θα εκφωνήσει ουσιαστικά τον επικήδειο της
«Μεγάλης Ιδέας», τονίζοντας ότι η Ελλάδα αποδέχεται τη Συνθήκη της
Λωζάνης, γιατί «έπειτα από τα ερείπια, τα οποία επέφερε ο μεγάλος
πόλεμος, η ανθρωπότης δεν θα δυνηθεί να εξακολουθήσει την πρόοδον αυτής
προς τον πολιτισμόν, εάν δεν κατορθώσει να αποτρέψει τας εκρήξεις
εκείνας αίτινες προκάλεσαν τον πόλεμον».
Και
ο Πιπινέλης, ένας από τους επιφανείς εκπροσώπους της αντιβενιζελικής
παράταξης, θα γράψει ότι «η αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας
1919-1922, της τελευταίας αυτής εξορμήσεως του ελληνισμού προς την
Μεγάλην Ιδέα, κατέδειξε με την άπειρον συμφοράν εις ην οδήγησεν, ότι μια
νέα πραγματικότης είχε δημιουργηθεί εν τοις Βαλκανίοις, η οποία καθιστά
ανέφικτον την αναβίωσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Με
την μικρασιατική καταστροφή οριστικοποιούνται τα εθνικά σύνορα της
νεότερης Ελλάδας. Παύει ο ιδιόμορφος «διπολικός» χαρακτήρας του
κοινωνικού μετασχηματισμού μεταξύ εθνικού και πάροικου ελληνισμού, ο
οποίος ενσωματώνεται στον εθνικό χώρο.
Με
την κατάρρευση του μετώπου, με το κύμα της προσφυγιάς και την επιστροφή
των πολεμιστών στην Ελλάδα, όπου έβρισκαν τα χωριά τους καταστραμμένα
και τις οικογένειές τους σε άθλια κατάσταση, ξέσπασε βαθιά πολιτική,
οικονομική και κοινωνική κρίση.
Μπροστά
στη χώρα ορθώνονταν μεγάλα και δύσκολα προβλήματα όπως: Το ζήτημα της
ξένης εξάρτησης, της διανομής των τσιφλικιών, της αποκατάστασης των
προσφύγων κ.ά.
Εξαιτίας
όλων αυτών των σοβαρότατων προβλημάτων προωθείται και οξύνεται η ταξική
πάλη. Συνειδητοποιούνται πολιτικά οι μάζες και προβάλλουν μια σειρά
πολιτικών αιτημάτων για δημοκρατία, για συνδικαλιστικές ελευθερίες και
δικαιώματα κ.ά.
Οι κυριότερες συνέπειες της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής μπορεί να συνοψιστούν κατά τομέα:
1. Στον πολιτικό τομέα είναι:
α) Η ανατροπή της παραδοσιακής πολιτικής των συντηρητικών κομμάτων, που στηρίζονταν στο μοναρχικό θεσμό.
β) Η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας (για τη σωτηρία του καθεστώτος θυσιάστηκε η μοναρχία).
γ)
Η εμφάνιση στην πολιτική ζωή - λόγω των νέων κοινωνικοοικονομικών και
πολιτικών εξελίξεων - μιας νέας πολιτικής δύναμης, του ΚΚΕ, που ανοίγει
νέους ορίζοντες στην πολιτική δραστηριότητα του λαού, του δείχνει νέους
δρόμους και βοηθά την εργατική τάξη να συνειδητοποιήσει τους ταξικούς
της στόχους, και
δ)
Η αντικατάσταση της ιδεολογίας της «Μεγάλης Ιδέας» από τον αστικό
«φιλελευθερισμό», που στην πορεία θα εξελιχθεί σε έναν άκρατο
αντικομμουνισμό.
2. Κοινωνικές συνέπειες:
Η
απότομη δημογραφική αύξηση του πληθυσμού, με την είσοδο στον ελλαδικό
χώρο 1.500.000 προσφύγων, επιφέρει πλήρη αναστάτωση στην παραδοσιακή
δομή της κοινωνίας.
Οι
εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες, βιοτέχνες, εμπορευόμενοι, εργατοϋπάλληλοι
της Μικράς Ασίας, που παραγωγικά, κοινωνικά και πολιτιστικά βρίσκονται
σε πιο εξελιγμένο επίπεδο από τους γηγενείς, δημιουργούν καινούργιους
συσχετισμούς στις κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Το
ενάμισυ εκατομμύριο των προσφύγων, που ξεριζώθηκε από τις πανάρχαιες
εστίες του, ήρθε να πυκνώσει τις γραμμές των εκατοντάδων χιλιάδων
πεινασμένων και καταστραμμένων από τον οχτάχρονο πόλεμο γηγενών.
Η
έλλειψη κατοικιών, η έλλειψη της στοιχειώδους ιατροφαρμακευτικής
περίθαλψης, η εξαθλίωση και η πείνα θερίζουν κατά δεκάδες χιλιάδες τους
πρόσφυγες. «Ολόκληρη η Μακεδονία, η Θεσσαλία κλπ. κατάντησε πέρα για
πέρα το νεκροταφείο των προσφύγων», αναφέρεται σε προκήρυξη του ΣΕΚΕ[25]
προς τις εργαζόμενες προσφυγικές μάζες. Στους δύο πρώτους χειμώνες
πέθαναν πάνω από 150.000. Μόνο στην Καλαμαριά και στην Τούμπα της
Θεσσαλονίκης πέθαναν 50.000 και άλλες 40.000 στη Μακρόνησο, στην
καραντίνα[26].
3. Οικονομικές συνέπειες:
Η
υποτίμηση της δραχμής εξανεμίζει το εισόδημα των εργαζομένων, γιατί ο
τιμάριθμος παίρνει τα ύψη, τα ημερομίσθια μένουν σε απαράδεκτα χαμηλά
επίπεδα.
Λόγω
του πληθωρισμού και της μεγαλύτερης προσφοράς της εργατικής δύναμης, οι
μεγάλες και μικρές βιομηχανικές επιχειρήσεις, όλες οι κεφαλαιοκρατικές
κερδοσκοπικές εταιρίες και οι κυριότεροι εμπορικοί οίκοι βρήκαν την
ευκαιρία να ξεζουμίσουν κυριολεκτικά τους εργαζόμενους. Από το 1922
μειώθηκαν τα μεροκάματα των εργατών σ’ όλους τους κλάδους της
βιομηχανίας και ιδιαίτερα στην υφαντουργική, όπου παρουσιάζεται μεγάλη
αύξηση των γυναικών-εργατριών, ενώ τα είδη πλατιάς κατανάλωσης σημείωσαν
σημαντική αύξηση. Αυξήθηκαν επίσης οι άμεσοι και οι έμμεσοι φόροι.
4. Δημοσιονομικές συνέπειες:
Οι
πολεμικές δαπάνες της μικρασιατικής εκστρατείας και τα προβλήματα
αποκατάστασης των προσφύγων διόγκωσαν υπερβολικά το εξωτερικό χρέος,
γεγονός που οδήγησε τη χώρα σε μεγαλύτερη εξάρτηση (οικονομική και
πολιτική) στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Μια
από τις σοβαρότερες συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής ήταν το
άνοιγμα της πόρτας στο ξένο κεφάλαιο, για να θέσει κάτω από τον έλεγχό
του τους βασικότερους κλάδους της εθνικής οικονομίας.
Το
1922 η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών έφτασε στο απροχώρητο. Για
την κάλυψη των τεράστιων εξόδων, ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης
Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκης, κατέφυγε στη διχοτόμηση της δραχμής. Ο
πρωτότυπος αυτός τρόπος φορολογίας και αφαίμαξης του λαϊκού εισοδήματος
και της λαϊκής αποταμίευσης, που επαναλήφθηκε αργότερα και από το
δικτάτορα Θ. Πάγκαλο, δεν στάθηκε ικανός να σταματήσει την άνοδο του
πληθωρισμού και του τιμάριθμου, που σε σύγκριση με το 1914, το 1926
αυξήθηκε πάνω από 17 φορές.
Οι
δημοσιονομικές συνέπειες της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής
υπήρξαν ολέθριες για τον ελληνικό λαό, στις πλάτες του οποίου ρίχτηκαν
όλα τα βάρη.
Το
μεγάλο δίδαγμα που βγαίνει από τη μελέτη των διαφόρων πτυχών της
μικρασιατικής εκστρατείας και από το τραγικό, για το έθνος, τέλος της
είναι πως για να δει η Ελλάδα προκοπή, για να μη δοκιμάσει κι άλλη
εθνική τραγωδία, όπως εκείνη και χειρότερη, πρέπει να μείνει μακρυά από
τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στα Βαλκάνια. Να καταπολεμήσει κάθε
εθνικιστική και σοβινιστική τάση απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται. Να
απεμπλακεί από τα σχέδια των ιμπεριαλιστών της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ,
για ανοικτή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, να απαλλαγεί από την
ιμπεριαλιστική εξάρτηση και να εφαρμόσει μια δική της ανεξάρτητη
πολιτική φιλίας και ειρήνης μεταξύ των λαών της Βαλκανικής, της Ευρώπης
και του κόσμου.
[1] Σπύρος Λουκάτος: «Οι μεγάλες δυνάμεις και η μικρασιατική εκστρατεία».Επιστημονικό διήμερο του ΚΜΕ, σελ. 73.
[2] Μηνιαίο Δελτίο του Ειδικού Εμπορίου της Ελλάδος μετά των ξένων επικρατειών, έτη 1919-1921.
[3] Νίκος Ψυρούκης: «Η μικρασιατική καταστροφή». Αθήνα 1982, σελ. 75.
[4] Γιάννης Κορδάτος: «Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας». Αθήνα 1958, σελ. 527.
[5]
Χρήστος Τσιντζιλώνης: «Η μικρασιατική εκστρατεία και οι ευθύνες της
ολιγαρχίας και των κομμάτων της». Επιστημονικό διήμερο του ΚΜΕ, σελ.
40-41.
[6] Πέτρος Ρούσος: «Η μικρασιατική καταστροφή» άρθρο στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 22, σελ. 94.
[7] Νίκος Ψυρούκης: ό.π., σελ. 91.
[8] Διονύσιος Α. Κόκκινος: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος», τόμ. 4. Αθήναι 1972, σελ. 1252.
[9] Διδώ Σωτηρίου: «Η μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο». Αθήνα 1975, σελ. 21.
[10] Στο ίδιο, σελ. 52-53.
[11]
Κ. Νίδερ: «Η εκστρατεία της Μικράς Ασίας». Μεγάλη Στρατιωτική και
Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Β΄, τεύχος 5. Αθήνα 1928, σελ. 52.
[12] Γρ. Δαφνής: «Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα». Αθήνα 1961, σελ. 135.
[13] Κ. Νίδερ: ό.π. τόμ. Β΄, τεύχος 16, σελ. 141.
[14] Διδώ Σωτηρίου: ό.π., σελ. 25.
[15] Εφημερίδα «Το Βήμα», 7 Νοέμβρη 1962.
[16] Εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ», 21 Αυγούστου 1962.
16α Στο ίδιο.
[17] Νίκος Ψυρούκης: ό.π.,σελ. 128.
[18] Μ. Φραγκούλης: «Η Ελλάδα και η παγκόσμια κρίση», σελ. 368.
[19] Διονύσιος Κόκκινος: ό.π., τόμ. 33, σελ. 1.247.
[20] Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τόμ. Α΄, (1918-1924), σελ. 104-110.
[21] Στο ίδιο, σελ. 114-116.
[22] Στο ίδιο, σελ. 163-165.
[23] Στο ίδιο, σελ. 170-171.
[24] Στο ίδιο, σελ. 178.
[25] Στο ίδιο, σελ. 373.
[26] Περιοδικό «Νέος Κόσμος», τεύχος 6, σελ. 736.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου