O
Άρειος Πάγος «δικαίωσε» τη Siemens –για την ακρίβεια την αμερικάνικη
εταιρία SAIC που είχε αναλάβει την εγκατάσταση του περίφημου C4I με
υπεργολάβο την γερμανική εταιρεία- παρά τις ομολογίες για προμήθειες που
δόθηκαν από τον Μιχάλη Χριστοφοράκο για την επιτάχυνση παραλαβής του
έργου. Φαίνεται πως οι ομολογίες δεν έπεισαν τελικά τη σύνθεση του
ανώτατου δικαστηρίου της χώρας, το οποίο με την απόφαση που έλαβε,
έστειλε πίσω στο Εφετείο την υπόθεση.
Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος έκρινε αμετάκλητα και αντίθετα από την
προηγούμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν
έχουν δικαίωμα να αμφισβητούν τις αποφάσεις των διαιτητών υπέρ της
εταιρείας που ανέλαβε το φιλόδοξο project του C4I, project που κόστισε
259.032.250 ευρώ στο ελληνικό κράτος, αλλά δεν λειτούργησε ποτέ.
Υπενθυμίζεται ότι αρχικά, το διαιτητικό δικαστήριο έκρινε με ψήφους
δύο υπέρ και μία κατά την υπόθεση υπέρ της SAIC και της Siemens. Όταν
όμως ήρθε η ώρα για τη δίκη στο Εφετείο, τα τρία μέλη που αποτελούσαν
τη σύνθεσή του με απόλυτη έκριναν κατά των εταιρειών και υπέρ του
ελληνικού Δημοσίου. Το σκεπτικό της κρίσης τους ήταν ότι οι διαιτητές
είχαν παραβιάσει τους πιο θεμελιώδεις κανόνες της ελληνικής έννομης
τάξης, την λεγόμενη δημόσια τάξη, στην απόφαση που είχαν βγάλει κατά του
ελληνικού Δημοσίου.
Σε αυτήν, οι ιδιώτες διαιτητές θεώρησαν ότι δεν τίθεται επ’ ουδενί
ζήτημα ακυρότητας της σύμβασης, διότι όπως προέκυψε από την
καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου του Μονάχου, η «δωροδοκία» δεν έγινε
για τη σύναψη της σύμβασης, αλλά «για την επιτάχυνση παραλαβής των επί
μέρους έργων», ενώ σύμφωνα με το σκεπτικό τους «πρέπει η διαφθορά να
βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με τη σύναψη μιας συμβάσεως και όχι με την
εκπλήρωσή της».
Οι μίζες που δόθηκαν δηλαδή, δεν συνιστούν κατά τον Άρειο Πάγο
διαφθορά, επειδή ο κ.Χριστοφοράκος -που το έχει παραδεχθεί- και
η Siemens μέσω της SAIC, τις έδωσαν για να επιταχύνουν τις εργασίες του
συγκεκριμένου έργου.
Στην απόφαση των διαιτητών σημειώνεται ότι «παρόλο που η Siemens είχε
αναπτύξει μια πρακτική δωροδοκιών, παρόλο ότι υπάρχουν σοβαρές
ενδείξεις ότι υπήρξαν πράξεις διαφθοράς σε σχέση με διάφορα έργα της
στην Ελλάδα, παρόλο ότι διακινήθηκαν προς την Ελλάδα ποσά από τα "μαύρα
ταμεία" της γερμανικής εταιρείας, χρήματα για τα οποία έγινε αναφορά από
τον Χριστοφοράκο στο C4I, παρόλο ότι μπορεί να υπάρχουν πολιτικές ή και
ποινικές ευθύνες, δεν αποδεικνύεται και μάλιστα κατά πλήρη απόδειξη ότι
υπήρξε δωροδοκία ή άλλου είδους πράξη διαφθοράς που να προκάλεσε τη
σύναψη της σύμβασης».
Όπως επισήμαναν μάλιστα οι διαιτητές, «η δήλωση της Siemens που
περιλαμβάνεται στο προοίμιο της Συμφωνίας Συμβιβασμού μεταξύ αυτής και
του ελληνικού Δημοσίου, με την οποία εκφράζεται η βαθύτατη λύπη της για
τη συμπεριφορά που είχε ως αποτέλεσμα τη διεξαγωγή δικαστικής και
κοινοβουλευτικής έρευνας δεν αποτελεί κατά την πλειοψηφούσα γνώμη των
διαιτητών ομολογία δωροδοκίας, ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο
που αποδεικνύει δωροδοκία ή άλλη διαφθορά».
Και όμως, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας θεώρησε ότι τα κρατικά
δικαστήρια κατά τον έλεγχο παραβίασης της δημόσιας τάξης δεσμεύονται από
τις πιο πάνω αμφισβητούμενες πραγματικές παραδοχές των διαιτητών.
Επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει μια τεχνική ερμηνεία της έννοιας της
«δημόσιας τάξης» έβγαλε την απόφαση υπέρ της Siemens, η οποία εμπλέχθηκε
άμεσα στην πολύκροτη προμήθεια ενός πολύπαθου συστήματος, το οποίο δεν
λειτούργησε ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου