Νίνα Γεωργιάδου
από: Η ΣΦΗΚΑ
Στο ζητημα του ρατσισμου, δεν γιναμε ακομα Μισσισσιπης αλλα μαθαινουμε γρηγορα.
Οσο ημασταν μια χωρα εξαγωγης εργατικων χεριων, με σεμνοτυφια, επαιρομασταν πως δεν ειμαστε ρατσιστες.
Υπαρχει κατι το ατοπο και δυσερμηνευτο σ αυτό. Ποσο ρατσιστες θα μπορουσαμε να ειμαστε σ εκεινη τη φαση. Δηλαδη όταν κρεμιομασταν και βαφαμε ολες τις γεφυρες της αμερικανικης επικρατειας και πλυναμε όλα τα πιατα της αμερικανικης γαστριμαργιας, δεν μας ενοχλουσε να κρεμιομαστε μαζι με αλλοθρησκους ουτε να ξεβγαζουμε πιατα που σαπουνιζαν μαυρες πλυστρες. Εκει συνυπηρχαμε, στον πατο της κοινωνικης ιεραρχιας και πιθανον να μοιραζομασταν αισθηματα αλληλεγγυης, όπως οι Καλυμνιοι σφουγγαραδες στο Ταρπον Σπριγκς με τους μαυρους ψαραδες.
Επισης, όταν στην γκαστερμπαϊτερ θητεια μας, καθαριζαμε τους αποπατους των Γερμανων ή φουλαραμε τις μηχανες των εργοστασιων τους, παλι δεν μας πειραζε να το κανουμε διπλα σε μουσουλμανους, χωρις να προσβαλλεται η θρησκευτικη μας «ανωτεροτητα» ή να συνυπαρχουμε στη γερμανικη πρεσα με Τουρκους εργατες, χωρις να μας ερχεται εθνικιστικη φουντωση, κι από τις δυο μεριες.
Βεβαια, όταν μεταναστευαμε στον Αφρικανικο νοτο, οφειλαμε να σεβομαστε τις παραδοσεις του τοπου που σουβλιζε τους μαυρους. Εξαλλου εκει, ουτε πιατα πλεναμε, ουτε αποπατους. Ασχολουμασταν με διαμαντια.
Όταν γιναμε χωρα υποδοχης μεταναστων, την εποχη της δανεικης ευημεριας που τρεχαμε να μεταπηδησουμε σε άλλη ταξη, καλοδεχτηκαμε ένα συγκεκριμενο ειδος μεταναστων. Αυτους που εκαναν τον αγροτη να νοιωσει τσιφλικας κι αυτές που ξεσκατιζαν τον παππου και τη γιαγια, με την προϋποθεση ότι σπανια ζητουσαν τα μεροκαματα τους ή δεν τα ζητουσαν καθολου.
Ηταν η εποχη που βαζαμε στην πραξη τη λαϊκη ρηση, «θα γυρισει ο τροχος, να γαμησει κι ο φτωχος». Και το εννουσαμε. Ετσι, μια μεριδα συμπατριωτων που ειχε θητευσει στο τσατσιλικι, ασχοληθηκε με ροζ επιχειρησεις, υψηλου τζιρου και χαμηλου ρισκου, λευκης και μαυρης σαρκος. Και παραμειναμε αντιρατσιστες, μοιραζοντας το ερωτικο μας ταπεραμεντο με γενναιοδωρια, ανεξαρτητως χρωματος, φυλης, θρησκειας και ιθαγενειας, ακομη και ηλικιας.
Επισης υπηρξαμε και συνεχιζουμε να ειμαστε απολυτα αντιρατσιστες με οσους ερχονται στη χωρα μας για να ζησουν το μυθο τους. Μαλιστα το παρακανουμε πολλες φορες μ αυτό το ειδος του αντιρατσισμου. Εξι μηνες το χρονο μιλαμε αποκλειστικα τη γλωσσα τους, ακομα και μεταξυ μας, και τους υπολοιπους εξι, από κεκτημενη ταχυτητα, γραφουμε μονο σε greeklish ή σε κατι σαν γκρηκλις. Και εκδηλωνουμε σεμνα τον αντιρατσισμο μας, μαζευοντας τα ξερατα και τα κατουρλια από περιοχες, οπου βορειοευρωπαιοι συνηθως ψαχνουν το μυθο τους αφου γινουν φεσι. Το παρακανουμε σε αντιρατσισμο τοσο, ώστε, σε μερη με ωραιο ηλιοβασιλεμα, για να συνεχισουμε το φιλοξενιον της φυλης δεν αφηνουμε ουτε κοτετσι για νεοδιοριστο δασκαλο, προσφεροντας με γενναιοδωρια γη και υδωρ στους αλλοδαπους συναλλαγματοφορους κυνηγους μυθων.
Όμως και ο αντιρατσισμος εχει τα ορια του.
Όταν η φτωχεια και οι πολεμοι εφεραν στην πορτα μας περισσοτερους δυστυχισμενους, ανακαλυψαμε ότι το μαυρο χρωμα μας απωθουσε, η θρησκεια μας απειλουνταν, οι παραδοσεις μας αλλοιωνονταν, οι αλλοδαπες ιερειες ειχαν αφροδισια, η πατριδα, μ ένα λογο, κινδυνευε.
Ετσι, περιορισαμε το ξενιο πνευμα που μας διακατεχει από την εποχη του Δια, σε αυτους που εμπαιναν στη χωρα νομιμα, με επαρκες συναλλαγμα. Διοτι η νομιμοτητα ηταν παντα το δυνατο μας σημειο, από τα Ανωγεια μεχρι τα κατωγια και απο τα πολιτικα γραφεια μεχρι τις παραγκες των γηπεδων.
Τους αλλους προσπαθησαμε να τους πεισουμε, με στερεη επιχειρηματολογια, πετρες, ξυλα, σουγιαδες, ότι εδώ η φυλη, τα ιδανικα και οι παραδοσεις μας, θα μεινουν όλα ανοθευτα. Οτι στα σχολεια μας θα μπαινουν μονο με την επιδειξη ελληνικου διαβατηριου ή το πολύ, τουριστικης βιζας γιατι δεν ταχουμε τα ελληνικα για ξοδεμα. Κι εμεις οι αυτοχθονες τα χρησιμοποιουμε με το σταγονομετρο. Ότι σημαια να μην τολμησουν να ακουμπησουν ουτε στον παγκο της λαϊκης που πουλιουνται με 50 λεπτα, παραμονη των εθνικων εξαρσεων. Ότι στις πασαρελες των παρελασεων θα κανουμε επιδειξη μοδας, γοβας και λικνισματος, μονο εμεις, οι γνησιοι απογονοι των 300 του Λεωνιδα.
Αναπτυξαμε και ειδικα ταγματα, που χειριζονται, είναι γεγονος με καπως μπρουταλ μεθοδους, την υπερασπιση των ιδανικων της φυλης, των ΠΑΕ και του εφοπλιστικου λομπυ. Αυτό βεβαια δεν σημαινει ότι δεν εχουμε επιστρατευσει κι αλλους γνησιους πατριωτες που συνηθως, με την ιδιοτητα γονεων και κηδεμονων, μαχονται του πατριου εδαφους.
Ετσι καπως ισορροπησαμε στον ορμητικο ρου της Ιστοριας.
Ειδικα στα μπουρδελα μας, δεν αφησαμε κανενα περιθωριο νοθευσης των ιδανικων της φυλης.
Τις βαφτισαμε ολες χριστιανες κι ολες με τ ονομα Μαρια.
από: Η ΣΦΗΚΑ
Στο ζητημα του ρατσισμου, δεν γιναμε ακομα Μισσισσιπης αλλα μαθαινουμε γρηγορα.
Οσο ημασταν μια χωρα εξαγωγης εργατικων χεριων, με σεμνοτυφια, επαιρομασταν πως δεν ειμαστε ρατσιστες.
Υπαρχει κατι το ατοπο και δυσερμηνευτο σ αυτό. Ποσο ρατσιστες θα μπορουσαμε να ειμαστε σ εκεινη τη φαση. Δηλαδη όταν κρεμιομασταν και βαφαμε ολες τις γεφυρες της αμερικανικης επικρατειας και πλυναμε όλα τα πιατα της αμερικανικης γαστριμαργιας, δεν μας ενοχλουσε να κρεμιομαστε μαζι με αλλοθρησκους ουτε να ξεβγαζουμε πιατα που σαπουνιζαν μαυρες πλυστρες. Εκει συνυπηρχαμε, στον πατο της κοινωνικης ιεραρχιας και πιθανον να μοιραζομασταν αισθηματα αλληλεγγυης, όπως οι Καλυμνιοι σφουγγαραδες στο Ταρπον Σπριγκς με τους μαυρους ψαραδες.
Επισης, όταν στην γκαστερμπαϊτερ θητεια μας, καθαριζαμε τους αποπατους των Γερμανων ή φουλαραμε τις μηχανες των εργοστασιων τους, παλι δεν μας πειραζε να το κανουμε διπλα σε μουσουλμανους, χωρις να προσβαλλεται η θρησκευτικη μας «ανωτεροτητα» ή να συνυπαρχουμε στη γερμανικη πρεσα με Τουρκους εργατες, χωρις να μας ερχεται εθνικιστικη φουντωση, κι από τις δυο μεριες.
Βεβαια, όταν μεταναστευαμε στον Αφρικανικο νοτο, οφειλαμε να σεβομαστε τις παραδοσεις του τοπου που σουβλιζε τους μαυρους. Εξαλλου εκει, ουτε πιατα πλεναμε, ουτε αποπατους. Ασχολουμασταν με διαμαντια.
Όταν γιναμε χωρα υποδοχης μεταναστων, την εποχη της δανεικης ευημεριας που τρεχαμε να μεταπηδησουμε σε άλλη ταξη, καλοδεχτηκαμε ένα συγκεκριμενο ειδος μεταναστων. Αυτους που εκαναν τον αγροτη να νοιωσει τσιφλικας κι αυτές που ξεσκατιζαν τον παππου και τη γιαγια, με την προϋποθεση ότι σπανια ζητουσαν τα μεροκαματα τους ή δεν τα ζητουσαν καθολου.
Ηταν η εποχη που βαζαμε στην πραξη τη λαϊκη ρηση, «θα γυρισει ο τροχος, να γαμησει κι ο φτωχος». Και το εννουσαμε. Ετσι, μια μεριδα συμπατριωτων που ειχε θητευσει στο τσατσιλικι, ασχοληθηκε με ροζ επιχειρησεις, υψηλου τζιρου και χαμηλου ρισκου, λευκης και μαυρης σαρκος. Και παραμειναμε αντιρατσιστες, μοιραζοντας το ερωτικο μας ταπεραμεντο με γενναιοδωρια, ανεξαρτητως χρωματος, φυλης, θρησκειας και ιθαγενειας, ακομη και ηλικιας.
Επισης υπηρξαμε και συνεχιζουμε να ειμαστε απολυτα αντιρατσιστες με οσους ερχονται στη χωρα μας για να ζησουν το μυθο τους. Μαλιστα το παρακανουμε πολλες φορες μ αυτό το ειδος του αντιρατσισμου. Εξι μηνες το χρονο μιλαμε αποκλειστικα τη γλωσσα τους, ακομα και μεταξυ μας, και τους υπολοιπους εξι, από κεκτημενη ταχυτητα, γραφουμε μονο σε greeklish ή σε κατι σαν γκρηκλις. Και εκδηλωνουμε σεμνα τον αντιρατσισμο μας, μαζευοντας τα ξερατα και τα κατουρλια από περιοχες, οπου βορειοευρωπαιοι συνηθως ψαχνουν το μυθο τους αφου γινουν φεσι. Το παρακανουμε σε αντιρατσισμο τοσο, ώστε, σε μερη με ωραιο ηλιοβασιλεμα, για να συνεχισουμε το φιλοξενιον της φυλης δεν αφηνουμε ουτε κοτετσι για νεοδιοριστο δασκαλο, προσφεροντας με γενναιοδωρια γη και υδωρ στους αλλοδαπους συναλλαγματοφορους κυνηγους μυθων.
Όμως και ο αντιρατσισμος εχει τα ορια του.
Όταν η φτωχεια και οι πολεμοι εφεραν στην πορτα μας περισσοτερους δυστυχισμενους, ανακαλυψαμε ότι το μαυρο χρωμα μας απωθουσε, η θρησκεια μας απειλουνταν, οι παραδοσεις μας αλλοιωνονταν, οι αλλοδαπες ιερειες ειχαν αφροδισια, η πατριδα, μ ένα λογο, κινδυνευε.
Ετσι, περιορισαμε το ξενιο πνευμα που μας διακατεχει από την εποχη του Δια, σε αυτους που εμπαιναν στη χωρα νομιμα, με επαρκες συναλλαγμα. Διοτι η νομιμοτητα ηταν παντα το δυνατο μας σημειο, από τα Ανωγεια μεχρι τα κατωγια και απο τα πολιτικα γραφεια μεχρι τις παραγκες των γηπεδων.
Τους αλλους προσπαθησαμε να τους πεισουμε, με στερεη επιχειρηματολογια, πετρες, ξυλα, σουγιαδες, ότι εδώ η φυλη, τα ιδανικα και οι παραδοσεις μας, θα μεινουν όλα ανοθευτα. Οτι στα σχολεια μας θα μπαινουν μονο με την επιδειξη ελληνικου διαβατηριου ή το πολύ, τουριστικης βιζας γιατι δεν ταχουμε τα ελληνικα για ξοδεμα. Κι εμεις οι αυτοχθονες τα χρησιμοποιουμε με το σταγονομετρο. Ότι σημαια να μην τολμησουν να ακουμπησουν ουτε στον παγκο της λαϊκης που πουλιουνται με 50 λεπτα, παραμονη των εθνικων εξαρσεων. Ότι στις πασαρελες των παρελασεων θα κανουμε επιδειξη μοδας, γοβας και λικνισματος, μονο εμεις, οι γνησιοι απογονοι των 300 του Λεωνιδα.
Αναπτυξαμε και ειδικα ταγματα, που χειριζονται, είναι γεγονος με καπως μπρουταλ μεθοδους, την υπερασπιση των ιδανικων της φυλης, των ΠΑΕ και του εφοπλιστικου λομπυ. Αυτό βεβαια δεν σημαινει ότι δεν εχουμε επιστρατευσει κι αλλους γνησιους πατριωτες που συνηθως, με την ιδιοτητα γονεων και κηδεμονων, μαχονται του πατριου εδαφους.
Ετσι καπως ισορροπησαμε στον ορμητικο ρου της Ιστοριας.
Ειδικα στα μπουρδελα μας, δεν αφησαμε κανενα περιθωριο νοθευσης των ιδανικων της φυλης.
Τις βαφτισαμε ολες χριστιανες κι ολες με τ ονομα Μαρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου