Κάτι
παραπάνω από αποτίμηση της αντιδικτατορικής πάλης, το κείμενο αυτό του
Κώστα Τζιαντζή, γραμμένο πριν από επτά χρόνια, αποτελεί τον πρόλογο στην
έκδοση «Κεφαλονίτες και Ιθακήσιοι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το
1973» αλλά και εισαγωγή στα ζητήματα τακτικής και στρατηγικής του
σημερινού κινήματος.
Οι αντίπαλες παρατάξεις
Η αντιδικτατορική πάλη χωρίζεται σε δύο περιόδους και σε δύο γενικά παρατάξεις, αντίθετες μεταξύ τους, αλλά και σφιχταγκαλιασμένες στον πολιτικό χώρο και στο χρόνο. Η πρώτη είναι η περίοδος και η παράταξη των λυγμών της προδομένης δημοκρατίας. Η δεύτερη (κυρίως από το ‘71 περίπου και μετά) είναι η περίοδος – η παράταξη μιας νέας επαναστατικής επαγγελίας που αρχίζει να σιγοτραγουδά σε διάφορες παραλλαγές.
Στην πρώτη ηγεμονεύουν οι διαμαρτυρίες για τον καταποντισμένο εκσυγχρονισμό του μεταπολεμικού αστικού συστήματος. Περισσεύουν οι κατάρες», οι αλληλοκατηγορίες και οι μικρομεσαίες προσδοκίες του ευρύτερου «δημοκρατικού στρατοπέδου» (αντιδεξιού και αριστερού) γύρω απ’ την επιστροφή της χαμένης άνοιξης (ή του Καραμανλή), την εθνική συμφιλίωση και τον εξευρωπαϊσμό (δυτικόστροφο, αριστερόστροφο ή ανάμικτο), γύρω απ’ τα πολύμορφα οράματα των κοινωνικών συμβολαίων και τα εξόριστα στιχάκια του εκδημοκρατισμού.
Η δεύτερη παράταξη φωτίζεται απ’ τις παλιές και τις καινούριες υποσχέσεις των αντάρτικων, απ’ τον κόκκινο Οκτώβρη και τα μαύρα μάτια του Τσε, απ’ τις ξαναγεννημένες, σοφές και ταυτόχρονα αμάθητες, επαναστατικές απόπειρες σαν του Μάη. Είναι αυτή που γεννιέται μες στα χαράματα μιας νέας ιστορικής εποχής, της καθ’ αυτό, θα λέγαμε, «εργατικής εποχής» της ανθρωπότητας, με λίγα λόγια της σημερινής εποχής.
Στο πρώτο επίπεδο κυριαρχούν οι ήρωες. Ο Μανδηλαράς, ο Ελής, ο Μίκης, ο Γέρος της δημοκρατίας, ο Μουστακλής, ο Καράγιωργας, ο απροσκύνητος Παναγούλης, ο άλλος Αντρέας της ταράτσας, «τακ-τακ εσύ, τακ-τακ κι εγώ».
Στο δεύτερο κυριαρχούν οι πολλαπλές πρωτοπορίες των «άγνωστων στρατιωτών» μιας ριζικής ανατροπής χωρίς αστικά κοινωνικά όρια, χωρίς ακρωτηριασμένα δικαιώματα, χωρίς απαγορευμένες ζώνες, αλλά και χωρίς -δυστυχώς- επαναστατική στρατηγική. Να πω ονόματα δίχως την άδειά τους; Ο Παντελής Κιουρισής, ο Αντώνης Καλαμπόγιας, ο Λάκης Χριστοδουλόπουλος, ο Θάνος Τσούνιας, ο Σταύρος Σταυρόπουλος, ο Βασίλης Καραπλής, ο Τάκης Κυπραίος, ο Τάκης Κοντογιάννης, ο Παναγιώτης, ο Μιχάλης, ο Άλκης, η Μπούλη και κυρίως «οι τόσοι άλλοι».
Είναι αυτοί που μετέπειτα τους ονόμασαν (αδιακρίτως ηλικίας και τοποθέτησης) «παιδιά» της Νομικής και του Πολυτεχνείου, παιδιά της «κοινωνικής μεταπολίτευσης». Μαζί τους, ξεχωριστός και όμοιος, ο Χάρης Γαϊτανίδης, φοιτητής, τότε, του Πολυτεχνείου από το Αργοστόλι, από την πέρα Κεφαλονιά, όχι την καλή νοικοκυρά μα την ατίθαση και τη φευγάτη.
Η ιστορία του Χάρη είναι η ιστορία όλων αυτών, ξεχωριστή και όμοια και αντίθετη και διασπασμένη, στο ίδιο μελλοντικό μέτωπο.
Η δικτατορία νίκησε και επιβλήθηκε, γιατί στην προδικτατορική δημοκρατία είχε κοπεί η ανάσα, δεν υπήρχε πια χώρος για την επαναστατική επαγγελία, το μόνο αντίπαλο δέος το οποίο μπορεί να αναχαιτίζει τις ολοκληρωτικές νεοπλασίες του «παραγινομένου καπιταλισμού», που σήμερα διογκώνονται εκρηκτικά.
Η δικτατορία ηττήθηκε, ανατράπηκε, γιατί τελικά ο επαναστατικός αγώνας, η ριζική επαναστατική προοπτική μπήκαν ξανά στη ζωή, απείλησαν μ’ ένα καινούριο ξεκίνημα.
Οι ιστορικές αδυναμίες της νέας επαναστατικής εξαγγελίας, ο πρωτολειακός χαρακτήρας μιας συνολικής επαναστατικής ανασυγκρότησης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, η ηγεμονία του «εκσυγχρονιστικού» ή μαχητικού, αριστερού ρεφορμισμού (με ή χωρίς κομμουνιστικό περίβλημα), έκριναν και το χαρακτήρα της δικής μας μεταπολίτευσης, μαζί με πολλά άλλα ασφαλώς πολύ σπουδαιότερα, μαζί με την εξέλιξη του μεγάλου Οκτώβρη, τον Μάη, το Βιετνάμ, την επανάσταση των γαρυφάλλων κ.λπ.
Στη χώρα μας (όπως άλλωστε στην Ισπανία, στην Πορτογαλία κλπ) σφραγίστηκε η νίκη και η χρησικτησία της πρώτης αντιδικτατορικής παράταξης πάνω στη δεύτερη, της πρώτης περιόδου πάνω στη δεύτερη. Τελικά, η νίκη αυτή επέβαλε ένα σύστημα, που αντικειμενικά διέψευσε όλες τις αυθεντικές προθέσεις και τις φλογερές επιδιώξεις των αγωνιστών ακόμα και της πρώτης αντιδικτατορικής παράταξης.
Η μεταπολίτευση γεννήθηκε από το αίμα των ανυπότακτων ανθρώπων, αλλά πήρε το κυρίαρχο σχήμα της από τη σύγχρονη βιομηχανία της πλαστικής πολιτικής χειρουργικής. Αρκετοί, ως γνωστόν, από τους αγωνιστές της δεύτερης περιόδου, της δεύτερης παράταξης, απέκτησαν επίσημα επώνυμα. Η εκφωνήτρια της αντίστασης αναμορφώθηκε σε φτωχή παρουσιάστρια.
Ωστόσο, η πλειονότητα αυτής της πρωτοπορίας «των άγνωστων στρατιωτών» της ανατροπής, μέσα από τις πολλαπλές αντιθέσεις της, τις απογοητεύσεις, τις αφομοιώσεις και τις εξάρσεις της, έμεινε πιστή (ή μάλλον «άπιστη» και κριτική, άστατη και πάντα ερωτευμένη) απέναντι σ’ αυτό που η ίδια ονόμασε, με την όμορφη ξύλινη γλώσσα της, «ο αγώνας που συνεχίζεται».
Και ίσως σήμερα, στην περιπετειώδη διαχρονική της προέκταση, αυτή η, πολλές φορές ηττημένη, η «δίκαια» πολυτραυματισμένη και «χιλιοτσακωμένη» παράταξη, είναι η πιο δικαιωμένη απ’ οποιοδήποτε κόμμα ή ό,τι άλλο. Είναι αυτή που συγχωνεύεται περισσότερο με την όψη και την αστραπή των νέων ανθρώπων, με τη ζωή και τις ανάγκες της σύγχρονης εργασίας, πιο εκστατική και υπεύθυνη απέναντι σ’ αυτά που βλέπει να έρχονται, πιο προβληματισμένη και απρόβλεπτη από κάθε άλλη εποχή.
Μάχες ζωής
Ο Χάρης Γαϊτανίδης πέθανε (ή μήπως έφυγε εθελοντικά) το 1988, δεκαπέντε χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, πριν ακριβώς είκοσι χρόνια. Έφυγε πριν από το «βρώμικο ’89», μέσα στην πάλη για την ανατροπή του.
Έφυγε μέσα από τις αγωνίες και τα αδιέξοδα ενός μακρόπνοου και αμφίρροπου εγχειρήματος, που οι συνθήκες το καλούσαν να συνδυάσει την άνιση μάχη της επαναστατικής οπισθοφυλακής των διασκορπισμένων στρατιών του παρελθόντος με τις καταπιεσμένες, ανώτερες κομμουνιστικές δυνατότητες της εποχής μας, με την καθοριστική ανασυγκρότηση του συνολικού εργατικού κινήματος, μέσα στα -δραματικά αλλαγμένα- μέτωπα του κορυφαίου κοινωνικού πολέμου της ιστορίας.
Ο Χάρης έφυγε όπως έφυγε, αλλά σε κάθε περίπτωση έπεσε, όπως λέμε, μαχόμενος, για να ματαιωθεί η μετέπειτα σαρωτική προέλαση της λεγόμενης δεύτερης μεταπολίτευσης στη χώρα μας – ένα καθεστώς που θεμελιώθηκε με την καθοριστική σύμπραξη του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς και που σήμερα όλοι το βλέπουν να κακοφορμίζει και να μολύνει τα πάντα.
Ο ίδιος αυτοπυρπολήθηκε, σχεδόν, για να αποτραπεί αυτή η (ίσως «ηπιότερη» αλλά όχι λιγότερο δραστική και ντροπιαστική ελληνική εκδοχή του παγκόσμιου «αριστερού» αυτοεξευτελισμού και του ιστορικού μαζικού «καρφώματος» των δισεκατομμυρίων της ανθρώπινης εργασίας (ζωντανών, νεκρών και αγέννητων) στον πιο αρπακτικό καπιταλισμό από μέρους των «νόμιμων» ψευδοκληρονόμων της επαναστατικής κοσμογονίας του περασμένου αιώνα.
Αλλά κυρίως ο Χάρης πάλεψε, για να περιορισθεί, στο μέτρο του δυνατού, η ιστορική ήττα των πραγματικών παιδιών της επανάστασης. Για να ξεπεραστεί η χρόνια έλλειψη της επαναστατικής στρατηγικής για την ουσιαστική κομμουνιστική χειραφέτηση, η «ιδιοκτησιακή» φοβία τους απέναντι στην αναγκαιότητα μιας ιστορικής – προγραμματικής τομής, το βάλτωμά τους στην αυταρέσκεια των καλών προθέσεών τους, των διαρκώς αναπαλαιωμένων προγραμμάτων τους που πασιφανώς δεν «έφταναν», για να αντιμετωπισθεί ο γενικός κατήφορος. Ο ίδιος έδωσε όλα όσα μπορούσε, για να αρχίσει να χτίζεται, μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες και δυσκολίες, μια νικηφόρα, επαναστατική κομμουνιστική προοπτική στη σύγχρονη εργατική εποχή.
Αυτή η μεγαλύτερη μάχη ζωής του Χάρη Γαϊτανίδη αποτελεί την προέκταση της αντιδικτατορικής και της μεταπολιτευτικής του δράσης. Αναδεικνύει πιο ουσιαστικές πλευρές και αντιφάσεις αυτής της δράσης, αλλά και της αντιδικτατορικής πάλης γενικότερα. Είναι πλευρές και αντιφάσεις, συχνά υποτιμημένες ή «αναποδογυρισμένες», που η πραγματική δυναμική τους φανερώνεται μόνο με βάση τις πικρές αλλά και ελπιδοφόρες γνώσεις του σήμερα.
Ο Χάρης Γαϊτανίδης πέθανε (ή μήπως έφυγε εθελοντικά) το 1988, δεκαπέντε χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, πριν ακριβώς είκοσι χρόνια. Έφυγε πριν από το «βρώμικο ’89», μέσα στην πάλη για την ανατροπή του.
Έφυγε μέσα από τις αγωνίες και τα αδιέξοδα ενός μακρόπνοου και αμφίρροπου εγχειρήματος, που οι συνθήκες το καλούσαν να συνδυάσει την άνιση μάχη της επαναστατικής οπισθοφυλακής των διασκορπισμένων στρατιών του παρελθόντος με τις καταπιεσμένες, ανώτερες κομμουνιστικές δυνατότητες της εποχής μας, με την καθοριστική ανασυγκρότηση του συνολικού εργατικού κινήματος, μέσα στα -δραματικά αλλαγμένα- μέτωπα του κορυφαίου κοινωνικού πολέμου της ιστορίας.
Ο Χάρης έφυγε όπως έφυγε, αλλά σε κάθε περίπτωση έπεσε, όπως λέμε, μαχόμενος, για να ματαιωθεί η μετέπειτα σαρωτική προέλαση της λεγόμενης δεύτερης μεταπολίτευσης στη χώρα μας – ένα καθεστώς που θεμελιώθηκε με την καθοριστική σύμπραξη του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς και που σήμερα όλοι το βλέπουν να κακοφορμίζει και να μολύνει τα πάντα.
Ο ίδιος αυτοπυρπολήθηκε, σχεδόν, για να αποτραπεί αυτή η (ίσως «ηπιότερη» αλλά όχι λιγότερο δραστική και ντροπιαστική ελληνική εκδοχή του παγκόσμιου «αριστερού» αυτοεξευτελισμού και του ιστορικού μαζικού «καρφώματος» των δισεκατομμυρίων της ανθρώπινης εργασίας (ζωντανών, νεκρών και αγέννητων) στον πιο αρπακτικό καπιταλισμό από μέρους των «νόμιμων» ψευδοκληρονόμων της επαναστατικής κοσμογονίας του περασμένου αιώνα.
Αλλά κυρίως ο Χάρης πάλεψε, για να περιορισθεί, στο μέτρο του δυνατού, η ιστορική ήττα των πραγματικών παιδιών της επανάστασης. Για να ξεπεραστεί η χρόνια έλλειψη της επαναστατικής στρατηγικής για την ουσιαστική κομμουνιστική χειραφέτηση, η «ιδιοκτησιακή» φοβία τους απέναντι στην αναγκαιότητα μιας ιστορικής – προγραμματικής τομής, το βάλτωμά τους στην αυταρέσκεια των καλών προθέσεών τους, των διαρκώς αναπαλαιωμένων προγραμμάτων τους που πασιφανώς δεν «έφταναν», για να αντιμετωπισθεί ο γενικός κατήφορος. Ο ίδιος έδωσε όλα όσα μπορούσε, για να αρχίσει να χτίζεται, μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες και δυσκολίες, μια νικηφόρα, επαναστατική κομμουνιστική προοπτική στη σύγχρονη εργατική εποχή.
Αυτή η μεγαλύτερη μάχη ζωής του Χάρη Γαϊτανίδη αποτελεί την προέκταση της αντιδικτατορικής και της μεταπολιτευτικής του δράσης. Αναδεικνύει πιο ουσιαστικές πλευρές και αντιφάσεις αυτής της δράσης, αλλά και της αντιδικτατορικής πάλης γενικότερα. Είναι πλευρές και αντιφάσεις, συχνά υποτιμημένες ή «αναποδογυρισμένες», που η πραγματική δυναμική τους φανερώνεται μόνο με βάση τις πικρές αλλά και ελπιδοφόρες γνώσεις του σήμερα.
Οι δύο «Χάρηδες»
Είναι γνωστό πως ο Χάρης Γαϊτανίδης στη δικτατορία πρωτοστάτησε, για να δημιουργηθούν οι Τοπικοί Φοιτητικοί Σύλλογοι, ειδικά ο Κεφαλλονίτικος, αλλά και οι ελεύθεροι Σύλλογοι στις Σχολές, ως ευρύτερα όργανα της αντίστασης, σε αντίθεση με τις «διορισμένες χουντικές» σπουδαστικές οργανώσεις. Συμμετείχε στην προσπάθεια για τη δημιουργία μαζικών αλλά και «περιφρουρημένων» Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα. Αυτές οι λεγόμενες Φ.Ε.Α. συνδέονταν με τις «παράνομες» κομματικές ή μετωπικές οργανώσεις» προωθούσαν την «κοινή δράση», πρωταγωνιστούσαν στις πλατειές αντιδικτατορικές διαδικασίες και πρωτοάνοιγαν μέσα στο κίνημα μια, ιδιόμορφα οργανωμένη, πλατειά πολιτική και θεωρητική συζήτηση – αντιπαράθεση για όλα τα «μεγάλα ζητήματα» της στρατηγικής – τακτικής, της ιστορίας κ.λπ.
Ο ίδιος συνδέθηκε στην πορεία με την Αντι-ΕΦΕΕ. Πάλεψε για τη διεξαγωγή ελεύθερων Γενικών Συνελεύσεων στις Σχολές και για την οργάνωση του πανσπουδαστικού συντονισμού τους – τα πιο αποφασιστικά όργανα και η μεγαλύτερη μέχρι τότε επιτυχία του αντιδικτατορικού νεολαιίστικου κινήματος. Πήρε μέρος σ’ όλες τις κινητοποιήσεις του σπουδαστικού κινήματος («συνδικαλιστικές» και πολιτικές) της κρίσιμης περιόδου του 1972-73. Έπαιξε σημαντικό ρόλο (μαζί με χιλιάδες άλλους) στις φοιτητικές πολιτικές καταλήψεις και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Βοήθησε αποφασιστικά στο να οργανωθεί, στο κρίσιμο διάστημα των αρχών του φθινοπώρου του ’73, η ενιαία αγωνιστική πολιτική «υποδοχή» των αποφυλακισθέντων τότε εκατοντάδων κρατουμένων, βασανισθέντων φοιτητών, (μέσα από συλλήψεις χιλιάδων για το «σπάσιμο» της πρωτοπορίας), με το γενικό σύνθημα «Να σηκωθούμε ψηλότερα». Το γεγονός αυτό είχε καταλυτική συμβολή στο να διαμορφωθεί το ενωτικό και ανατρεπτικό κλίμα αγωνιστικής αλληλεγγύης, αισιοδοξίας και ανυπακοής που πυροδότησε τα μετέπειτα επαναστατικά γεγονότα. Αυτή ακριβώς την περίοδο ο Χάρης «μπαίνει» στη λεγόμενη «εφεδρική οργάνωση» της ΚΝΕ του Πολυτεχνείου, που σχηματίστηκε τότε στοιχειωδώς για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων νέων μαζικών συλλήψεων και χτυπημάτων.
Στο Πολυτεχνείο, με όλη την έλλειψη επικοινωνίας και συντονισμού, πάλεψε, πάνω απ’ όλα, για τον κυρίαρχο ρόλο των πολιτικών αποφάσεων των ίδιων των Γενικών Συνελεύσεων των καταληψιών και για το συντονισμό της δράσης τους. Συμμετείχε πρακτικά στην αναγκαία (όσο και παρεξηγημένη με βάση τις μεταδικτατορικές, κυρίως, διαστρεβλώσεις της) «περιφρούρηση», καθώς και στη λεγόμενη μάχη των συνθημάτων. Προσπάθησε να προωθήσει (στο μέτρο του δυνατού και παρά τις γνωστές υπερβολές) τα, θεωρούμενα τότε πιο αριστερά, «δημοκρατικά αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά» καθώς και αντικαπιταλιστικά αιτήματα (οικονομικά και πολιτικά).
Ιδιαίτερα δραστηριοποιήθηκε ο Χ. Γαϊτανίδης στην περίοδο της τρομοκρατίας και των μαζικών συλλήψεων επί Ιωαννίδη. Πρωτοστάτησε, την πρώτη μετά την επιδρομή πικρή ημέρα επαναλειτουργίας του Πολυτεχνείου, στην οργάνωση αυτοσχέδιας τελετής για τα θύματα του αγώνα και στα «αυθόρμητα» χειροκροτήματα και συνθήματα για τους κρατούμενους και διωκόμενους φοιτητές. Υπήρξε από τους οργανωτές των λεγόμενων Επιτροπών Αλληλεγγύης στους χιλιάδες τότε καταζητούμενους αγωνιστές, οι οποίες διέσωσαν πολλούς από τα «νύχια της Ασφάλειας», αλλά και απ’ τις συνθήκες εξαθλίωσης της παρανομίας.
Ο Χ. Γαϊτανίδης, την ίδια περίοδο, συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας ενωτικής δράσης ανάμεσα στις αντιδικτατορικές σπουδαστικές παρατάξεις («Ρήγας Φεραίος» – ΑΑΣΠΕ – αντι-ΕΦΕΕ – ΚΝΕ ανεξάρτητοι αγωνιστές κ.λπ.) και για την ενιαία προετοιμασία μιας πανσπουδαστικής απεργίας που υπολογιζόταν, στις τότε συνθήκες, για τις 14-15-16 Φλεβάρη του 1974. Η ενωτική αυτή προσπάθεια δεν ευοδώθηκε κυρίως λόγω των μαζικών κτυπημάτων και συλλήψεων που πέτυχε η χούντα, ακριβώς τις μέρες της σχεδιαζόμενης απεργίας, απέναντι σ’ όλες τις παράνομες οργανώσεις και στους πρωτοπόρους αγωνιστές. Τελικά, όμως, αυτή η προσπάθεια συνέβαλε στο να υπογραφεί αργότερα μια τέτοιου τύπου γενικότερη συμφωνία, ανάμέσα σε βασικές αριστερές αντιδικτατορικές οργανώσεις νεολαίας, τη νύχτα, μόλις, της 23ης Ιουλίου – μια συμφωνία που τελικά την «κατάπιε» η ανεμοζάλη και η ομίχλη των ημερών,
Ωστόσο, το ενωτικό αυτό βήμα έχει γενικότερη σημασία, γιατί ήταν προσανατολισμένο στο μαζικό «αντικαθεστωτικό» κίνημα, το οποίο αναβάθμιζε σε κύριο όργανο πολιτικού σχεδιασμού και τελικής επιλογής ανάμεσα στα διαφορετικά προγράμματα. Υπερέβαινε, κατά πολύ, τις συνεχείς, τότε, ενωτικές αμπελοσοφίες των «ηγεσιών» και τις διαρκώς αποτυχημένες απόπειρες για γενικόλογες αντιδικτατορικές συμφωνίες κορυφής, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς ουσιαστική αυτοτέλεια των διαφορετικών στρατηγικών και χωρίς προοπτική.
Αξίζει vα συμπληρώσει κανείς μερικές σημαντικές πλευρές της ύστερης αντιδικτατορικής δράσης, στις οποίες έπαιξε ρόλο ο Χ. Γαϊτανίδης.
Η πρώτη έχει να κάνει με την κρίσιμη περίοδο της μεθοδευόμενης ελληνο – τουρκικής πολεμικής σύρραξης και της επιστράτευσης, μετά το εγκληματικό χουντικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στη Κύπρο. Ο Χ. Γαϊτανίδης συνέβαλε άμεσα στην πολιτική κατεύθυνση της τότε διωκόμενης σπουδαστικής ΚΝΕ – Αντι-ΕΦΕΕ και της πλειονότητας των μαχόμενων δυνάμεων του σπουδαστικού κινήματος για την καταγγελία του προετοιμαζόμενου πολέμου και τη μετατροπή του σε ένοπλη εξέγερση κατά του καθεστώτος του φασισμού και του ιμπεριαλισμού στη χώρα μας, καθώς και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Παράλληλα, πρωτοστάτησε στη διάδοση του αντίστοιχου πολιτικού «υλικού» και στην οργάνωση πυρήνων διαμαρτυρίας και ανυπακοής κυρίως μέσα στις γραμμές της νεολαίας της «γενικής επιστράτευσης».
Οι άλλες πλευρές έχουν να κάνουν με την κορυφαία μεταβατική φάση της πτώσης της χούντας. Τη νύχτα, ήδη, της 23ης Ιουλίου και στις αμέσως επόμενες ημέρες έγινε προσπάθεια κατάληψης του Πολυτεχνείου και διαμόρφωσης πυρήνων και «κέντρου» εργατικής και νεολαιίστικης πολιτικής παρέμβασης και αυτενέργειας.
Στην πρώτη γραμμή, στόχος ήταν η ενεργητική λαϊκή «αποχουντοποίηση», το έμπρακτο γκρέμισμα των πραγματικών δομών του καθεστώτος, η αντιμετώπιση και ματαίωση των διαδικασιών «αλλαγής φρουράς» και συμβιβασμού με τις θεμελιακές δικτατορικές «θέσεις». Βασική γραμμή ήταν το άνοιγμα του δρόμου στη συγκρότηση, αντίθετων με τις θεσμικές διαδικασίες «κορυφής», εργατικών – λαϊκών πολιτικών οργάνων για μια ανατρεπτική και κυρίως κοινωνική «μεταπολίτευση» και την προώθηση της γενικότερης επαναστατικής επιδίωξης. Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκαν (με μεγάλη αρχικά επιτυχία) πρωτοβουλίες ίδρυσης ανεξάρτητων ενιαιομετωπικών δημοκρατικών κινήσεων νεολαίας και εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, στις συνοικίες, στις πόλεις και στα χωριά καθώς και διεργασίες για τη συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου των πλατειών και διαφορετικών δυνάμεων της μαχόμενης εργατικής και σπουδάζουσας νεολαίας με την επωνυμία «Μέτωπο 17 του Νοέμβρη».
Ο Χ. Γαϊτανίδης συμμετείχε με ιδιαίτερη προσφορά και ενθουσιασμό σ’ αυτές τις (εκ των ενόντων, και περιορισμένες ιδιαίτερα στη νεολαία) προσπάθειες, που τελικά ηττήθηκαν, με βάση τον τότε συσχετισμό δυνάμεων, τους ελιγμούς και τις αναγκαστικές παραχωρήσεις του νέου καθεστώτος, την επιβολή εσπευσμένου εκλογικού κλίματος (ενόψει της «εκλογικής» πρώτης 17ης Νοέμβρη) κ.λπ.
Αλλά, φυσικά, οι προσπάθειες αυτές κυρίως ηττήθηκαν λόγω της ουσιαστικής ενσωμάτωσης της πλειονότητας των δυνάμεων της ανατροπής σε μια στρατηγική ταυτισμένη, ή πάντως, ομόκεντρη και συμβατή (παρά τις μικρές ή μεγάλες διαφορές) με την ιδιόμορφη σύμπραξη της κυρίαρχης Αριστεράς και του ΠΑΚ στις θεσμικές διαδικασίες της «Νέας Δημοκρατίας», όπως ονόμαζε πχ. τότε το ΚΚΕ τη βασική προγραμματική του επιδίωξη και απ’ την οποία «υπεξαίρεσε» συμβολικά και το όνομά της η μεταδικτατορική παράταξη του Κ. Καραμανλή.
Αυτή είναι, θα έλεγε κανείς, η «τυπική» δράση του Χ. Γαϊτανίδη στα χρόνια της χούντας (μαζί με χιλιάδες άλλους), μια δράση που «συμπληρώνεται» από την άμεση μεταδικτατορική ένταξή του στο ΚΚΕ (στην «αχαρτογράφητη» αριστερή του πτέρυγα) και απ’ τη γνωστή, πληθωρική μεταπολιτευτική του παρουσία ως στελέχους και γραμματέα της ΝΕ του ΚΚΕ Κεφαλονιάς και Ιθάκης και ως αγωνιστή, πάντα, του ανατρεπτικού μαζικού κινήματος.
Πίσω όμως απ’ αυτή την «τυπική» λίγο πολύ ιστορία του Χ. Γαϊτανίδη (και χιλιάδων αγωνιστών) υπάρχει ο άλλος Χάρης. Υπάρχει απ’ την πρώτη στιγμή εκείνος ο Χάρης που βρίσκεται σε διαρκή απορία και αγωνία για το πώς θα διασχίσει «σωστά» τα πολλαπλά άγνωστα εμπόδια και ερωτήματα, για το πώς θα διαλέξει «την» προωθητική πράξη σε μικρά και μεγάλα ζητήματα νίκης και ήττας του κινήματος, δικαίωσης, προδοσίας και προοπτικής των όμορφα γεννημένων προσπαθειών μας και των τόσων πυρπολημένων τόπων της ιστορίας. Πίσω απ’ την τυπική καταγραφή των γεγονότων και των τελικών συσχετισμών, υπάρχει η άλλη πλευρά των περισσότερων αγωνιστών της δικτατορίας (και κάθε εποχής), που βάζει διαρκώς νέα ερωτηματικά, που υπερβαίνει τις βεβαιότητές της, που κονταροχτυπιέται με την ίδια της τη δράση, με τη μεγάλη και μικρή παράδοσή της, με τα μηνύματα των μελλούμενων καιρών, με τα μεγάλα και άλυτα προβλήματα του επαναστατικού δρόμου και της χειραφέτησης από κάθε καταπίεση.
Είναι γνωστό πως ο Χάρης Γαϊτανίδης στη δικτατορία πρωτοστάτησε, για να δημιουργηθούν οι Τοπικοί Φοιτητικοί Σύλλογοι, ειδικά ο Κεφαλλονίτικος, αλλά και οι ελεύθεροι Σύλλογοι στις Σχολές, ως ευρύτερα όργανα της αντίστασης, σε αντίθεση με τις «διορισμένες χουντικές» σπουδαστικές οργανώσεις. Συμμετείχε στην προσπάθεια για τη δημιουργία μαζικών αλλά και «περιφρουρημένων» Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα. Αυτές οι λεγόμενες Φ.Ε.Α. συνδέονταν με τις «παράνομες» κομματικές ή μετωπικές οργανώσεις» προωθούσαν την «κοινή δράση», πρωταγωνιστούσαν στις πλατειές αντιδικτατορικές διαδικασίες και πρωτοάνοιγαν μέσα στο κίνημα μια, ιδιόμορφα οργανωμένη, πλατειά πολιτική και θεωρητική συζήτηση – αντιπαράθεση για όλα τα «μεγάλα ζητήματα» της στρατηγικής – τακτικής, της ιστορίας κ.λπ.
Ο ίδιος συνδέθηκε στην πορεία με την Αντι-ΕΦΕΕ. Πάλεψε για τη διεξαγωγή ελεύθερων Γενικών Συνελεύσεων στις Σχολές και για την οργάνωση του πανσπουδαστικού συντονισμού τους – τα πιο αποφασιστικά όργανα και η μεγαλύτερη μέχρι τότε επιτυχία του αντιδικτατορικού νεολαιίστικου κινήματος. Πήρε μέρος σ’ όλες τις κινητοποιήσεις του σπουδαστικού κινήματος («συνδικαλιστικές» και πολιτικές) της κρίσιμης περιόδου του 1972-73. Έπαιξε σημαντικό ρόλο (μαζί με χιλιάδες άλλους) στις φοιτητικές πολιτικές καταλήψεις και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Βοήθησε αποφασιστικά στο να οργανωθεί, στο κρίσιμο διάστημα των αρχών του φθινοπώρου του ’73, η ενιαία αγωνιστική πολιτική «υποδοχή» των αποφυλακισθέντων τότε εκατοντάδων κρατουμένων, βασανισθέντων φοιτητών, (μέσα από συλλήψεις χιλιάδων για το «σπάσιμο» της πρωτοπορίας), με το γενικό σύνθημα «Να σηκωθούμε ψηλότερα». Το γεγονός αυτό είχε καταλυτική συμβολή στο να διαμορφωθεί το ενωτικό και ανατρεπτικό κλίμα αγωνιστικής αλληλεγγύης, αισιοδοξίας και ανυπακοής που πυροδότησε τα μετέπειτα επαναστατικά γεγονότα. Αυτή ακριβώς την περίοδο ο Χάρης «μπαίνει» στη λεγόμενη «εφεδρική οργάνωση» της ΚΝΕ του Πολυτεχνείου, που σχηματίστηκε τότε στοιχειωδώς για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων νέων μαζικών συλλήψεων και χτυπημάτων.
Στο Πολυτεχνείο, με όλη την έλλειψη επικοινωνίας και συντονισμού, πάλεψε, πάνω απ’ όλα, για τον κυρίαρχο ρόλο των πολιτικών αποφάσεων των ίδιων των Γενικών Συνελεύσεων των καταληψιών και για το συντονισμό της δράσης τους. Συμμετείχε πρακτικά στην αναγκαία (όσο και παρεξηγημένη με βάση τις μεταδικτατορικές, κυρίως, διαστρεβλώσεις της) «περιφρούρηση», καθώς και στη λεγόμενη μάχη των συνθημάτων. Προσπάθησε να προωθήσει (στο μέτρο του δυνατού και παρά τις γνωστές υπερβολές) τα, θεωρούμενα τότε πιο αριστερά, «δημοκρατικά αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά» καθώς και αντικαπιταλιστικά αιτήματα (οικονομικά και πολιτικά).
Ιδιαίτερα δραστηριοποιήθηκε ο Χ. Γαϊτανίδης στην περίοδο της τρομοκρατίας και των μαζικών συλλήψεων επί Ιωαννίδη. Πρωτοστάτησε, την πρώτη μετά την επιδρομή πικρή ημέρα επαναλειτουργίας του Πολυτεχνείου, στην οργάνωση αυτοσχέδιας τελετής για τα θύματα του αγώνα και στα «αυθόρμητα» χειροκροτήματα και συνθήματα για τους κρατούμενους και διωκόμενους φοιτητές. Υπήρξε από τους οργανωτές των λεγόμενων Επιτροπών Αλληλεγγύης στους χιλιάδες τότε καταζητούμενους αγωνιστές, οι οποίες διέσωσαν πολλούς από τα «νύχια της Ασφάλειας», αλλά και απ’ τις συνθήκες εξαθλίωσης της παρανομίας.
Ο Χ. Γαϊτανίδης, την ίδια περίοδο, συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας ενωτικής δράσης ανάμεσα στις αντιδικτατορικές σπουδαστικές παρατάξεις («Ρήγας Φεραίος» – ΑΑΣΠΕ – αντι-ΕΦΕΕ – ΚΝΕ ανεξάρτητοι αγωνιστές κ.λπ.) και για την ενιαία προετοιμασία μιας πανσπουδαστικής απεργίας που υπολογιζόταν, στις τότε συνθήκες, για τις 14-15-16 Φλεβάρη του 1974. Η ενωτική αυτή προσπάθεια δεν ευοδώθηκε κυρίως λόγω των μαζικών κτυπημάτων και συλλήψεων που πέτυχε η χούντα, ακριβώς τις μέρες της σχεδιαζόμενης απεργίας, απέναντι σ’ όλες τις παράνομες οργανώσεις και στους πρωτοπόρους αγωνιστές. Τελικά, όμως, αυτή η προσπάθεια συνέβαλε στο να υπογραφεί αργότερα μια τέτοιου τύπου γενικότερη συμφωνία, ανάμέσα σε βασικές αριστερές αντιδικτατορικές οργανώσεις νεολαίας, τη νύχτα, μόλις, της 23ης Ιουλίου – μια συμφωνία που τελικά την «κατάπιε» η ανεμοζάλη και η ομίχλη των ημερών,
Ωστόσο, το ενωτικό αυτό βήμα έχει γενικότερη σημασία, γιατί ήταν προσανατολισμένο στο μαζικό «αντικαθεστωτικό» κίνημα, το οποίο αναβάθμιζε σε κύριο όργανο πολιτικού σχεδιασμού και τελικής επιλογής ανάμεσα στα διαφορετικά προγράμματα. Υπερέβαινε, κατά πολύ, τις συνεχείς, τότε, ενωτικές αμπελοσοφίες των «ηγεσιών» και τις διαρκώς αποτυχημένες απόπειρες για γενικόλογες αντιδικτατορικές συμφωνίες κορυφής, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς ουσιαστική αυτοτέλεια των διαφορετικών στρατηγικών και χωρίς προοπτική.
Αξίζει vα συμπληρώσει κανείς μερικές σημαντικές πλευρές της ύστερης αντιδικτατορικής δράσης, στις οποίες έπαιξε ρόλο ο Χ. Γαϊτανίδης.
Η πρώτη έχει να κάνει με την κρίσιμη περίοδο της μεθοδευόμενης ελληνο – τουρκικής πολεμικής σύρραξης και της επιστράτευσης, μετά το εγκληματικό χουντικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στη Κύπρο. Ο Χ. Γαϊτανίδης συνέβαλε άμεσα στην πολιτική κατεύθυνση της τότε διωκόμενης σπουδαστικής ΚΝΕ – Αντι-ΕΦΕΕ και της πλειονότητας των μαχόμενων δυνάμεων του σπουδαστικού κινήματος για την καταγγελία του προετοιμαζόμενου πολέμου και τη μετατροπή του σε ένοπλη εξέγερση κατά του καθεστώτος του φασισμού και του ιμπεριαλισμού στη χώρα μας, καθώς και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Παράλληλα, πρωτοστάτησε στη διάδοση του αντίστοιχου πολιτικού «υλικού» και στην οργάνωση πυρήνων διαμαρτυρίας και ανυπακοής κυρίως μέσα στις γραμμές της νεολαίας της «γενικής επιστράτευσης».
Οι άλλες πλευρές έχουν να κάνουν με την κορυφαία μεταβατική φάση της πτώσης της χούντας. Τη νύχτα, ήδη, της 23ης Ιουλίου και στις αμέσως επόμενες ημέρες έγινε προσπάθεια κατάληψης του Πολυτεχνείου και διαμόρφωσης πυρήνων και «κέντρου» εργατικής και νεολαιίστικης πολιτικής παρέμβασης και αυτενέργειας.
Στην πρώτη γραμμή, στόχος ήταν η ενεργητική λαϊκή «αποχουντοποίηση», το έμπρακτο γκρέμισμα των πραγματικών δομών του καθεστώτος, η αντιμετώπιση και ματαίωση των διαδικασιών «αλλαγής φρουράς» και συμβιβασμού με τις θεμελιακές δικτατορικές «θέσεις». Βασική γραμμή ήταν το άνοιγμα του δρόμου στη συγκρότηση, αντίθετων με τις θεσμικές διαδικασίες «κορυφής», εργατικών – λαϊκών πολιτικών οργάνων για μια ανατρεπτική και κυρίως κοινωνική «μεταπολίτευση» και την προώθηση της γενικότερης επαναστατικής επιδίωξης. Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκαν (με μεγάλη αρχικά επιτυχία) πρωτοβουλίες ίδρυσης ανεξάρτητων ενιαιομετωπικών δημοκρατικών κινήσεων νεολαίας και εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, στις συνοικίες, στις πόλεις και στα χωριά καθώς και διεργασίες για τη συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου των πλατειών και διαφορετικών δυνάμεων της μαχόμενης εργατικής και σπουδάζουσας νεολαίας με την επωνυμία «Μέτωπο 17 του Νοέμβρη».
Ο Χ. Γαϊτανίδης συμμετείχε με ιδιαίτερη προσφορά και ενθουσιασμό σ’ αυτές τις (εκ των ενόντων, και περιορισμένες ιδιαίτερα στη νεολαία) προσπάθειες, που τελικά ηττήθηκαν, με βάση τον τότε συσχετισμό δυνάμεων, τους ελιγμούς και τις αναγκαστικές παραχωρήσεις του νέου καθεστώτος, την επιβολή εσπευσμένου εκλογικού κλίματος (ενόψει της «εκλογικής» πρώτης 17ης Νοέμβρη) κ.λπ.
Αλλά, φυσικά, οι προσπάθειες αυτές κυρίως ηττήθηκαν λόγω της ουσιαστικής ενσωμάτωσης της πλειονότητας των δυνάμεων της ανατροπής σε μια στρατηγική ταυτισμένη, ή πάντως, ομόκεντρη και συμβατή (παρά τις μικρές ή μεγάλες διαφορές) με την ιδιόμορφη σύμπραξη της κυρίαρχης Αριστεράς και του ΠΑΚ στις θεσμικές διαδικασίες της «Νέας Δημοκρατίας», όπως ονόμαζε πχ. τότε το ΚΚΕ τη βασική προγραμματική του επιδίωξη και απ’ την οποία «υπεξαίρεσε» συμβολικά και το όνομά της η μεταδικτατορική παράταξη του Κ. Καραμανλή.
Αυτή είναι, θα έλεγε κανείς, η «τυπική» δράση του Χ. Γαϊτανίδη στα χρόνια της χούντας (μαζί με χιλιάδες άλλους), μια δράση που «συμπληρώνεται» από την άμεση μεταδικτατορική ένταξή του στο ΚΚΕ (στην «αχαρτογράφητη» αριστερή του πτέρυγα) και απ’ τη γνωστή, πληθωρική μεταπολιτευτική του παρουσία ως στελέχους και γραμματέα της ΝΕ του ΚΚΕ Κεφαλονιάς και Ιθάκης και ως αγωνιστή, πάντα, του ανατρεπτικού μαζικού κινήματος.
Πίσω όμως απ’ αυτή την «τυπική» λίγο πολύ ιστορία του Χ. Γαϊτανίδη (και χιλιάδων αγωνιστών) υπάρχει ο άλλος Χάρης. Υπάρχει απ’ την πρώτη στιγμή εκείνος ο Χάρης που βρίσκεται σε διαρκή απορία και αγωνία για το πώς θα διασχίσει «σωστά» τα πολλαπλά άγνωστα εμπόδια και ερωτήματα, για το πώς θα διαλέξει «την» προωθητική πράξη σε μικρά και μεγάλα ζητήματα νίκης και ήττας του κινήματος, δικαίωσης, προδοσίας και προοπτικής των όμορφα γεννημένων προσπαθειών μας και των τόσων πυρπολημένων τόπων της ιστορίας. Πίσω απ’ την τυπική καταγραφή των γεγονότων και των τελικών συσχετισμών, υπάρχει η άλλη πλευρά των περισσότερων αγωνιστών της δικτατορίας (και κάθε εποχής), που βάζει διαρκώς νέα ερωτηματικά, που υπερβαίνει τις βεβαιότητές της, που κονταροχτυπιέται με την ίδια της τη δράση, με τη μεγάλη και μικρή παράδοσή της, με τα μηνύματα των μελλούμενων καιρών, με τα μεγάλα και άλυτα προβλήματα του επαναστατικού δρόμου και της χειραφέτησης από κάθε καταπίεση.
Τα άλυτα ερωτήματα
Οι αγωνιστές, ιδιαίτερα της δεύτερης αντιδικτατορικής παράταξης, θέλοντας και μη, γνωρίζοντας και μη, αναμετρήθηκαν με τα μεγάλα (και πάντα σχετικά «άλυτα» και πρωτότυπα) προβλήματα του εργατικού επαναστατικού κινήματος, που είχαν οξυνθεί δραματικά στο μεταίχμιο δυο ιστορικών εποχών.
Σ’ αυτή τη βάση εξελίσσονται, τότε, ποιοτικά και περιπλέκονται όλα τα ζητήματα της στρατηγικής και του πολιτικού προγράμματος. Βαραίνουν σ’ αυτά, όλο και πιο καταλυτικά, οι αρνητικές συνέπειες απ’ την («μυστικοποιημένη» μέχρις ενός σημείου, ακόμα και σήμερα) αντεπαναστατική μετάλλαξη του «ιστορικού» κομμουνιστικού κινήματος σε Ανατολή και Δύση. Ταυτόχρονα, πνέουν καινούριοι άνεμοι απ’ την, αρχόμενη τότε, σε νέα κλίμακα, μαζική προλεταριοποίηση και απ’ τους εμφανιζόμενους ριζικούς μετασχηματισμούς μέσα στην εργατική τάξη και στην εργατική σύνθεση της νεολαίας, ενώ ξεσπούν καινούριες θύελλες από την κυοφορούμενη αντιδραστική ανασυγκρότηση των βασικών δομών του καπιταλισμού.
Ο Χ. Γαϊτανίδης και πολλά παιδιά της εποχής του αγωνίστηκαν και «μπλέχτηκαν» σ’ αυτά τα δύσβατα σταυροδρόμια, ξεπέρασαν κάμποσα εμπόδια και φρέναραν απέναντι σε περισσότερα, προκειμένου να συναντηθούν με την επιτακτική ανάγκη μιας συνολικής επανεξόρμησης του εργατικού κινήματος.
Για τους αγωνιστές της ανατροπής (περισσότερο ή λιγότερο «συνειδητούς») μέσα στο αντιδικτατορικό κίνημα τα «άλυτα» προβλήματα της επαναστατικής στρατηγικής συμπυκνώνονται (όπως πάντα, με διαφορετικούς όρους) στο γνωστό (και κάπως σχηματικό) τρίπτυχο:
- Τι κάνουμε τώρα;
- Με τι τρόπους, μέσα και «όπλα»;
- Με ποια προοπτική και από ποια σκοπιά;
Υπήρχε ένας «κοινός τόπος» απαντήσεων (με πολλές αντίθετες ερμηνείες) απέναντι στα ερωτήματα αυτού του αλληλοσυνδεόμενου τρίπτυχου από μέρους των πρωτοπόρων αγωνιστών του κινήματος:
- Η πάλη για την «επαναστατική» ανατροπή της δικτατορίας, των κοινωνικών πολιτικών και ιμπεριαλιστικών δομών που τη γεννούν και τη στηρίζουν με την ουσιαστική ενίσχυση, σε κάθε περίπτωση, του πολιτικού κινήματος και των «θέσεων» των εργαζομένων, ήταν, με διάφορες διατυπώσεις, η σχεδόν «κοινή» απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Ήταν μια απάντηση που διατηρούσε τα διαφορετικά ενδεχόμενα ανοιχτά, ως προς το ποια υλική μορφή μπορεί να πάρει αυτή η ανατροπή, από την άποψη της πραγματικής μεταβολής των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών και των καθοριστικών συσχετισμών κυριαρχίας, ως προς το τι «μπορεί και πρέπει» να αντικαταστήσει το καθεστώς που πρέπει να ανατραπεί. Η αστική δημοκρατία, ή η νικηφόρα επανάσταση; Και ποια επανάσταση είναι, τελικά, νικηφόρα, χωρίς μια πραγματική πορεία κατάργησης κάθε εκμετάλλευσης και κάθε καταπίεσης; Και εάν η επανάσταση δεν αποκτήσει τη δύναμη να πραγματοποιηθεί, όπως έδειχναν, ως πιθανό ενδεχόμενο, οι γενικοί συσχετισμοί, απλά «ο αγώνας θα συνεχίζεται» μέσα στο κυρίαρχο σύστημα, σε μια «δημοκρατία αλά Μαρκεζίνη;»; «αλά Τούρκα;», «αλά Γαλλία;», «αλά Σουηδία;», από κάποιες «καλύτερες θέσεις» και ποιες θέσεις, τι είδους θέσεις;
- Όσο αφορά το δεύτερο ερώτημα για τους τρόπους και τις μορφές του αγώνα η απάντηση ήταν σε γενικές γραμμές: Με το μαζικό, εργατικό λαϊκό κίνημα, με την ενωτική, όσο και αυτοτελή, δράση μέσα σ’ αυτό, με την ανατρεπτική του δυναμική και την υποστήριξή του με όλα τα μέσα μαζικής πίεσης αλλά και ένοπλης πάλης που το ίδιο θα απαιτεί. Και αυτή η απάντηση, λόγω των τότε συνθηκών, έγινε ευρύτερα αποδεκτή ως ένα σημείο, με όλους τους αλληλοσυγκρουόμενους υπολογισμούς ως προς τον πολιτικό ρόλο και τον τρόπο οργάνωσης αυτού του «κυρίαρχου» μαζικού κινήματος, αλλά και ως προς την αξιοποίηση ή τη «συμβολή» των «ευρύτερων» συμμαχιών ή των ενδοαστικών ανταγωνισμών στην ανατροπή της χούντας.
- Ενώ στο τρίτο και καθοριστικό ερώτημα της προοπτικής και της βασικής σκοπιάς της πολιτικής πάλης, ο κοινός τόπος των απαντήσεων των αγωνιστών της ανατροπής (ακόμα και των πιο επηρεασμένων από την «αίγλη» μιας ριζοσπαστικοποιημένης αστικής δημοκρατίας) ήταν τελικά η «προώθηση», ή και η πραγματοποίηση «της επανάστασης και του σοσιαλισμού» που λειτουργούσαν, φυσικά, σε διάφορες παραλλαγές και με διαφορετικά «πρότυπα».
Αυτές οι διαφορετικές εκδοχές για την «επανάσταση και το σοσιαλισμό», σε πρώτο επίπεδο, αφορούσαν την πολιτική σημασία τους και το πολιτικό «βάρος» της επίδρασής τους, σε σχέση με τα προηγούμενα πιο «άμεσα» ερωτήματα, αφορούσαν την ουσιαστική – υλική και «χρονική» σύνδεση τους με τον «άμεσο αγώνα». (Ας σημειωθεί εδώ ότι ποτέ το ζήτημα του «χρόνου» δεν είναι ζήτημα δευτερεύον και «παίξε – γέλασε» στη φύση και στην ταξική πάλη). Αλλά γενικότερα αφορούσαν τα πιο βασικά ζητήματα του ταξικού χαρακτήρα τους, των «προτύπων» τους ή των νέων εκδοχών του περιεχομένου και των μορφών τους σε σχέση με την πραγματική εργατικο – δημοκρατική πορεία τους και τη νικηφόρα κομμουνιστική διεθνιστική προοπτική τους.
Τελικά, στην ιδιόμορφη αλληλοσύνδεση αυτών των ερωτημάτων οι προβληματισμοί των αγωνιστών της ανατροπής, της δεύτερης αντιδικτατορικής παράταξης, συμπυκνώνονται σε ορισμένες, «συγκεχυμένες», παραλλαγές ενός λίγο πολύ «κοινού» γενικού συνθήματος: «Παλεύουμε για την ανατροπή της δικτατορίας και για τα συνολικά εργατικά δικαιώματα – Προωθούμε την Επανάσταση». (Ή «την έχουμε προοπτική», την «προετοιμάζουμε», την «επιδιώκουμε», την «διεκδικούμε» κ.λπ.). Σε κάποιες περιπτώσεις και αντίστροφα, «Προωθούμε την Επανάσταση – Παλεύουμε για την ανατροπή κ.λπ.» που ήταν, ας πούμε, η εκδοχή συσπείρωσης, σε πρώτο πλάνο, των πρωτοποριακών δυνάμεων. Εκείνων που κατανοούν την ανάγκη και την άμεση επίδραση της «στρατηγικής σκοπιάς στο τιμόνι», ενώ, ταυτόχρονα, γνωρίζουν πως η αγωνιζόμενη τάξη δίνει μεγαλύτερο «βάρος» στις επιτακτικές διεκδικήσεις της και στον άμεσο πολιτικό αγώνα, «μαθαίνει», κυρίως, μέσα απ’ αυτόν, χωρίς να παύει να επηρεάζεται, να σημαδεύεται και μακροπρόθεσμα, να καθορίζεται, από τη δυναμική των γενικότερων στόχων. Ή πάλι υπήρχαν κι άλλες εκδοχές, π.χ., «Παλεύουμε για την ανατροπή και την Επανάσταση», ή ακόμα «μέσω της ανατροπής για την Επανάσταση», μέχρι και «μέσω της Επανάστασης για την ανατροπή» κ.λπ.
Βυζαντινολογίες ίσως, θα πει κανείς, σε μια εποχή που η αστική ηγεμονία και ο γενικότερος συσχετισμός (αλλά όχι μόνο) εκφράζονταν μέσα στην πλειονότητα των εργαζομένων και της νεολαίας με το «κάποτε θα φύγουν» (οι συνταγματάρχες), ή με το «να φύγουν πρώτα και βλέπουμε», πριν μετατραπούν στο μαζικό «δεν πάει άλλο», μετά το Πολυτεχνείο, τα γεγονότα της Κύπρου και την αρχόμενη, γενικότερη, οικονομική κρίση. Τότε δηλαδή που βρεθήκαμε μπροστά στην κυοφορία σοβαρών «επαναστατικών γεγονότων», όπου αποκαλύφθηκαν σχετικά και πληρώθηκαν μακροπρόθεσμα (παρ’ όλες τις όποιες κατακτήσεις) τα προγραμματικά και πολιτικά ελλείμματα της Αριστεράς, των αγωνιστών της ανατροπής και του γενικότερου αντιδικτατορικού αγώνα.
Πρόκειται, φυσικά, για ελλείμματα που δεν λύνονται με βάση την οποιαδήποτε φραστική, «γεωμετρία» ανάμεσα στον «άμεσο πολιτικό αγώνα» και στην «επανάσταση». Λύνονται μόνο με βάση το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτών των στόχων και την πραγματική πολιτική – υλική σχέση μεταξύ τους, όπως αποτυπώνονται υλικά κυρίως στον πολιτικό ρόλο, στις μορφές και στις πραγματικές κατακτήσεις και προοπτικές του πολυτραγουδισμένου, όσο και πολυπεριφρονημένου, «εργατικού – μαζικού κινήματος». Οι «συνειδητές» ή όχι αντιπαραθέσεις και οι κάθε λογής «προσποιήσεις» και ελιγμοί, που μαίνονταν γύρω από αυτούς τους «κοινούς τόπους» των απαντήσεων, δεν εξαλείφουν τη σημασία τους ως προς τον προσδιορισμό, τουλάχιστον, του μεγέθους του προγραμματικού προβλήματος και των «άλυτων πλευρών» του, ιδιαίτερα για τη σημερινή εποχή.
Απέναντι σ’ αυτά τα ερωτήματα, όσον αφορά τα ζητήματα στρατηγικής, τα κυρίαρχα πρότυπα της Αριστεράς είτε πρόβαλαν τις διάφορες αναπαλαιωμένες εκδοχές της «βελούδινης» επανάστασης μέσα στο αστικό σύστημα, είτε επιδόθηκαν, όπως αποδείχτηκε, στην αντεπαναστατική αναμόρφωση της μεγάλης προσφοράς της Οκτωβριανής Επανάστασης και της λενινιστικής τομής στα μέτρα της εξέλιξης των «σοσιαλιστικών καθεστώτων» χωρίς σοσιαλισμό και τελικά στα μέτρα της αστικής δημοκρατίας.
Οι αξιόλογες τάσεις της αριστερής κριτικής δεν κατάφεραν, ή και δεν επιχείρησαν να προωθήσουν, έστω λίγο πιο πέρα, ένα προγραμματικό ρεύμα ριζικής στρατηγικής και πολιτικής αυτοϋπέρβασης και επαναστατικής επανεξόρμησης του συνολικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, με βάση την πραγματική ιστορική εμπειρία, τα καινοτόμα χαρακτηριστικά της μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας και τον εμφανιζόμενο αντικαπιταλιστικό αναβρασμό.
Γι’ αυτό, κυρίως, οι ευρύτερες αριστερές αμφισβητήσεις ηγεμονεύτηκαν τελικά από πολύμορφες αστικού τύπου διεξόδους και ερμηνείες, (δεξιο «σοσιαλ-κομμουνιστικές», ατομικοκεντρικές – ελευθεριακές, ή και «ελεύθερο» – καπιταλιστικές, κ.λπ.), που κέρδισαν την πρωτοβουλία στην οικειοποίηση και πλαστογράφηση των χασμάτων της ιστορικής εμπειρίας και των μηνυμάτων της νέας αντιφατικής πραγματικότητας. Είτε απ’ την άλλη μεριά, αυτές οι αριστερές τάσεις, αναδιπλώθηκαν σε πιο «ετοιμοπαράδοτα» παραδοσιακά σχήματα μαχητικής κομμουνιστικής αναφοράς αλλά και κρυπτογραφημένης αντεπαναστατικής κατεύθυνσης, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις επείγουσες ανάγκες της αναπτυσσόμενης αντικαπιταλιστικής πάλης και να αντιμετωπίσουν τα αντεργατικά ρεύματα.
Στην καλύτερη περίπτωση, οι τάσεις αυτές δίσταζαν, και σε μεγάλο βαθμό διστάζουν και σήμερα, να εκτιμήσουν και να υπερβούν τις (αντικειμενικές και υποκειμενικές) στρατηγικές αντιφάσεις και τον «μετέωρο» χαρακτήρα των μεγάλων επαναστατικών κατακτήσεων του περασμένου αιώνα, της καθοριστικής λενινιστικής κληρονομιάς και του συνολικού εργατικού κινήματος. Συνέχιζαν, και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν, να καθηλώνουν, στα δικά τους παλιά μέτρα, τη σύγχρονη πάλη για την ανάδειξη των νέων στρατηγικών αναγκών της εργατικής τάξης και την «απομυστικοποίηση» της ιστορικής εμπειρίας. Η διαστρέβλωση και η αποχώρηση της στρατηγικής της επανάστασης προς τον κομμουνισμό (αντίθετα με την ανάγκη για την ριζική ανασυγκρότηση και ανάπτυξή της) επηρεάζει, τελικά» καθοριστικά τη συνολική πορεία και την τακτική του εργατικού αγώνα, τους τρόπους, τα μέσα και τα όπλα διεξαγωγής του.
Στα πλαίσια αυτά στη χώρα μας, οι διασπασμένες, πλέον, κυρίαρχες δυνάμεις της Αριστεράς «προικοδοτούν» το άμεσο πολιτικό πρόγραμμα και την τακτική του ευρύτερου εργατικού και αντιδικτατορικού κινήματος με τις χρεοκοπημένες, στην πράξη, λογικές της Εθνικής – Δημοκρατικής – Αλλαγής του ενιαίου προδικτατορικού ΚΚΕ, είτε στην εκδοχή της «Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας» των αριστερών «εκσυγχρονιστών», είτε στη μορφή μιας «Νέας Δημοκρατίας» στo έδαφος της αστικής κυριαρχίας του αντιδικτατορικού ΚΚΕ.
Στους προβληματισμούς των πρωτοπόρων αγωνιστών οι κυρίαρχες δυνάμεις της Αριστεράς (και όχι μόνο) απαντούν με διάφορες προπολεμικές συνταγές ιδιόμορφης σύμπραξης, «επίδρασης», ή τρέχουσας κινηματικής αντιπολίτευσης στις κυβερνήσεις και στις δομές ενός ανανεωμένου αστικού, τελικά, κράτους. Τα αιτήματα για αντιδικτατορικές κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» της «εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς, ή «εθνικής ανάγκης» του ΚΚΕ, με τη συμμετοχή των «εκπροσώπων της εργατικής τάξης και της αντίστασης», δεν αποτελούσαν κάποιο έκτακτο ελιγμό ή προσωρινό λάθος, αλλά μια γενικότερη λογική.
Στην αντεπαναστατικά μεταλλαγμένη Αριστερά, με όλες τις πολύμορφες (αντικειμενικές, και υποκειμενικές) μυστικοποιήσεις και αντιφάσεις του χαρακτήρα της, δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις που να μπορούν να σφραγίσουν την άμεση πολιτική επιδίωξη με τον στρατηγικά στόχο μιας αναγεννημένης επανάστασης. Έτσι δεν υπήρχαν και περιθώρια για μια άλλη άμεση αντικαπιταλιστική – αντιδικτατορική «γραμμή» εργατικού χαρακτήρα, με συγκεκριμένο υλικό (και όχι «φιλολογικό) περιεχόμενο, που θα βρισκόταν έξω από τον υλικό πραγματισμό της συμμετοχής στη φετιχοποιημένη «εξουσία», και ας είναι και λίγο αστική. Μια γραμμή που θα «μορφοποιούσε» την πολιτική δυναμική και τις κατακτήσεις του εργατικού μαζικού και αντιδικτατορικού κινήματος σε σύγκρουση με τους θεσμούς του αστικού κράτους και θα άνοιγε συγκεκριμένους δρόμους στη γενικότερη επαναστατική επιδίωξη.
Η κυρίαρχη Αριστερά, από τη μια, δεν πρόβαλε τη στρατηγική της επανάστασης, ενώ απ’ την άλλη, στο όνομα της έλλειψης συσχετισμών για την άμεση διεκδίκησή της (μια κατάσταση που, ως συνήθως, κυριαρχεί, με διαφορετικούς πάντα όρους, στις διάφορες προεπαναστατικές καμπές στο έδαφος του καπιταλισμού) «φετιχοποιούσε» το άμεσο πολιτικό πρόγραμμα και στην ουσία το υποβάθμιζε ταξικά και πολιτικά, σπαταλώντας την όποια δυναμική του. Το ξέκοβε απ’ το σύνολο των αντικαπιταλιστικών στόχων και την επαναστατική επιδίωξη, απ’ την πραγματική πολιτική συγκρότηση και τις υλικές «θέσεις» του εργατικού κινήματος, το καθήλωνε στο επίπεδο των κατακερματισμένων αγωνιστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και στη βασική πολιτική επιδίωξη μιας «αριστερής δημοκρατικής» ή αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής μεταρρύθμισης, τελικά, του αστικού κράτους. Μια επιδίωξη, αντικειμενικά ανέφικτη, που κατέληγε στον κυβερνητισμό, στη διεκδίκηση μεριδίων της πολιτικής εξουσίας με μαχητικό σαπόρτ το λεγόμενο μαζικό κίνημα.
Όλα αυτά οδήγησαν αντικειμενικά στη μετέπειτα ενίσχυση της μεταπολιτευτικής αστικής εξουσίας και της «πάξ καραμανλικάνα», στην εξουδετέρωση των αριστερών διεκδικήσεων απ’ το ΠΑΣΟΚ, στη στερέωση του δικομματισμού και στον πολιτικό παροπλισμό του μαζικού εργατικού κινήματος και της ταξικής Αριστεράς. Αυτό απέδειξαν μεταπολιτευτικά τα διάφορα «αριστερά» πολιτικά προγράμματα για «προοδευτικές κυβερνήσεις» των αριστερών «εκσυγχρονιστών» ή για κυβερνήσεις του «αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων» του ΚΚΕ, «της πραγματικής αλλαγής», «της αλλαγής με κατεύθυνση τον σοσιαλισμό» κλπ, που κατέληξαν στις «οικουμενικές» κυβερνήσεις της «κάθαρσης» μέσα στην ιστορική καμπή του ’90 και παρέδωσαν το εργατικό κίνημα της νέας εποχής στον πιο καταστροφικό καπιταλισμό της ιστορίας.
Η ξεχασμένη αντικαπιταλιστική πολιτική
Η κυρίαρχη Αριστερά, έχοντας φετιχοποιήσει και διαχωρίσει σχεδόν απόλυτα τον άμεσο ταξικό πολιτικό αγώνα, έχοντας ταυτόχρονα καθηλώσει τη στρατηγική της εργατικής επανάστασης σε μια αποκοινωνικοποιημένη εκδοχή της «εξουσίας», δεν μπορούσε τελικά να διανοηθεί άλλη υλική μορφή «αλλαγής των συσχετισμών» πέρα, απ’ την επίδρασή της στις κατευθύνσεις του μεταπολιτευτικού κυβερνητικού σκηνικού.
Αλλά και οι ανατρεπτικές κριτικές τάσεις, ακόμα και όσες (προς τιμή τους) διαχωρίζονταν ριζικά απ’ τον κυβερνητισμό και τον «καθεστωτισμό» της κυρίαρχης Αριστεράς και προωθούσαν το δρόμο του μαχητικού κινήματος», δεν μπόρεσαν να χειραφετηθούν απ’ τις ομόκεντρες σχεδόν με την κυρίαρχη Αριστερά αντιφάσεις τους.
Η, από μέρους τους, «εξάντληση» της στρατηγικής της επανάστασης προς τον κομμουνισμό στις πρώτες μεγάλες, αλλά όχι ακόμα «καθοριστικές» κατακτήσεις της, η προσαρμογή τους τελικά με διάφορες μορφές στις μη σοσιαλιστικές εξουσίες, η αυτάρκεια ως προς τις στρατηγικές λύσεις, οδηγούσε σε ταυτόχρονη αυτάρκεια και ως προς την επαναστατική τακτική και τη σύνδεσή της με τον στρατηγικό στόχο. Οδηγούσε στην τυπική διαχείριση της τακτικής με την «ανεμελιά» της απλής αριθμητικής ενός – δύο επαναστατικών αξιωμάτων, που παρ’ όλη τη σημασία τους δεν επαρκούν για τη λύση των μεγάλων και πάντα πρωτότυπων προβλημάτων του «επαναστατικού δρόμου» και της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας.
Σ’ αυτά τα πλαίσια οι τάσεις της αριστερής κριτικής και αμφισβήτησης συχνά αναμασούσαν (και σε μεγάλο βαθμό αναμασούν και σήμερα) «απ’ τα αριστερά», μερικές απ’ τις πιο διαδεδομένες διαστρεβλώσεις αυτών των αξιωμάτων από μέρους της μεταλλαγμένης Αριστεράς.
Μια από τις πιο βασικές, αφορά το λεγόμενο «αντικαπιταλιστικό» περιεχόμενο των στόχων και των μορφών του «άμεσου» πολιτικού αγώνα και τη σχετική, πάντα, σε διάφορα επίπεδα, δυνατότητα υλοποίησης και επιβολής τους στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας, σε αποφασιστικές καμπές της ταξικής πάλης και όχι μόνο σε συνθήκες γενικής επαναστατικής κρίσης (όπου δεσπόζουν τα καθήκοντα της, επανάστασης). Αφορά την αδυναμία διάκρισης των «κοινών στοιχείων» και των αντιθέσεων ανάμεσα στον χαρακτήρα των στόχων και των κατακτήσεων του ρεφορμισμού από τη μια μεριά, τον χαρακτήρα των βασικών «αντικαπιταλιστικών» στόχων και των αντίστοιχων κατακτήσεων στο έδαφος της διατηρούμενης αστικής κυριαρχίας από την άλλη και το διαφορετικό), και απ’ τα δύο προηγούμενα επίπεδα, χαρακτήρα των επιδιώξεων σε συνθήκες γενικής επαναστατικής κρίσης και, πολύ περισσότερο, επαναστατικής εξουσίας.
Είναι, λίγο πολύ, γνωστό πως οι πολύπλευρες εκδηλώσεις των διάφορων νόμων της καπιταλιστικής κυριαρχίας στα ζητήματα της οικονομίας – εργασίας, της δημοκρατίας, των διεθνών σχέσεων και του γενικού πολιτισμού, μπορεί να «συμπυκνωθούν» (έστω κάπως σχηματικά) σε δυό βασικούς νόμους:
Αυτοί επιβάλλουν, κυρίως, απ’ τη μια μεριά τη διαρκή σχετική επιδείνωση της οικονομικο-κοινωνικής θέσης της καταπιεζόμενης εργασίας και από την άλλη, την αδιατάρακτη αναπαραγωγή της ηγεμονίας της αστικής πολιτικής και των αστικών μορφών και θεσμών, (εσωτερικών και διεθνών) απέναντι στο πολιτικό και (πολιτιστικό) κίνημα των εργαζομένων και στην τάση του για δικούς του αγωνιστικούς «θεσμούς» ανεξάρτητους σε πολιτικό περιεχόμενο και μορφές.
Οι ρεφορμιστικοί στόχοι και «κατακτήσεις» δεν αμφισβητούν, ουσιαστικά δεν επιδιώκουν να αναιρέσουν και δεν υπερβαίνουν σχετικά, με υλικό τρόπο, αυτούς τους δυο βασικούς νόμους της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Αντίθετα, απ’ την άλλη μεριά, οι βασικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι και οι αντίστοιχες μορφές στο έδαφος της διατηρούμενης αστικής κυριαρχίας όχι μόνο διεκδικούν και συγκρούονται, αλλά, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούν να «ανατρέπουν», με υλικό τρόπο και να υπερβαίνουν σχετικά, για ένα διάστημα, ή μια φάση της ταξικής πάλης, τη «συνέχεια» αυτών ακριβώς των βασικών καπιταλιστικών νόμων. (Αυτό σημαίνει π.χ. ριζική ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής, ανατροπή του πολιτικού «σκηνικού» υπέρ του ρόλου του εργατικού πολιτικού κινήματος – και δεν σημαίνει μόνο τις πολύτιμες ανατροπές σε επιμέρους χώρους και σε επιμέρους εκδηλώσεις αυτών των νόμων).
Και μια απ’ τις πιο βασικές προϋποθέσεις, γι’ αυτό το τακτικό ρήγμα στη «συνέχεια» των βασικών καπιταλιστικών νόμων είναι η επιδίωξη και σχετική κατάκτηση της αυτοτελούς ενωτικής συγκρότησης του επαναστατικού και του πολιτικού αντικαπιταλιστικού μαζικού κινήματος των εργαζομένων απέναντι στους θεσμούς, στις κυβερνήσεις και στις διάφορες μορφές της αστικής εξουσίας.
Δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός νόμος που να βρίσκεται έξω απ’ την ταξική πάλη. Δεν υπάρχει καμιά σιδερένια κοινωνική νομοτέλεια που να λειτουργεί χωρίς αντίρροπες δυνάμεις και τάσεις, χωρίς χάσματα και «ασυνέχειες», χωρίς αναπτυσσόμενες αντιφάσεις. Αν αυτό ισχύει για τις επαναστατικές νομοτέλειες, ισχύει (με άλλο τρόπο) και για τις νομοτέλειες της αστικής κυριαρχίας. Μάλιστα αυτό ισχύει, πολύ περισσότερο σήμερα, σε μια εποχή κυοφορίας ενός ανώτερου κύκλου ιστορικής κρίσης του αστικού συστήματος και αφάνταστα πιο προωθημένων αντικειμενικών τάσεων ουσιαστικής επικράτησης της κομμουνιστικής δυνατότητας. Αν η σύγχρονη επιστήμη ανακαλύπτει την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα και της λειτουργίας των φυσικών νόμων και υπερβαίνει τις παλιές «κομφορμιστικές» προσεγγίσεις, αυτό ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στην αλήθεια για τους κοινωνικούς νόμους, που λειτουργούν με την παρέμβαση των πολλαπλών θελήσεων των κοινωνικών ανθρώπων.
Αντίθετα με τη χρόνια πολιτική αφασία της μεταλλαγμένης Αριστεράς (και όχι μόνο), οι επιτακτικές ανάγκες της ταξικής πολιτικής πάλης για την επιβίωση των εργαζομένων, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι και κατακτήσεις τους μπορούν, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να επιβάλλουν σχετικά τη «διακοπή της συνέχειας», τη σχετική ανατροπή αυτών των βασικών καπιταλιστικών νόμων προς όφελος των άμεσων εργατικολαϊκών συμφερόντων και της επαναστατικής επιδίωξης, με τη δύναμη ενός πολιτικά μετασχηματισμένου «μαζικού κινήματος».
Βάζουν έτσι σε αμφισβήτηση, «κλονίζουν», προσωρινά, σε ένα επίπεδο την αστική ηγεμονία και κυριαρχία υπέρ των πραγματικών «θέσεων» των εργαζομένων και του κινήματος τους. Αλλά, απ’ την άλλη μεριά, αυτές οι κατακτήσεις δεν παύουν να λειτουργούν «κάτω» απ’ τη στρατηγική υπεροχή αυτής της κυριαρχίας και κάτω απ’ τον αδιάλλακτο ρεβανσισμό της, στο βαθμό που δεν έχει διαμορφωθεί και με τη δική τους συμβολή (αλλά όχι μόνο) η γενική επαναστατική κρίση και η δυνατότητα άμεσης επιβολής της επαναστατικής εργατικής εξουσίας.
Γι’ αυτό, σ’ αυτή την περίπτωση, απέναντι στις όποιες αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις, υπερισχύει ακόμα η γενικότερη στρατηγική «συνέχεια» και όχι το άμεσο τακτικό ρήγμα των βασικών νόμων της καπιταλιστικής κυριαρχίας, με αποτέλεσμα αυτές να έχουν πάντα ιδιαίτερα σχετικό και αντιφατικό χαρακτήρα, από άποψη περιεχομένου, μορφής και προοπτικής. Ένα χαρακτήρα που περιέχει δεσπόζουσες τάσεις αναδίπλωσης και υποχώρησης, μέχρις ότου αναδημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για καινούριες αντεπιθέσεις. Ένα χαρακτήρα που είναι αναστρέψιμος, διαρκώς διαφιλονικούμενος, και όχι βέβαια συνεχής και πολύ περισσότερο μόνιμος, με μικρές και μεγάλες νίκες και αντίστοιχες υποχωρήσεις ή ενδεχόμενες ήττες, μέχρις ότου δημιουργηθούν οι συνθήκες της γενικής επαναστατικής κρίσης και της νικηφόρας αντικαπιταλιστικής εξουσίας προς τον κομμουνισμό.
Με βάση αυτή την καθοριστική αντίφαση, – σχετικό, προσωρινό «τακτικό ρήγμα» στη «συνέχεια» των νόμων της αστικής κυριαρχίας απ’ την μια μεριά – όχι ριζική αντιστροφή της «στρατηγικής υπεροχής» αυτής της συνέχειας και συνολική κατάργησή της απ’ την άλλη, οι πολιτικές αντικαπιταλιστικές ανατροπές και οι «προοπτικές» τους στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, δεν «εξομοιώνονται» με τους στρατηγικούς στόχους.
Κατακτούν μια ριζικά προωθημένη ενότητα, αλλά δεν ξεπερνούν τη δεσπόζουσα ανάθεση, που υπάρχει σε σχέση με τις ανώτερες επιδιώξεις της γενικής επαναστατικής κρίσης και πολύ περισσότερο της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής εξουσίας που αποτελεί το πρώτο στρατηγικό ρήγμα στη «συνέχεια» των καπιταλιστικών νόμων. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει, για άλλη μια φορά την αναγκαιότητα της αυτοτελούς συγκρότησης και του ιδιαίτερου ρόλου της ευρύτερης, δυνατής, κομμουνιστικής πρωτοπορίας μέσα στο ενωτικό αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό κίνημα.
Οι βασικοί πολιτικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι, οι αντίστοιχες μορφές και οι σχετικές κατακτήσεις τους συνιστούν μια ανώτερη ποιοτική καμπή της ταξικής πάλης στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, αλλά δεν αποτελούν αυτόματο συνώνυμο της επαναστατικής κατάστασης. Δεν επιβάλλουν κάποια προεγγυημένη γραμμική πορεία προς αυτή και πολύ περισσότερο προς τη νίκη της επανάστασης, δεν ταυτίζονται μαζί τους. Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης είναι, ασφαλώς, πάντα πρωτότυπη και απρόβλεπτη. Κανείς δεν αποκλείει τη διαμόρφωση συνθηκών γενικευμένης επαναστατικής κρίσης, ακόμα και νικηφόρας έναρξης της επανάστασης, χωρίς να έχουν επιτευχθεί αντικαπιταλιστικές ανατροπές.
Ωστόσο, οι νικηφόρες επαναστάσεις απαιτούν υψηλό επίπεδο ετοιμότητας και συνειδητοποίησης του υποκειμενικού παράγοντα και απ’ αυτή την άποψη αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας θα είναι, αντικειμενικά, αφοπλισμένος και ανέτοιμος, όχι αν δεν έχει μπορέσει να κατακτήσει αντικαπιταλιστικές νίκες, αλλά αν έχει προκαταβολικά παραιτηθεί απ’ αυτές.
Συχνά γίνεται σύγχυση γύρω απ’ τη σχετική διάκριση που υπάρχει ανάμεσα στο περιεχόμενο των «στόχων» και των επιδιώξεων της αντικαπιταλιστικής πάλης απ τη μια μεριά και το περιεχόμενο, τη μορφή και το εύρος των βασικών αντικαπιταλιστικών ρηγμάτων, που μπορεί να επιβληθούν τελικά στο έδαφος της διατηρούμενης αστικής κυριαρχίας. Αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται φυσικά.
Κανείς στην ταξική πάλη δεν κατέχει το χάρισμα των προγνωστικών για το ποιος κρίκος απ’ τις πολλαπλές εκφράσεις των βασικών νόμων της αστικής κυριαρχίας και της αστικής πολιτικής θα μπορεί να οδηγήσει τελικά στο βασικό αντικαπιταλιστικό ρήγμα προς όφελος των εργαζομένων. Και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει προκαταβολικά το εύρος αυτού του ρήγματος, τη διάρκειά του και γενικότερα την εξέλιξη της ταξικής πάλης.
Απ’ αυτή την άποψη, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι του άμεσου προγράμματος αναφέρονται σ’ όλες τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις και πλευρές της αστικής κυριαρχίας και πολιτικής, εφ’ όσον κάθε πραγματικό βασικό αντικαπιταλιστικό ρήγμα επιδρά καταλυτικά στο σύνολο των εκφράσεών τους και συγκροτεί μια σχετική αντικαπιταλιστική ανατροπή της συγκεκριμένης στρατηγικής του κεφαλαίου. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι είναι δυνατό να ανατραπούν, όλες ταυτόχρονα οι εκφράσεις της αστικής στρατηγικής και πολύ περισσότερο να ανατραπούν σταθερά και μόνιμα. Η αντικαπιταλιστική πολιτική υπολογίζει, κάθε φορά, τη συγκεκριμένη δυνατότητα των πιο ώριμων προβλημάτων – κρίκων γι’ αυτό το βασικό τακτικό ρήγμα και συγκεκριμενοποιεί τις συνολικές προτάσεις της. Κι αυτό το κάνει χωρίς φυσικά να τις μετρά με το υποδεκάμετρο κατά πόσο ακριβώς «χωράνε» στις ενδεχόμενες διαστάσεις ή στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ρήγματος που μπορεί, τελικά, να προκύψει. Άλλωστε, η επανάσταση προς τον κομμουνισμό αποτελεί καθοριστικό στρατηγικό οδηγό για την κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής πάλης και, έτσι, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι μπορεί και πρέπει να σημαδεύονται άμεσα και υλικά απ’ το περιεχόμενο της γενικότερης επαναστατικής επιδίωξης.
Το βασικό ζήτημα δεν είναι το αν οι βασικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι του άμεσου αγώνα περιέχουν πλευρές που ανάγονται στην επαναστατική προοπτική, εφόσον κάτι τέτοιο είναι και επιδιωκόμενο και αναγκαίο και αναπόφευκτο. Το βασικό είναι οι συνολικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι να μην αποτελούν αποκλειστικά στόχους «ζύμωσης», χωρίς υλική – πολιτική υπόσταση. Το βασικό είναι να αποτελούν οδηγό για δράση για την πραγματική και δυνατή επιβολή μιας πραγματικής (παρ’ όλο τον «τακτικό» της χαρακτήρα) αντικαπιταλιστικής ανατροπής προς όφελος των άμεσων και γενικότερων θέσεων και των επαναστατικών επιδιώξεων των εργαζομένων. Το βασικό είναι να συνδέονται υλικά – πολιτικά, και από την άποψη των ιδεών, με την ανώτερη αναγκαιότητα της επαναστατικής εξουσίας, να μην ταυτίζονται μηχανιστικά μαζί της, να μην την αντιμετωπίζουν αντικειμενικά σαν άλλοθι για την παραίτηση, ουσιαστικά, απ’ την αντικαπιταλιστική πάλη.
Ταυτόχρονα, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι και κατακτήσεις βρίσκονται σε σχέση ενότητας και κυρίως αντίθεσης, άλλου τύπου, με τις ρεφορμιστικές τάσεις και «βελτιώσεις», ας οποίες σε καμιά περίπτωση δεν δαιμονοποιούν ιδιαίτερα όσο έχει σχέση με τη «βάση» των αγωνιζόμενων δυνάμεων. Βασικός κρίκος ενότητας και διαπάλης απέναντι σ’ αυτές τις τάσεις είναι οι πολύ σημαντικές επιμέρους αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις του ταξικού κινήματος, καθώς και εκείνες οι αγωνιστικές κατακτήσεις του, που επιβάλλονται σαν «υποπροϊόν» της αντικαπιταλιστικής πάλης. Αλλά, βέβαια, ούτε οι επιμέρους, ούτε οι βασικές πολιτικές αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις εξασφαλίζουν «εφ’ άπαξ» και γραμμικά την αντικαπιταλιστική ηγεμονία μέσα στο εργατικό κίνημα, ή, πολύ περισσότερο, την κατάργηση των ρεφορμιστικών τάσεων, την ανάγκη για παραπέρα ενότητα και διαπάλη για τον ριζικό μετασχηματισμό του συνολικού κινήματος στον επαναστατικό δρόμο.
Αντίθετα με τις αναπτυσσόμενες ανάγκες και δυνατότητες, ιδιαίτερα στις συνθήκες της σημερινής καπιταλιστικής κρίσης, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι του εργατικού κινήματος αντιμετωπίζονται από τη μεταλλαγμένη «ρεαλιστική» αριστερά (και όχι μόνο), κυρίως, σαν στόχοι «μη υλοποιήσιμοι» και εφικτοί» ούτε καν σχετικά, χωρίς την νομή ή «κατάληψη» της εξουσίας.
Έτσι, οι συνολικοί πολιτικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι (που πηγάζουν απ’ την άμεση αναγκαιότητα των εργατικών συμφερόντων) απογυμνώνονται απ’ το υλικό τους περιεχόμενο (και απ’ την αμεσότητά τους). Μετατρέπονται – υποβαθμίζονται σε στόχους προσαρμογής στον αστικό κυβερνητισμό, ή στην καλύτερη περίπτωση σε στόχους ζύμωσης και προπαγάνδας, σε στόχους «ιδεολογικής», φαντασιακής και όχι υλικής – πολιτικής «σύνδεσης» με την επαναστατική στρατηγική.
Είναι γνωστό πως οι πολλαπλές ενστάσεις για τη δυνατότητα επιβολής σχετικού τακτικού ρήγματος στη «συνέχεια» των βασικών νόμων της αστικής κυριαρχίας, σε αποφασιστικές καμπές της ταξικής πάλης και όχι μόνο σε συνθήκες γενικής επαναστατικής κρίσης, έχουν αντικειμενική βάση. Αυτή αφορά τη μηδενική ανοχή κατ τον διαρκή ρεβανσισμό του συστήματος, που διατηρεί τη στρατηγική υπεροχή, αφορά τον «προληπτικό» πολιτικό και κοινωνικό του πόλεμο απέναντι στις αντικαπιταλιστικές τάσεις των εργαζομένων κ.λπ. Αφορά τις ιδιόμορφες δυσκολίες «συνάντησης» των αντικειμενικών προϋποθέσεων (όξυνση των αντιφάσεων του συστήματος κ.λπ.) με την, ακόμα πιο δύσκολη, υποκειμενική συγκέντρωση των δυνάμεων που μπορούν να επιβάλλουν τις αντικαπιταλιστικές ρήξεις.
Πάνω απ’ όλα όμως οι ενστάσεις αυτές έχουν υποκειμενική βάση. Συνδέονται με τη χρόνια υποχώρηση της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής κάτω απ’ την ηγεμονία της αντεπαναστατικής Αριστεράς.
Συνδέονται, ιδιαίτερα, με τη χρόνια αντίληψη και πρακτική της κυρίαρχης Αριστεράς για τον «εξελικτικό» γραμμικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης στο έδαφος του καπιταλισμού, για τον γραμμικό χαρακτήρα των κοινωνικών νόμων, αλλά και για τους ίδιους τους μετασχηματισμούς του καπιταλισμού (πχ θεωρούν ότι ο καπιταλισμός μένει, ποιοτικά, ίδιος, τουλάχιστον απ’ το 1900 μέχρι σήμερα). Έχουν σχέση, αντίστοιχα, με την εξελικτική και σχηματική αντεπαναστατική γραμμή, που επιβλήθηκε στις «σοσιαλιστικές χώρες» ως προς τη λύση των μεγάλων στρατηγικών προβλημάτων της επανάστασης προς τον κομμουνισμό. («Εξουσία» + κρατικοποίηση = κομμουνισμός, που «νικά» περίπου γύρω στο ’80, κυρίως, μέσα απ’ τα συνέδρια του κόμματος και έξω απ’ την ταξική πάλη).
Έχουν σχέση με τον «φόβο» και την χρόνια αδυναμία ερμηνείας του πραγματικού χαρακτήρα των, μικρότερων ή μεγαλύτερων, «επαναστατικών» γεγονότων» στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, των μη «συνηθισμένων» καμπών της ταξικής πάλης, που ανατρέπουν τους υπάρχοντες ρυθμούς και συσχετισμούς της, χωρίς συνήθως να συνιστούν ακόμα μια γενική επαναστατική κρίση. (π.χ. ’65, ’73 – ’75 στη χώρα μας» Γαλλικός Μάης – που σημειωτέον ανέτρεψε ριζικά τη σχέση κερδών, μισθών – Ιταλικός Μάης, Αργεντινή, Βενεζουέλα σήμερα κ.λπ.). Έχουν σχέση, κυρίως, με την υποβάθμιση του ρόλου του πολιτικού προγράμματος στην υποκειμενική συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Αντίθετα με όλα αυτά, οι «άμεσοι» αντικαπιταλιστικοί στόχοι και πολύ περισσότερο οι υλικές (και όχι επικοινωνιακές) αντικαπιταλιστικές ανατροπές, αποτελούν τον βασικό «κρίκο», το βασικό «όπλο» του εργατικού κινήματος για τις μεγάλες, ή και τις πιο μικρές νίκες, τις αγωνιστικές κατακτήσεις και αντιστάσεις του σε διαρκή αντιπαράθεση με τη διαρκή αδιαλλαξία και τους θεσμούς του συστήματος. Φτάνει να τις διεκδικεί κανείς στα σοβαρά και να μην τις ευτελίζει.
Ταυτόχρονα, ανοίγουν πραγματικά τον δύσβατο, αντιφατικό και καθόλου «προχρονομετρημένο» επαναστατικό δρόμο της έμπρακτης συνειδητοποίησης των εργαζομένων για την προώθηση και τη νίκη της επανάστασης, μέσα απ’ το ανεξάρτητο από το κράτος μαζικό πολιτικό τους κίνημα, μέσα απ’ τις νίκες και τις ήττες του, τις υποχωρήσεις και τις αναπόφευκτες αντεπιθέσεις του. Αυτή η αναγκαία αντικαπιταλιστική πολιτική με γενικό στόχο μια αναγεννημένη εργατική επανάσταση, είχε διαστρεβλωθεί και ξεχαστεί ουσιαστικά για δεκαετίες, είχε υπονομευθεί και αντιστραφεί στα χρόνια της δικτατορίας και στα χαράματα της νέας εποχής, παραμένει παραμελημένη και «υπανάπτυκτη» ακόμα και στις σημερινές δραματικές όσο και κοσμογονικές συνθήκες και δυνατότητες.
Οι αγωνιστές, ιδιαίτερα της δεύτερης αντιδικτατορικής παράταξης, θέλοντας και μη, γνωρίζοντας και μη, αναμετρήθηκαν με τα μεγάλα (και πάντα σχετικά «άλυτα» και πρωτότυπα) προβλήματα του εργατικού επαναστατικού κινήματος, που είχαν οξυνθεί δραματικά στο μεταίχμιο δυο ιστορικών εποχών.
Σ’ αυτή τη βάση εξελίσσονται, τότε, ποιοτικά και περιπλέκονται όλα τα ζητήματα της στρατηγικής και του πολιτικού προγράμματος. Βαραίνουν σ’ αυτά, όλο και πιο καταλυτικά, οι αρνητικές συνέπειες απ’ την («μυστικοποιημένη» μέχρις ενός σημείου, ακόμα και σήμερα) αντεπαναστατική μετάλλαξη του «ιστορικού» κομμουνιστικού κινήματος σε Ανατολή και Δύση. Ταυτόχρονα, πνέουν καινούριοι άνεμοι απ’ την, αρχόμενη τότε, σε νέα κλίμακα, μαζική προλεταριοποίηση και απ’ τους εμφανιζόμενους ριζικούς μετασχηματισμούς μέσα στην εργατική τάξη και στην εργατική σύνθεση της νεολαίας, ενώ ξεσπούν καινούριες θύελλες από την κυοφορούμενη αντιδραστική ανασυγκρότηση των βασικών δομών του καπιταλισμού.
Ο Χ. Γαϊτανίδης και πολλά παιδιά της εποχής του αγωνίστηκαν και «μπλέχτηκαν» σ’ αυτά τα δύσβατα σταυροδρόμια, ξεπέρασαν κάμποσα εμπόδια και φρέναραν απέναντι σε περισσότερα, προκειμένου να συναντηθούν με την επιτακτική ανάγκη μιας συνολικής επανεξόρμησης του εργατικού κινήματος.
Για τους αγωνιστές της ανατροπής (περισσότερο ή λιγότερο «συνειδητούς») μέσα στο αντιδικτατορικό κίνημα τα «άλυτα» προβλήματα της επαναστατικής στρατηγικής συμπυκνώνονται (όπως πάντα, με διαφορετικούς όρους) στο γνωστό (και κάπως σχηματικό) τρίπτυχο:
- Τι κάνουμε τώρα;
- Με τι τρόπους, μέσα και «όπλα»;
- Με ποια προοπτική και από ποια σκοπιά;
Υπήρχε ένας «κοινός τόπος» απαντήσεων (με πολλές αντίθετες ερμηνείες) απέναντι στα ερωτήματα αυτού του αλληλοσυνδεόμενου τρίπτυχου από μέρους των πρωτοπόρων αγωνιστών του κινήματος:
- Η πάλη για την «επαναστατική» ανατροπή της δικτατορίας, των κοινωνικών πολιτικών και ιμπεριαλιστικών δομών που τη γεννούν και τη στηρίζουν με την ουσιαστική ενίσχυση, σε κάθε περίπτωση, του πολιτικού κινήματος και των «θέσεων» των εργαζομένων, ήταν, με διάφορες διατυπώσεις, η σχεδόν «κοινή» απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Ήταν μια απάντηση που διατηρούσε τα διαφορετικά ενδεχόμενα ανοιχτά, ως προς το ποια υλική μορφή μπορεί να πάρει αυτή η ανατροπή, από την άποψη της πραγματικής μεταβολής των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών και των καθοριστικών συσχετισμών κυριαρχίας, ως προς το τι «μπορεί και πρέπει» να αντικαταστήσει το καθεστώς που πρέπει να ανατραπεί. Η αστική δημοκρατία, ή η νικηφόρα επανάσταση; Και ποια επανάσταση είναι, τελικά, νικηφόρα, χωρίς μια πραγματική πορεία κατάργησης κάθε εκμετάλλευσης και κάθε καταπίεσης; Και εάν η επανάσταση δεν αποκτήσει τη δύναμη να πραγματοποιηθεί, όπως έδειχναν, ως πιθανό ενδεχόμενο, οι γενικοί συσχετισμοί, απλά «ο αγώνας θα συνεχίζεται» μέσα στο κυρίαρχο σύστημα, σε μια «δημοκρατία αλά Μαρκεζίνη;»; «αλά Τούρκα;», «αλά Γαλλία;», «αλά Σουηδία;», από κάποιες «καλύτερες θέσεις» και ποιες θέσεις, τι είδους θέσεις;
- Όσο αφορά το δεύτερο ερώτημα για τους τρόπους και τις μορφές του αγώνα η απάντηση ήταν σε γενικές γραμμές: Με το μαζικό, εργατικό λαϊκό κίνημα, με την ενωτική, όσο και αυτοτελή, δράση μέσα σ’ αυτό, με την ανατρεπτική του δυναμική και την υποστήριξή του με όλα τα μέσα μαζικής πίεσης αλλά και ένοπλης πάλης που το ίδιο θα απαιτεί. Και αυτή η απάντηση, λόγω των τότε συνθηκών, έγινε ευρύτερα αποδεκτή ως ένα σημείο, με όλους τους αλληλοσυγκρουόμενους υπολογισμούς ως προς τον πολιτικό ρόλο και τον τρόπο οργάνωσης αυτού του «κυρίαρχου» μαζικού κινήματος, αλλά και ως προς την αξιοποίηση ή τη «συμβολή» των «ευρύτερων» συμμαχιών ή των ενδοαστικών ανταγωνισμών στην ανατροπή της χούντας.
- Ενώ στο τρίτο και καθοριστικό ερώτημα της προοπτικής και της βασικής σκοπιάς της πολιτικής πάλης, ο κοινός τόπος των απαντήσεων των αγωνιστών της ανατροπής (ακόμα και των πιο επηρεασμένων από την «αίγλη» μιας ριζοσπαστικοποιημένης αστικής δημοκρατίας) ήταν τελικά η «προώθηση», ή και η πραγματοποίηση «της επανάστασης και του σοσιαλισμού» που λειτουργούσαν, φυσικά, σε διάφορες παραλλαγές και με διαφορετικά «πρότυπα».
Αυτές οι διαφορετικές εκδοχές για την «επανάσταση και το σοσιαλισμό», σε πρώτο επίπεδο, αφορούσαν την πολιτική σημασία τους και το πολιτικό «βάρος» της επίδρασής τους, σε σχέση με τα προηγούμενα πιο «άμεσα» ερωτήματα, αφορούσαν την ουσιαστική – υλική και «χρονική» σύνδεση τους με τον «άμεσο αγώνα». (Ας σημειωθεί εδώ ότι ποτέ το ζήτημα του «χρόνου» δεν είναι ζήτημα δευτερεύον και «παίξε – γέλασε» στη φύση και στην ταξική πάλη). Αλλά γενικότερα αφορούσαν τα πιο βασικά ζητήματα του ταξικού χαρακτήρα τους, των «προτύπων» τους ή των νέων εκδοχών του περιεχομένου και των μορφών τους σε σχέση με την πραγματική εργατικο – δημοκρατική πορεία τους και τη νικηφόρα κομμουνιστική διεθνιστική προοπτική τους.
Τελικά, στην ιδιόμορφη αλληλοσύνδεση αυτών των ερωτημάτων οι προβληματισμοί των αγωνιστών της ανατροπής, της δεύτερης αντιδικτατορικής παράταξης, συμπυκνώνονται σε ορισμένες, «συγκεχυμένες», παραλλαγές ενός λίγο πολύ «κοινού» γενικού συνθήματος: «Παλεύουμε για την ανατροπή της δικτατορίας και για τα συνολικά εργατικά δικαιώματα – Προωθούμε την Επανάσταση». (Ή «την έχουμε προοπτική», την «προετοιμάζουμε», την «επιδιώκουμε», την «διεκδικούμε» κ.λπ.). Σε κάποιες περιπτώσεις και αντίστροφα, «Προωθούμε την Επανάσταση – Παλεύουμε για την ανατροπή κ.λπ.» που ήταν, ας πούμε, η εκδοχή συσπείρωσης, σε πρώτο πλάνο, των πρωτοποριακών δυνάμεων. Εκείνων που κατανοούν την ανάγκη και την άμεση επίδραση της «στρατηγικής σκοπιάς στο τιμόνι», ενώ, ταυτόχρονα, γνωρίζουν πως η αγωνιζόμενη τάξη δίνει μεγαλύτερο «βάρος» στις επιτακτικές διεκδικήσεις της και στον άμεσο πολιτικό αγώνα, «μαθαίνει», κυρίως, μέσα απ’ αυτόν, χωρίς να παύει να επηρεάζεται, να σημαδεύεται και μακροπρόθεσμα, να καθορίζεται, από τη δυναμική των γενικότερων στόχων. Ή πάλι υπήρχαν κι άλλες εκδοχές, π.χ., «Παλεύουμε για την ανατροπή και την Επανάσταση», ή ακόμα «μέσω της ανατροπής για την Επανάσταση», μέχρι και «μέσω της Επανάστασης για την ανατροπή» κ.λπ.
Βυζαντινολογίες ίσως, θα πει κανείς, σε μια εποχή που η αστική ηγεμονία και ο γενικότερος συσχετισμός (αλλά όχι μόνο) εκφράζονταν μέσα στην πλειονότητα των εργαζομένων και της νεολαίας με το «κάποτε θα φύγουν» (οι συνταγματάρχες), ή με το «να φύγουν πρώτα και βλέπουμε», πριν μετατραπούν στο μαζικό «δεν πάει άλλο», μετά το Πολυτεχνείο, τα γεγονότα της Κύπρου και την αρχόμενη, γενικότερη, οικονομική κρίση. Τότε δηλαδή που βρεθήκαμε μπροστά στην κυοφορία σοβαρών «επαναστατικών γεγονότων», όπου αποκαλύφθηκαν σχετικά και πληρώθηκαν μακροπρόθεσμα (παρ’ όλες τις όποιες κατακτήσεις) τα προγραμματικά και πολιτικά ελλείμματα της Αριστεράς, των αγωνιστών της ανατροπής και του γενικότερου αντιδικτατορικού αγώνα.
Πρόκειται, φυσικά, για ελλείμματα που δεν λύνονται με βάση την οποιαδήποτε φραστική, «γεωμετρία» ανάμεσα στον «άμεσο πολιτικό αγώνα» και στην «επανάσταση». Λύνονται μόνο με βάση το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτών των στόχων και την πραγματική πολιτική – υλική σχέση μεταξύ τους, όπως αποτυπώνονται υλικά κυρίως στον πολιτικό ρόλο, στις μορφές και στις πραγματικές κατακτήσεις και προοπτικές του πολυτραγουδισμένου, όσο και πολυπεριφρονημένου, «εργατικού – μαζικού κινήματος». Οι «συνειδητές» ή όχι αντιπαραθέσεις και οι κάθε λογής «προσποιήσεις» και ελιγμοί, που μαίνονταν γύρω από αυτούς τους «κοινούς τόπους» των απαντήσεων, δεν εξαλείφουν τη σημασία τους ως προς τον προσδιορισμό, τουλάχιστον, του μεγέθους του προγραμματικού προβλήματος και των «άλυτων πλευρών» του, ιδιαίτερα για τη σημερινή εποχή.
Απέναντι σ’ αυτά τα ερωτήματα, όσον αφορά τα ζητήματα στρατηγικής, τα κυρίαρχα πρότυπα της Αριστεράς είτε πρόβαλαν τις διάφορες αναπαλαιωμένες εκδοχές της «βελούδινης» επανάστασης μέσα στο αστικό σύστημα, είτε επιδόθηκαν, όπως αποδείχτηκε, στην αντεπαναστατική αναμόρφωση της μεγάλης προσφοράς της Οκτωβριανής Επανάστασης και της λενινιστικής τομής στα μέτρα της εξέλιξης των «σοσιαλιστικών καθεστώτων» χωρίς σοσιαλισμό και τελικά στα μέτρα της αστικής δημοκρατίας.
Οι αξιόλογες τάσεις της αριστερής κριτικής δεν κατάφεραν, ή και δεν επιχείρησαν να προωθήσουν, έστω λίγο πιο πέρα, ένα προγραμματικό ρεύμα ριζικής στρατηγικής και πολιτικής αυτοϋπέρβασης και επαναστατικής επανεξόρμησης του συνολικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, με βάση την πραγματική ιστορική εμπειρία, τα καινοτόμα χαρακτηριστικά της μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας και τον εμφανιζόμενο αντικαπιταλιστικό αναβρασμό.
Γι’ αυτό, κυρίως, οι ευρύτερες αριστερές αμφισβητήσεις ηγεμονεύτηκαν τελικά από πολύμορφες αστικού τύπου διεξόδους και ερμηνείες, (δεξιο «σοσιαλ-κομμουνιστικές», ατομικοκεντρικές – ελευθεριακές, ή και «ελεύθερο» – καπιταλιστικές, κ.λπ.), που κέρδισαν την πρωτοβουλία στην οικειοποίηση και πλαστογράφηση των χασμάτων της ιστορικής εμπειρίας και των μηνυμάτων της νέας αντιφατικής πραγματικότητας. Είτε απ’ την άλλη μεριά, αυτές οι αριστερές τάσεις, αναδιπλώθηκαν σε πιο «ετοιμοπαράδοτα» παραδοσιακά σχήματα μαχητικής κομμουνιστικής αναφοράς αλλά και κρυπτογραφημένης αντεπαναστατικής κατεύθυνσης, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις επείγουσες ανάγκες της αναπτυσσόμενης αντικαπιταλιστικής πάλης και να αντιμετωπίσουν τα αντεργατικά ρεύματα.
Στην καλύτερη περίπτωση, οι τάσεις αυτές δίσταζαν, και σε μεγάλο βαθμό διστάζουν και σήμερα, να εκτιμήσουν και να υπερβούν τις (αντικειμενικές και υποκειμενικές) στρατηγικές αντιφάσεις και τον «μετέωρο» χαρακτήρα των μεγάλων επαναστατικών κατακτήσεων του περασμένου αιώνα, της καθοριστικής λενινιστικής κληρονομιάς και του συνολικού εργατικού κινήματος. Συνέχιζαν, και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν, να καθηλώνουν, στα δικά τους παλιά μέτρα, τη σύγχρονη πάλη για την ανάδειξη των νέων στρατηγικών αναγκών της εργατικής τάξης και την «απομυστικοποίηση» της ιστορικής εμπειρίας. Η διαστρέβλωση και η αποχώρηση της στρατηγικής της επανάστασης προς τον κομμουνισμό (αντίθετα με την ανάγκη για την ριζική ανασυγκρότηση και ανάπτυξή της) επηρεάζει, τελικά» καθοριστικά τη συνολική πορεία και την τακτική του εργατικού αγώνα, τους τρόπους, τα μέσα και τα όπλα διεξαγωγής του.
Στα πλαίσια αυτά στη χώρα μας, οι διασπασμένες, πλέον, κυρίαρχες δυνάμεις της Αριστεράς «προικοδοτούν» το άμεσο πολιτικό πρόγραμμα και την τακτική του ευρύτερου εργατικού και αντιδικτατορικού κινήματος με τις χρεοκοπημένες, στην πράξη, λογικές της Εθνικής – Δημοκρατικής – Αλλαγής του ενιαίου προδικτατορικού ΚΚΕ, είτε στην εκδοχή της «Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας» των αριστερών «εκσυγχρονιστών», είτε στη μορφή μιας «Νέας Δημοκρατίας» στo έδαφος της αστικής κυριαρχίας του αντιδικτατορικού ΚΚΕ.
Στους προβληματισμούς των πρωτοπόρων αγωνιστών οι κυρίαρχες δυνάμεις της Αριστεράς (και όχι μόνο) απαντούν με διάφορες προπολεμικές συνταγές ιδιόμορφης σύμπραξης, «επίδρασης», ή τρέχουσας κινηματικής αντιπολίτευσης στις κυβερνήσεις και στις δομές ενός ανανεωμένου αστικού, τελικά, κράτους. Τα αιτήματα για αντιδικτατορικές κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» της «εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς, ή «εθνικής ανάγκης» του ΚΚΕ, με τη συμμετοχή των «εκπροσώπων της εργατικής τάξης και της αντίστασης», δεν αποτελούσαν κάποιο έκτακτο ελιγμό ή προσωρινό λάθος, αλλά μια γενικότερη λογική.
Στην αντεπαναστατικά μεταλλαγμένη Αριστερά, με όλες τις πολύμορφες (αντικειμενικές, και υποκειμενικές) μυστικοποιήσεις και αντιφάσεις του χαρακτήρα της, δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις που να μπορούν να σφραγίσουν την άμεση πολιτική επιδίωξη με τον στρατηγικά στόχο μιας αναγεννημένης επανάστασης. Έτσι δεν υπήρχαν και περιθώρια για μια άλλη άμεση αντικαπιταλιστική – αντιδικτατορική «γραμμή» εργατικού χαρακτήρα, με συγκεκριμένο υλικό (και όχι «φιλολογικό) περιεχόμενο, που θα βρισκόταν έξω από τον υλικό πραγματισμό της συμμετοχής στη φετιχοποιημένη «εξουσία», και ας είναι και λίγο αστική. Μια γραμμή που θα «μορφοποιούσε» την πολιτική δυναμική και τις κατακτήσεις του εργατικού μαζικού και αντιδικτατορικού κινήματος σε σύγκρουση με τους θεσμούς του αστικού κράτους και θα άνοιγε συγκεκριμένους δρόμους στη γενικότερη επαναστατική επιδίωξη.
Η κυρίαρχη Αριστερά, από τη μια, δεν πρόβαλε τη στρατηγική της επανάστασης, ενώ απ’ την άλλη, στο όνομα της έλλειψης συσχετισμών για την άμεση διεκδίκησή της (μια κατάσταση που, ως συνήθως, κυριαρχεί, με διαφορετικούς πάντα όρους, στις διάφορες προεπαναστατικές καμπές στο έδαφος του καπιταλισμού) «φετιχοποιούσε» το άμεσο πολιτικό πρόγραμμα και στην ουσία το υποβάθμιζε ταξικά και πολιτικά, σπαταλώντας την όποια δυναμική του. Το ξέκοβε απ’ το σύνολο των αντικαπιταλιστικών στόχων και την επαναστατική επιδίωξη, απ’ την πραγματική πολιτική συγκρότηση και τις υλικές «θέσεις» του εργατικού κινήματος, το καθήλωνε στο επίπεδο των κατακερματισμένων αγωνιστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και στη βασική πολιτική επιδίωξη μιας «αριστερής δημοκρατικής» ή αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής μεταρρύθμισης, τελικά, του αστικού κράτους. Μια επιδίωξη, αντικειμενικά ανέφικτη, που κατέληγε στον κυβερνητισμό, στη διεκδίκηση μεριδίων της πολιτικής εξουσίας με μαχητικό σαπόρτ το λεγόμενο μαζικό κίνημα.
Όλα αυτά οδήγησαν αντικειμενικά στη μετέπειτα ενίσχυση της μεταπολιτευτικής αστικής εξουσίας και της «πάξ καραμανλικάνα», στην εξουδετέρωση των αριστερών διεκδικήσεων απ’ το ΠΑΣΟΚ, στη στερέωση του δικομματισμού και στον πολιτικό παροπλισμό του μαζικού εργατικού κινήματος και της ταξικής Αριστεράς. Αυτό απέδειξαν μεταπολιτευτικά τα διάφορα «αριστερά» πολιτικά προγράμματα για «προοδευτικές κυβερνήσεις» των αριστερών «εκσυγχρονιστών» ή για κυβερνήσεις του «αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων» του ΚΚΕ, «της πραγματικής αλλαγής», «της αλλαγής με κατεύθυνση τον σοσιαλισμό» κλπ, που κατέληξαν στις «οικουμενικές» κυβερνήσεις της «κάθαρσης» μέσα στην ιστορική καμπή του ’90 και παρέδωσαν το εργατικό κίνημα της νέας εποχής στον πιο καταστροφικό καπιταλισμό της ιστορίας.
Η ξεχασμένη αντικαπιταλιστική πολιτική
Η κυρίαρχη Αριστερά, έχοντας φετιχοποιήσει και διαχωρίσει σχεδόν απόλυτα τον άμεσο ταξικό πολιτικό αγώνα, έχοντας ταυτόχρονα καθηλώσει τη στρατηγική της εργατικής επανάστασης σε μια αποκοινωνικοποιημένη εκδοχή της «εξουσίας», δεν μπορούσε τελικά να διανοηθεί άλλη υλική μορφή «αλλαγής των συσχετισμών» πέρα, απ’ την επίδρασή της στις κατευθύνσεις του μεταπολιτευτικού κυβερνητικού σκηνικού.
Αλλά και οι ανατρεπτικές κριτικές τάσεις, ακόμα και όσες (προς τιμή τους) διαχωρίζονταν ριζικά απ’ τον κυβερνητισμό και τον «καθεστωτισμό» της κυρίαρχης Αριστεράς και προωθούσαν το δρόμο του μαχητικού κινήματος», δεν μπόρεσαν να χειραφετηθούν απ’ τις ομόκεντρες σχεδόν με την κυρίαρχη Αριστερά αντιφάσεις τους.
Η, από μέρους τους, «εξάντληση» της στρατηγικής της επανάστασης προς τον κομμουνισμό στις πρώτες μεγάλες, αλλά όχι ακόμα «καθοριστικές» κατακτήσεις της, η προσαρμογή τους τελικά με διάφορες μορφές στις μη σοσιαλιστικές εξουσίες, η αυτάρκεια ως προς τις στρατηγικές λύσεις, οδηγούσε σε ταυτόχρονη αυτάρκεια και ως προς την επαναστατική τακτική και τη σύνδεσή της με τον στρατηγικό στόχο. Οδηγούσε στην τυπική διαχείριση της τακτικής με την «ανεμελιά» της απλής αριθμητικής ενός – δύο επαναστατικών αξιωμάτων, που παρ’ όλη τη σημασία τους δεν επαρκούν για τη λύση των μεγάλων και πάντα πρωτότυπων προβλημάτων του «επαναστατικού δρόμου» και της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας.
Σ’ αυτά τα πλαίσια οι τάσεις της αριστερής κριτικής και αμφισβήτησης συχνά αναμασούσαν (και σε μεγάλο βαθμό αναμασούν και σήμερα) «απ’ τα αριστερά», μερικές απ’ τις πιο διαδεδομένες διαστρεβλώσεις αυτών των αξιωμάτων από μέρους της μεταλλαγμένης Αριστεράς.
Μια από τις πιο βασικές, αφορά το λεγόμενο «αντικαπιταλιστικό» περιεχόμενο των στόχων και των μορφών του «άμεσου» πολιτικού αγώνα και τη σχετική, πάντα, σε διάφορα επίπεδα, δυνατότητα υλοποίησης και επιβολής τους στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας, σε αποφασιστικές καμπές της ταξικής πάλης και όχι μόνο σε συνθήκες γενικής επαναστατικής κρίσης (όπου δεσπόζουν τα καθήκοντα της, επανάστασης). Αφορά την αδυναμία διάκρισης των «κοινών στοιχείων» και των αντιθέσεων ανάμεσα στον χαρακτήρα των στόχων και των κατακτήσεων του ρεφορμισμού από τη μια μεριά, τον χαρακτήρα των βασικών «αντικαπιταλιστικών» στόχων και των αντίστοιχων κατακτήσεων στο έδαφος της διατηρούμενης αστικής κυριαρχίας από την άλλη και το διαφορετικό), και απ’ τα δύο προηγούμενα επίπεδα, χαρακτήρα των επιδιώξεων σε συνθήκες γενικής επαναστατικής κρίσης και, πολύ περισσότερο, επαναστατικής εξουσίας.
Είναι, λίγο πολύ, γνωστό πως οι πολύπλευρες εκδηλώσεις των διάφορων νόμων της καπιταλιστικής κυριαρχίας στα ζητήματα της οικονομίας – εργασίας, της δημοκρατίας, των διεθνών σχέσεων και του γενικού πολιτισμού, μπορεί να «συμπυκνωθούν» (έστω κάπως σχηματικά) σε δυό βασικούς νόμους:
Αυτοί επιβάλλουν, κυρίως, απ’ τη μια μεριά τη διαρκή σχετική επιδείνωση της οικονομικο-κοινωνικής θέσης της καταπιεζόμενης εργασίας και από την άλλη, την αδιατάρακτη αναπαραγωγή της ηγεμονίας της αστικής πολιτικής και των αστικών μορφών και θεσμών, (εσωτερικών και διεθνών) απέναντι στο πολιτικό και (πολιτιστικό) κίνημα των εργαζομένων και στην τάση του για δικούς του αγωνιστικούς «θεσμούς» ανεξάρτητους σε πολιτικό περιεχόμενο και μορφές.
Οι ρεφορμιστικοί στόχοι και «κατακτήσεις» δεν αμφισβητούν, ουσιαστικά δεν επιδιώκουν να αναιρέσουν και δεν υπερβαίνουν σχετικά, με υλικό τρόπο, αυτούς τους δυο βασικούς νόμους της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Αντίθετα, απ’ την άλλη μεριά, οι βασικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι και οι αντίστοιχες μορφές στο έδαφος της διατηρούμενης αστικής κυριαρχίας όχι μόνο διεκδικούν και συγκρούονται, αλλά, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούν να «ανατρέπουν», με υλικό τρόπο και να υπερβαίνουν σχετικά, για ένα διάστημα, ή μια φάση της ταξικής πάλης, τη «συνέχεια» αυτών ακριβώς των βασικών καπιταλιστικών νόμων. (Αυτό σημαίνει π.χ. ριζική ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής, ανατροπή του πολιτικού «σκηνικού» υπέρ του ρόλου του εργατικού πολιτικού κινήματος – και δεν σημαίνει μόνο τις πολύτιμες ανατροπές σε επιμέρους χώρους και σε επιμέρους εκδηλώσεις αυτών των νόμων).
Και μια απ’ τις πιο βασικές προϋποθέσεις, γι’ αυτό το τακτικό ρήγμα στη «συνέχεια» των βασικών καπιταλιστικών νόμων είναι η επιδίωξη και σχετική κατάκτηση της αυτοτελούς ενωτικής συγκρότησης του επαναστατικού και του πολιτικού αντικαπιταλιστικού μαζικού κινήματος των εργαζομένων απέναντι στους θεσμούς, στις κυβερνήσεις και στις διάφορες μορφές της αστικής εξουσίας.
Δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός νόμος που να βρίσκεται έξω απ’ την ταξική πάλη. Δεν υπάρχει καμιά σιδερένια κοινωνική νομοτέλεια που να λειτουργεί χωρίς αντίρροπες δυνάμεις και τάσεις, χωρίς χάσματα και «ασυνέχειες», χωρίς αναπτυσσόμενες αντιφάσεις. Αν αυτό ισχύει για τις επαναστατικές νομοτέλειες, ισχύει (με άλλο τρόπο) και για τις νομοτέλειες της αστικής κυριαρχίας. Μάλιστα αυτό ισχύει, πολύ περισσότερο σήμερα, σε μια εποχή κυοφορίας ενός ανώτερου κύκλου ιστορικής κρίσης του αστικού συστήματος και αφάνταστα πιο προωθημένων αντικειμενικών τάσεων ουσιαστικής επικράτησης της κομμουνιστικής δυνατότητας. Αν η σύγχρονη επιστήμη ανακαλύπτει την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα και της λειτουργίας των φυσικών νόμων και υπερβαίνει τις παλιές «κομφορμιστικές» προσεγγίσεις, αυτό ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στην αλήθεια για τους κοινωνικούς νόμους, που λειτουργούν με την παρέμβαση των πολλαπλών θελήσεων των κοινωνικών ανθρώπων.
Αντίθετα με τη χρόνια πολιτική αφασία της μεταλλαγμένης Αριστεράς (και όχι μόνο), οι επιτακτικές ανάγκες της ταξικής πολιτικής πάλης για την επιβίωση των εργαζομένων, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι και κατακτήσεις τους μπορούν, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να επιβάλλουν σχετικά τη «διακοπή της συνέχειας», τη σχετική ανατροπή αυτών των βασικών καπιταλιστικών νόμων προς όφελος των άμεσων εργατικολαϊκών συμφερόντων και της επαναστατικής επιδίωξης, με τη δύναμη ενός πολιτικά μετασχηματισμένου «μαζικού κινήματος».
Βάζουν έτσι σε αμφισβήτηση, «κλονίζουν», προσωρινά, σε ένα επίπεδο την αστική ηγεμονία και κυριαρχία υπέρ των πραγματικών «θέσεων» των εργαζομένων και του κινήματος τους. Αλλά, απ’ την άλλη μεριά, αυτές οι κατακτήσεις δεν παύουν να λειτουργούν «κάτω» απ’ τη στρατηγική υπεροχή αυτής της κυριαρχίας και κάτω απ’ τον αδιάλλακτο ρεβανσισμό της, στο βαθμό που δεν έχει διαμορφωθεί και με τη δική τους συμβολή (αλλά όχι μόνο) η γενική επαναστατική κρίση και η δυνατότητα άμεσης επιβολής της επαναστατικής εργατικής εξουσίας.
Γι’ αυτό, σ’ αυτή την περίπτωση, απέναντι στις όποιες αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις, υπερισχύει ακόμα η γενικότερη στρατηγική «συνέχεια» και όχι το άμεσο τακτικό ρήγμα των βασικών νόμων της καπιταλιστικής κυριαρχίας, με αποτέλεσμα αυτές να έχουν πάντα ιδιαίτερα σχετικό και αντιφατικό χαρακτήρα, από άποψη περιεχομένου, μορφής και προοπτικής. Ένα χαρακτήρα που περιέχει δεσπόζουσες τάσεις αναδίπλωσης και υποχώρησης, μέχρις ότου αναδημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για καινούριες αντεπιθέσεις. Ένα χαρακτήρα που είναι αναστρέψιμος, διαρκώς διαφιλονικούμενος, και όχι βέβαια συνεχής και πολύ περισσότερο μόνιμος, με μικρές και μεγάλες νίκες και αντίστοιχες υποχωρήσεις ή ενδεχόμενες ήττες, μέχρις ότου δημιουργηθούν οι συνθήκες της γενικής επαναστατικής κρίσης και της νικηφόρας αντικαπιταλιστικής εξουσίας προς τον κομμουνισμό.
Με βάση αυτή την καθοριστική αντίφαση, – σχετικό, προσωρινό «τακτικό ρήγμα» στη «συνέχεια» των νόμων της αστικής κυριαρχίας απ’ την μια μεριά – όχι ριζική αντιστροφή της «στρατηγικής υπεροχής» αυτής της συνέχειας και συνολική κατάργησή της απ’ την άλλη, οι πολιτικές αντικαπιταλιστικές ανατροπές και οι «προοπτικές» τους στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, δεν «εξομοιώνονται» με τους στρατηγικούς στόχους.
Κατακτούν μια ριζικά προωθημένη ενότητα, αλλά δεν ξεπερνούν τη δεσπόζουσα ανάθεση, που υπάρχει σε σχέση με τις ανώτερες επιδιώξεις της γενικής επαναστατικής κρίσης και πολύ περισσότερο της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής εξουσίας που αποτελεί το πρώτο στρατηγικό ρήγμα στη «συνέχεια» των καπιταλιστικών νόμων. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει, για άλλη μια φορά την αναγκαιότητα της αυτοτελούς συγκρότησης και του ιδιαίτερου ρόλου της ευρύτερης, δυνατής, κομμουνιστικής πρωτοπορίας μέσα στο ενωτικό αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό κίνημα.
Οι βασικοί πολιτικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι, οι αντίστοιχες μορφές και οι σχετικές κατακτήσεις τους συνιστούν μια ανώτερη ποιοτική καμπή της ταξικής πάλης στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, αλλά δεν αποτελούν αυτόματο συνώνυμο της επαναστατικής κατάστασης. Δεν επιβάλλουν κάποια προεγγυημένη γραμμική πορεία προς αυτή και πολύ περισσότερο προς τη νίκη της επανάστασης, δεν ταυτίζονται μαζί τους. Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης είναι, ασφαλώς, πάντα πρωτότυπη και απρόβλεπτη. Κανείς δεν αποκλείει τη διαμόρφωση συνθηκών γενικευμένης επαναστατικής κρίσης, ακόμα και νικηφόρας έναρξης της επανάστασης, χωρίς να έχουν επιτευχθεί αντικαπιταλιστικές ανατροπές.
Ωστόσο, οι νικηφόρες επαναστάσεις απαιτούν υψηλό επίπεδο ετοιμότητας και συνειδητοποίησης του υποκειμενικού παράγοντα και απ’ αυτή την άποψη αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας θα είναι, αντικειμενικά, αφοπλισμένος και ανέτοιμος, όχι αν δεν έχει μπορέσει να κατακτήσει αντικαπιταλιστικές νίκες, αλλά αν έχει προκαταβολικά παραιτηθεί απ’ αυτές.
Συχνά γίνεται σύγχυση γύρω απ’ τη σχετική διάκριση που υπάρχει ανάμεσα στο περιεχόμενο των «στόχων» και των επιδιώξεων της αντικαπιταλιστικής πάλης απ τη μια μεριά και το περιεχόμενο, τη μορφή και το εύρος των βασικών αντικαπιταλιστικών ρηγμάτων, που μπορεί να επιβληθούν τελικά στο έδαφος της διατηρούμενης αστικής κυριαρχίας. Αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται φυσικά.
Κανείς στην ταξική πάλη δεν κατέχει το χάρισμα των προγνωστικών για το ποιος κρίκος απ’ τις πολλαπλές εκφράσεις των βασικών νόμων της αστικής κυριαρχίας και της αστικής πολιτικής θα μπορεί να οδηγήσει τελικά στο βασικό αντικαπιταλιστικό ρήγμα προς όφελος των εργαζομένων. Και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει προκαταβολικά το εύρος αυτού του ρήγματος, τη διάρκειά του και γενικότερα την εξέλιξη της ταξικής πάλης.
Απ’ αυτή την άποψη, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι του άμεσου προγράμματος αναφέρονται σ’ όλες τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις και πλευρές της αστικής κυριαρχίας και πολιτικής, εφ’ όσον κάθε πραγματικό βασικό αντικαπιταλιστικό ρήγμα επιδρά καταλυτικά στο σύνολο των εκφράσεών τους και συγκροτεί μια σχετική αντικαπιταλιστική ανατροπή της συγκεκριμένης στρατηγικής του κεφαλαίου. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι είναι δυνατό να ανατραπούν, όλες ταυτόχρονα οι εκφράσεις της αστικής στρατηγικής και πολύ περισσότερο να ανατραπούν σταθερά και μόνιμα. Η αντικαπιταλιστική πολιτική υπολογίζει, κάθε φορά, τη συγκεκριμένη δυνατότητα των πιο ώριμων προβλημάτων – κρίκων γι’ αυτό το βασικό τακτικό ρήγμα και συγκεκριμενοποιεί τις συνολικές προτάσεις της. Κι αυτό το κάνει χωρίς φυσικά να τις μετρά με το υποδεκάμετρο κατά πόσο ακριβώς «χωράνε» στις ενδεχόμενες διαστάσεις ή στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ρήγματος που μπορεί, τελικά, να προκύψει. Άλλωστε, η επανάσταση προς τον κομμουνισμό αποτελεί καθοριστικό στρατηγικό οδηγό για την κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής πάλης και, έτσι, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι μπορεί και πρέπει να σημαδεύονται άμεσα και υλικά απ’ το περιεχόμενο της γενικότερης επαναστατικής επιδίωξης.
Το βασικό ζήτημα δεν είναι το αν οι βασικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι του άμεσου αγώνα περιέχουν πλευρές που ανάγονται στην επαναστατική προοπτική, εφόσον κάτι τέτοιο είναι και επιδιωκόμενο και αναγκαίο και αναπόφευκτο. Το βασικό είναι οι συνολικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι να μην αποτελούν αποκλειστικά στόχους «ζύμωσης», χωρίς υλική – πολιτική υπόσταση. Το βασικό είναι να αποτελούν οδηγό για δράση για την πραγματική και δυνατή επιβολή μιας πραγματικής (παρ’ όλο τον «τακτικό» της χαρακτήρα) αντικαπιταλιστικής ανατροπής προς όφελος των άμεσων και γενικότερων θέσεων και των επαναστατικών επιδιώξεων των εργαζομένων. Το βασικό είναι να συνδέονται υλικά – πολιτικά, και από την άποψη των ιδεών, με την ανώτερη αναγκαιότητα της επαναστατικής εξουσίας, να μην ταυτίζονται μηχανιστικά μαζί της, να μην την αντιμετωπίζουν αντικειμενικά σαν άλλοθι για την παραίτηση, ουσιαστικά, απ’ την αντικαπιταλιστική πάλη.
Ταυτόχρονα, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι και κατακτήσεις βρίσκονται σε σχέση ενότητας και κυρίως αντίθεσης, άλλου τύπου, με τις ρεφορμιστικές τάσεις και «βελτιώσεις», ας οποίες σε καμιά περίπτωση δεν δαιμονοποιούν ιδιαίτερα όσο έχει σχέση με τη «βάση» των αγωνιζόμενων δυνάμεων. Βασικός κρίκος ενότητας και διαπάλης απέναντι σ’ αυτές τις τάσεις είναι οι πολύ σημαντικές επιμέρους αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις του ταξικού κινήματος, καθώς και εκείνες οι αγωνιστικές κατακτήσεις του, που επιβάλλονται σαν «υποπροϊόν» της αντικαπιταλιστικής πάλης. Αλλά, βέβαια, ούτε οι επιμέρους, ούτε οι βασικές πολιτικές αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις εξασφαλίζουν «εφ’ άπαξ» και γραμμικά την αντικαπιταλιστική ηγεμονία μέσα στο εργατικό κίνημα, ή, πολύ περισσότερο, την κατάργηση των ρεφορμιστικών τάσεων, την ανάγκη για παραπέρα ενότητα και διαπάλη για τον ριζικό μετασχηματισμό του συνολικού κινήματος στον επαναστατικό δρόμο.
Αντίθετα με τις αναπτυσσόμενες ανάγκες και δυνατότητες, ιδιαίτερα στις συνθήκες της σημερινής καπιταλιστικής κρίσης, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι του εργατικού κινήματος αντιμετωπίζονται από τη μεταλλαγμένη «ρεαλιστική» αριστερά (και όχι μόνο), κυρίως, σαν στόχοι «μη υλοποιήσιμοι» και εφικτοί» ούτε καν σχετικά, χωρίς την νομή ή «κατάληψη» της εξουσίας.
Έτσι, οι συνολικοί πολιτικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι (που πηγάζουν απ’ την άμεση αναγκαιότητα των εργατικών συμφερόντων) απογυμνώνονται απ’ το υλικό τους περιεχόμενο (και απ’ την αμεσότητά τους). Μετατρέπονται – υποβαθμίζονται σε στόχους προσαρμογής στον αστικό κυβερνητισμό, ή στην καλύτερη περίπτωση σε στόχους ζύμωσης και προπαγάνδας, σε στόχους «ιδεολογικής», φαντασιακής και όχι υλικής – πολιτικής «σύνδεσης» με την επαναστατική στρατηγική.
Είναι γνωστό πως οι πολλαπλές ενστάσεις για τη δυνατότητα επιβολής σχετικού τακτικού ρήγματος στη «συνέχεια» των βασικών νόμων της αστικής κυριαρχίας, σε αποφασιστικές καμπές της ταξικής πάλης και όχι μόνο σε συνθήκες γενικής επαναστατικής κρίσης, έχουν αντικειμενική βάση. Αυτή αφορά τη μηδενική ανοχή κατ τον διαρκή ρεβανσισμό του συστήματος, που διατηρεί τη στρατηγική υπεροχή, αφορά τον «προληπτικό» πολιτικό και κοινωνικό του πόλεμο απέναντι στις αντικαπιταλιστικές τάσεις των εργαζομένων κ.λπ. Αφορά τις ιδιόμορφες δυσκολίες «συνάντησης» των αντικειμενικών προϋποθέσεων (όξυνση των αντιφάσεων του συστήματος κ.λπ.) με την, ακόμα πιο δύσκολη, υποκειμενική συγκέντρωση των δυνάμεων που μπορούν να επιβάλλουν τις αντικαπιταλιστικές ρήξεις.
Πάνω απ’ όλα όμως οι ενστάσεις αυτές έχουν υποκειμενική βάση. Συνδέονται με τη χρόνια υποχώρηση της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής κάτω απ’ την ηγεμονία της αντεπαναστατικής Αριστεράς.
Συνδέονται, ιδιαίτερα, με τη χρόνια αντίληψη και πρακτική της κυρίαρχης Αριστεράς για τον «εξελικτικό» γραμμικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης στο έδαφος του καπιταλισμού, για τον γραμμικό χαρακτήρα των κοινωνικών νόμων, αλλά και για τους ίδιους τους μετασχηματισμούς του καπιταλισμού (πχ θεωρούν ότι ο καπιταλισμός μένει, ποιοτικά, ίδιος, τουλάχιστον απ’ το 1900 μέχρι σήμερα). Έχουν σχέση, αντίστοιχα, με την εξελικτική και σχηματική αντεπαναστατική γραμμή, που επιβλήθηκε στις «σοσιαλιστικές χώρες» ως προς τη λύση των μεγάλων στρατηγικών προβλημάτων της επανάστασης προς τον κομμουνισμό. («Εξουσία» + κρατικοποίηση = κομμουνισμός, που «νικά» περίπου γύρω στο ’80, κυρίως, μέσα απ’ τα συνέδρια του κόμματος και έξω απ’ την ταξική πάλη).
Έχουν σχέση με τον «φόβο» και την χρόνια αδυναμία ερμηνείας του πραγματικού χαρακτήρα των, μικρότερων ή μεγαλύτερων, «επαναστατικών» γεγονότων» στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, των μη «συνηθισμένων» καμπών της ταξικής πάλης, που ανατρέπουν τους υπάρχοντες ρυθμούς και συσχετισμούς της, χωρίς συνήθως να συνιστούν ακόμα μια γενική επαναστατική κρίση. (π.χ. ’65, ’73 – ’75 στη χώρα μας» Γαλλικός Μάης – που σημειωτέον ανέτρεψε ριζικά τη σχέση κερδών, μισθών – Ιταλικός Μάης, Αργεντινή, Βενεζουέλα σήμερα κ.λπ.). Έχουν σχέση, κυρίως, με την υποβάθμιση του ρόλου του πολιτικού προγράμματος στην υποκειμενική συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Αντίθετα με όλα αυτά, οι «άμεσοι» αντικαπιταλιστικοί στόχοι και πολύ περισσότερο οι υλικές (και όχι επικοινωνιακές) αντικαπιταλιστικές ανατροπές, αποτελούν τον βασικό «κρίκο», το βασικό «όπλο» του εργατικού κινήματος για τις μεγάλες, ή και τις πιο μικρές νίκες, τις αγωνιστικές κατακτήσεις και αντιστάσεις του σε διαρκή αντιπαράθεση με τη διαρκή αδιαλλαξία και τους θεσμούς του συστήματος. Φτάνει να τις διεκδικεί κανείς στα σοβαρά και να μην τις ευτελίζει.
Ταυτόχρονα, ανοίγουν πραγματικά τον δύσβατο, αντιφατικό και καθόλου «προχρονομετρημένο» επαναστατικό δρόμο της έμπρακτης συνειδητοποίησης των εργαζομένων για την προώθηση και τη νίκη της επανάστασης, μέσα απ’ το ανεξάρτητο από το κράτος μαζικό πολιτικό τους κίνημα, μέσα απ’ τις νίκες και τις ήττες του, τις υποχωρήσεις και τις αναπόφευκτες αντεπιθέσεις του. Αυτή η αναγκαία αντικαπιταλιστική πολιτική με γενικό στόχο μια αναγεννημένη εργατική επανάσταση, είχε διαστρεβλωθεί και ξεχαστεί ουσιαστικά για δεκαετίες, είχε υπονομευθεί και αντιστραφεί στα χρόνια της δικτατορίας και στα χαράματα της νέας εποχής, παραμένει παραμελημένη και «υπανάπτυκτη» ακόμα και στις σημερινές δραματικές όσο και κοσμογονικές συνθήκες και δυνατότητες.
Ο αγώνας και τα προγραμματικά ελλείμματα «συνεχίζονται».
Στη νέα εποχή, η νεορεφορμιστική Αριστερά, από ένα σημείο και μετά, αναπροσαρμόζει την τακτική της, προκειμένου να υπερβεί τη μεταπολιτευτική χρεοκοπία της και να «επικοινωνήσει» με την αγανάκτηση και το ογκούμενο ρεύμα της αντιφατικής πολιτικής διαμαρτυρίας των εργαζομένων και με τη γενικότερη τάση απονομιμοποίησης των σύγχρονων αστικών δογμάτων. Πρόκειται για ένα ρεύμα που εκπορεύεται απ’ τον κυοφορούμενο νέο, ανώτερο κύκλο της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποία εκδηλώνεται σε μια πρώτη μορφή με τις πρωτοφανείς και απρόβλεπτες διαστάσεις του οικονομικού (και όχι μόνο) κραχ, που ζούμε όλοι αυτή την περίοδο.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, η «κυρίαρχη» Αριστερά εμμένει πεισματικά στα καταδικασμένα στην πράξη στρατηγικά πρότυπα είτε του ευρωσοσιαλισμού, είτε του «νικηφόρου σοσιαλισμού» της δεκαετίας του ’30 και στις ανάλογες χρεοκοπημένες «τακτικές» τους. Κι αυτό το κάνει αντικειμενικά με βάση τον μη εργατικό τελικά χαρακτήρα της, χωρίς αίσθηση των νέων ιστορικών συνθηκών, χωρίς κατανόηση της στρατηγικής κρισιμότητας της σημερινής περιόδου για τις επιπτώσεις της κρίσης στη ζωή και στο κίνημα των εργαζομένων. Πορεύεται στον ίδιο γνωστό δρόμο μιας αυτιστικής στρατηγικής, χωρίς την παραμικρή αυτοκριτική, χωρίς καμιά προσπάθεια ουσιαστικής ανασυγκρότησης της ταξικής πολιτικής πάλης στο σήμερα και της επαναστατικής μετάβασης στον κομμουνισμό, χωρίς αξιοποίηση των νέων επαναστατικών ευκαιριών και δυνατοτήτων ενός ενωτικού αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Σ’ αυτά, τα πλαίσια, θεωρεί πως η επιτακτικότητα των αντικαπιταλιστικών στόχων και αναγκών σε συνδυασμό με την «αδυναμία» σχετικής υλοποίησής τους χωρίς «εξουσία» και την απουσία, ακόμα, συνθηκών (και διάθεσης) για την επαναστατική εξουσία, επαναφέρουν πιο κοντά στην «ημερήσια διάταξη» τις παλιές εκδοχές μιας αριστερής μεταρρύθμισης ή κάποιου είδους «επαναστατικής αντιμονοπωλιακής» αναμόρφωσης της αστικής τελικά εξουσίας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η κυρίαρχη Αριστερά καταλήγει εκ νέου, με διάφορες παραλλαγές, σε μια, δήθεν, πιο άμεση, μίνι «στρατηγική γραμμή», σε μια «μίνι εξουσία», κάπως λιγότερο ή πολύ λιγότερο, «αντικαπιταλιστική» σε σχέση με την «ανώριμη» αντικαπιταλιστική επανάσταση, κάπως ή πολύ λιγότερο «επαναστατική», κάπως ή πολύ λιγότερο «κινηματική», (κάπως περισσότερο ή πολύ περισσότερο αστική στην ουσία) και με μεγαλύτερες, δήθεν, δυνατότητες συσπείρωσης αγωνιζόμενων δυνάμεων και πιθανότητες επιτυχίας. Ωστόσο, όπως φάνηκε και στον αντιδικτατορικό και μεταπολιτευτικό αγώνα και όπως αποκαλύπτεται, ιδιαίτερα, στη σημερινή εποχή, (Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.) πρόκειται για έναν ουσιαστικά ανέφικτο, κουτσουρεμένο και αυτολογοκριμένο μίνι στρατηγικό στόχο, είτε με τη μορφή της «αριστερής κυβέρνησης» της πλειοψηφίας του ΣΥΝ (εάν η έμφαση πέφτει στο αριστερή) είτε και με την «ανώτερη» μορφή της «λαϊκής εξουσίας» του ΚΚΕ.
Πρόκειται για ένα στόχο χωρίς πραγματική αμεσότητα, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα ευρύτερης συσπείρωσης, όχι απλά «οπαδών», αλλά αγωνιζόμενων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων που να μπορούν να νικήσουν πραγματικά την εντεινόμενη επιθετικότητα του κεφαλαίου. Πρόκειται για ένα στόχο χωρίς προοπτική, που καταφέρνει μόνο να προσθέτει ένα ακόμα φράγμα, απέναντι στην άμεση αντικαπιταλιστική πολιτική ενωτική γραμμή και στη γενικότερη αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης, ενώ κυρίως συγκροτεί ένα άλλοθι – κρίκο για τις ενδεχόμενες πιο άμεσες και προσγειωμένες κυβερνητικές «τακτικές» επιδιώξεις της κυρίαρχης Αριστεράς.
Μέχρι τότε, στην πραγματικότητα, αυτή η Αριστερά, στις διάφορες εκδοχές της, διατηρεί το πραγματικό «άμεσο πολιτικό πρόγραμμα» και την «τακτική» της, στο επίπεδο της γενικής πολιτικής ιδεολογικής και επικοινωνιακής διαμαρτυρίας. Ενώ στο καθαυτό «υλικό» – πολιτικό επίπεδο προωθεί, τελικά, τις επιμέρους μεταρρυθμίσεις του «μικρότερου κακού», που σε καμιά περίπτωση δεν αναχαιτίζουν την σαρωτική, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, επιδείνωση της ζωής των εργαζομένων, την απογείωση της σύγχρονης εξαθλίωσης και πολιτικής καταπίεσης.
Έτσι, πάνω απ’ όλα και σχεδόν αποκλειστικά, προωθεί την πολιτική των εκλογικών της στόχων και τη «διεμβόλιση» της αστικής εξουσίας. Συμβάλλει αντικειμενικά στην ενίσχυση της ηγεμονίας της αστικής πολιτικής και των μορφών της, στην επανασταθεροποίηση του δικομματισμού. Διευκολύνει, έτσι, αντί να καταπολεμά τη γενική ανάπλαση της πολιτικής του συστήματος για την «έξοδο» από τη σύγχρονη κρίση του μέσω ενός νέου πλάνου μακρόχρονης κοινωνικής οικειοποίησης, εξουθένωσης και πολυδιάσπασης του κόσμου της εργασίας, πολιτικής και «στρατιωτικής»» πειθάρχησής του σ’ ένα καθεστώς θεσμικού «Γκουαντάναμο» και διαρκούς προληπτικού πολέμου απέναντι στην αναπόφευκτη άνοδο των κοινωνικών και πολιτικών ξεσπασμάτων. Στη βάση αυτής της πολιτικής πρακτικής βρίσκεται, εκτός των άλλων, η αντίληψη των σιδερένιων νόμων της καπιταλιστικής κυριαρχίας, που απαγορεύουν τη σχετική υλοποίηση βασικών αντικαπιταλιστικών επιδιώξεων και τη ριζική ενωτική ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Οι αγωνιστές, λοιπόν, της κυρίαρχης Αριστεράς (και όχι μόνο) παλεύουν, συνήθως, με ειλικρίνεια και πάθος στα πλαίσια του κινήματος, συχνά με υψηλές εξαγγελίες ρήξεων και ανατροπών, πιστεύοντας, ωστόσο, κατά βάθος ότι αλλού παίζεται το παιχνίδι. Ψιλά γράμματα θα πει κανείς, αν ρίξει μια ματιά στη σημερινή κατάσταση του κινήματος κατ στα μεγάλα δομικά του ελλείμματα. Ωστόσο, άλλο εντελώς «πρόγραμμα», χαρακτήρα και προοπτική έχει η συμμετοχή σου σ’ ένα μαζικό κίνημα που πρέπει και μπορεί να επιβάλλει βασικές πολιτικές ανατροπές, και άλλο όταν όχι. Άλλο χαρακτήρα και δυναμική παίρνει το ίδιο το κίνημα και η γενικότερη ανατρεπτική του δυνατότητα στη μία περίπτωση και άλλο στην άλλη. Απ’ την άλλη μεριά, τότε αλλά και ιδιαίτερα σήμερα, οι πιο συνήθεις πρακτικές της αριστερής αμφισβήτησης φαίνεται να υπολογίζουν πως οι ίδιοι, περίπου, σχηματικοί παράγοντες, η αντικειμενική αμεσότητα των αντικαπιταλιστικών στόχων σε συνδυασμό με την αποδοχή και «κατανόηση» της αδυναμίας υλοποίησής τους χωρίς την εξουσία, είναι αυτοί που, κυρίως, υπερβαίνουν την έλλειψη των επαναστατικών συνθηκών, και φέρνουν στην «επικαιρότητα» την εργατική επανάσταση.
Παρ’ όλη την πολύ σημαντική, αντίθετη σκοπιά τους, κοινός παρανομαστής τους με τη συμβιβασμένη Αριστερά, σ’ αυτό το ζήτημα, είναι η άρνηση, τελικά, της δυνατότητας (επόμενα και της ιδιαίτερης «αξίας») σχετικών αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων με την καθοριστική δύναμη του πολιτικού μαζικού κινήματος, μια άρνηση που έχει, σε άλλο επίπεδο, τη σημασία της, ακόμα και για τις συνθήκες της επαναστατικής εξουσίας.
Κατά τη γνώμη αυτών των αντιλήψεων, δεν είναι η δύσκολη πρακτική των βασικών αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων, η έμπρακτη κατανόηση της αναγκαιότητας, της δυνατότητας και της υλικής προσφοράς τους απ’ την μια μεριά, όσο και η έμπρακτη κατανόηση της σχετικότητας και των ορίων τους, απ’ την άλλη, που οδηγούν στον καθοριστικό στόχο της επανάστασης, μέσα από απρόβλεπτες και αλλεπάλληλες καμπές της ταξικής πάλης. Αλλά είναι, συνήθως απ’ την μια μεριά, η όσο γίνεται πιο «πλουσιοπάροχη» προπαγάνδιση αυτών των αναγκαίων άμεσων αντικαπιταλιστικών στόχων και απ’ την άλλη η «προεξοφλημένη» περίπου από μέρους τους και η σχεδόν αυτόματη διάψευση και αποτυχία τους χωρίς επανάσταση, που φέρνουν την εργατική εξουσία πιο κοντά στο προσκήνιο.
Είναι αυτοί οι παράγοντες, κατά την γνώμη τους, που φέρνουν πιο κοντά στην άμεση εμπειρία των εργαζομένων, όχι όπως γίνεται συνήθως, την άρνηση της ρεαλιστικότητας της αντικαπιταλιστικής πάλης και της επαναστατικής της προοπτικής, όχι τη διαρκώς μεταμφιεζόμενη «αμεσότητα» του ρεφορμισμού, αλλά την «αμεσότητα» της επανάστασης, φτάνει να την τοποθετήσει κανείς όσο πιο κοντά γίνεται σ’ αυτή τη θέση. Το μόνο που καταφέρνουν έτσι, επί της ουσίας είναι, αντίθετα, να ξεκόβουν την άμεση αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής πολιτικής και ακόμα περισσότερο το στόχο της επαναστατικής εξουσίας απ’ την εμπειρία και την δράση των εργαζομένων, να υποβαθμίζουν την επίδρασή τους, στον άμεσο ταξικό πολιτικό αγώνα. Το μόνο που καταφέρνουν, αντικειμενικά, είναι η ουσιαστικά παθητική αναμονή και όχι η προώθηση, όσο περνάει απ’ το χέρι τους, μιας γενικευμένης επαναστατικής κατάστασης και κυρίως, είναι η διατήρηση μιας μόνιμης στασιμότητας και ανετοιμότητας του ταξικού εργατικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος για τέτοιες ενδεχόμενες επαναστατικές συνθήκες. Καμιά επαναστατική τάξη δεν «μαθαίνει» χωρίς μικρές η μεγάλες ήττες, αλλά και καμιά δεν προσεγγίζει την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της επανάστασης μόνο μέσα από ήττες. Κανένα ταξικό κίνημα δεν «διαπαιδαγωγείται» επαναστατικά μέσα από συνεχείς διαψεύσεις, και αποτυχίες των αντικειμενικά αναπτυσσόμενων, επιτακτικών αντικαπιταλιστικών αναγκών και διεκδικήσεών του.
Κατά τα άλλα και μέχρι τότε, οι πιο συνήθεις πρακτικές της αριστερής κριτικής έχοντας ξεμπερδέψει, πλασματικά, με το ζήτημα της σύνδεσης με τη στρατηγική της επανάστασης, έχοντας, όσο περνάει απ’ το χέρι τους, δρομολογήσει την έλευσή της «στο σήμερα», μπορούν, επί της ουσίας, να συνεχίζουν ανυποψίαστες να διατηρούν το πραγματικά «άμεσο πολιτικό πρόγραμμα» και την τακτική τους στο επίπεδο της κινηματικής και (ίσως λιγότερο) της πολιτικής ιδεολογικής διαμαρτυρίας. Μπορούν, έτσι, επιπλέον να ξεκόβουν σχεδόν απόλυτα και τον ιδιαίτερο στόχο – κρίκο της επαναστατικής εξουσίας απ’ τη στρατηγική ουσία του και το κομμουνιστικό του περιεχόμενο. Εξορίζουν, έτσι, συνήθως, έξω από την πολιτική πάλη και την υλική του επίδραση σ’ αυτήν τον συνολικό στρατηγικό στόχο της «επανάστασης προς τον κομμουνισμό». Καθηλώνουν την ανάγκη ριζικής ανασυγκρότησης της στρατηγικής του κομμουνισμού κάπου στα σεμινάρια και στις επετείους ή στις εσωκομματικές τάσεις, όπως πχ κάνουν πρακτικά ακόμα και οι πιο ελπιδοφόρες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Γαλλία.
Έτσι τελικά, συνεχίζουν να υποβιβάζουν την πραγματική «τακτική» τους στη διεκδίκηση προχωρημένων μεν αλλά στην προώθηση «προσγειωμένων» δε και «ανεκτών» κατακτήσεων στους επιμέρους κοινωνικούς χώρους. Κυρίως, συνεχίζουν, αντικειμενικά να την κόβουν και να τη ράβουν στα μέτρα της «κομματικής» ή εκλογικής τους αυτοσυντήρησης, ως συμπληρωματική αριστερή πτέρυγα και αντιπολίτευση του υπάρχοντος μαζικού κινήματος και της συμβιβασμένης σοσιαλιστικής ή «κομμουνιστικής» αριστεράς.
Φυσικά, δεν υπάρχει «βασιλική οδός» για τη λύση των προγραμματικών ελλειμμάτων και την ανατροπή των αρνητικών συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί με αποφασιστική, μάλιστα, ευθύνη του «δικού» τους κινήματος. Δεν ανατρέπεται με κάποια, «μαγική κίνηση» η χρόνια παραίτηση της κυρίαρχης Αριστεράς (και όχι μόνο) από τη συνολική προβολή και την έμπρακτη «σύνδεση» των στρατηγικών στόχων της επανάστασης και του σοσιαλισμού μέσα στον «σημερινό» ταξικό αγώνα. Ούτε, φυσικά, ανατρέπεται με αντίστοιχο τρόπο η χρόνια εγκατάλειψη, στις διάφορες παραλλαγές του μεταρρυθμισμού, της αναγκαίας επαναστατικής τακτικής.
Όλα αυτά δεν ξεπερνιούνται αυτόματα με το να προσθέτει κανείς γραμμικά και λίγο στη ζούλα το στόχο της ανατροπής του αστικού κράτους (με όλες, έστω, μαζί τις προ- διαγραφές του Λένιν) όσο γίνεται πιο «κολλητά» στo όποιο επιτακτικό «άμεσο πολιτικό πρόγραμμα», ολικά αντικαπιταλιστικό ή μη. Μια «παύλα» ή ένα διφορούμενο «ρήμα» δεν αναπληρώνει τη χρόνια στρατηγική αφασία, δεν υποκαθιστά την ανάγκη της επαναστατικής τακτικής και τον ιδιαίτερο, κάθε φορά, τρόπο σύνδεσής της με την επαναστατική εξουσία. Κανένα πρόχειρο προγραμματικό «λυσάρι» δεν υπερβαίνει τις αναγκαίες καμπές, τα μακρά ή βραχέα κύματα της ταξικής πάλης και του επαναστατικού δρόμου, που η κυρίαρχη Αριστερά (και όχι μόνο) μετέτρεψε, από «αναγκαστικά» πεδία εργατικής κατάκτησης θέσεων και επαναστατικής συνειδητοποίησης, σε αιωνίως απαγορευμένα σύνορα για την επαναστατική δυνατότητα.
Η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση» τότε και τώρα, των διαστρεβλώσεων της επαναστατικής τακτικής – στρατηγικής, από μέρους της συμβιβασμένης Αριστεράς, αλλά και γενικότερα της μη επαναστατικής Αριστεράς, είναι η άρνηση, στην ουσία με διάφορες μορφές, της πολιτικής συγκρότησης του εργατικού και γενικότερου «λαϊκού» κινήματος, του λεγόμενου «μαζικού κινήματος», του «αγώνα που συνεχίζεται». Είναι η άρνησή τους να προωθήσουν τη θεωρία και την πρακτική του «κυρίαρχου» πολιτικού ρόλου του, της αυτοτέλειάς του απ’ τους θεσμούς της αστικής εξουσίας, αλλά με άλλο τρόπο και της «κυρίαρχης» σχετικής του αυτοτέλειας απ’ τα επαναστατικά κόμματα κατ τις πρωτοπορίες. Είναι η αδυναμία τους για τη σύνδεση περιεχομένου μορφής της αντικαπιταλιστικής πολιτικής της επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής. Όπως το περιεχόμενο των αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων, έτσι, αντίστοιχα, και οι μορφές τους δεν θεωρείται ότι μπορούν να «υλοποιηθούν» σχετικά, στις σημερινές συνθήκες σε σύγκρουση με το νόμο της ηγεμονίας της αστικής πολιτικής» χωρίς κάποιου είδους συμμετοχή στην αστική εξουσία για τη ρεφορμιστική αριστερά, χωρίς επαναστατική κατάσταση και επαναστατική εξουσία για τις πιο αριστερές τάσεις.
Έτσι, το λεγόμενο μαζικό κίνημα συνεχίζει να διατηρείται καθηλωμένο στον «οικονομικό αγώνα», σε διαρκή ακρωτηριασμό στα όρια της πολιτικής εργολαβίας της ταξικής πάλης από τις όποιες κομματικές πρωτοπορίες, γεγονός που υποβαθμίζει τόσο το μαζικό κίνημα όσο και τον αποφασιστικό ρόλο των πρωτοποριών.
Συγκροτείται, τελικά, σε μια νεφελώδη κατάσταση πολιτικής και οργανωτικής «εικονικότητας», υποκριτικής ενότητας και αντίστοιχης πολυδιάσπασης, αδιέξοδων ή υπόγειων ανταγωνισμών που εκπροσωπούν και διαιωνίζουν την αστική κατεύθυνση. Αντίθετα, η προώθηση της αυτοτελούς συγκρότησης του εργατικού μαζικού κινήματος, ο κυρίαρχος ρόλος του στον καθορισμό του «προγράμματος» του εργατικού αγώνα μέσα από μια όχι πλασματική ενότητα και διαπάλη των διαφορετικών πρακτικών, η συγκεκριμένη επίδρασή του στον πολιτικό συσχετισμό, αποτελούν τον βασικό «υλικό» τρόπο, τη βασική μορφή αντικαπιταλιστικής κατάκτησης συνολικών κοινωνικών και πολιτικών θέσεων της εργατικής τάξης στις διάφορες καμπές της ταξικής πάλης.
Η επίσημη Αριστερά τροποποιεί, όταν το κάνει, τη δράση της «στα μουγκά», όσον αφορά τη γενική πολιτική γραμμή και πολύ περισσότερο την πολιτική του μαζικού κινήματος. Συνήθως αυτοδικαιώνεται, γιατί στην «αυτοκριτική» της επικρατεί το γνωστό αστικό «επικοινωνιακό» (τηλεοπτικό) σχήμα «τα καινούρια προβλήματα ρίχνουν στη λήθη τα παλιά». Ποιος θυμάται σήμερα τις υποκλοπές ή το σκάνδαλο του χρηματιστήριου, ποιος θυμάται τις αλλεπάλληλες «συγκυβερνήσεις» με τον ρεφορμισμό του συνόλου της κυρίαρχης αριστεράς στη ΓΣΕΕ, απ’ όλους όσους σωστά διαμαρτύρονται για τη ρεφορμιστική κατάντια του σημερινού συνδικαλιστικού κινήματος;
Η βασική αιτία γι’ αυτή τη στάση της Αριστεράς είναι η άρνησή της, ακόμα και στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, να προχωρήσει σε ριζικές τομές στην πολιτική και τη στρατηγική της και ιδιαίτερα σε πολιτικές τομές γύρω απ’ τον πολιτικό ρόλο του εργατικού μαζικού κινήματος και την ενωτική συμβολή σ’ αυτή την επιτακτική κατεύθυνση.
Στη νέα εποχή, η νεορεφορμιστική Αριστερά, από ένα σημείο και μετά, αναπροσαρμόζει την τακτική της, προκειμένου να υπερβεί τη μεταπολιτευτική χρεοκοπία της και να «επικοινωνήσει» με την αγανάκτηση και το ογκούμενο ρεύμα της αντιφατικής πολιτικής διαμαρτυρίας των εργαζομένων και με τη γενικότερη τάση απονομιμοποίησης των σύγχρονων αστικών δογμάτων. Πρόκειται για ένα ρεύμα που εκπορεύεται απ’ τον κυοφορούμενο νέο, ανώτερο κύκλο της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποία εκδηλώνεται σε μια πρώτη μορφή με τις πρωτοφανείς και απρόβλεπτες διαστάσεις του οικονομικού (και όχι μόνο) κραχ, που ζούμε όλοι αυτή την περίοδο.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, η «κυρίαρχη» Αριστερά εμμένει πεισματικά στα καταδικασμένα στην πράξη στρατηγικά πρότυπα είτε του ευρωσοσιαλισμού, είτε του «νικηφόρου σοσιαλισμού» της δεκαετίας του ’30 και στις ανάλογες χρεοκοπημένες «τακτικές» τους. Κι αυτό το κάνει αντικειμενικά με βάση τον μη εργατικό τελικά χαρακτήρα της, χωρίς αίσθηση των νέων ιστορικών συνθηκών, χωρίς κατανόηση της στρατηγικής κρισιμότητας της σημερινής περιόδου για τις επιπτώσεις της κρίσης στη ζωή και στο κίνημα των εργαζομένων. Πορεύεται στον ίδιο γνωστό δρόμο μιας αυτιστικής στρατηγικής, χωρίς την παραμικρή αυτοκριτική, χωρίς καμιά προσπάθεια ουσιαστικής ανασυγκρότησης της ταξικής πολιτικής πάλης στο σήμερα και της επαναστατικής μετάβασης στον κομμουνισμό, χωρίς αξιοποίηση των νέων επαναστατικών ευκαιριών και δυνατοτήτων ενός ενωτικού αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Σ’ αυτά, τα πλαίσια, θεωρεί πως η επιτακτικότητα των αντικαπιταλιστικών στόχων και αναγκών σε συνδυασμό με την «αδυναμία» σχετικής υλοποίησής τους χωρίς «εξουσία» και την απουσία, ακόμα, συνθηκών (και διάθεσης) για την επαναστατική εξουσία, επαναφέρουν πιο κοντά στην «ημερήσια διάταξη» τις παλιές εκδοχές μιας αριστερής μεταρρύθμισης ή κάποιου είδους «επαναστατικής αντιμονοπωλιακής» αναμόρφωσης της αστικής τελικά εξουσίας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η κυρίαρχη Αριστερά καταλήγει εκ νέου, με διάφορες παραλλαγές, σε μια, δήθεν, πιο άμεση, μίνι «στρατηγική γραμμή», σε μια «μίνι εξουσία», κάπως λιγότερο ή πολύ λιγότερο, «αντικαπιταλιστική» σε σχέση με την «ανώριμη» αντικαπιταλιστική επανάσταση, κάπως ή πολύ λιγότερο «επαναστατική», κάπως ή πολύ λιγότερο «κινηματική», (κάπως περισσότερο ή πολύ περισσότερο αστική στην ουσία) και με μεγαλύτερες, δήθεν, δυνατότητες συσπείρωσης αγωνιζόμενων δυνάμεων και πιθανότητες επιτυχίας. Ωστόσο, όπως φάνηκε και στον αντιδικτατορικό και μεταπολιτευτικό αγώνα και όπως αποκαλύπτεται, ιδιαίτερα, στη σημερινή εποχή, (Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.) πρόκειται για έναν ουσιαστικά ανέφικτο, κουτσουρεμένο και αυτολογοκριμένο μίνι στρατηγικό στόχο, είτε με τη μορφή της «αριστερής κυβέρνησης» της πλειοψηφίας του ΣΥΝ (εάν η έμφαση πέφτει στο αριστερή) είτε και με την «ανώτερη» μορφή της «λαϊκής εξουσίας» του ΚΚΕ.
Πρόκειται για ένα στόχο χωρίς πραγματική αμεσότητα, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα ευρύτερης συσπείρωσης, όχι απλά «οπαδών», αλλά αγωνιζόμενων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων που να μπορούν να νικήσουν πραγματικά την εντεινόμενη επιθετικότητα του κεφαλαίου. Πρόκειται για ένα στόχο χωρίς προοπτική, που καταφέρνει μόνο να προσθέτει ένα ακόμα φράγμα, απέναντι στην άμεση αντικαπιταλιστική πολιτική ενωτική γραμμή και στη γενικότερη αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης, ενώ κυρίως συγκροτεί ένα άλλοθι – κρίκο για τις ενδεχόμενες πιο άμεσες και προσγειωμένες κυβερνητικές «τακτικές» επιδιώξεις της κυρίαρχης Αριστεράς.
Μέχρι τότε, στην πραγματικότητα, αυτή η Αριστερά, στις διάφορες εκδοχές της, διατηρεί το πραγματικό «άμεσο πολιτικό πρόγραμμα» και την «τακτική» της, στο επίπεδο της γενικής πολιτικής ιδεολογικής και επικοινωνιακής διαμαρτυρίας. Ενώ στο καθαυτό «υλικό» – πολιτικό επίπεδο προωθεί, τελικά, τις επιμέρους μεταρρυθμίσεις του «μικρότερου κακού», που σε καμιά περίπτωση δεν αναχαιτίζουν την σαρωτική, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, επιδείνωση της ζωής των εργαζομένων, την απογείωση της σύγχρονης εξαθλίωσης και πολιτικής καταπίεσης.
Έτσι, πάνω απ’ όλα και σχεδόν αποκλειστικά, προωθεί την πολιτική των εκλογικών της στόχων και τη «διεμβόλιση» της αστικής εξουσίας. Συμβάλλει αντικειμενικά στην ενίσχυση της ηγεμονίας της αστικής πολιτικής και των μορφών της, στην επανασταθεροποίηση του δικομματισμού. Διευκολύνει, έτσι, αντί να καταπολεμά τη γενική ανάπλαση της πολιτικής του συστήματος για την «έξοδο» από τη σύγχρονη κρίση του μέσω ενός νέου πλάνου μακρόχρονης κοινωνικής οικειοποίησης, εξουθένωσης και πολυδιάσπασης του κόσμου της εργασίας, πολιτικής και «στρατιωτικής»» πειθάρχησής του σ’ ένα καθεστώς θεσμικού «Γκουαντάναμο» και διαρκούς προληπτικού πολέμου απέναντι στην αναπόφευκτη άνοδο των κοινωνικών και πολιτικών ξεσπασμάτων. Στη βάση αυτής της πολιτικής πρακτικής βρίσκεται, εκτός των άλλων, η αντίληψη των σιδερένιων νόμων της καπιταλιστικής κυριαρχίας, που απαγορεύουν τη σχετική υλοποίηση βασικών αντικαπιταλιστικών επιδιώξεων και τη ριζική ενωτική ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Οι αγωνιστές, λοιπόν, της κυρίαρχης Αριστεράς (και όχι μόνο) παλεύουν, συνήθως, με ειλικρίνεια και πάθος στα πλαίσια του κινήματος, συχνά με υψηλές εξαγγελίες ρήξεων και ανατροπών, πιστεύοντας, ωστόσο, κατά βάθος ότι αλλού παίζεται το παιχνίδι. Ψιλά γράμματα θα πει κανείς, αν ρίξει μια ματιά στη σημερινή κατάσταση του κινήματος κατ στα μεγάλα δομικά του ελλείμματα. Ωστόσο, άλλο εντελώς «πρόγραμμα», χαρακτήρα και προοπτική έχει η συμμετοχή σου σ’ ένα μαζικό κίνημα που πρέπει και μπορεί να επιβάλλει βασικές πολιτικές ανατροπές, και άλλο όταν όχι. Άλλο χαρακτήρα και δυναμική παίρνει το ίδιο το κίνημα και η γενικότερη ανατρεπτική του δυνατότητα στη μία περίπτωση και άλλο στην άλλη. Απ’ την άλλη μεριά, τότε αλλά και ιδιαίτερα σήμερα, οι πιο συνήθεις πρακτικές της αριστερής αμφισβήτησης φαίνεται να υπολογίζουν πως οι ίδιοι, περίπου, σχηματικοί παράγοντες, η αντικειμενική αμεσότητα των αντικαπιταλιστικών στόχων σε συνδυασμό με την αποδοχή και «κατανόηση» της αδυναμίας υλοποίησής τους χωρίς την εξουσία, είναι αυτοί που, κυρίως, υπερβαίνουν την έλλειψη των επαναστατικών συνθηκών, και φέρνουν στην «επικαιρότητα» την εργατική επανάσταση.
Παρ’ όλη την πολύ σημαντική, αντίθετη σκοπιά τους, κοινός παρανομαστής τους με τη συμβιβασμένη Αριστερά, σ’ αυτό το ζήτημα, είναι η άρνηση, τελικά, της δυνατότητας (επόμενα και της ιδιαίτερης «αξίας») σχετικών αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων με την καθοριστική δύναμη του πολιτικού μαζικού κινήματος, μια άρνηση που έχει, σε άλλο επίπεδο, τη σημασία της, ακόμα και για τις συνθήκες της επαναστατικής εξουσίας.
Κατά τη γνώμη αυτών των αντιλήψεων, δεν είναι η δύσκολη πρακτική των βασικών αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων, η έμπρακτη κατανόηση της αναγκαιότητας, της δυνατότητας και της υλικής προσφοράς τους απ’ την μια μεριά, όσο και η έμπρακτη κατανόηση της σχετικότητας και των ορίων τους, απ’ την άλλη, που οδηγούν στον καθοριστικό στόχο της επανάστασης, μέσα από απρόβλεπτες και αλλεπάλληλες καμπές της ταξικής πάλης. Αλλά είναι, συνήθως απ’ την μια μεριά, η όσο γίνεται πιο «πλουσιοπάροχη» προπαγάνδιση αυτών των αναγκαίων άμεσων αντικαπιταλιστικών στόχων και απ’ την άλλη η «προεξοφλημένη» περίπου από μέρους τους και η σχεδόν αυτόματη διάψευση και αποτυχία τους χωρίς επανάσταση, που φέρνουν την εργατική εξουσία πιο κοντά στο προσκήνιο.
Είναι αυτοί οι παράγοντες, κατά την γνώμη τους, που φέρνουν πιο κοντά στην άμεση εμπειρία των εργαζομένων, όχι όπως γίνεται συνήθως, την άρνηση της ρεαλιστικότητας της αντικαπιταλιστικής πάλης και της επαναστατικής της προοπτικής, όχι τη διαρκώς μεταμφιεζόμενη «αμεσότητα» του ρεφορμισμού, αλλά την «αμεσότητα» της επανάστασης, φτάνει να την τοποθετήσει κανείς όσο πιο κοντά γίνεται σ’ αυτή τη θέση. Το μόνο που καταφέρνουν έτσι, επί της ουσίας είναι, αντίθετα, να ξεκόβουν την άμεση αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής πολιτικής και ακόμα περισσότερο το στόχο της επαναστατικής εξουσίας απ’ την εμπειρία και την δράση των εργαζομένων, να υποβαθμίζουν την επίδρασή τους, στον άμεσο ταξικό πολιτικό αγώνα. Το μόνο που καταφέρνουν, αντικειμενικά, είναι η ουσιαστικά παθητική αναμονή και όχι η προώθηση, όσο περνάει απ’ το χέρι τους, μιας γενικευμένης επαναστατικής κατάστασης και κυρίως, είναι η διατήρηση μιας μόνιμης στασιμότητας και ανετοιμότητας του ταξικού εργατικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος για τέτοιες ενδεχόμενες επαναστατικές συνθήκες. Καμιά επαναστατική τάξη δεν «μαθαίνει» χωρίς μικρές η μεγάλες ήττες, αλλά και καμιά δεν προσεγγίζει την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της επανάστασης μόνο μέσα από ήττες. Κανένα ταξικό κίνημα δεν «διαπαιδαγωγείται» επαναστατικά μέσα από συνεχείς διαψεύσεις, και αποτυχίες των αντικειμενικά αναπτυσσόμενων, επιτακτικών αντικαπιταλιστικών αναγκών και διεκδικήσεών του.
Κατά τα άλλα και μέχρι τότε, οι πιο συνήθεις πρακτικές της αριστερής κριτικής έχοντας ξεμπερδέψει, πλασματικά, με το ζήτημα της σύνδεσης με τη στρατηγική της επανάστασης, έχοντας, όσο περνάει απ’ το χέρι τους, δρομολογήσει την έλευσή της «στο σήμερα», μπορούν, επί της ουσίας, να συνεχίζουν ανυποψίαστες να διατηρούν το πραγματικά «άμεσο πολιτικό πρόγραμμα» και την τακτική τους στο επίπεδο της κινηματικής και (ίσως λιγότερο) της πολιτικής ιδεολογικής διαμαρτυρίας. Μπορούν, έτσι, επιπλέον να ξεκόβουν σχεδόν απόλυτα και τον ιδιαίτερο στόχο – κρίκο της επαναστατικής εξουσίας απ’ τη στρατηγική ουσία του και το κομμουνιστικό του περιεχόμενο. Εξορίζουν, έτσι, συνήθως, έξω από την πολιτική πάλη και την υλική του επίδραση σ’ αυτήν τον συνολικό στρατηγικό στόχο της «επανάστασης προς τον κομμουνισμό». Καθηλώνουν την ανάγκη ριζικής ανασυγκρότησης της στρατηγικής του κομμουνισμού κάπου στα σεμινάρια και στις επετείους ή στις εσωκομματικές τάσεις, όπως πχ κάνουν πρακτικά ακόμα και οι πιο ελπιδοφόρες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Γαλλία.
Έτσι τελικά, συνεχίζουν να υποβιβάζουν την πραγματική «τακτική» τους στη διεκδίκηση προχωρημένων μεν αλλά στην προώθηση «προσγειωμένων» δε και «ανεκτών» κατακτήσεων στους επιμέρους κοινωνικούς χώρους. Κυρίως, συνεχίζουν, αντικειμενικά να την κόβουν και να τη ράβουν στα μέτρα της «κομματικής» ή εκλογικής τους αυτοσυντήρησης, ως συμπληρωματική αριστερή πτέρυγα και αντιπολίτευση του υπάρχοντος μαζικού κινήματος και της συμβιβασμένης σοσιαλιστικής ή «κομμουνιστικής» αριστεράς.
Φυσικά, δεν υπάρχει «βασιλική οδός» για τη λύση των προγραμματικών ελλειμμάτων και την ανατροπή των αρνητικών συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί με αποφασιστική, μάλιστα, ευθύνη του «δικού» τους κινήματος. Δεν ανατρέπεται με κάποια, «μαγική κίνηση» η χρόνια παραίτηση της κυρίαρχης Αριστεράς (και όχι μόνο) από τη συνολική προβολή και την έμπρακτη «σύνδεση» των στρατηγικών στόχων της επανάστασης και του σοσιαλισμού μέσα στον «σημερινό» ταξικό αγώνα. Ούτε, φυσικά, ανατρέπεται με αντίστοιχο τρόπο η χρόνια εγκατάλειψη, στις διάφορες παραλλαγές του μεταρρυθμισμού, της αναγκαίας επαναστατικής τακτικής.
Όλα αυτά δεν ξεπερνιούνται αυτόματα με το να προσθέτει κανείς γραμμικά και λίγο στη ζούλα το στόχο της ανατροπής του αστικού κράτους (με όλες, έστω, μαζί τις προ- διαγραφές του Λένιν) όσο γίνεται πιο «κολλητά» στo όποιο επιτακτικό «άμεσο πολιτικό πρόγραμμα», ολικά αντικαπιταλιστικό ή μη. Μια «παύλα» ή ένα διφορούμενο «ρήμα» δεν αναπληρώνει τη χρόνια στρατηγική αφασία, δεν υποκαθιστά την ανάγκη της επαναστατικής τακτικής και τον ιδιαίτερο, κάθε φορά, τρόπο σύνδεσής της με την επαναστατική εξουσία. Κανένα πρόχειρο προγραμματικό «λυσάρι» δεν υπερβαίνει τις αναγκαίες καμπές, τα μακρά ή βραχέα κύματα της ταξικής πάλης και του επαναστατικού δρόμου, που η κυρίαρχη Αριστερά (και όχι μόνο) μετέτρεψε, από «αναγκαστικά» πεδία εργατικής κατάκτησης θέσεων και επαναστατικής συνειδητοποίησης, σε αιωνίως απαγορευμένα σύνορα για την επαναστατική δυνατότητα.
Η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση» τότε και τώρα, των διαστρεβλώσεων της επαναστατικής τακτικής – στρατηγικής, από μέρους της συμβιβασμένης Αριστεράς, αλλά και γενικότερα της μη επαναστατικής Αριστεράς, είναι η άρνηση, στην ουσία με διάφορες μορφές, της πολιτικής συγκρότησης του εργατικού και γενικότερου «λαϊκού» κινήματος, του λεγόμενου «μαζικού κινήματος», του «αγώνα που συνεχίζεται». Είναι η άρνησή τους να προωθήσουν τη θεωρία και την πρακτική του «κυρίαρχου» πολιτικού ρόλου του, της αυτοτέλειάς του απ’ τους θεσμούς της αστικής εξουσίας, αλλά με άλλο τρόπο και της «κυρίαρχης» σχετικής του αυτοτέλειας απ’ τα επαναστατικά κόμματα κατ τις πρωτοπορίες. Είναι η αδυναμία τους για τη σύνδεση περιεχομένου μορφής της αντικαπιταλιστικής πολιτικής της επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής. Όπως το περιεχόμενο των αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων, έτσι, αντίστοιχα, και οι μορφές τους δεν θεωρείται ότι μπορούν να «υλοποιηθούν» σχετικά, στις σημερινές συνθήκες σε σύγκρουση με το νόμο της ηγεμονίας της αστικής πολιτικής» χωρίς κάποιου είδους συμμετοχή στην αστική εξουσία για τη ρεφορμιστική αριστερά, χωρίς επαναστατική κατάσταση και επαναστατική εξουσία για τις πιο αριστερές τάσεις.
Έτσι, το λεγόμενο μαζικό κίνημα συνεχίζει να διατηρείται καθηλωμένο στον «οικονομικό αγώνα», σε διαρκή ακρωτηριασμό στα όρια της πολιτικής εργολαβίας της ταξικής πάλης από τις όποιες κομματικές πρωτοπορίες, γεγονός που υποβαθμίζει τόσο το μαζικό κίνημα όσο και τον αποφασιστικό ρόλο των πρωτοποριών.
Συγκροτείται, τελικά, σε μια νεφελώδη κατάσταση πολιτικής και οργανωτικής «εικονικότητας», υποκριτικής ενότητας και αντίστοιχης πολυδιάσπασης, αδιέξοδων ή υπόγειων ανταγωνισμών που εκπροσωπούν και διαιωνίζουν την αστική κατεύθυνση. Αντίθετα, η προώθηση της αυτοτελούς συγκρότησης του εργατικού μαζικού κινήματος, ο κυρίαρχος ρόλος του στον καθορισμό του «προγράμματος» του εργατικού αγώνα μέσα από μια όχι πλασματική ενότητα και διαπάλη των διαφορετικών πρακτικών, η συγκεκριμένη επίδρασή του στον πολιτικό συσχετισμό, αποτελούν τον βασικό «υλικό» τρόπο, τη βασική μορφή αντικαπιταλιστικής κατάκτησης συνολικών κοινωνικών και πολιτικών θέσεων της εργατικής τάξης στις διάφορες καμπές της ταξικής πάλης.
Η επίσημη Αριστερά τροποποιεί, όταν το κάνει, τη δράση της «στα μουγκά», όσον αφορά τη γενική πολιτική γραμμή και πολύ περισσότερο την πολιτική του μαζικού κινήματος. Συνήθως αυτοδικαιώνεται, γιατί στην «αυτοκριτική» της επικρατεί το γνωστό αστικό «επικοινωνιακό» (τηλεοπτικό) σχήμα «τα καινούρια προβλήματα ρίχνουν στη λήθη τα παλιά». Ποιος θυμάται σήμερα τις υποκλοπές ή το σκάνδαλο του χρηματιστήριου, ποιος θυμάται τις αλλεπάλληλες «συγκυβερνήσεις» με τον ρεφορμισμό του συνόλου της κυρίαρχης αριστεράς στη ΓΣΕΕ, απ’ όλους όσους σωστά διαμαρτύρονται για τη ρεφορμιστική κατάντια του σημερινού συνδικαλιστικού κινήματος;
Η βασική αιτία γι’ αυτή τη στάση της Αριστεράς είναι η άρνησή της, ακόμα και στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, να προχωρήσει σε ριζικές τομές στην πολιτική και τη στρατηγική της και ιδιαίτερα σε πολιτικές τομές γύρω απ’ τον πολιτικό ρόλο του εργατικού μαζικού κινήματος και την ενωτική συμβολή σ’ αυτή την επιτακτική κατεύθυνση.
Επιστροφή στο μέλλον – Οι δυό επιλογές
Στη μεταβατική φάση της πτώσης της δικτατορίας, οι αγωνιστές της ανατροπής δεν αιφνιδιάστηκαν από τις εσπευσμένες διαδικασίες των αστικών δυνάμεων για «αλλαγή φρουράς» σε συμβιβασμό με τις χουντικές δομές, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι κίνδυνοι για τη διεθνή θέση τους και πάνω απ’ όλα οι κίνδυνοι για μια ανεξέλεγκτη πολιτική εξέλιξη του μαχητικού κινήματος των εργαζομένων και της νεολαίας. Ούτε αιφνιδιάστηκαν απ’ τη σχετικά γρήγορη προσαρμογή αυτών των δυνάμεων, κάτω απ’ την λαϊκή πίεση και τις διεκδικήσεις του κινήματος, σε μια σταδιακή αποκόλλησή τους απ’ τα αρχικά σχέδια για μια δημοκρατία «αλά Τούρκα».
Αιφνιδιάστηκαν, όμως, περισσότερο ή λιγότερο, απ’ την πολύ γρήγορη και ανοικτή προσαρμογή της παραδοσιακής Αριστεράς (πιο πέρα ακόμα και απ’ τα αμφιλεγόμενα ντοκουμέντα της) σε μια γραμμή απλής απόρριψης των συμπράξεων με τους χουντικούς και διεκδίκησης «καλύτερων» θέσεων στα πλαίσια της συμβολής της στην «οικοδόμηση» τελικά της «Νέας Δημοκρατίας». Σε μια γραμμή χωρίς άλλη αυτοτελή άμεση πρόταση άλλου ταξικού, πολιτικού χαρακτήρα, τόσο για τα «ζητήματα της δημοκρατίας», όσο και για τα καθοριστικά «κοινωνικά ζητήματα» και τα ζητήματα της γενικότερης προοπτικής.
Δεν υπήρξε προσπάθεια άμεσης διεκδίκησης και προώθησης μιας άλλης κοινωνικής – πολιτικής «μεταπολίτευσης», που θα στηρίζεται κυρίως στην κατάκτηση πραγματικών πολιτικών – κοινωνικών θέσεων του εργατικού και δημοκρατικού κινήματος, προώθησης των ανεξάρτητων «πολιτικών οργάνων» της εργατικής πολιτικής και της μαζικής πάλης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Δεν υπήρξε αυτοτελές «πολιτικό σχέδιο» της Αριστεράς, εκτός απ’ τα ιδιαίτερα πλάνα πλασαρίσματος κυρίως στο «κεντρικό παιχνίδι», για συσπείρωση και πολιτική ενωτική συγκρότηση ευρύτερων μαχόμενων εργατικών δυνάμεων σε ουσιαστικά διαχωρισμό απ’ την κυρίαρχη αστική στρατηγική και τις πολιτικές μορφές της. (Κάτι που σε άλλες συνθήκες και μόνο σ’ ένα βαθμό, αλλά με τις ίδιες περίπου γενικότερες προδιαγραφές και καταλήξεις, επιχειρήθηκε, ωστόσο, στην Πορτογαλία πχ). Όλα αυτά, βέβαια έρχονταν από πολύ μακριά, από μια μη αντικαπιταλιστική και επαναστατική προδικτατορική και αντιδικτατορική γραμμή, απ’ τη γενικότερη ιστορική – πολιτική εξέλιξη αυτών των δυνάμεων σε διεθνή κλίμακα, που σ’ ένα βαθμό, γνωρίζουμε, σήμερα, σε ποιούς δρόμους οδήγησαν.
Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι αγωνιστές της ανατροπής μέσα στο αντιδικτατορικό κίνημα, παρ’ όλη τη σφοδρή μεταξύ τους αντιπαράθεση και την παραζάλη του πολιτικού ακτιβισμού, ήρθαν ουσιαστικά «πιο κοντά» με βάση τα επανατροφοδοτούμενα, αναπάντητα ερωτήματά τους. Σ’ εκείνες τις συνθήκες ήρθαμε πιο κοντά και με το Χάρη Γαϊτανίδη. «Και τι θα γίνει τώρα, με την ριζική ανατροπή και τη μεγάλη μας την Επανάσταση»; Ο αγώνας, βέβαια, συνεχίζεται. Από καλύτερες θέσεις; Ποιες όμως είναι οι συγκεκριμένες υλικές – πολιτικές θέσεις και οι γενικότερες προοπτικές των ίδιων των εργαζομένων, της νεολαίας, του κινήματος τους σε διαχωρισμό απ’ τις «νομοτέλειες» της νέας αστικής δημοκρατίας;
Ας μου επιτραπεί να αναφέρω μια σκηνή έξω από το χώρο της ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, όταν συζητήθηκε η στάση του ΚΚΕ για την αποδοχή από μέρους του ή όχι προκειμένου να «νομιμοποιηθεί», της υπογραφής του περιβόητου νόμου του νέου καθεστώτος για πολιτική δέσμευση της δράσης των κομμουνιστών και των εργατικών δυνάμεων στα πλαίσια των «βασικών νόμων» και των «ειρηνικών διαδικασιών» του συστήματος. Τότε η αντιπροσωπεία της νεολαίας στην ολομέλεια, (Γόντικας Δ., Κάππος Κ. κ.λπ.) είχαμε ταχθεί βέβαια κατά της υπογραφής. Η ολομέλεια αποφάσισε το αντίθετο. (Θεμιτός, γόνιμος, νεανικός ενθουσιασμός, είπαν τελικά για τη στάση μας οι «ανώτεροι».) Ο Χάρης περίμενε έξω με αγωνία. Γνώριζε προκαταβολικά την απόφαση. «Και τι θα γίνει με το κίνημα», ήταν η ερώτησή του. Λοιπόν, Χάρη, και πάλι, τι θα γίνει με το κίνημα; Τι θα γίνει με τον κομμουνισμό, με την επανάσταση, με την τακτική, με το κόμμα, με το περιλάλητο νέο επαναστατικό πρόγραμμα; Σε συμβιβασμό ή σε σύγκρουση με τους βασικούς νόμους του αστικού συστήματος, που προωθούν τη διαρκή κοινωνική αλλά και πολιτική εξαθλίωση των ίδιων των εργαζομένων;
Μια αγωνιστική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, σε καμιά περίπτωση, δεν αρκεί. Αυτό δεν είναι, ένα ηθικό – πολιτικό ζήτημα. Είναι, κυρίως στη σημερινή κοσμογονική εποχή, το θεωρητικό και πρακτικό ζήτημα του υλικού – πολιτικού περιεχομένου, των εργατικών πολιτικών μορφών, των υλικών δυνατοτήτων και της νικηφόρας πάλης όχι μόνο του άμεσου αντικαπιταλιστικού αγώνα, αλλά της γενικής στρατηγικής της επανάστασης, της μετάβασης στον κομμουνισμό, του συνολικού προγράμματος της εργατικής τάξης, από τώρα και μέχρι το τέλος.
Η ερώτηση του Χ. Γαϊτανίδη για το «κίνημα» δεν σήμαινε πως ο ίδιος και οι συναγωνιστές του το «φετιχοποιούσαν», όπως άλλωστε δεν φετιχοποιούσαν και τους καπιταλιστικούς νόμους. Μαθημένοι όμως, οι περισσότεροι κυρίως σε πολιτική δράση σε συνθήκες δικτατορίας, είχαν «διαπαιδαγωγηθεί» όχι μόνο να σέβονται το λεγόμενο μαζικό κίνημα, αλλά και να το θεωρούν, όπως και είναι, το καθοριστικό πεδίο άσκησης της εργατικής πολιτικής. Ήταν και είναι το βασικό πεδίο μιας ντε φάκτο επιβολής του «αγωνιστικού δικαίου» των εργαζομένων και της νεολαίας, σε διαρκή «παραβίαση», σύγκρουση και υπέρβαση, απέναντι στους βασικούς νόμους της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Αυτό ήταν και είναι: το κορυφαίο δημοκρατικό «Σύνταγμα» της ταξικής πάλης, ο καταστατικός χάρτης των σύγχρονων ελευθεριών, ο ανώτερος δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης και η συμπυκνωμένη υλική μορφή τη «δημοκρατίας», ειδικά στην σημερινή εποχή.
Βέβαια, o Χ. Γαϊτανίδης και οι συναγωνιστές του γνώριζαν ότι οι συνθήκες για ένα τέτοιο εργατικό πολιτικό κίνημα ήταν πολύ πιο σκληρές και δύσκολες (και είναι πολύ περισσότερο σήμερα) σε σχέση με το σπουδαστικό κίνημα όλων των εποχών. Γνώριζαν ότι το νεολαιίστικο αντιδικτατορικό και φοιτητικό κίνημα είχε αναγκαστικά άλλη, πιο προσεκτική, ταξική αντιμετώπιση από τις βασικές δυνάμεις του συστήματος. Γνώριζαν ότι όχι μόνο οι αστικές δυνάμεις, αλλά, με διαφορετικό τρόπο, και η Αριστερά προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν και σαν ειδικό μοχλό πολιτικής πίεσης για ενδεχόμενες αναγκαίες εναλλακτικές λύσεις, κυρίως, από τα πάνω.
Απέναντι στον πολιτικό και οικονομικό αγώνα των εργαζομένων για τα κοινωνικά ζητήματα και τις ελευθερίες τους, ήταν που ασκούσαν και ασκούν την πιο αδιάλλακτη τρομοκρατία οι κυρίαρχες τάξεις. Κάτω απ’ αυτή την πίεση και τις ενδογενείς της αντιφάσεις γύρω απ’ το χαρακτήρα του πολιτικού αγώνα, η κυρίαρχη Αριστερά υποβάθμιζε σ’ όλη την διάρκεια του αντιδικτατορικού κινήματος την πολιτική πάλη για τα κοινωνικά ζητήματα. Υποβάθμιζε ταυτόχρονα και την αναγκαία ιδιαίτερη πρόταση και παρέμβασή της για τα ζητήματα της δημοκρατίας από τη σκοπιά της κατάκτησης μιας άλλης κεντρικής θέσης του μαζικού κινήματος στον συνολικό πολιτικό αγώνα και όχι μόνο προσωρινά, λόγω των συνθηκών της δικτατορίας και της «παρανομίας».
Απ’ αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό το πόσο ρηχά και «αφ’ υψηλού» αντιμετωπίστηκαν από διάφορες δυνάμεις στη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (και κατοπινά) οι αδύναμες και «δειλές» προσπάθειες να «μπολιασθεί» το κεντρικό πολιτικό ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής της δικτατορίας κ.λπ. με την πολιτική ουσία των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων των εργαζομένων και της νεολαίας (ακόμα και αντίστοιχα ζητήματα του φοιτητικού και νεολαιίστικου κινήματος «σνομπαρίστηκαν» από ορισμένους σαν «μη πολιτικά»).
Υπήρχαν, άραγε, δυνατότητες για μια άλλη εξέλιξη του μαζικού πολιτικού εργατικού κινήματος και του ρόλου του στα αγωνιστικά χρόνια της μεταπολίτευσης; Υπάρχουν, άραγε, δυνατότητες, ιδιαίτερα σήμερα; Ασφαλώς και υπήρχαν. Ασφαλώς και υπάρχουν πολύ περισσότερο σήμερα. Δεν φταίνε κυρίως οι δυσκολίες, φταίνε οι πολιτικές υποκειμενικές πρακτικές της Αριστεράς, οι πολιτικές επιλογές όλων μας. Τηρουμένων των αναλογιών, το αντιδραστικά μεταλλαγμένο αστικό σύστημα δεν μπορεί να ξεμπερδέψει εδώ και 35 ολόκληρα χρόνια και ούτε θα ξεμπερδέψει ποτέ με τα πολιτικά χαρακτηριστικά, τα επαναστατικά σκιρτήματα και τις ατελείς έστω κατακτήσεις του φοιτητικού και σπουδαστικού κινήματος» που θεμελίωσαν κάποτε οι αγωνιστές σαν τον Χάρη Γαϊτανίδη.
Τα μηνύματα του αντιδικτατορικού αγώνα έχουν σχετική σημασία για τα μεγάλα και πρωτότυπα προβλήματα της σημερινής εποχής. Ορισμένα ωστόσο από εκείνα που κάπως προσέγγισαν ο Χ, Γαϊτανίδης και οι σύντροφοί του μπορεί να βοηθήσουν, αν μετασχηματισθούν και αναπτυχθούν με τη θεωρία και την ταξική εμπειρία του σήμερα και των ιστορικών γεγονότων που κυοφορούνται. Το πιο καθοριστικό και ταυτόχρονα το πιο άμεσο καθήκον των επαναστατών, ιδιαίτερα στην κατάσταση της εμφανιζόμενης νέας ιστορικής κρίσης του συστήματος, είναι να υπερασπίζονται τη δυνατότητα και την προοπτική μιας νέας και ανώτερης από κάθε άλλη φορά επανάστασης προς τον κομμουνισμό. Μιας επανάστασης που θα στηρίζεται στις ποιοτικά προωθημένες απαιτήσεις, τις ιστορικές εμπειρίες και τις κατακτήσεις του κοινωνικού και εργατικού πολιτισμού της εποχής μας.
· Αυτό το καθήκον δεν σημαίνει ότι ευτελίζεις την επανάσταση σε ζήτημα άμεσης επιβολής, σε προγραμματικό ελιξίριο «για όλες τις χρήσεις», όταν δεν υπάρχουν ακόμα οι επαναστατικές συνθήκες και οι συσχετισμοί, όταν κορυφώνεται, όπως συμβαίνει σήμερα, η αντίθεση ανάμεσα στις νέες αντικειμενικές αναγκαιότητες – δυνατότητες και στην ανετοιμότητα και στην καθήλωση του υποκειμενικού παράγοντα κατ του συνολικού εργατικού κινήματος.
- Αντίθετα σημαίνει ότι η μετασχηματισμένη στρατηγική της επανάστασης γίνεται οδηγός για δράση, «παίκτης – προπονητής για το σχετικά αυτοτελές άμεσο πολιτικό πρόγραμμα, για την ενωτική αντικαπιταλιστική πάλη και την ανατροπή της εξοντωτικής επίθεσης του κεφαλαίου, για την επιβίωση και τις ελευθερίες των εργαζομένων.
Αυτό το καθήκον σημαίνει συμβολή στην προσπάθεια κατάκτησης του δικού τους εργατικού «επαναστατικού δρόμου» με την αγωνιστική εμπειρία και με τη σκέψη τους. · Σημαίνει σε κάθε περίπτωση αυτοτελής αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή και πάλη σε περιεχόμενο και μορφή, γύρω απ’ όλα τα μεγάλα προβλήματα της επιβίωσης της ελευθερίας και της συνολικής χειραφέτησης σε αντιπαράθεση με τα σύγχρονα δόγματα, τη στρατηγική, τις κυβερνήσεις, τούς θεσμούς και την ηγεμονία της αστικής πολιτικής και των μορφών της. · Σημαίνει διαπάλη για ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής πολιτικής «μέσα απ’ την αγωνιστική ενότητα» σ’ ένα μετασχηματιζόμενο μαζικό πολιτικό κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας, και όχι το αντίστροφο. · Σημαίνει πάλη για τη συγκρότηση της νέας ευρύτερης εργατικής κομμουνιστικής πρωτοπορίας με βάση τις γνώσεις και τις δυνατότητες της εποχής μας για τον ριζικό μετασχηματισμό και την ενιαία δράση του πολιτικού μαζικού εργατικού κινήματος. · Σημαίνει Κόμμα για το εργατικό κίνημα και όχι εργατικό κίνημα για το κόμμα. · Σημαίνει πάλη για υλικές – πολιτικές κατακτήσεις, για μικρές και μεγάλες νίκες, για φωτεινά μονοπάτια στην εμπειρία των εργαζομένων, που να μπορούν να μετατρέπουν και τις ήττες σε ανώτερη σκέψη και πράξη. · Σημαίνει μέτωπο απέναντι στον πολιτισμό της ατομικής ιδιοκτησίας των ιδεών, της πολιτικής και των κοινωνικών ανθρώπων μέσα στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. · Σημαίνει μαχόμενη επαναστατική αυτοκριτική, αυτοϋπέρβαση των αποτυχημένων προσπαθειών μας, προώθηση ενός συνολικού εργατικού διαφωτισμού στη θεωρία και στην οργάνωση του νέου επαναστατικού κόμματος του επαναστατικού και εργατικού αγώνα.
Ως γνωστόν, ανεξάρτητα από προθέσεις, υπάρχει η λεγόμενη «ιδεολογική» χρήση της ιστορίας, υπάρχει η επετειακή, η γραφειοκρατική, η γραφική, η δασκαλίστικη, η βαριεστημένη κλπ, αλλά, φυσικά υπάρχει κυρίως η ουσιαστική και πάντα σχετική αλήθεια της ιστορίας ως οδηγός για δράση (αυτή η δύσκολη επιστήμη των επιστημών και φιλοσοφία των φιλοσοφιών).
Τι μπορεί να προσφέρουν σ’ αυτήν την ιστορία οι μαρτυρίες για την αντιδικτατορική πάλη των Κεφαλλονιτών και για την ωραία και ταπεινή (μ’ όλο τον φοβερό πληθωρισμό της) περίπτωση του Χάρη Γαϊτανίδη; Τι μπορούν να προσφέρουν οι αλλεπάλληλες επισκοπήσεις για τα τριανταπεντάχρονα του Πολυτεχνείου; Αυτό κρίνεται, τελικά, από την κατεύθυνση της δράσης που επιλέγει κανείς μέσα στη σημερινή συγκλονιστική εποχή.
Οι ίδιοι οι σημερινοί σκληροί όροι της πάλης για επιβίωση και ελευθερία, η εντεινόμενη χρεοκοπία της αγίας αγοράς και του νεοκυνισμού επιβάλλει στις νέες γενιές των εργαζομένων να αποτινάζουν την κούραση από τις τόσες φλυαρίες για το πανεθνικό πανσχολικό «Πολυτεχνείο». Τις ωθεί ξανά και ξανά στα μεγάλα αγωνιστικά γεγονότα και όχι στα σήριαλ της κομματικής ιστορικής αυτοδικαίωσης ή της πολιτικής χαμοζωής, προκειμένου να απαντήσουν στα ερωτήματα του μέλλοντος τους.
Και όσο και αν φαίνεται παράξενο, το Πολυτεχνείο και οι αγωνιστές του θα κριθούν από το ποια αντιδικτατορική παράταξη θα επιλέξουν τελικά αυτές οι νέες εργατικές γενιές. Την πρώτη ή τη δεύτερη; Την παραδοχή τελικά και το μακιγιάρισμα της κυρίαρχης κατάστασης ή την ανατροπή και την Επανάσταση; Τον Αντώνη Τρίτση, (για να αναφερθώ, μ’ όλο το προσωπικό σεβασμό, σ’ έναν επίσης Κεφαλλονίτη αγωνιστή) ή τον Χάρη Γαϊτανίδη;
Στη μεταβατική φάση της πτώσης της δικτατορίας, οι αγωνιστές της ανατροπής δεν αιφνιδιάστηκαν από τις εσπευσμένες διαδικασίες των αστικών δυνάμεων για «αλλαγή φρουράς» σε συμβιβασμό με τις χουντικές δομές, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι κίνδυνοι για τη διεθνή θέση τους και πάνω απ’ όλα οι κίνδυνοι για μια ανεξέλεγκτη πολιτική εξέλιξη του μαχητικού κινήματος των εργαζομένων και της νεολαίας. Ούτε αιφνιδιάστηκαν απ’ τη σχετικά γρήγορη προσαρμογή αυτών των δυνάμεων, κάτω απ’ την λαϊκή πίεση και τις διεκδικήσεις του κινήματος, σε μια σταδιακή αποκόλλησή τους απ’ τα αρχικά σχέδια για μια δημοκρατία «αλά Τούρκα».
Αιφνιδιάστηκαν, όμως, περισσότερο ή λιγότερο, απ’ την πολύ γρήγορη και ανοικτή προσαρμογή της παραδοσιακής Αριστεράς (πιο πέρα ακόμα και απ’ τα αμφιλεγόμενα ντοκουμέντα της) σε μια γραμμή απλής απόρριψης των συμπράξεων με τους χουντικούς και διεκδίκησης «καλύτερων» θέσεων στα πλαίσια της συμβολής της στην «οικοδόμηση» τελικά της «Νέας Δημοκρατίας». Σε μια γραμμή χωρίς άλλη αυτοτελή άμεση πρόταση άλλου ταξικού, πολιτικού χαρακτήρα, τόσο για τα «ζητήματα της δημοκρατίας», όσο και για τα καθοριστικά «κοινωνικά ζητήματα» και τα ζητήματα της γενικότερης προοπτικής.
Δεν υπήρξε προσπάθεια άμεσης διεκδίκησης και προώθησης μιας άλλης κοινωνικής – πολιτικής «μεταπολίτευσης», που θα στηρίζεται κυρίως στην κατάκτηση πραγματικών πολιτικών – κοινωνικών θέσεων του εργατικού και δημοκρατικού κινήματος, προώθησης των ανεξάρτητων «πολιτικών οργάνων» της εργατικής πολιτικής και της μαζικής πάλης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Δεν υπήρξε αυτοτελές «πολιτικό σχέδιο» της Αριστεράς, εκτός απ’ τα ιδιαίτερα πλάνα πλασαρίσματος κυρίως στο «κεντρικό παιχνίδι», για συσπείρωση και πολιτική ενωτική συγκρότηση ευρύτερων μαχόμενων εργατικών δυνάμεων σε ουσιαστικά διαχωρισμό απ’ την κυρίαρχη αστική στρατηγική και τις πολιτικές μορφές της. (Κάτι που σε άλλες συνθήκες και μόνο σ’ ένα βαθμό, αλλά με τις ίδιες περίπου γενικότερες προδιαγραφές και καταλήξεις, επιχειρήθηκε, ωστόσο, στην Πορτογαλία πχ). Όλα αυτά, βέβαια έρχονταν από πολύ μακριά, από μια μη αντικαπιταλιστική και επαναστατική προδικτατορική και αντιδικτατορική γραμμή, απ’ τη γενικότερη ιστορική – πολιτική εξέλιξη αυτών των δυνάμεων σε διεθνή κλίμακα, που σ’ ένα βαθμό, γνωρίζουμε, σήμερα, σε ποιούς δρόμους οδήγησαν.
Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι αγωνιστές της ανατροπής μέσα στο αντιδικτατορικό κίνημα, παρ’ όλη τη σφοδρή μεταξύ τους αντιπαράθεση και την παραζάλη του πολιτικού ακτιβισμού, ήρθαν ουσιαστικά «πιο κοντά» με βάση τα επανατροφοδοτούμενα, αναπάντητα ερωτήματά τους. Σ’ εκείνες τις συνθήκες ήρθαμε πιο κοντά και με το Χάρη Γαϊτανίδη. «Και τι θα γίνει τώρα, με την ριζική ανατροπή και τη μεγάλη μας την Επανάσταση»; Ο αγώνας, βέβαια, συνεχίζεται. Από καλύτερες θέσεις; Ποιες όμως είναι οι συγκεκριμένες υλικές – πολιτικές θέσεις και οι γενικότερες προοπτικές των ίδιων των εργαζομένων, της νεολαίας, του κινήματος τους σε διαχωρισμό απ’ τις «νομοτέλειες» της νέας αστικής δημοκρατίας;
Ας μου επιτραπεί να αναφέρω μια σκηνή έξω από το χώρο της ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, όταν συζητήθηκε η στάση του ΚΚΕ για την αποδοχή από μέρους του ή όχι προκειμένου να «νομιμοποιηθεί», της υπογραφής του περιβόητου νόμου του νέου καθεστώτος για πολιτική δέσμευση της δράσης των κομμουνιστών και των εργατικών δυνάμεων στα πλαίσια των «βασικών νόμων» και των «ειρηνικών διαδικασιών» του συστήματος. Τότε η αντιπροσωπεία της νεολαίας στην ολομέλεια, (Γόντικας Δ., Κάππος Κ. κ.λπ.) είχαμε ταχθεί βέβαια κατά της υπογραφής. Η ολομέλεια αποφάσισε το αντίθετο. (Θεμιτός, γόνιμος, νεανικός ενθουσιασμός, είπαν τελικά για τη στάση μας οι «ανώτεροι».) Ο Χάρης περίμενε έξω με αγωνία. Γνώριζε προκαταβολικά την απόφαση. «Και τι θα γίνει με το κίνημα», ήταν η ερώτησή του. Λοιπόν, Χάρη, και πάλι, τι θα γίνει με το κίνημα; Τι θα γίνει με τον κομμουνισμό, με την επανάσταση, με την τακτική, με το κόμμα, με το περιλάλητο νέο επαναστατικό πρόγραμμα; Σε συμβιβασμό ή σε σύγκρουση με τους βασικούς νόμους του αστικού συστήματος, που προωθούν τη διαρκή κοινωνική αλλά και πολιτική εξαθλίωση των ίδιων των εργαζομένων;
Μια αγωνιστική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, σε καμιά περίπτωση, δεν αρκεί. Αυτό δεν είναι, ένα ηθικό – πολιτικό ζήτημα. Είναι, κυρίως στη σημερινή κοσμογονική εποχή, το θεωρητικό και πρακτικό ζήτημα του υλικού – πολιτικού περιεχομένου, των εργατικών πολιτικών μορφών, των υλικών δυνατοτήτων και της νικηφόρας πάλης όχι μόνο του άμεσου αντικαπιταλιστικού αγώνα, αλλά της γενικής στρατηγικής της επανάστασης, της μετάβασης στον κομμουνισμό, του συνολικού προγράμματος της εργατικής τάξης, από τώρα και μέχρι το τέλος.
Η ερώτηση του Χ. Γαϊτανίδη για το «κίνημα» δεν σήμαινε πως ο ίδιος και οι συναγωνιστές του το «φετιχοποιούσαν», όπως άλλωστε δεν φετιχοποιούσαν και τους καπιταλιστικούς νόμους. Μαθημένοι όμως, οι περισσότεροι κυρίως σε πολιτική δράση σε συνθήκες δικτατορίας, είχαν «διαπαιδαγωγηθεί» όχι μόνο να σέβονται το λεγόμενο μαζικό κίνημα, αλλά και να το θεωρούν, όπως και είναι, το καθοριστικό πεδίο άσκησης της εργατικής πολιτικής. Ήταν και είναι το βασικό πεδίο μιας ντε φάκτο επιβολής του «αγωνιστικού δικαίου» των εργαζομένων και της νεολαίας, σε διαρκή «παραβίαση», σύγκρουση και υπέρβαση, απέναντι στους βασικούς νόμους της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Αυτό ήταν και είναι: το κορυφαίο δημοκρατικό «Σύνταγμα» της ταξικής πάλης, ο καταστατικός χάρτης των σύγχρονων ελευθεριών, ο ανώτερος δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης και η συμπυκνωμένη υλική μορφή τη «δημοκρατίας», ειδικά στην σημερινή εποχή.
Βέβαια, o Χ. Γαϊτανίδης και οι συναγωνιστές του γνώριζαν ότι οι συνθήκες για ένα τέτοιο εργατικό πολιτικό κίνημα ήταν πολύ πιο σκληρές και δύσκολες (και είναι πολύ περισσότερο σήμερα) σε σχέση με το σπουδαστικό κίνημα όλων των εποχών. Γνώριζαν ότι το νεολαιίστικο αντιδικτατορικό και φοιτητικό κίνημα είχε αναγκαστικά άλλη, πιο προσεκτική, ταξική αντιμετώπιση από τις βασικές δυνάμεις του συστήματος. Γνώριζαν ότι όχι μόνο οι αστικές δυνάμεις, αλλά, με διαφορετικό τρόπο, και η Αριστερά προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν και σαν ειδικό μοχλό πολιτικής πίεσης για ενδεχόμενες αναγκαίες εναλλακτικές λύσεις, κυρίως, από τα πάνω.
Απέναντι στον πολιτικό και οικονομικό αγώνα των εργαζομένων για τα κοινωνικά ζητήματα και τις ελευθερίες τους, ήταν που ασκούσαν και ασκούν την πιο αδιάλλακτη τρομοκρατία οι κυρίαρχες τάξεις. Κάτω απ’ αυτή την πίεση και τις ενδογενείς της αντιφάσεις γύρω απ’ το χαρακτήρα του πολιτικού αγώνα, η κυρίαρχη Αριστερά υποβάθμιζε σ’ όλη την διάρκεια του αντιδικτατορικού κινήματος την πολιτική πάλη για τα κοινωνικά ζητήματα. Υποβάθμιζε ταυτόχρονα και την αναγκαία ιδιαίτερη πρόταση και παρέμβασή της για τα ζητήματα της δημοκρατίας από τη σκοπιά της κατάκτησης μιας άλλης κεντρικής θέσης του μαζικού κινήματος στον συνολικό πολιτικό αγώνα και όχι μόνο προσωρινά, λόγω των συνθηκών της δικτατορίας και της «παρανομίας».
Απ’ αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό το πόσο ρηχά και «αφ’ υψηλού» αντιμετωπίστηκαν από διάφορες δυνάμεις στη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (και κατοπινά) οι αδύναμες και «δειλές» προσπάθειες να «μπολιασθεί» το κεντρικό πολιτικό ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής της δικτατορίας κ.λπ. με την πολιτική ουσία των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων των εργαζομένων και της νεολαίας (ακόμα και αντίστοιχα ζητήματα του φοιτητικού και νεολαιίστικου κινήματος «σνομπαρίστηκαν» από ορισμένους σαν «μη πολιτικά»).
Υπήρχαν, άραγε, δυνατότητες για μια άλλη εξέλιξη του μαζικού πολιτικού εργατικού κινήματος και του ρόλου του στα αγωνιστικά χρόνια της μεταπολίτευσης; Υπάρχουν, άραγε, δυνατότητες, ιδιαίτερα σήμερα; Ασφαλώς και υπήρχαν. Ασφαλώς και υπάρχουν πολύ περισσότερο σήμερα. Δεν φταίνε κυρίως οι δυσκολίες, φταίνε οι πολιτικές υποκειμενικές πρακτικές της Αριστεράς, οι πολιτικές επιλογές όλων μας. Τηρουμένων των αναλογιών, το αντιδραστικά μεταλλαγμένο αστικό σύστημα δεν μπορεί να ξεμπερδέψει εδώ και 35 ολόκληρα χρόνια και ούτε θα ξεμπερδέψει ποτέ με τα πολιτικά χαρακτηριστικά, τα επαναστατικά σκιρτήματα και τις ατελείς έστω κατακτήσεις του φοιτητικού και σπουδαστικού κινήματος» που θεμελίωσαν κάποτε οι αγωνιστές σαν τον Χάρη Γαϊτανίδη.
Τα μηνύματα του αντιδικτατορικού αγώνα έχουν σχετική σημασία για τα μεγάλα και πρωτότυπα προβλήματα της σημερινής εποχής. Ορισμένα ωστόσο από εκείνα που κάπως προσέγγισαν ο Χ, Γαϊτανίδης και οι σύντροφοί του μπορεί να βοηθήσουν, αν μετασχηματισθούν και αναπτυχθούν με τη θεωρία και την ταξική εμπειρία του σήμερα και των ιστορικών γεγονότων που κυοφορούνται. Το πιο καθοριστικό και ταυτόχρονα το πιο άμεσο καθήκον των επαναστατών, ιδιαίτερα στην κατάσταση της εμφανιζόμενης νέας ιστορικής κρίσης του συστήματος, είναι να υπερασπίζονται τη δυνατότητα και την προοπτική μιας νέας και ανώτερης από κάθε άλλη φορά επανάστασης προς τον κομμουνισμό. Μιας επανάστασης που θα στηρίζεται στις ποιοτικά προωθημένες απαιτήσεις, τις ιστορικές εμπειρίες και τις κατακτήσεις του κοινωνικού και εργατικού πολιτισμού της εποχής μας.
· Αυτό το καθήκον δεν σημαίνει ότι ευτελίζεις την επανάσταση σε ζήτημα άμεσης επιβολής, σε προγραμματικό ελιξίριο «για όλες τις χρήσεις», όταν δεν υπάρχουν ακόμα οι επαναστατικές συνθήκες και οι συσχετισμοί, όταν κορυφώνεται, όπως συμβαίνει σήμερα, η αντίθεση ανάμεσα στις νέες αντικειμενικές αναγκαιότητες – δυνατότητες και στην ανετοιμότητα και στην καθήλωση του υποκειμενικού παράγοντα κατ του συνολικού εργατικού κινήματος.
- Αντίθετα σημαίνει ότι η μετασχηματισμένη στρατηγική της επανάστασης γίνεται οδηγός για δράση, «παίκτης – προπονητής για το σχετικά αυτοτελές άμεσο πολιτικό πρόγραμμα, για την ενωτική αντικαπιταλιστική πάλη και την ανατροπή της εξοντωτικής επίθεσης του κεφαλαίου, για την επιβίωση και τις ελευθερίες των εργαζομένων.
Αυτό το καθήκον σημαίνει συμβολή στην προσπάθεια κατάκτησης του δικού τους εργατικού «επαναστατικού δρόμου» με την αγωνιστική εμπειρία και με τη σκέψη τους. · Σημαίνει σε κάθε περίπτωση αυτοτελής αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή και πάλη σε περιεχόμενο και μορφή, γύρω απ’ όλα τα μεγάλα προβλήματα της επιβίωσης της ελευθερίας και της συνολικής χειραφέτησης σε αντιπαράθεση με τα σύγχρονα δόγματα, τη στρατηγική, τις κυβερνήσεις, τούς θεσμούς και την ηγεμονία της αστικής πολιτικής και των μορφών της. · Σημαίνει διαπάλη για ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής πολιτικής «μέσα απ’ την αγωνιστική ενότητα» σ’ ένα μετασχηματιζόμενο μαζικό πολιτικό κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας, και όχι το αντίστροφο. · Σημαίνει πάλη για τη συγκρότηση της νέας ευρύτερης εργατικής κομμουνιστικής πρωτοπορίας με βάση τις γνώσεις και τις δυνατότητες της εποχής μας για τον ριζικό μετασχηματισμό και την ενιαία δράση του πολιτικού μαζικού εργατικού κινήματος. · Σημαίνει Κόμμα για το εργατικό κίνημα και όχι εργατικό κίνημα για το κόμμα. · Σημαίνει πάλη για υλικές – πολιτικές κατακτήσεις, για μικρές και μεγάλες νίκες, για φωτεινά μονοπάτια στην εμπειρία των εργαζομένων, που να μπορούν να μετατρέπουν και τις ήττες σε ανώτερη σκέψη και πράξη. · Σημαίνει μέτωπο απέναντι στον πολιτισμό της ατομικής ιδιοκτησίας των ιδεών, της πολιτικής και των κοινωνικών ανθρώπων μέσα στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. · Σημαίνει μαχόμενη επαναστατική αυτοκριτική, αυτοϋπέρβαση των αποτυχημένων προσπαθειών μας, προώθηση ενός συνολικού εργατικού διαφωτισμού στη θεωρία και στην οργάνωση του νέου επαναστατικού κόμματος του επαναστατικού και εργατικού αγώνα.
Ως γνωστόν, ανεξάρτητα από προθέσεις, υπάρχει η λεγόμενη «ιδεολογική» χρήση της ιστορίας, υπάρχει η επετειακή, η γραφειοκρατική, η γραφική, η δασκαλίστικη, η βαριεστημένη κλπ, αλλά, φυσικά υπάρχει κυρίως η ουσιαστική και πάντα σχετική αλήθεια της ιστορίας ως οδηγός για δράση (αυτή η δύσκολη επιστήμη των επιστημών και φιλοσοφία των φιλοσοφιών).
Τι μπορεί να προσφέρουν σ’ αυτήν την ιστορία οι μαρτυρίες για την αντιδικτατορική πάλη των Κεφαλλονιτών και για την ωραία και ταπεινή (μ’ όλο τον φοβερό πληθωρισμό της) περίπτωση του Χάρη Γαϊτανίδη; Τι μπορούν να προσφέρουν οι αλλεπάλληλες επισκοπήσεις για τα τριανταπεντάχρονα του Πολυτεχνείου; Αυτό κρίνεται, τελικά, από την κατεύθυνση της δράσης που επιλέγει κανείς μέσα στη σημερινή συγκλονιστική εποχή.
Οι ίδιοι οι σημερινοί σκληροί όροι της πάλης για επιβίωση και ελευθερία, η εντεινόμενη χρεοκοπία της αγίας αγοράς και του νεοκυνισμού επιβάλλει στις νέες γενιές των εργαζομένων να αποτινάζουν την κούραση από τις τόσες φλυαρίες για το πανεθνικό πανσχολικό «Πολυτεχνείο». Τις ωθεί ξανά και ξανά στα μεγάλα αγωνιστικά γεγονότα και όχι στα σήριαλ της κομματικής ιστορικής αυτοδικαίωσης ή της πολιτικής χαμοζωής, προκειμένου να απαντήσουν στα ερωτήματα του μέλλοντος τους.
Και όσο και αν φαίνεται παράξενο, το Πολυτεχνείο και οι αγωνιστές του θα κριθούν από το ποια αντιδικτατορική παράταξη θα επιλέξουν τελικά αυτές οι νέες εργατικές γενιές. Την πρώτη ή τη δεύτερη; Την παραδοχή τελικά και το μακιγιάρισμα της κυρίαρχης κατάστασης ή την ανατροπή και την Επανάσταση; Τον Αντώνη Τρίτση, (για να αναφερθώ, μ’ όλο το προσωπικό σεβασμό, σ’ έναν επίσης Κεφαλλονίτη αγωνιστή) ή τον Χάρη Γαϊτανίδη;
ΠΗΓΗ: Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου