Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Οι πέντε άσοι 1.11 του 11 (Για τον Κώστα που έφυγε πριν έξι χρόνια) του Α. Αναγνωστάκη


Ο Κώστας Τζιαντζής

«άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στην κοινωνία.

Πριν “φύγει” είχε κάνει τις δέουσες προετοιμασίες.

Την ώρα που έφευγε, στάθηκε στην πόρτα. “Ξέρετε”- είπε -

“ξέχασα να σας πω το πιο ενδιαφέρον. Μα και τώρα,

που μόλις το θυμήθηκα, το ξέχασα αμέσως. Σας ζητώ συγνώμη”.

Βγήκε στον κήπο.


Τον είδαμε

πίσω από τα τζάμια του παραθύρου να προχωρεί

αργά, συλλογισμένα, με τα χέρια στις τσέπες. Άξαφνα, έβγαλε το σακάκι του (ξέροντας, σίγουρα, πως τον βλέπουμε)

και το 'ριξε στους ώμους του αγάλματος.

Γύρισε, μας χτύπησε το τζάμι, γέλασε κι' είπε:

“αυτό είχα να σας πω”.

Γέλασε πάλι

κι έφυγε με χαρούμενα παιδιάστικα βήματα».   (Γ. Ρίτσος)

Και κει που βάδιζε δεν ξέρω γιατί μου ήρθε στο νου ο Μονόλογος στην ομίχλη του Πάμπλο Νερούδα:

«Καταλαβαίνω πως τώρα ίσως

να ‘μαστε βαριά μόνοι

και προτείνω να ρωτήσω διάφορα πράγματα:

Θα μιλήσουμε σαν άντρα προς άντρα.



Μ’ εσένα. Μ’ εκείνον που περνάει,

μ’ αυτούς που γεννήθηκαν χτες,

μ’ όλους αυτούς που πεθάναν

Και μ’ αυτούς που θα γεννηθούν αύριο

Θέλω να μιλήσω…

Χωρίς τα πράγματα να παραμορφώνονται…



Υποφέρω για κείνον το φίλο που πέθανε

που ήταν για μένα καλός ξυλουργός

πηγαίναμε μαζί σε τραπέζια και δρόμους,

σε πολέμους, σε πίκρες και σε πέτρες.

Πως μεγάλωσε η ματιά του

κοντά μου, ήταν σκέτη λάμψη ο κοκαλιάρης εκείνος,

και το χαμόγελο του ήταν ψωμί για μένα,

πάψαμε να βλεπόμαστε και ο V, λίγο λίγο θαβόταν

-ώσπου τον ανάγκασαν- στη γη.



Από τότε οι ίδιοι,

εκείνοι που τον στρίμωχναν όσο ζούσε,

τον ντύνουν, τον ξεσκονίζουν,

τον παρασημοφορούν, δεν τον αφήνουν να ‘ναι πεθαμένος

τον οπλίζουνε με τ’ αγκάθια τους…

και τον πετάνε επάνω μου…

Αθήνα 1.11.17

ΠΗΓΗ: - Kommon

Δεν υπάρχουν σχόλια: