Ο πρίγκηπας
Τον αγάπησε. Και τι μ’ αυτό;
Ήταν στα 15. Τι πιο φυσικό,
πιο όμορφο από την αγάπη των 15 χρόνων. Πίστευε στα ιδανικά και τη θυσία.
Πίστευε τον άνθρωπο με όλη την αγνότητα, με όλη την άγνοια 15 χρόνων ζωής. Όλοι
την καταδίκασαν. Όλοι είχαν πείρα. Εκείνη ήταν άπειρη. Όλοι έβλεπαν ενώ εκείνη
ήταν τυφλή.
Όμορφη η αγνή ζωή της παρθενιάς,
λένε τα βιβλία. Λευκό, άσπιλο χιόνι, άλικο τριαντάφυλλο. Και δάγκωνε τις νύχτες
το μαξιλάρι της να μη ξεσπάσει σε λυγμούς και πέταγε ο νους σε μαγικά παλάτια
γιομάτα πριγκηπόλουλα, πλούσια, όμορφα, ευγενικά, δυνατά. Όλα τόσο αγνά, όλα
μυρίζουν λεμονανθούς, όλα τελειώνουν με γάμο.
Κι εκείνος μες την εκκλησιά,
τι πιότερη σιγουριά μπορούσε να ζητήσει; Έψελνε, ο δάσκαλος του χωριού, ο
άνθρωπος που καθημερινά θυσιάζεται στο βωμό της γνώσης, ο ήρωας των ονείρων
της, ο υπεράνθρωπος που ολονυχτίς κι ολημερίς πάλευε με το κακό και το
νικούσε. Πόσο υπέροχος φάνταζε στην εκκλησιάς το βήμα! Πόσο σοφός κι ενάρετος!
Και όλοι την καταδίκασαν.
Όλοι. Κι η μάννα που διάβασε κρυφά το ημερολόγιο κι οι φίλες, που άκουσαν την
εξομολόγησή της.
-Είναι χωριάτης. Δεν τον
ακούς πώς μιλά; Είναι φαφλατάς. Ένας δασκαλάκος. Χαρά στο πράμα! Για σένα, την
όμορφη, πλούσια Ξένια, ολάκερος ο κόσμος θα σωριαστεί στα πόδια σου για να
διαλέξεις. Αξίζει τον κόπο να νοιαστείς για έναν ασήμαντο ψωριάρη;
Δεν τους πίστεψε. Τι κι αν
ήταν δασκαλάκος; Ίσα ίσα στα μάτια της αυτό μετρούσε πιότερο. Ο δάσκαλος! Τι
έργο ιερό! Τι τιμημένο επάγγελμα! Και στ’ αλήθεια μπροστά του όλες τον
γλυκοχαιρετούσαν και τόβλεπε, όλοι τον επαινούσαν και τ’ άκουγε. Τι είχε
προλάβει τάχατες να μάθει από την ανθρώπινη υποκρισία;
Αγαπούσε τόσο το χωριό!
Πρόσφερε παντού και πάντα ολάκερο τον εαυτό του. Ήταν καλός, ήταν ο ήρωάς της.
Και κείνος δεν της έριχνε ούτε μια ματιά κι ας ήταν τόσο όμορφη, τόσο έξυπνη,
τόσο πλούσια. Στα μάτια του θα φάνταζε τόσο ασήμαντη! στοχάζονταν. Παράξενη που
είναη η αγάπη! Τι κι αν σε θαυμάζει όλος ο κόσμος, όταν εκείνος που αγαπάς δε
σ’ έχει στην καρδιά του!
Κάποτε επιτέλους ήλθε στ’
αρχοντικό τους. Ένα αρχοντικό, σαν όλα τα νησιώτικα αρχοντικά, με την απλόχωρη
αυλή με τις αλιτάνες, με τις διπλές στέρνες, τη μεγάλη κάναβα και τα ευρύχωρα
ομορφοστολισμένα δωμάτια.
Όμορφη μέρα, Κυριακή, μετά
την εκκλησία. Πολλοί συνήθιζαν να παίρνουν τον καφέ τους στ’ αρχοντικό του Μαρή
κι ήταν αληθινός άρχοντας ο πατέρας της. Είχαν να το λένε για την κουβαρντοσύνη
του σε όλη την καλή κοινωνία του τόπου.
Κάθισαν στην πρόχειρη τη
σάλα, τη μικρή, δίπλα στην επίσημη τραπεζαρία. Εκείνη σέρβιρε τον καφέ με τα
εφτάζυμα παξιμαδάκια και το γλυκό του κουταλιού μες την κρυστάλλινη τη γυάλα.
Πήρε το ασημένιο κουταλάκι, έφαγε μια κουταλιά από το βάζο, κατά τις συνήθειες,
πήρε τα’ ολοκάθαρο ποτήρι να ευχηθεί στους νοικοκύρηδες. Δεν της έριξε ούτε
ένα βλέμμα. Εκείνη έτρεμε κι ένιωθε πως όλοι την κοιτούσαν. Ήταν ακόμη μικρή.
Δεν επιτρεπόταν να μένει στο σαλόνι σαν κουβέντιαζαν οι μεγάλοι. Συνήθως
κουτσομπόλευαν σιχαμένες υποθέσεις ή διηγιόνταν πιπεράτα σκάνδαλα του
παρελθόντος.
Περνώντας στο χολάκι στην
κρεμάστρα είδε το σακάκι του. Ένα σακάκι καφέ, μοντέρνο, ομορφοραμμένο.
Πλησίασε ντροπαλά, το χάιδεψε με τ’ ακροδάκτυλά της κι έπειτα ακούμπησε το
φλογισμένο μάγουλό της στην απαλή του επιφάνεια. Μύριζε όμορφα κολόνια ακριβή
κι ένιωσε να ζαλίζεται από τη μαγεία της δικής του κολόνιας, που ίσως τόσες
άλλες φορές είχε ξαναοσμιστεί.
Έπειτα κλείστηκε στο δωμάτιό
της κι αναλύθηκε σε λυγμούς. Δεν ήξερε πώς ένιωθε, αν ήταν χαρούμενη ή
λυπημένη. Ήταν απλά ερωτευμένη και όλα μπερδεύοντας στο μυαλό της. Μια μόνο
φωνή ηχούσε πια ξεκάθαρα εντός της. Η κραυγή της καρδιάς της. «Τον αγαπάς.
Είσαι τρελή γιαυτόν. Τον αγαπάς». Όλα τ’ άλλα ήταν τόσο ασήμαντα και μακρινά.
Θαρρείς και σταμάτησε ο χρόνος. Θαρρείς και ανθίζει η αιώνια άνοιξη. Ο πρώτος
έρωτας!
Στο τραπέζι, το ίδιο κι όλας
μεσημέρι τούτη η καρδιά η ματωμένη απ’ αγάπη βρέθηκε να σωριάζεται σε θρύψαλα.
-Ξέρεις, γυναίκα, είπε ο
πατέρας, ανάμεσα σε τόσα σοβαρότερα που κουβεντιάστηκαν κείνη τη μέρα. Ο
δάσκαλος φεύγει. Αρραβωνιάστηκε με μια δασκάλα. Θα πάει στο χωριό της να μένουν
εκεί όταν παντρευτούν.
Το έδαφος υποχωρούσε κάτω
απ’ τα πόδια της, τα μάτια της έκαιγαν τα’ αυτιά της βούιζαν και όμως συνέχισε
να ρουφά αμίλητη τη σούπα της, ωραία ψαρόσουπα κατάλληλη για γιορτινό τραπέζι.
Σε δυο βράδια έφευγε για την
κατασκήνωση της Μητρόπολης στο γειτονικό νησί. Ο μπαμπάς ήταν τόσο θρήσκος,
τάχε καλά με τους δεσποτάδες κι ήθελε να δώσει στη μοναχοκόρη του τη γνήσια
χριστιανική αγωγή. Θα πήγαινε μόνη της με το βαπόρι. Ήταν κάτι σαν τεστ
ανεξαρτησίας. Οι γονιοί της πίστευαν στην αγνότητα και την εξυπνάδα της, της
είχαν αρκετήν εμπιστοσύνη. Άλλωστε όλο κι όλο το ταξίδι θα βαστούσε δυο ώρες.
Απέναντι περίμεναν οι θειάδες της, αδελφές της μαμάς κι αυτές τόσο
θεοσεβούμενες και ηθικές πούχαν μείνει ανύπαντρες, για να προσφέρουν τα πάντα
για το θεάρεστο έργο της Ιερής τους Μητρόπολης.
Μα να που η τύχη μπλέκει
παράξενα το δίχτυ της γύρω από τους ανθρώπους. Σε αυτό το ίδιο το καράβι, την
ίδια μέρα βρέθηκε κι εκείνος. Πήγαινε στην Αθήνα, ίσως για να ρυθμίσει τη
μετάθεση στο νησί της αρραβωνιαστικιάς. Βρέθηκαν μόνοι, τελείως μόνοι,
φυλακισμένοι σ’ ένα καράβι, ριγμένο στην πιο απέραντη θάλασσα, τριγυρισμένοι
από αγνώστους.
Τότε της πρωτομίλησε. Ήταν
οι συνηθισμένες ευγενικές, τυπικές κουβέντες δυο ξένων σ’ ένα καράβι. Έτσι για
να περνά η ώρα, καθώς κάθεσαι στο κατάστρωμα και χαζεύεις με τους γλάρους, που
πότε πετούν και πότε κρεμιούνται στον αέρα, ακολουθώντας το ρέμα απ΄το καράβι,
καθώς αφαιρείσαι στο πάφλασμα της θάλασσας κάτω από τη δυναμικότητα της μηχανής
του πλοίου, καθώς ξεκουράζεσαι ακούγοντας το μακρινό βουητό της μηχανής σταθερό
και ήρεμο σαν την καρδιά σου, να σμίγει με το βούισμα του υγρού ανέμου.
Έμαθε σε ποια τάξη πηγαίνει,
αν της αρέσει η κατασκήνωση, αν σκοπεύει να σπουδάσει, τι της αρέσει να κάνει
τις ελεύθερες ώρες της.
-Γράφω και ημερολόγιο, του
είπε.
-Κι εγώ έγραφα, της
αποκρίθηκε με ενθουσιασμό.
Ένα κοινό σημαδάκι στους
δρόμους τους. Ένα ημερολόγιο. Είναι τόσο προσωπικό, τόσο εξομολογητικό.
Κι έξαφνα άρχισε να νιώθει
τους ήχους του ρολογιού να χτυπούν στην καρδιά της. Φάνηκε η απέναντι στεριά.
Τον έχανε για πάντα. Τον έχανε δίχως καν να πολεμήσει για να τον κατακτήσει.
-Θέλω να γίνω κι εγώ
δασκάλα, τόλμησε μ’ ένα βιαστικό χαμόγελο.
-Σ’ αρέσει;
-Ναι, είναι κι αυτό, μα
είναι και κάτι άλλο.
-Αλήθεια, Ξένια, ερωτεύτηκες
ποτέ; της είπε τολμηρά. Ξαφνιάστηκε, κοκκίνισε, χαμήλωσε το βλέμμα.
-Τι σημασία έχει; Έμαθα πως
είναι αρραβωνιασμένος, αποκρίθηκε.
-Και αν δεν είναι; της είπε
προκλητικά.
Τον κοίταξε κατάματα για
πρώτη φορά ως τότε. Είχε κάτι ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια και στο μέτωπο ο ήλιος
του καλοκαιριού τις είχε σκάψει βαθύτερα. Δε θάταν πάνω από 30 και όμως της
φάνηκε γέρος.
Άραγε τον αγαπούσε εκείνη τη
στιγμή; Τον ένιωθε τόσο μακριά, τόσο ξένο! Της έπιασε το χέρι, χάιδεψε το χέρι,
χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της πούπαιζαν τρελά στο ακατάστατο φύσημα του υγρού
αγέρα. Έκανε ψύχρα.
-Θέλω μια χάρη, της είπε. Να
μου χαρίσεις το ημερολόγιό σου. Θέλω να δω τι γράφεις για μένα…
Δεν ήθελε να το χαρίσει σε
κανένα κείνο το ημερολόγιο και προπάνων σε αυτόν. Κει μέσα έγραφε χωρίς ντροπή
όλες τις ανησυχίες και τα ξεσπάσματα που δε θα τολμούσε να ομολογήσει στον ίδιο
της τον εαυτό. Κει ακόμη έγραφε όλες τις κατηγόριες που του έσερναν όλοι οι
γνωστοί της κι αυτές που δεν πίστευε, μα έτσι τις ανάφερε για την ιστορική
αλήθεια της αφήγησης.
Αυτός επέμενε στην απαίτησή
του κι εκείνη η κουτή φοβήθηκε μήπως πιστέψει ότι δεν τον αγαπούσε στ’ αλήθεια!
Τι εύκολα σβήστηκε η άλλη από το μυαλό της! Το γρήγορα πίστεψε στον έρωτά του!
Πόσο φθηνά ξεπούλησε την καρδιά της!
-Θα μου γράφεις; της
ψιθύρισε καθώς το βαπόρι έμπαινε στο λιμάνι και αυτός στην τσέπη του κρατούσε το
ευαγγέλιο της ίδιας της καρδιάς της.
Ζαλισμένη βγήκε στην
αποβάθρα και μέσα από σύννεφα θαρρείς αντίκρισε τις θειάδες της με τ’ αγέρωχο
στρατιωτικό παράστημα. Άραγες οι καρδιές τους ξύπνησαν ποτέ; αναρωτήθηκε. Την
φρόντισαν με ιδιαίτερη αγάπη, το δείπνο ήταν τόσο φροντισμένο και η κοινή τους
προσευχή στο ειδικό δωμάτιο – προσευχητάρι με το τρεμάμενο καντήλι να
μισοφέγγει τ’ αυστηρά πρόσωπα των αγίων, τόσο κατανυκτική! Μα φαίνεται δεν
έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα γιατί εκείνη έμεινε ξάγρυπνη όλη νύχτα να τον
συλλογιέται. Δεν μετάνοιωνε για τίποτε, μόνο που θάθελε να την είχε φιλήσει.
Ενοιθε περιέργεια γιαυτό το πρώτο φιλί, που τόσο υμνούν οι ποιητές κι οι
συμμαθήτριές της.
-Μα καλύτερα, σκεπτόταν, δε
με φίλησε γιατί με σέβεται, με υπολογίζει, με αγαπά.
Εκεί στην κατασκήνωση
τόλμησε να το πρωτοπεί σε μια της φίλη. Ήταν συμμαθήτρια και πίστευε ότι
μπορούσε να της έχει εμπιστοσύνη.
-Ανόητη! Της αποκρίθηκε με
τη φωνή της λογικής. Κάθισες και πίστεψες τις ψευτιές του; Τώρα θάναι με την
αρραβωνιαστικιά του. Θα γελά με το πάθημά σου. Ξέρει τι τόθελε το ημερολόγια;
Απόδειξη της κουταμάρας σου. Να το δείχνει στους φίλους του και να σε
κοροϊδεύουν. Να λέει « Να, Είδατε, με ερωτεύτηκε η κόρη του μεγάλου
αφεντικού, του Μαρή με τ’ όνομα!!!»
Τα λόγια της ξύπνησαν και
της Ξένιας τη λογική, μα όχι αρκετά. Η γνώση θέλει εμπειρία. Έκανε λες και της
υπαγόρευαν ότι της είπε η καλή της φίλη. Τούστειλε ένα ψυχρό γράμμα που ζητούσε
συγνώμη για την επιπολαιότητα και απαιτούσε την επιστροφή του ημερολογίου της.
Περίμενε μάταια 15 ολάκερες μέρες μα δε λάβαινε καμμιά απόκριση.
Τότε αποφάσισε να
εξομολογηθεί στον παπά της κατασκήνωσης. Αυτός της έβαλε Κανόνα να μη
κοινωνήσει δυο χρόνια για την αμαρτία της και απαιτούσε την επιστροφή του
ημερολογίου της. Έγραψε μάλιστα μόνος του μια νέα επιστολή σε αυτό τον «κύριο»,
-όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί με την αντιπαθητική φωνή του- που την έστειλε
συστημένη με δικά του έξοδα. Τι χριστιανική θυσία, τι ανυπόκριτη αγάπη! Τα
πάντα για τη διαφύλαξη της τιμής και της υπόληψης της γυναίκας!
Μα κείνη πια ένοιωθε μόνο
κούραση. Δεν την ένοιαζε πια το ημερολόγιο. Ας το έκανε ότι θέλει. Εκείνη ήθελε
μονάχα να ξεχάσει, να τρέξει, να ξεφύγει. Ένιωθε την καρδιά της θρύψαλα, τα
σωθικά της ματωμένα, το στήθος της σα μέγγενη κι εκείνοι πάλευαν για μια τιμή που
της ήταν άχρηστη, για μιαν υπόληψη που της ήταν αδιάφορη.
Και η φίλη της της έλεγε.
-Πώς θα φανεί στον άντρα που
θα πάρεις, να βρίσκονται τα γραφτά σου στα χέρια κάποιου άλλου; Είναι σα να
ξεπαρθενεύτηκες με το νου γυμνώνοντας τ’ άδυτα της ψυχής σου μπροστά σε έναν
άγνωστο!
Και η Ξένια δάκρυσε από
ντροπή, όσο και αν πίστευε πως το καλό πριγκηπόπουλο των ονρίρων της σίγουρα θα
της το συγχωρούσε. Μα τώρα πια είχε αρχίσει ν’ αμφιβάλει για τα τόσο ζωντανά
της όνειρα. Είδε μια φορά τον πρίγκηπα, μα ξεγελάστηκε και τώρα που πέταξε τη
μάσκα, το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό και οι ρυτίδες του ουλές, σημάδια της
κακίας. Και όμως η καρδιά της δεν κρατούσε κάκητα. Εκείνος φέρθηκε όπως οι
περισσότεροι άνδρες στη γη. Εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία. Ενώ εκείνη φταίει, το
κρίμα της βαρύ και όχι γιατί του μίλησε, γιατί φέρθηκε έτσι, γιατί του χάρισε
το ημερολόγιο – όπως οι άλλοι την κατέκριναν- μα γιατί λάθεψε στα σημάδια,
γιατί πίστεψε σε λάθος πρίγκηπα, γιατί αγάπησε λάθος όνειρο.
Μα τι παράξενο! Δεν ένοιωθε
μετανιωμένη. Δεν ένιωθε κουρασμένη να ξαναγαπήσει, να ξαναλαθέψει. Κείνο που
την κούραζε μέχρι θανάτου ήταν η καταδίκη για ένα έγκλημα που δεν αναγνώριζε, η
κατακραυγή για μια πράξη που κίναγε από τα πιο ξάστερα μονοπάτια της καρδιάς
της.
Έτσι πέρασε άλλος ένας
ολάκερος μήνας. Ήλθε το φθινόπωρο. Και μια μέρα ο σεβάσμιος ιερέας αναγκάστηκε
να επισκεφθεί τον πατέρα της. Ήταν κι αυτή μια πράξη θυσίας, μια απόφαση
ηρωική, ίσως και μια πράξη εκδούλευσης στον άρχοντα του τόπου.
Ο πατέρας ήλθε στο δωμάτιό
της λυπημένος έως θανάτου. Τα λόγια του μαχαίρι, την έσφαζαν αργά και συνετά.
Ήταν πάντα τόσο λογικός! Ποτέ του δε φερνόταν με ξεσπάσματα. Πίστευε ότι η
ψυχραιμία είναι η μεγαλύτερη αρετή στον άνθρωπο. Και τώρα, τι απογοήτευση από
τη δική του κόρη! Τι πόνος αβάσταγος για έναν άνθρωπο της δικής του αρετής, του
δικού του ήθους!
-Δε ντράπηκες, παιδί μου, το
τιμημένο μας όνομα, που γενιές ολάκερες κανείς δεν τόλμησε να πει κουβέντα, που
σε άλλους καιρούς τόσα φονικά γινόντουσαν για κάτι τέτοιες ατιμίες….Τι τιμωρία
να αρμόζει σ’ ένα παιδί, που έδειξε τέτοιαν αχαριστία σε τόσες γενιές έντιμων
προγόνων; Μα ξέρω πως μετάνιωσες. Μου τόπε ο πνευματικός σου! Μα είναι δυνατόν
αυτά που κατακρίνουμε να τα γευόμαστε στο ίδιο μας το σπίτι; Να γευόμαστε τις
πομπές των άλλων;
Η Ξένια έκλαιγε βουβά. Δεν
έβρισκε κάτι ν’ απαντήσει. Δεν ήταν ώριμη να επαναστατήσει. Δεν ήταν παρά ένα
άβουλο κοριτσόπουλο, χαμένο κάτω από την πατρική εξουσία.
Η μάννα της αν και γεμάτη
πανικό και δάκρυα στα μάτια της μίλησε πιο στοργικά.
-Φαντάσου, κοριτσάκι μου,
νάσαστε κάπου μόνοι, τι θα μπορούσε να σου κάνει ο αχαΐρευτος!!!
Η μητρική καρδιά έτρεμε
μπροστά σε τέτοιαν απειλή. Η Ξένια δεν τολμούσε να ρωτήσει τι εννοούσε.
Σκέφτονταν τάχατες με τη μητρική διαίσθηση το φιλί που ευχήθηκε η κόρη της ή
κάτι πιο πολύ; Μα γιαυτό το κάτι πιο πολύ η Ξένια ορκιζόταν πως ποτέ δε θα το
δεχόταν, γιατί πάντα το πίστευε αναπόσπαστα δεμένο με την τελετή στην εκκλησία,
γιατί οι πόθοι της δεν ήταν ακόμη συγκεκριμένοι, γιατί δεν έψαχνε για εραστή,
αλλά για ήρωα και με τους ήρωες των παραμυθιών κανείς δεν κάνει έρωτα.
Τα Χριστούγεννα ο πατέρας
πήγε και τον βρήκε, παντρεμένο πια στο χωριό της γυναίκας του. Ήταν μεγάλη
απόφαση για έναν άνθρωπο σαν το Μαρή, μα μπροστά στην οικογενειακή τιμή κάθε
υποχώρηση στις αρχές μας φαίνεται λίγη. Κανείς δεν ξέρει τι ειπώθηκε μεταξύ
τους, μα ο Μαρής γύρισε θριαμβευτής με το ημερολόγιο στο χέρι.
Το άλλο καλοκαίρι ο δάσκαλος
κι η γυναίκα του ήλθαν να παραθερίσουν στο χωριό μας. Στο σχόλασμα της
εκκλησιάς που τους απάντησαν χαιρετήθηκαν τόσο ευγενικά και πολιτισμένα! Ήταν
ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους! Μα ένα μεσημέρι που απαντήθηκαν άξαφνα σ’ ένα
ασβεστωμένο δρομάκι και βρέθηκαν αναγκαστικά πρόσωπο με πρόσωπο, ο δάσκαλος της
γύρισε επιδεικτικά τις πλάτες δίχως μια καλημέρα.
Τον άλλο κιόλας χρόνο έμαθαν
πως χώρισε γιατί η γυναίκα του τον έπιασε στα πράσα ν’ αποπλανά μια μαθήτρια της
Ε τάξης.
Κι η Ξένια χρειάστηκε να
περάσουν άλλα πέντε χρόνια για νάβρει τη δύναμη και τη γνώση να γράψει στο
ημερολόγιό της.
«Η αγνότητα! Μια ηθική για
κάποιες ηλικίες. Πώς μπορεί να τη βαφτίζουν αρετή; Πώς μπορεί το καλό νάναι καλό
για τον ίδιο άνθρωπο μόνο για μια περίοδο της ζωής του κι έπειτα να ξεφτά, να
παραμορφώνεται, να γίνεται κακό;
Ανθρώπινες δικολαβίες που
φυλακίζουν τους ανθρώπους σε κλουβιά. Οι αληθινά ακατάλυτες ιδέες, τα γνήσια
ιδανικά μένουν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά, από φυλή σε φυλή, από άνθρωπο σε
άνθρωπο. Ότι αλλάζει μορφή είναι κάλπικο, είναι για τα σκουπίδια.
Και όμως.. ίσως όλες οι
αξίες τελικά είναι απόψεις μιας στιγμής, έπειτα φεύγουν και αλλάζουν κι άλλες
παίρνουν τη θέση τους. Η ομορφιά λατρεύεται σε μια στιγμή κι αμέσως μαραίνεται.
Η καλοσύνη κρατά όσο κι η στιγμή της καλής πράξης, καλής σκέψης, καλής
χειρονομίας κι ο έρωτας υπάρχει μονάχα στις μεγάλες προσδοκίες μας…»
Περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων "Ο Θηλυκός άνθρωπος"
Πρόλογος
Τούτο το βιβλίο είναι πέρα
για πέρα αληθινό.
Είναι ότι η γυναικεία μου
διαίσθηση κατάφερε να φωτογραφίσει από τις καθημερινές στιγμές των ομόφυλών
μου. Φωτογραφίες τόσο αλλιώτικες, μα τόσο ίδιες. Η Εύα, πολύμορφη σαν τη
θάλασσα, πάντα γοητευτική και ζωογόνα, πάντα καταπιεσμένη, από τα γεννοφάσκια
ως τη θανή της, πάντα θύμα εκμετάλλευσης μα πάντα τολμηρή κι έτοιμη ν’
αντιδράσει με όποια δύναμη της είναι βολετό.
Γυναίκες ηρωίδες, μα και
γελοίες, σκληρές, κακές ή αδύνατες, μα πάντα προδομένες από παντού, ακόμη κι
από το φύλο ή τα παιδιά τους.
Γυναίκες παγιδευμένες σε
μιαν εποχή επανάστασης, που πριν προλάβουν να γευτούν τη γλύκα των καρπών της,
τις φόρτωσε με νέες ευθύνες.
Γυναίκες πελαγωμένες από τις
τόσες θεωρίες, που τέλεια ανοργάνωτα παλεύουν κι αντιδρούν, υπακούοντας τυφλά
στην παρόρμηση και τις εμπειρίες τους.
Γυναίκες τόσο όμοιες στον
πόνο και την αγάπη, τόσο ευαίσθητες κι υπεύθυνες μπροστά στην ίδια τη ζωή.
Τούτες οι φωτογραφίες
παρθηκαν με αγάπη και γνήσιο ενδιαφέρον. Είθε να βοηθήσουν να βρει επιτέλουν η
Εύα το χαμένο της πρόσωπο, την αληθινή της ταυτότητα. Είθε να γίνει κάποτε η
Εύα αυτό που πάντα ήταν. Ο Θηλυκός άνθρωπος.
Πειραιάς 1981
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου