Σαν σήμερα… στις 15 Νοέμβρη 1951 καταδικάζεται σε θάνατο ο Νίκος Μπελογιάννης, με κατηγορία την παράβαση του νόμου 509/1947 για απόπειρα ανασυγκρότησης του Κ.Κ.Ε.
«Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.
Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη. Καλημέρα αδέρφια μου.
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.
Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.»
Ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν Έλληνας ηγέτης της αντίστασης κατά
των Γερμανών και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που εκτελέστηκε
το 1952 ως κομμουνιστής με την κατηγορία της κατασκοπείας. Η δίκη και η
εκτέλεσή του έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς
αντιδράσεις, ενώ έμειναν στην ιστορία ως παράδειγμα υπερβολικής
σκληρότητας των μετεμφυλιοπολεμικών αντικομμουνιστικών διώξεων.
Η ζωή του
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915. Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Το 1941 παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με άλλους αριστερούς κρατουμένους.
Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη.
Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού και μετά την ήττα ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα το 1949.
Εμπλέκεται στην εξόντωση πολλών εκατοντάδων αντιπάλων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά την γνωστή σφαγή του Μελιγαλά, καθώς εστάλη ως απεσταλμένος του Γιώργη Σιάντου στην περιοχή συνοδεύοντας τον Άρη Βελουχιώτη και άλλα κομματικά στελέχη του ΚΚΕ.
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ξαναφτιάξει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις πολλών στελεχών του και από το φόβο. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση το Ν. 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 94 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας την 21η Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης.
Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα λαμβάνει περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούν τη σωτηρία του Μπελογιάννη.
Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τρεις ακόμα συντρόφους του ομόφωνα σε θάνατο.
Η ζωή του
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915. Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Το 1941 παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με άλλους αριστερούς κρατουμένους.
Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη.
Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού και μετά την ήττα ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα το 1949.
Εμπλέκεται στην εξόντωση πολλών εκατοντάδων αντιπάλων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά την γνωστή σφαγή του Μελιγαλά, καθώς εστάλη ως απεσταλμένος του Γιώργη Σιάντου στην περιοχή συνοδεύοντας τον Άρη Βελουχιώτη και άλλα κομματικά στελέχη του ΚΚΕ.
Η σύλληψη και η δίκη του
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ξαναφτιάξει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις πολλών στελεχών του και από το φόβο. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση το Ν. 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 94 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας την 21η Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν ο μοναδικός από τους
στρατοδίκες που ψήφισε ενάντια στην θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη.
Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει
ότι η απόφαση δε θα εκτελεστεί.
Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάνης και ορισμένοι άλλοι
κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της
κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η αμνηστία που υποχρεώθηκε να του
δώσει.
Εν τω μεταξύ στις 14 Νοεμβρίου 1951 βρίσκονται παράνομοι
ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Φαλήρου, δίνοντας έτσι την
ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί
κατασκοπείας.
Έτσι ο Μπελογιάννης και οι άλλοι κατηγορούμενοι
προσάγονται σε νέα δίκη. Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου
1952, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών.
Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε
τις πατριωτικές του ενέργειες κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του
πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη.
Έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα φρέσκο κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά.
Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.
Διεθνής κινητοποίηση
Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα λαμβάνει περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούν τη σωτηρία του Μπελογιάννη.
Ανάμεσά τους ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι
προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, καθώς και 159 βουλευτές των
δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο
Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι
μερικά μόνο από τα ονόματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που προσπαθούν
να σώσουν τον Μπελογιάννη.
Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».
Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».
Η καταδίκη και η εκτέλεσή του
Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τρεις ακόμα συντρόφους του ομόφωνα σε θάνατο.
Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του
ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε
ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και
υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο
Μπελογιάννης.
Ακολουθεί η διάψευση από τον Νίκο Ζαχαριάδη που γίνεται εκ
του ασφαλούς από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Βουκουρεστίου όπου είχε
καταφύγει, αλλά και από το ΚΚΕ, που χαρακτηρίζουν την επιστολή «μύθευμα
της αστυνομίας», ενώ αντίθετα το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει πως ο
γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια.
Πάντως όταν αυτό έγινε γνωστό ο ίδιος ο Ν. Μπελογιάνης που ανέμενε στη φυλακή απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, που τον επισκέφτηκε ότι «ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της ασφάλειας».
Πάντως όταν αυτό έγινε γνωστό ο ίδιος ο Ν. Μπελογιάνης που ανέμενε στη φυλακή απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, που τον επισκέφτηκε ότι «ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της ασφάλειας».
Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση
δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική
δράση Πλουμπίδη.Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις.
Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4.10΄
τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι μεταφέρθηκαν νωρίς το πρωί από τις
φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδή και εκτελέστηκαν δια
τυφεκισμού.
Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη
(οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα
Κυριακή ακομα και απο τους Γερμανους Ναζι κατακτητες) και φέρεται να
έγινε τότε για να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή
χάριτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου