της Παρθένας Τσοκτουρίδου
ΔΙΕΘΝΗ ΒΡΑΒΕΙΑ:
-ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΟΣ ΠΙΝΔΑΡΟΥ
-ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΤΕΧΝΩΝ, ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
- ΔΙΑΣΠΟΡΙΚΗΣ ΣΤΟΑΣ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗΣ
-ΦΙΛΟΖΩΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
…..Μπρρ…πάγωσα από το ψύχος!... Μαγικό μου ραβδί, που βρίσκομαι; Στο παρελθόν, στο τώρα ή στο μέλλον; Μάλλον στο παρελθόν!
Πρέπει ν’ αποκοιμήθηκα!... Ξύπνησα κι αντίκρισα μες τον χρόνο της νεραϊδόπληκτης προϊστορίας την μακριά προβοσκίδα ενός δεινοθήριου που άρπαζε φύλλα δίπλα μου και τα μασούσε καλά με τα πελώρια δόντια του. Κρύφτηκα για τα καλά μες τις μανόλιες μου παρατηρώντας γύρω μου διεξόδους φυγής στα παράξενα δέντρα του δάσους. Μα ο κορμός του καρδιόσχημου μου φάνηκε πολύ ψηλός. Μου ήταν αδύνατο να τον ανέβω δίχως τη βοήθεια κάποιου μεγαθήριου.
Ωπ!... Σαν να βρίσκομαι στο τώρα!... Μαγικό μου ραβδί, τι κόλπα μου κάνεις; Ωωωω!... Για να σκεφτώ!.. Ω, μα ναι!...Που να φανταζόμουν 300 εκατομμύρια πριν πως αυτό το δέντρο που ανέφερα, όταν θα νεκρώνονταν, με τα παχιά στρώματα της φυτικής του ύλης, θα δημιουργούσε άνθρακα και θα παράγονταν η θερμότητα κι ο ηλεκτρισμός για να τον εκμεταλλευτεί η ΔΕΗ!
Ουώπ!... Και πάλι βρίσκομαι, θαρρώ, στο παρελθόν!... Το μαγικό μου ραβδί φταίει! Ωχ, βλέπω τους κάτω χαυλιόδοντες του δεινοθήριου να έρχονται κατά πάνω μου σαν πλατιά φτυάρια για να ξεριζώσουν τις μανόλιες από το έδαφος! Φεύγω, μαμά μου, βοήθεια!... Ουφ, γλίτωσα!
Μα, που βρέθηκα ξαφνικά; Σαν να καταπίνω λιμνίσιο νερό και τα μάτια ενός γιγάντιου τριλοβίτη που μοιάζει με πλατύ αστακό, γύρω στα 70 εκ. μήκος με παρατηρούν μέσα από το φαρδοκέφαλο του απλώνοντας τις μακριές κεραίες κατά πάνω μου!
Μπρρ…ανατρίχιασα! Σέρνεται κολυμπώντας με τα ενωμένα πόδια του τρώγοντας μικροσκοπικά κομματάκια τροφής μέσα στη λάσπη του νερού. Εντελώς ασυναίσθητα νομίζω πως βγάζω το μαγικό μου ραβδί ν’ αμυνθώ σε τυχόν επίθεση του και … ω, μα τι έκπληξη, κουλουριάστηκε σε μια μπάλα για να προστατευθεί!
Ωχ, ωχ, ωχ!... Με πλησιάζουν κάτι ψάρια που δεν έχουν καθόλου σαγόνια! Και λέω «ωχ», γιατί αυτά δεν μπορούν να με δαγκώσουν φυσικά, αλλά μπορούν να με καταπιούν μαζί με τη λάσπη και να με χωνέψουν μια χαρά!
Μα τι λέω! Να και τα ακανθώδια, με τα δυνατά σαγόνια, τα κοφτερά δόντια, τα πτερύγια με τα δυνατά αγκάθια και τη δυνατή ουρά! Πόσο γρήγορα διασχίζουν το νερό!...
-«Μαγικό μου ραβδί, κάνε κάτι στην καλή σου Νεράιδα να βγει από εδώ μέσα και πήγαινε την όπου θέλεις εσύ!» είπα.
Κάτι σαν δυνατός αέρας να με παίρνει και να με σηκώνει καταλαβαίνω και …ω!... κάπου αλλού βρίσκομαι, αλλά που; Ε, δεν ήμαστε καλά! Βρίσκομαι πάνω σ’ ένα κερατοειδές ράμφος ενός πτεναρόδοντα που πετάει με άνοιγμα των φτερών του στα 7 μέτρα ακριβώς πάνω από το νερό, έτοιμος να πιάσει ψάρια για να τραφεί!
Με αντιλήφθηκε όμως κι ενοχλήθηκε απ’ ότι καταλαβαίνω! Ωωω…μα που με πετάει πάνω απ’ το νερό; Τον οργίλο! Ώπα!... Που βρέθηκα έτσι μαλακά; Ωωω!...στα μαλλιά ενός πίθηκα! Θα’ χει δε θα’ χει 1.50 μ. ύψος. Περπατάει σχεδόν όρθιος. Το κεφάλι του προεξέχει λίγο μπροστά από το σώμα του. Πίθηκος είναι όμως ή άνθρωπος;
Βλέπω πως χρησιμοποιεί τη φωτιά και τρελαίνομαι! Ετούτος, βάζει φωτιά στα λιβάδια! Γιατί; Μάλλον θέλει να παρασύρει τα ζώα στα έλη για να τα χτυπήσει εύκολα και να τα σκοτώσει. Έτσι το κατάλαβα, από τα πέτρινα εργαλεία πυριτόλιθου που χρησιμοποιεί και τα πελεκάει κατασκευάζοντας αιχμηρές άκρες.
Πόσο άγαρμπα περπατάει και τρώει μούρα και φύλλα! Ααα, δεν το πιστεύω!.. Πιάνει και μικρά ζώα! Τι είναι; Για να δω καλύτερα…αααα…σαύρες και ποντίκια….τα τρώει…!...Ας κρύψω καλύτερα το ραβδί μου! Το χρειάζομαι για μένα, γιατί αν το πάρει είδηση ετούτος, είναι σε θέση να μου το πάρει και να σκάβει να βρει ρίζες για να φάει!
Αμάν!... Μας περικύκλωσαν!... Μια αρκούδα με μια ομάδα πιθηκάνθρωπων!... Αίμα και αγριότητα βλέπω!...Μαγικό μου ραβδάκι, φοβάμαι! Πάρε με από δω! Στο μέλλον! Πήγαινε με σε παρακαλώ εκατομμύρια χρόνια μπροστά! Εκεί, όπου ο άνθρωπος θα έχει γυμνώσει αυτές τις μεγάλες εκτάσεις από τα άγρια δάση και θα έχει αλλάξει όλο αυτό το φυσικό τοπίο καταστρέφοντας τις φυσικές πηγές διατροφής του με τη διένεξη των ορυχείων της ΔΕΗ!... Πήγαινε με στους χώρους της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, μπρικέτας, ξηρού λιγνίτη, χημικών και αζωτούχων λιπασμάτων!...
-«Φεύγεις!», ακούω το μαγικό μου ραβδί να μου λέει, «Φεύγεις από τον χρόνο της προϊστορίας, αλλά προτού βρεθείς εκεί που θέλεις και συγκεκριμένα στο γραφείο σου, θέλω να δεις το σπαραγμό ενός ζαρκαδιού, που το σκότωσε ο πιθηκάνθρωπος που ήσουν πάνω στο κεφάλι του. Θέλω να δεις όλο το σκηνικό, καθώς επίσης και την τιμωρία του και να το γράψεις. Σε ποίημα, παρακαλώ!»
-«Εντάξει!», συμφώνησα.
Έντρομη καθώς κάθομαι τώρα στο γραφείο μου απ΄αυτά που είδα κι άκουσα, σας γράφω για το σπαραγμό εκείνου του ζαρκαδιού, που σπάραξε την καρδιά της γυναίκας του κυνηγού κι όχι μόνο! Σπάραξε την καρδιά όλης της Φύσης, αλλά και την δική μου!...
Ο σπαραγμός του ζαρκαδιού
Ο σπαραγμός του ζαρκαδιού τρύπησε στην καρδιά της
τον ουρανό του αίματος που τον κατάπινε
θαρρείς του πόνου το σκοτάδι...
Το τέλος της πορείας του ήρθε σ’ αυτή τη Φύση
από τα βόλια κυνηγών στης Άρτεμης το δάσος.
Ω! οργή που καις ασταμάτητα ως ποταμός κυμάτων
σπλάχνο της Φύσης εσύ που κλαίς, οδύρεσαι, σπαράζεις
ως θρήνος επιτάφιος λυπάσαι και στενάζεις
μοιάζεις να κλαις σε μια θεά που σε ακούει και θρηνεί
τον άδικο χαμό σου, μοιρολογάει και πονάει
το θλιβερά ανθρώπινο, σπαρακτικό σου κλάμα.
Ως μύθος δράματος θαρρείς Θείου και μυστηρίου
η Φύση φρίττει, συμπονεί, το Σύμπαν όλο αναφωνεί
κραυγάζει, συγκλονίζεται, σείεται η γη απ’ τα υγρά
του πόνου τα φαρμάκια, κλαίνε πηγές τα δάκρυα
κρυστάλλωσαν, παγώσαν, τα δέντρα στέκονται βουβά
και τα κλαδιά σα γλώσσες γέρνουν στο κλάμα
με παλμό, - τι έμεινε - το θάνατο προσμένουν.
Τ’ αστέρια τρεμοπαίξανε στα μάτια μαύρα δάκρυα
κυλήσανε στο ασημί του φεγγαριού το χρώμα.
Η Φύση όλη θλιβερή έβγαλε τον καημό της
και κάλεσε την Άρτεμη την τιμωρία να δώσει
σε όσους σπείραν θλιβερά απελπισιά και πόνο.
Δάκρυσαν οι Νύμφες των Δασών στη συμφορά την τόση
χλώμιασε ο ήλιος, πάγωσε δάκρυσε στο θυμάρι
φούσκωσε η λίμνη, μάνιασε, θέριεψε μολυβένια
τα σύννεφα, ο ουρανός, γίγαντες στον αγέρα,
που τρόμαξε και κρύφτηκε πέρα απ’ τα βουνά.
Ταράχτηκαν τα στήθια της και δεν θα γαληνέψουν
στο κλάμα που την σπάραξε λες και μωρού δικού της
το κλάμα όλων των θεών ρίγησε στον κορμό της
τον πόνο άρπα έκανε στα χείλη της πληγής της
τη λογική κερένια, το όνειρο μαυριδερό,
το φως θρήνο με αίμα… Η καλοσύνη χάθηκε
στο σκέπαστρο των άστρων, την πήραν και τη φύτεψαν
σε κήπους μακρινούς άγγελοι ξεχασμένοι
-απ’ τους ανθρώπους που ειν’ αυτοί αδικομισημένοι-
η προσφορά της που΄τανε καθ΄ όλα ιερή
χορός μπαλάντας έγινε στων ποιητών τη λύπη.
Ντύθηκε μαύρα η Άρτεμη στο σπίτι της Ειρήνης
ανήμπορη ν’ αντισταθεί στον Χάρο που της πέτρωσε
τα βλέφαρα, με δάκρυα την Τιμωρία στέλνει πια να βρει
-τη μάνα που αντιστάθηκε στου ζαρκαδιού το κλάμα!-
Ν’ αφιερώσει ορκίστηκε όλη την ύπαρξή της
αγέρωχη να πολεμάει όλους τους μισητές
της Φύσης που επέφεραν στη γη μας συμφορές.
Άρμοζε η τιμωρία αυτή τη μάνα, στη γυναίκα
που μίσησε τον άντρα της που σκότωσε ζαρκάδι;
Να’ τανε άδικο αυτό ή δίκαιο στη Φύση;
(«Σαρκοφάγου οιμωγές», Π.Τσοκτουρίδου, εκδ.»εχέδωρος», 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου