«Αξιος γιος της Ρωμιοσύνης»
"Τριαντατέσερα" χρόνια συμπληρώθηκαν (2 Σεπτεμβρίου), φέτος από την πικρή απώλεια του μεγάλου ηθοποιού, του αλησμόνητου, ακριβού συντρόφου μας, Μάνου Κατράκη. Το υπόδειγμα του γενναίου αγωνιστή, του σταθερού, ασυμβίβαστου και συνειδητού κομμουνιστή και μοναδικά υπέροχου καλλιτέχνη, δε σβήνει από τη μνήμη μας. Της ανήκει! Δίδαξε και «ποίησε» ήθος πάνω στη θεατρική σκηνή, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» του αγώνα, στο Μακρονήσι, στον Αϊ - Στράτη, στην Ικαρία.
Μάνος Κατράκης - Θόδωρος Αγγελόπουλος, στα γυρίσματα της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα» |
Είκοσι χρόνια, λοιπόν, από τη μέρα, που ο «Ερωτόκριτός μας», ο «άξιος γιος της Ρωμιοσύνης» - έτσι όπως ο Γιάννης Ρίτσος τον «τραγούδησε» - εγκατέλειψε την ύλη του και πορεύτηκε στο πάνθεον εκείνων, οι οποίοι στο πέρασμά τους από τη ζωή δημιούργησαν ιστορία και έργο. Είκοσι χρόνια, το ψηλορείτικο ανάστημά του δεν «κυκλοφορεί» ανάμεσά μας και η ολύμπια φωνή του δεν αντηχεί στις συγκεντρώσεις μας, όμως το φωτεινό παράδειγμα αταλάντευτης πίστης και συντροφικότητας θα λάμπει για πάντα. Αλλωστε, η παρακαταθήκη του, πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική, δε χάνεται στο χρόνο, όταν έχει ευλογηθεί, από εκτίμηση, σεβασμό και αγάπη.
Δεν ξεχνάμε, όμως, και την σύντροφο της ζωής του, την Λίντα Αλμα. Πέντε χρόνια, επίσης, συμπληρώθηκαν (2 Αυγούστου 1999), που η μεγάλη κυρία του χορού και ακριβή σύντροφος του Μάνου Κατράκη, η διακεκριμένη και γοητευτική χορεύτρια Λίντα Αλμα, τον ακολούθησε, μετά από δεκαπέντε χρόνια σκληρής μοναξιάς, εξαιτίας της απουσίας του πολυαγαπημένου της Μάνου.
Παθιασμένος εργάτης της Τέχνης
Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε το 1908 στα Χανιά (Καστέλι Κισσάμου) Κρήτης. Πρωτοεμφανίστηκε το 1928 στο Θίασο των Νέων, λίγο αργότερα έπαιξε Ερωτόκριτο στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, από το οποίο εκδιώχθηκε το 1940 εξαιτίας της ιδεολογίας του. Από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο θέατρο, φανέρωσε το υποκριτικό του ταλέντο και ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα της θεατρικής ιεραρχίας, για να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς μας.
Μέλος του ΕΑΜ Εθνικού Θεάτρου κατά την Κατοχή διώχτηκε και εξορίστηκε (1947-1952) κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Το 1952 επανήλθε στη σκηνή με ποιητικά απογευματινά, με συμμετοχή του στις «Δελφικές Γιορτές» του Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης) και με το θίασό του με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκράντε, Ατμόπλοιο Τζόαν Ντάβερς, Βαθιές είναι οι ρίζες, Ολα τα παιδιά του Θεού έχουν φτερά κ.ά.).
Το 1955 ίδρυσε το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Αρεως, το οποίο εγκαινίασε με τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Δ. Κορομηλά. Στο ίδιο θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε έως το 1967 με έργα κυρίως ελληνικού ρεπερτορίου και αγωνιστικής πνοής («Ο μονοσάνδαλος του Τσέκουρα», «Το κορίτσι με το κορδελάκι» και «Η Αντιγόνη της Κατοχής» του Περγιάλη, «Ο Πατούχας» του Κονδυλάκη και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη, όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Χριστόφορος Κολόμβος», «Ο Καπετάν Μιχάλης»), αλλά και κλασικό ρεπερτόριο («Ιούλιος Καίσαρ» του Σαίξπηρ, «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγκα κ.ά.).
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου, Μ. Μερκούρη), ενώ συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Το 1973 ο Μάνος Κατράκης προσλήφθηκε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον «Οθέλλο» και τον «Δον Κιχώτη», και στην Επίδαυρο στον «Οιδίποδα τύραννο» (1973) και στον «Προμηθέα Δεσμώτη» (1974). Το 1977 επανιδρύθηκε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και ο Κατράκης έπαιξε έργα Αρμπούζωφ «Φθινοπωρινή ιστορία» με την Ελλη Λαμπέτη, Γκόρκι «Οι Τελευταίοι» και Λέοναρντ το περίφημο «Ντα», που αποτέλεσε το κύκνειο σχεδόν άσμα του, αφού, παιζόμενο επί δύο συνεχή χρόνια, θεωρήθηκε η κωδικοποίηση της υποκριτικής του.
Περισσότερα από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, με ερμηνείες συγκλονιστικές, με βραβεία και κριτικούς επαίνους. Με το μεγαλόπρεπο ανάστημά του και τη βαριά κρυστάλλινη φωνή του, απέδειξε τις υποκριτικές του ικανότητες, κυρίως σε ρόλους τραγικούς, όπως στον «Προμηθέα Δεσμώτη», ενώ πρωταγωνίστησε σε πολύ σημαντικούς ρόλους σπουδαίων έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου και σημάδεψε με το παίξιμό του μερικά από τα αρχαία κλασικά δράματα («Ιούλιος Καίσαρας», «Εμπορος της Βενετίας», «Οθέλλος», «Πέερ Γκυντ», «Δον Κιχώτης», «Βασιλεύς Ληρ», «Αντιγόνη», «Μήδεια», «Οιδίπους Τύραννος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Πέρσαι»).
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες Κινηματογράφου από «Το λάβαρο του '21» (1928) έως το «Το Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984). Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στον «Μαρίνο Κοντάρα» του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961), στην «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο «Ενας Ντελικανής» του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Συγκλονιστικότερη όλων, όμως, υπήρξε η ερμηνεία του στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
«Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής»
Πιστεύοντας, όμως, πάντα πως η Τέχνη δεν υπάρχει από προσωπική ανάγκη για έκφραση, αλλά είναι ένα σπουδαίο κοινωνικό λειτούργημα, που εξυπηρετεί την ανάπτυξη της κοινωνίας μας, έστρεψε την τέχνη του και τον εαυτό του στην εξυπηρέτηση υψηλών στόχων, σκοπών και προοπτικών.
«Η έντιμη και σωστή θεώρηση της Τέχνης» - είχε πει σε μια τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε το ΚΚΕ για εκείνον το 1981- «οδηγούν τον καλλιτέχνη στο σωστό δρόμο. Ετσι, το έργο του γίνεται δεκτό από όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από πολιτικές ή όποιες άλλες διαφορές».
Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του Εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ - Στράτη, μέχρι το 1952.
Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που έχουν διηγηθεί, τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και η Ρούλα Κουκούλου, όταν οι Αλφαμίτες τον βασάνιζαν: «Γονάτισε Κατράκη» - του έλεγαν - «αλλιώς θα πεθάνεις». «Οχι, ρε παιδιά, τέτοια χάρη δε σας την κάνω». «Τι παριστάνεις, ρε;» - συνέχιζαν - «Τον Μαρίνο Κονταράτο;» (τον ήρωα της ομώνυμης ταινίας που είχε ενσαρκώσει τον ατρόμητο ήρωα). Κι ο Κατράκης αποκρίθηκε «όχι ρε παιδιά, δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κονταράτο, απλά τον άνθρωπο».
Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του. Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος, ο Μάνος Κατράκης, είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο.
«Η ζωή άρχισε από τότε που μπήκα στο Κόμμα μου», είχε πει ο ίδιος. «Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής. Αισθάνομαι υπερηφάνεια για το κόμμα, για τις εκατοντάδες χιλιάδες τους συντρόφους, που αποτελούν τον κορμό του μεγάλου δέντρου του μέλλοντος. Από αυτό αντλούμε όλη τη δύναμη για την τελική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του λαού μας. Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού παίρνουμε εμείς οι καλλιτέχνες το υλικό, που το κάνουμε λόγο, εικόνα, ποίηση, μουσική, θέατρο και ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής».
Και όπως κάθε μεγάλος αγωνιστής, για τους αγώνες του δε μιλούσε πολύ - όπως είχε πει στο «Ρ» η Λίντα Αλμα. «Τα περισσότερα τα έμαθα από τους φίλους του, από τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο. Εμαθα λεπτομέρειες της εξορίας και των αγώνων του. Ηταν πολύ σεμνός άνθρωπος. Η σεμνότητά του αυτή φαντάζομαι ότι τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει πολλά πράγματα που ήθελε. Περισσότερο, βέβαια, αγάπησα το ήθος, την αξία του και ασφαλώς το ταλέντο του. Είχα γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο κι όμως αυτός ο άνθρωπος με εντυπωσίασε».
Την εντυπωσίασε πράγματι τόσο πολύ, από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, που εγκατέλειψε ουσιαστικά μια καριέρα, που είχε αρχίσει να διαγράφεται λαμπρή στο εξωτερικό.
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου