Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Πως λοιπόν φτάσαμε ως εδώ; Και πως μπορεί να αλλάξει η κατάσταση; (Του Αλέκου Αναγνωστάκη)


Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα, ήταν ο τίτλος της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε από το Kommon, την Δευτέρα, 6 Απριλίου.
 
Η συζήτηση εντάσσεται στο πλαίσιο του διαλόγου σχετικά με το “Κείμενο συμβολής, για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς, για τον κομμουνισμό και τις επαναστάσεις του 21ου αιώνα”. Όπως είχαμε πεί και μετά την πρώτη εκδήλωση όπου παρουσιάστηκε το κείμενο, θα ακολουθήσουν θεματικές συζητήσεις, ώστε να προχωρήσει βαθύτερα και ουσιαστικότερα ο διάλογος. Αυτή ήταν η πρώτη μιας σειράς, και είχε συμμετοχή και ενδιαφέρον. 

Η συζήτηση περιστράφηκε κυρίως γύρω από το ερώτημα που έθετε η πρόσκληση: “πως επιβλήθηκε και πως μπορεί να ανατραπεί η μνημονιακή επιτροπεία;”. Σήμερα παραθέτουμε εδώ το κείμενο της εισήγησης που έκανε ο σ. Αλέκος Αναγνωστάκης. Τις επόμενες ημέρες θα αναρτηθεί το βίντεο από τη συζήτηση, στο οποίο θα περιέχονται οι σκέψεις και οι προτάσεις των συντρόφων που πήραν το λόγο και πλούτισαν, ουσιαστικά, τον προβληματισμό μας.   
        
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις μετά το 2009 δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς  πως μετά από 6 εκλογικές αναμετρήσεις σε 7 χρόνια, μετά από 6  διαφορετικές κυβερνήσεις, μετά από πάνω από 3. 000.000 εκατομμύρια – ένα κράτος  - ψηφοφόρων που απομακρύνθηκαν από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, και ταυτόχρονα μετά από συνταρακτικούς αγώνες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με κορύφωση το 2010 – 12, μετά από τη γεμάτη αυταπάρνηση δράση, ηγεσίας και βάσης των ρευμάτων της υπάρχουσας αριστεράς, δεν καταφέραμε ως Αριστερά και ως εργατικό κίνημα παρά μόνο να δυσκολέψουμε, να καθυστερήσουμε τη λήψη μέτρων, να φθείρουμε αστικές κυβερνήσεις.
 
Και τώρα βρισκόμαστε σε δύσκολη  κατάσταση. Γιατί;
 
Η απάντηση είναι απαραίτητη.
Η απάντηση είναι δύσκολη.
Η απάντηση σχετίζεται με την κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, την κατάσταση μας, την κατάσταση της Αριστεράς.
 
Αλλά η  ερμηνεία μπορεί να δοθεί αποκλειστικά στη βάση των αντιφάσεων, των ατομικών πολιτικών χρονοδιαγραμμάτων και επιλογών των συλλογικοτήτων και των ξεχωριστών αγωνιστών της Αριστεράς;
 
Απ’ την άλλη μεριά, η ερμηνεία μπορεί να δοθεί  γενικά και αόριστα «απ’ την εργατική τάξη» ή την «ταξική πάλη», ή την «ιστορία»;
 
Υπάρχει η σημερινή υλική πραγματικότητα των πρωτόγνωρων δυσκολιών αλλά και των πρωτότυπων δυνατοτήτων.
 
Αυτή η υλική αντικειμενική πραγματικότητα μαζί με την κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, την κατάσταση μας δηλαδή, στοιχειοθετούν από κοινού τη σημερινή αντικειμενική πραγματικότητα.
 
Αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα οφείλουμε να αναδιαμορφώσουμε ώστε να υπηρετούνται οι εργατικές ανάγκες.
 
Να ξαναδούμε λοιπόν τον εαυτό μας.
 
Στο κάτω - κάτω η κριτική και η αυτοκριτική αποτελούν μέρος της πραγματικότητας και ταυτόχρονα την υπερβαίνουν ακριβώς γιατί θέλουν να την αλλάξουν.
 
Έτσι κι αλλιώς είναι αναγκαιότητα της εποχής μας:
Να γνωρίσουμε βαθύτερα τον καπιταλισμό της εποχής μας και την κρίση του, να προσεγγίσουμε τον περασμένο αιώνα αλλά και ειδικά, τα πως και τα γιατί οι “σοσιαλιστικές χώρες” κατέρρευσαν όπως κατέρρευσαν, να συνειδητοποιήσουμε το βάθος της ήττας και της οπισθοχώρησης της Αριστεράς ως στοιχείο γνώσης για το με τι έχουμε να αναμετρηθούμε.
 
Να καταθέσουμε ένα αναγκαίο πρόγραμμα και τα μέσα υλοποίησης του.
Να δράσουμε ως καταλύτης, στη βάση μιας πολιτικής συγκέντρωσης δυνάμεων σε όλα τα διαφορετικά επίπεδα συγκρότησης (κόμμα – μέτωπο – κίνημα) της εργατικής τάξης.
 
Να το πούμε εξ αρχής.
 
Αν η κατάσταση μείνει ως έχει στην υπάρχουσα Αριστερά τότε τα πράγματα θα χειροτερεύουν διαρκώς. Και θα χειροτερεύουν και στο εργατικό κίνημα καθώς η επίδραση σε αυτό της Αριστεράς είναι καθοριστική.
 
Να συμβάλλουμε λοιπόν σε μια νέα βεβαιότητα, ταυτότητα και αυτοπεποίθηση της  Αριστεράς  και του κομμουνιστικού κινήματος και κόμματος του 21ου αιώνα.
Αλλά αυτά συζητήθηκαν στην περασμένη εκδήλωση, ως έναρξη  μιας πορείας αναζήτησης αλλά και ενωτικής πράξης που θα υπηρετεί το κίνημα και μόνον αυτό.
 
Από την προηγούμενη συζήτηση αλλά και ως στοιχείο της σημερινής κρατώ κυρίως τρία δεδομένα.
 
Το πρώτο:
 
Η σε εξέλιξη κρίση είναι δομική κρίση του καπιταλισμού, από οικονομική άποψη είναι κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, είναι μια από τις τέσσερεις μεγαλύτερες στην ιστορία του.
 Αλλά οι κρίσεις είναι γενικά ίδιες και ταυτόχρονα με ιδιαίτερα κάθε φορά γνωρίσματα ταυτόχρονα.
 
Ας στρέψουμε την προσοχή μας  λοιπόν σε δυο  από αυτά: 
α) Το ζήτημα της κερδοφορίας του καπιταλισμού μαζί και του ανεπτυγμένου αλλά μεσαίου επιπέδου ελληνικού.
 
Ας δούμε τα γραφήματα:
 
Ποσοστό κέρδους της αμερικάνικης οικονομίας, 1948 – 2011 
 
Ποσοστό κέρδους (r) στην ελληνική οικονομία 1958-2009
Ας σκύψουμε λίγο σε αυτό όχι κυρίως για να δούμε την πτωτική πορεία της κερδοφορίας του κεφαλαίου αλλά κατά πρώτο το βάθος της πτώσης της κερδοφορίας το 1983 στην Αμερική και το ακόμη εντυπωσιακότερο το 1986 στην Ελλάδα. Αν το συνειδητοποιούσαμε ίσως να κατανοούσαμε το μέγεθος της επίθεσης που προετοιμάστηκε.
 
Το πρόγραμμα που αρθρώνεται κλιμακούμενο ήδη από τη δεκαετία του ’90, όχι χωρίς μικρές και μεγάλες αντιστάσεις, από την εργατική τάξη, είναι μια βίαιη εφαρμογή - βίαιη και ως προς τα μέσα και ως προς την επιτάχυνση του ιστορικού χρόνου - όλων των μέσων αντιρρόπησης της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, που περιγράφει ο Μαρξ, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
 
Γι’ αυτό και η εφαρμογή του στρατεύει το σύνολο της αστικής τάξης. Οι όποιες ταλαντεύσεις, καθυστερήσεις και οπισθοχωρήσεις- κυρίως στην αρχή - είναι έκφραση των εργατικών αντιστάσεων και των επιμέρους πληττόμενων συμφερόντων της.
 
 β) Ας προσέξουμε την  πορεία της αμερικάνικης οικονομίας το 2008 – 2013 και συγκεκριμένη την επαναφορά της πτώσης της κερδοφορίας μετά το ’13.
Αυτή η επαναφορά γεννά εύλογα τα ερωτήματα: Που πάει η κατάσταση; Τι μπορεί να συμβεί; Και το κυριότερο, πως μπορεί να αντιμετωπιστεί; 
Η αντιμετώπιση της από την Αριστερά και το εργατικό κίνημα μπορεί να εξακολουθεί να σχεδιάζεται όπως πάντα και όπως συνήθως;
 
Το δεύτερο δεδομένο:
 
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία των κρίσεων, αυτών των ιστορικής σημασίας κρίσεων, κατά την οποία οι αστικές κυβερνήσεις επιχειρούν να βγουν από την κρίση με ένα βαθύτερο νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή με μια αντιδραστικότερη έκδοση της πολιτικής που χρεοκόπησε με την έκρηξη της κρίσης.
 
Στην κρίση του 1929-45 επέλεξαν τον κεϊνσιανισμό, ο οποίος μεταπολεμικά μορφοποιήθηκε στην πολιτική του κράτους πρόνοιας, σε συνδυασμό με την νεοαποικιοκρατία και με ραφιναρισμένες μορφές εντατικής εκμετάλλευσης της  εργατικής τάξης.
 
Στη βουβή, αλλά εξαιρετικά σοβαρή, κρίση του 1970- 85, και καθώς ο υψηλός στασιμοπληθωρισμός ροκάνιζε  το ίδιο το κεφάλαιο,  η πολιτική αυτή αντικαθίσταται από το θατσερισμό - ρηγκανισμό.
 
Αλλάζουν λοιπόν πολιτική διαχείρισης από κρίση σε κρίση.
 
Τώρα όμως; Τώρα ακολουθούν την ίδια αλλά αντιδραστικότερη πολιτική.
 
Αυτό καθαυτό το γεγονός υπογραμμίζει  την έκταση, το βάθος  και το μόνιμο της επιθετικότητας και αντιδραστικότητας της αστικής πολιτικής.
 
Γι’ αυτό και στο “Κείμενο συμβολής για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς”, επισημαίνεται πως:
Αυτές οι πολιτικές «σταθεροποίησης» και εξόδου από την κρίση, ο νεοσυντηρητισμός-νεοφιλελευθερισμός, ο σύγχρονος κοινωνικός πόλεμος του κεφαλαίου, είναι η αντικειμενική τάση της σε εξέλιξη απάνθρωπης πολιτικής αντιδραστικής ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού, είναι ο καπιταλισμός της εποχής μας στα ακραία του όρια.
 
Το τρίτο δεδομένο:
 
Ο καπιταλισμός είναι ίδιος γενικά αλλά αναπτύσσεται με τομές και άλματα μέσα στην εκμεταλλευτική του συνέχεια.
 
Βασικό ιδιαίτερο  χαρακτηριστικό του σημερινού καπιταλισμού είναι πως  οι παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος ο  επαναστατικοποιεί, ιδιοποιείται, διαστρέφει και επιχειρεί να ακρωτηριάζει, δεν μπορεί να τις εσωτερικεύσει χωρίς σοβαρές διαταραχές στη λειτουργία του.
 
Στην ουσία ο σημερινός καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του.
 
Η υπεραυτοματοποίηση, η ταχύτητα και ο όγκος διάδοσης δεδομένων, οι ραγδαίες ανακαλύψεις στη τεχνολογία, τη βιοτεχνική και τη ρομποτική, στην εφαρμογή τους συνταράσσουν τους όρους, τους χρόνους, την οργάνωση, τους ρυθμούς και την ποιότητα παραγωγής.
 
Διαταράσσουν τη γεωστρατηγική σημασία χωρών. Θέτουν με νέους όρους  το ζήτημα του χρόνου εργασίας, τη σχέση του εργάτη-δημιουργού με τα ίδια τα δημιουργήματα του.
 
Μπροστά σε αυτή τη νέα κατάσταση της ιστορίας και σε αυτή την ιστορία της νέας κατάστασης, ο καπιταλισμός, άρα και οι διαχειριστές του είναι αναγκασμένοι, προκειμένου να μη τα χάσουν όλα, να περνάνε  σε ολοένα και αντιδραστικότερες πολιτικές.
 
Γι’ αυτό και τη βασικότερη παραγωγική δύναμη, την εργατική δύναμη, την ακρωτηριάζουν πετσοκόβοντας τα δικαιώματα και περιορίζοντας τις ανάγκες της κάτω και από το όριο αναπαραγωγής της.
Εξ ου και οι μισθοί των 180- 400 ευρώ, οι συντάξεις βοηθήματα και η εμπορευματοποιημένη περίθαλψη των γενοσήμων.
 
Τα παραπάνω δεδομένα στοιχειοθετούσαν και στοιχειοθετούν την απαίτηση για μια άλλη από την εφαρμοζόμενη από εμάς, εννοώ από τη μαχόμενη Αριστερά,  πολιτική.
 
Φτάσαμε λοιπόν εδώ που φτάσαμε. Αλλά που φτάσαμε, σε ποια χώρα βρισκόμαστε;
 
Ολόκληρη η διαχείριση της ελληνικής κρίσης απο το 2010 μέχρι σήμερα, βασίζεται στο υποκριτικό αφήγημα του υπερκαταναλωτισμου για την 8ετια που προηγήθηκε της κρίσης. Ενοχοποιούνται οι εργαζόμενοι και τα νοικοκυριά και παράλληλα συγκαλύπτεται ο καθοριστικός ρόλος των τραπεζών και των διαπλεκόμενων βουλιμικών  κεφαλαίων  στο  «μεγάλο πάρτυ» που έλαβε χώρα.
 
Στη διάρκεια της 8ετιας 2001-2008, με την οικονομία να καταγράφει μέση ετήσια αύξηση 4,2%, οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων δεν αυξήθηκαν παρά μόνον με 1,74% μέσο ετήσιο ρυθμό, ενώ τα κέρδη του κεφαλαίου εκτιναχτήκαν με μέση ετησία προσαύξηση  8%.
 
Κατά την ίδια περίοδο, η συνολική εθνική κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν αυξήθηκε, αλλά αντίθετα συμπιέστηκε απο 63% σε 60%, ενώ παραλληλα οι ξέφρενες επενδύσεις σε κεφαλαιακούς εξοπλισμούς εκτινάχτηκαν απο 19,8% του ΑΕΠ το 2000 σε 26% το 2008.
 
Στο επίμαχο διάστημα, η Ελλάδα αναδείχτηκε από τις πρώτες χώρες, η πρώτη χώρα στην Ευρωζώνη λέει ο Βεργόπουλος, όχι βέβαια σε υπερκαταναλωτισμό, αλλά σε υπερεπενδύσεις και με ρυθμό 3,5 φορές ανώτερο απο τον αντίστοιχο μέσο όρο των εταίρων στο ευρώ.
 
Κατά την κρίσιμη περίοδο που προηγήθηκε της σημερινής κρισης, η Ελλάδα δεν υπήρξε καθόλου θύμα κάποιου υποθετικού υπερκαταναλωτισμου, αλλά κυρίως θύμα μιας «άγριας, αρπακτικής και αναρχούμενης» κεφαλαιοποίησης, που στη συνέχεια βρέθηκε απρόσμενα στο κενό με το ξέσπασμα της διεθνούς, και με παγκόσμιες επιδράσεις,  κρίσης το φθινόπωρο του 2008.
 
Αυτή την αλήθεια κρύβουν, αυτή την αλήθεια δεν αναδείξαμε! Αλλά αυτό έχει επιπτώσεις!
 
Αν  βρισκόμαστε σε  μια ψωροκώσταινα του 21ου αιώνα η οποία δεν παράγει, δεν εξάγει, στην οποία όλοι φτωχαίνουν, τότε η ακολουθούμενη πολιτική είναι η μόνη αναγκαία πολιτική. Ο λαός είναι υπεύθυνος και εφόσον αυτό κατανοεί αυτό και το υπηρετεί.
 
Στην πραγματικότητα φυσικά βρισκόμαστε  σε μια χώρα στην οποία επιχειρείται, εδώ και 8 χρόνια, στο όνομα της κρίσης και με αφορμή την κρίση, στο όνομα του χρέους και των ελλειμμάτων, μια από τις σφοδρότερες αναδιανεμητικές μεταπολεμικές πολιτικές πλούτου, γης, κατοικιών και εμπορευματοποιήσεων – ιδιωτικοποιήσεων στην Ευρώπη, υπέρ των πιο ισχυρών μερίδων της διεθνούς, ευρωπαϊκής κυρίως, και από κοντά και της ντόπιας αστικής τάξης.
 
Σε μια χώρα όπου τα βαρίδια για την αστική κερδοφορία και αντιδραστική ανάπτυξη των επιχειρήσεων  εγκαταλείπονται δίχως έλεος (παρακολουθείστε τους όρους δανεισμού επιχειρήσεων, αφορά μόνο ήδη κερδοφόρες επιχειρήσεις).
 
Μια χώρα, όπου υλοποιείται μια πολιτική παραδειγματικού χαρακτήρα και εκφοβισμού όλης της εργατικής τάξης της Ευρώπης.
 
Το αστικό πολιτικό σύστημα προσπάθησε να βγει από μια κατάσταση αιφνιδιασμού και σοβαρών δυσκολιών με την εκδήλωση της κρίσης.
 
Στη διαχείριση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, μαζί με το ντόπιο πολιτικό προσωπικό και την εγχώρια αστική τάξη με τις αντιθέσεις τους, αποφασιστικό ρόλο παίζουν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, κυρίως Βερολίνο και Παρίσι.
 
Προκειμένου λοιπόν να υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα δικά του ταξικά  συμφέροντα, το ελληνικό κεφάλαιο, επειδή αισθάνεται – και είναι –  πολιτικά και κοινωνικά αδύναμο για να περάσει τις αναγκαίες γι’ αυτό αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, έχει κάνει πολιτική επιλογή όχι απλά να στηριχτεί στην ΕΕ και το ΔΝΤ αλλά να δημιουργήσει – και δημιούργησε -μόνιμους μηχανισμούς άμεσης εποπτείας.
 
Καλεί και στηρίζεται στην τρόικα και το κουαρτέτο για να αλλάξει καταθλιπτικά τους συσχετισμούς σε βάρος του «έθνους των εργαζομένων», ώστε να περάσει το σύνολο των μέτρων που αλλάζουν ριζικά και αντιδραστικά τους όρους και τις αμοιβές στην εργασία.
 
Έτσι επιδιώκει να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα της κερδοφορίας και το ζήτημα του ανταγωνισμού.
 
Γι’ αυτή της την πράξη, η ελληνική ελίτ εν γνώσει της «πληρώνει» το αναγκαίο διπλό τίμημα. Την όχι και ευκαταφρόνητη τελικά οικονομική «μίζα» προς τους τραπεζίτες, τους κερδοσκόπους και τους βιομηχάνους των ισχυρών κυρίως της ΕΕ και του ΔΝΤ, αλλά και πολιτική «μίζα» σε εθνική κυριαρχία, απέναντι στα υπερεθνικά όργανα της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
 
Ωστόσο το τίμημα που πληρώνει απ’ ό,τι φαίνεται είναι πολύ υψηλό, υψηλότερο από το αναμενόμενο, εξαιτίας των λυσσωδών ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων και της διπλής κρίσης χρέους.
 
Η συμπεριφορά αυτή της ελληνικής αστικής τάξης είναι παλιό βιολί.
Να θυμηθούμε πως ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της σαν κυρίαρχη τάξη με τα καύσιμα των ξένων δανείων της «ανεξαρτησίας» που της έδωσαν τη δυνατότητα να τσακίσει το λαϊκό παράγοντα. Στις πιο κρίσιμες ιστορικές στιγμές είναι οι «ξένοι» που της έδωσαν το φιλί της ζωής.
 
Βρισκόμαστε  λοιπόν σε μια χώρα στην οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όχι μόνο επικυρώνει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των Παπανδρέου, Παπαδήμα, Σαμαρά, Βενιζέλου, Μητσοτάκη, Κουβέλη αλλά προωθεί βάναυσα το λεγόμενο ολοκληρωμένο σχέδιο πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης που καταρτίστηκε στα πρότυπα της «Ατζέντας 2010 για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις”, και το οποίο είχε εκπονηθεί από τον τότε σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριο και μετέπειτα στέλεχος του ρώσικου μονοπωλίου ενέργειας Γκαζπρομ, Σρέντερ.
 
Βασικά του στοιχεία είναι:
 
α) η δημιουργία,  με τη συνοδεία προσελκυστικών φοροαπαλλαγών, ειδικών υπηρεσιών, π.χ. ειδικών ταμείων ιδιωτικοποιήσεων στα πρότυπα της Treuhand, η οποία είχε αναλάβει την πώληση κρατικών επιχειρήσεων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
 
β) η εισαγωγή ενός αντιδραστικότερου μοντέλου περιορισμένης απασχόλησης, το μοντέλο “μίνι δουλειά” - “μίνι αμοιβή”, ως μόνιμη εργασιακή σχέση που συνοδεύεται από μέτρα παραπέρα χαλάρωσης των όρων για απολύσεις.
 
γ) η δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών (ΕΟΖ), βλέπε Κομοτηνή, για εγκατάσταση βιομηχανικών επιχειρήσεων στο πρότυπο που χρησιμοποίησε η Κίνα.
 
δ) η χρηματοδότηση μικρής και μεσαίας κλίμακας επενδύσεων, που θα βοηθούν τη δημιουργία μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων μέσω κρατικού χρηματοπιστωτικού φορέα που θα έχει αναπτυξιακό ρόλο. Χρηματοδότηση που ακολουθείται από την αρχή της κρίσης σε επιλεγμένους τομείς (τουρισμός, τρόφιμα, νέες τεχνολογίες, παράγωγα πετρελαίου) και μια προσπάθεια εξαγωγικού προσανατολισμού της παραγωγής με κάποια αποτελέσματα.
 
ε) η ανάπτυξη ενός διπλού εκπαιδευτικού συστήματος που θα συνδυάζει θεωρητική εκπαίδευση σε επαγγελματικό σχολείο και μαθητεία σε επιχείρηση συγκεκριμένου κλάδου.
 
Βρισκόμαστε σε μια χώρα που παρόλο που παράγει 176 δισ. ευρώ πλούτο ετησίως, (μειωμένο φυσικά κατά 25%, τη μεγαλύτερη μείωση ΑΕΠ σε μη πολεμική περίοδο), εντούτοις αυτός ο πλούτος μοιράζεται σκληρά ταξικά υπέρ του στρατιωτικού και βιομηχανικού συμπλέγματος,  υπέρ των τραπεζών – οι οποίες παρεμπιπτόντως,  ρούφηξαν 200 από τα 250 δις δάνεια των ξένων,  βυθίζει στη φτώχεια μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού και στην ακραία φτώχεια ένα 15 – 18 %. Μόνο οι κατασχέσεις και το μπλοκάρισμα τραπεζικών λογαριασμών και άλλων περιουσιακών στοιχείων για χρέη προς την εφορία έφτασαν κοντά στο ένα εκατομμύριο στο τέλος Νοεμβρίου του 16.
 
Εδώ βρισκόμαστε. Σε ένα χώρο και σε ένα χρόνο διαρκούς και κατά κύματα επίθεσης της αστικής πολιτικής.
 
Είμαστε επομένως  μπροστά σε μια ήττα.
Αλλά τι ακριβώς ηττήθηκε;
 
Ηττήθηκε κατά τη γνώμη μας ένας παλιάς κοπής μεταρρυθμισμός του περασμένου αιώνα.
 
Ένας μεταρρυθμισμός επιμέρους διακηρυκτικών αλλαγών χωρίς αλλαγή, ρήξεων χωρίς ρήξη, ο οποίος εξάλλου δοκιμάστηκε στο προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού και χρεοκόπησε.
 
Όπως η ιστορία της πολιτικής έχει αποδείξει, δεν υπάρχει καλή και κακή διαχείριση του καπιταλισμού, μέσα μάλιστα στα πολιτικά όρια της ΕΕ, του ευρώ, και της τρόϊκας.
 
Αυτή  οδηγεί  σε ενσωμάτωση, αδιέξοδη διαχείριση και ήττα.
 
Ηττήθηκε λοιπόν και χρεοκόπησε η πολιτική της λεγόμενης διαπραγμάτευσης εντός της ΕΕ και μάλιστα δίχως το όπλο της δημοκρατικής βίας του εργατικού κινήματος.
 
Χρεοκόπησε η, με δογματικό τρόπο, προσήλωση σε  μια κεντροαριστερή διαχείριση με ολίγον φιλολαϊκό χαρακτήρα.
 
Αν οι λεγεώνες του νεοφιλελευθερισμού εκπροσωπούν το, σ' ένα βαθμό ξεπερασμένο, ρεύμα της προέλασης της «αιώνιας» ανάπτυξης και της παντοδυναμίας των νέων χαρακτηριστικών και των νέων σχέσεων του κεφαλαίου, τότε οι απόπειρες της αριστεροδεξιάς ή κεντροαριστεράς  διακυβέρνησης ευνοούν και τελικά  εκπροσωπούν την προσπάθεια θωράκισης αυτής της παντοδυναμίας απέναντι στις  δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας.
 
Τι δεν ηττήθηκε.
 
Πρώτο:
 
Δεν ηττήθηκαν οι βασικοί άξονες του προγράμματος που προβλήθηκαν στην εξέλιξη αυτής της 8χρονης διαπάλης. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί η εμπειρική γνώση των συζητήσεων με τον κόσμο.
Τους δέχεται και τους συνοδεύει με ένα ειλικρινέστατο: ναι αλλά πως;
 
Στο “Κείμενο συμβολής”, έχουμε μιά πρόταση προγράμματος. Ας επισημάνουμε κάποια στοιχεία της:
 
- Όπως και το κεφάλαιο, έτσι και ο κόσμος της εργασίας πρέπει να αρθρώσει τη δική του λογική και δράση και στο ζήτημα του προγράμματος (εξόδου από την κρίση προς όφελος του). Και στο ζήτημα της οργάνωσης και ανάπτυξης της πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Και στο ζήτημα της πολιτικής έκφρασης αυτής της ευρείας και ανισόμετρης πάλης. Και στο ζήτημα του στρατηγικού εκφραστή της.
 
Αυτό επιχειρείται με το πρόγραμμα.
 
Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής βρίσκεται στον αντίποδα της ανάπτυξης που έχουν επιβάλει οι αστοί, η οποία, υπαγορευμένη από τα στενά ταξικά τους συμφέροντα και με σημαία την «ανταγωνιστικότητα», το κέρδος και την αρπαγή, εξυπηρετεί, πρωτίστως, τις ανάγκες των πολυεθνικών. 
Η ανάπτυξη των αστών, παραφράζοντας τον Μπρεχτ, όταν και εάν έρθει, θα γκρεμίσει ό,τι έμεινε όρθιο από την κρίση τους!
 
Το πρόγραμμα επομένως της εργατικής πολιτικής εναντιώνεται στις ψευδαισθήσεις περί εθνικής διάσωσης και εθνικής ενότητας.
Υπερασπίζει τις κατακτήσεις που κατεδαφίζονται.
Διαπνέεται από την ενότητα αναγκών, σκοπών και μέσων.
Οδηγεί (και στοχεύει) στη διάρρηξη των κοινωνικών συμμαχιών του κεφαλαίου με τμήματα της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων.
Απαιτεί το σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος.
Αντιτίθεται στο ρατσισμό, σε κάθε είδους διακρίσεις, λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, εθνικότητας ή θρησκείας.
 
Αφορά την περίοδο μέχρις ότου θα έχει αναστραφεί-ηττηθεί η αστική ηγεμονία από την ηγεμονεύουσα πλέον εργατική πολιτική.
 
Αλλά εξελίσσεται, προσαρμοζόμενο στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ακριβώς γιατί βρίσκεται σε διαρκή συζήτηση και διαμόρφωση μέσα από την πάλη των τάξεων και τις κοινωνικές εξελίξεις, τη σύνδεση με την Ιστορία, τον πλούτο χιλιάδων αγώνων και αμέτρητων θυσιών.
 
Στο σύνολό του έρχεται σε ευθεία αντίθεση όχι απλά με την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, αλλά, στην ουσία με τις αντικειμενικές τάσεις και αναγκαιότητες της καπιταλιστικής αγοράς.
 
Οι στόχοι του επιδιώκεται να επιβληθούν παρά το χρέος και ενάντιά του, παρά την Ευρωπαϊκή Ένωση και εναντίον της. (Η αντίληψη που συνδέει απόλυτα, τους μισθούς με το δημόσιο, και ιδιωτικό, χρέος τους  και την ΕΕ ως όρο και προϋπόθεση για εργατικές νίκες δεν γίνεται αποδεκτή.)
 
Με την ευκαιρία, σχετικά με την ΕΕ:
 
1.Το ζήτημα τα ΕΕ είναι για την Αριστερά ό,τι ο πόλεμος το 1914 για την τότε σοσιαλδημοκρατία.
Η έξοδος από αυτή αδυνατίζει ένα όπλο των αστών, τίποτα πιο σπουδαίο αλλά και τίποτα λιγότερο σπουδαίο.
Αλλά η έξοδος πρέπει να μεθοδευτεί, να σχεδιαστεί.
 
Η έξοδος από ευρώ και νομισματική κυριαρχία είναι όρος για την ανάπτυξη οποιασδήποτε πολιτικής.
 
Απαιτείται επομένως μια πολιτική κοινής δράσης ανάμεσα στα ρεύματα που συμβάλλουν στον αγώνα εναντίον της ΕΕ δίχως ψευδαισθήσεις πως η έξοδος και η ανάπτυξη συμπορεύονται αυθορμήτως.
 
Το πρόγραμμα θέτει ως πρωταρχικό και άμεσο στόχο την κάλυψη των εργατικών και λαϊκών αναγκών. Σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης, η υπεράσπιση του μεροκάματου, των μισθών, των συντάξεων και των εξόδων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δηλαδή των εξόδων για δημόσια παιδεία, υγεία και ασφάλιση και για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων αποτελεί όρο για την ίδια τους την ύπαρξη, για να μη διαλυθούν σωματικά, πνευματικά, ηθικά.
 
Ουσιαστικές και δευτερεύουσες πλευρές αυτού του προγράμματος μπορεί - αυτό πιστεύουμε- να επιβληθούν εν μέρει και ασταθώς στις αστικές κυβερνήσεις με σκληρούς εργατικούς, λαϊκούς και νεολαιίστικους αγώνες από ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο με μοχλό το αναγεννημένο εργατικό και λαϊκό κίνημα.
 
Στο σύνολό του όμως μπορεί να εφαρμοσθεί μόνον από μια εξουσία που θα στηρίζεται στην επαναστατημένη εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα.
 
Μια τέτοια πολιτική, ένας τέτοιος αγώνας στοχεύει επομένως στην καθιέρωση νομοθετικών μέτρων με γενική ισχύ. Στοχεύει τελικά και σταθερά στην ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου στους μισθούς, τις εργασιακές σχέσεις, τη σχέση εκμετάλλευσης και αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης, στο ζήτημα της Δημοκρατίας και στις διεθνείς σχέσεις.
 
Οι «άμεσοι» εργατικοί στόχοι –και πολύ περισσότερο οι υλικές εργατικές ανατροπές – αποτελούν τη βασική, αναγκαία και ικανή προϋπόθεση ώστε το πρόγραμμα εργατικής πολιτικής να έρθει με υλικό τρόπο σε επαφή με τις μάζες, να δημιουργούνται ευνοϊκοί όροι για ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συσπειρώσεις.
 
Το βάθος και ο  ιστορικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής κρίσης, το περιεχόμενο και οι φορείς της επίθεσης, που παρατάσσονται συνασπισμένοι απέναντι στους εργαζομένους και το λαό, παρά τις δευτερεύουσες αντιθέσεις τους καθορίζουν τον  αντικαπιταλιστικό, χαρακτήρα  της τακτικής.
 
Η αναγκαιότητα επίσης εργατικών αποφασιστικών και ανατρεπτικών αγώνων για το μεροκάματο, τις ώρες και τις συνθήκες δουλειάς, την προστασία των ανέργων, το δικαίωμα στα δημόσια αγαθά υπογραμμίζει την επαναστατική ουσία της τακτικής.
 
Η Αριστερά επιβάλλεται «να τα δώσει όλα», ώστε το εργατικό κίνημα να έχει νίκες-φάρους αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης. Να μην «υποβαθμιστούν σε μάζα φθαρμένων και αβοήθητων φτωχών», ώστε να είναι σε θέση να φτάσουν και να πραγματοποιήσουν την ανατροπή.
 
Αλλά αυτά σημαίνουν, προϋποθέτουν και  συνεπάγονται όχι μόνο να σπάσει π.χ. αυτό το ρεζιλίκι των κάθε “κόμμα” και ένας συντονισμός πρωτοβάθμιων εργατικών σωματείων, αλλά πολιτικές συμφωνίες βάθους για την κοινή δράση στο συνδικαλιστικό επίπεδο.
 
Κεντρικοί στόχοι μιας τέτοιας συμφωνίας θα μπορούσαν να είναι οι γενικές αρχές :
 
– Να αναστραφεί η υπάρχουσα σχέση μισθών και κερδών προς όφελος των μισθών.
– Να μειώνεται το ποσοστό εκμετάλλευσης και να αναβαθμίζεται το μερίδιο των μισθών και το τμήμα του κοινωνικού πλούτου που κατευθύνεται στους παραγωγούς του.
– Να αδυνατίζουν οι διεθνείς σχέσεις και ολοκληρώσεις του καπιταλισμού (ΕΕ κ.ά.).
– Να αποδυναμώνεται η σύγχρονη εργοδοτική και γενικότερα η αστική απολυταρχία.
 
Αλλά οι παραπάνω στόχοι επαναφέρουν τους λόγους για τους οποίους η άμεση πολιτική της μαχόμενης Αριστεράς είναι πάνω απ’ όλα ενωτική, μετωπική.
 
Και  ερχόμαστε στο δεύτερο τι δεν ηττήθηκε:
 
Δεν ηττήθηκε η ουσία, η λογική, η ανάγκη της πολιτικής συγκέντρωσης δυνάμεων στα διάφορα αυτοτελή επίπεδα συγκρότησης της εργατικής τάξη (Κόμμα, μέτωπο, κίνημα) ώστε να αντιμετωπίζεται με αισιόδοξους όρους αυτή η κατάσταση.
 
Ο κόσμος της εργασίας κατανοεί πως η αντιδραστική αντεπίθεση των αστών συνιστά  τρομακτική απειλή για την ανθρωπότητα και πως η νικηφόρα αναμέτρηση μαζί της απαιτεί τεράστια συγκέντρωση και συστράτευση εργατικών και διανοητικών δυνάμεων.
Δυνάμεων που θα αντληθούν από τη σημερινή εργατική τάξη και τα πληττόμενα μεσαία λαϊκά στρώματα.
 
Εδώ ας σταθούμε λοιπόν.
 
Ενίοτε και εμείς περιορίζουμε την μετωπική πολιτική στα όρια των εκλογικών αναμετρήσεων.
Φυσικά και οι εκλογές έχουν μια αξία, αποτελούν στιγμή της ταξικής πάλης με αλληλεπιδράσεις στο κίνημα.
Ωστόσο το ζήτημα της μετωπικής πολιτικής άπτεται σοβαρών ζητημάτων.
Άπτεται πρωτίστως της γνώσης για το βάθος, την έκταση και τη διάρκεια της κρίσης και της αστικής πολιτικής που τη συνοδεύει.
Αντιμετωπίζεται ως ένα σύγχρονο ζήτημα που αποκτά βαρύνουσα σημασία λόγω των αλλαγών στην ίδια την εργατική τάξη.
 
Σχετίζεται με το ζήτημα της σχέσης και του ρόλου μετώπου και κόμματος.
 
Το κόμμα είναι ένα κομμάτι των συνολικών εργατικών μαζών, μια μερική αλλά ειδική, κρίσιμη και καθοριστική πρωτοπορία, η ειδική και έμπρακτα αναγνωριζόμενη πρωτοπορία της στρατηγικής και τακτικής.
 
Ακριβώς γι’ αυτό, ως μέρος της τάξης, οφείλει να επεξεργάζεται μια πολιτική εσωτερικής και ουσιαστικής σύνδεσης του με τους πολυάριθμους, ιστορικά, αγωνιστές και συλλογικόπτητες, τις επιμέρους πρωτοπορίες και με τον αγωνιζόμενο, τελικά, λαό, επαληθεύοντας έμπρακτα, όχι εκ θεού και από γεννησιμιού του, τον πρωτοπόρο ρόλο του.
 
Ο σκοπός ύπαρξης ενός κομμουνιστικού κόμματος δεν είναι να κυβερνά, αλλά να συγκροτεί τη γενική πολιτική πρωτοπορία, δηλαδή το αγωνιζόμενο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο που αγωνίζεται για την επιβολή των ιστορικά διαμορφούμενων εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων. 
 
Αριστερή κυβέρνηση και εργατική εξουσία, τελικά, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τη διακυβέρνηση των εργατών από τις ίδιες τις μαζικές τους οργανώσεις.
 
Τα πλατιά όργανα παρέμβασης των ευρύτερων εργατικών δυνάμεων, είναι η αποφασιστική πλευρά του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Αυτά εμπνέουν και, μέσω της πλειοψηφίας του αγωνιζόμενου λαού, αποφασίζουν και επιβάλλουν.
 
Η κυριαρχία αυτών των οργανώσεων, θεσμοποιημένων μέσα από τη δομή ενός εργατικού κράτους, πρέπει να κατοχυρώνεται νομικά. Το ίδιο και η δημοκρατία μέσα σε αυτές τις οργανώσεις.
 
 Χωρίς αυτό το τρίπτυχο, χωρίς ουσιαστική δημοκρατία στη λήψη και εκτέλεση των αποφάσεων, οι εργάτες δεν μπορούν να αναδειχθούν ως ο ηγέτης του εαυτού τους. Γι’ αυτό και εργατική εξουσία και «το κόμμα στην εξουσία και στο όνομα του εργαζόμενου λαού», ως σχέση, αποτελούν εν ολίγοις παραδοξολογία.
 
Άρα το μέτωπο είναι ο χώρος που συντίθεται η συνισταμένη της εργατικής πολιτικής. 
 
Το μέτωπο συγκροτείται-αποτελείται από τις δυνάμεις και τα άμεσα αιτήματα-στόχους του προγράμματος που το συνθέτουν.
 
Το μέτωπο επομένως εξελίσσεται ανάλογα με τα άλματα και τους στόχους που το κίνημα θέτει,  δεν είναι κάτι σαν ακορντεόν που το τραβάς από το σήμερα ως την επανάσταση.
Η αντίληψη που αναζητά στο σήμερα τη συγκρότηση επαναστατικού μετώπου είναι εξωκοινωνική, κάνει ζημιά.
 
Τώρα χρειαζόμαστε ένα ευρύ μέτωπο  ρήξης και ανατροπής, Απαιτείται σημειώνει το “Κείμενο συμβολής”, ένα σύγχρονο αντικαπιταλιστικό, βαθιά εργατικό, ουσιαστικά λαϊκό και σύγχρονα ενιαίο μέτωπο νίκης και ανατροπής, στον πυρήνα του οποίου θα δρα το ταξικά αναγεννώμενο - εδώ στις σκληρές αναμετρήσεις και τολμηρές αναζητήσεις -  νέο εργατικό  κίνημα.
 
Και μια Αριστερά σκεπτόμενη, δημοκρατική και επαναστατική η οποία, με λοκομοτίβα το επαναστατικό κόμμα του 21ου αιώνα, θα ενώνει αντί να χωρίζει, θα εμπνέει αντί να καθηλώνει.
 
Διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία οι αδύναμες και μειοψηφικές ακόμη τάσεις της εργατικής χειραφέτησης αναζητούν, ανολοκλήρωτα, ένα νέο, αυτοτελή, αποφασιστικό ρόλο στις σύγχρονες ταξικές αντιπαραθέσεις.
 
Το ποιοτικό στοιχείο αυτής της κατάστασης, που παρουσιάζεται και κατά την εξέλιξη της κρίσης, δεν είναι η – προϋπάρχουσα εξάλλου – αδυναμία της εργατικής χειραφέτησης να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο ηγεμονικό κοινωνικό ρεύμα, αλλά η ανάδειξη και έμπρακτη προώθηση, αργά, με δυσκολίες και πισωγυρίσματα, μιας αυτοτελούς πολιτικής παρουσίας της τάσης εργατικής χειραφέτησης με ηγεμονική φιλοδοξία και στόχευση.
 
Η βάση αυτής της εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης είναι οι πολυάριθμες πράξεις και βουλήσεις που εκδηλώνονται ανισόμετρα αλλά και αναπότρεπτα σ’ όλες τις σφαίρες της οικονομίας, της πολιτικής και των ιδεών, στο βαθμό που στρέφονται στην πράξη (στο ένα ή το άλλο ζήτημα και ιδίως με δυναμική γενικότερης αντιπαράθεσης) ενάντια στην καπιταλιστική πολιτική.
 
Εκφράζονται από δυνάμεις που βρίσκονται κατακερματισμένες, διάσπαρτες, πολύμορφα οργανωμένες –ζωντανές όμως και συνεχώς ανατροφοδοτούμενες από τις καθημερινές ανάγκες της ζωής–  στο χώρο της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς.
 
Ανταλλάσουν απόψεις δύσκολα, δημιουργούν σχέσεις ακόμα πιο δύσκολα, κυριαρχούνται από καχυποψία, προτάσσουν αρνητικές-τραυματικές εμπειρίες και ανεπάρκειες του παρελθόντος και κλείνονται στον εαυτό τους.
 
Εδώ είμαστε και εμείς.
 
Οι δυνάμεις της κομμουνιστικής χειραφέτησης οφείλουν να εκτιμήσουν με νηφαλιότητα τόσο την εμφάνιση αυτού του αδύναμου αλλά αισθητού κοινωνικοπολιτικού ρεύματος εργατικής πολιτικής, όσο και την ηγεμόνευσή του ακόμη από την αστική πολιτική.
 
Οι αντιθέσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, οι εξελίξεις στην οικονομία, η παρουσία ενός απρόβλεπτου εν πολλοίς κινήματος, δείχνουν πως βαδίζουμε ολοταχώς προς μια σκληρή σύγκρουση, που δεν μπορεί να κερδηθεί με όρους διαχείρισης ή επικοινωνίας.  Ούτε βέβαια με ένα  ρηχό κινηματισμό ή επαναστατικό βερμπαλισμό.
 
Χωρίς απογείωση στην πολιτική ονειροπόληση, αλλά και χωρίς υπόκλιση σε ό,τι φαίνεται, οι εργατικές αριστερές δυνάμεις πρέπει να διαχωριστούν όχι μόνο απ’ την αναπόφευκτη κοινωνική τάση που βλέπει σαν αιώνια τη σημερινή πραγματικότητα και αγνοεί την αντιφατική δυναμική της αλλά και από τη δική της σημερινή πολιτική εικόνα.
 
Η διπλή και αδιαίρετη εργατική πολιτική για τη νέα, τρικυμιώδη περίοδο, δεν μπορεί παρά να είναι τόσο η παραπέρα βαθιά καταδίκη και πολιτική αποδυνάμωση των μνημονιακών αστικών δυνάμεων όσο και ο σταθερός στόχος-μονόδρομος της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της αστικής και ιμπεριαλιστικής επίθεσης, ο κλονισμός του καπιταλισμού με επιδίωξη την επανάσταση και τον κομμουνισμό της εποχής μας.
 
Η εργατική - λαϊκή εξουσία -μέρος της οποίας είναι η κυβέρνηση- είναι ο βαθύτερος και ουσιαστικός επιδιωκόμενος και δημόσια διακηρυγμένος στόχος που ενσαρκώνει τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.
 
Εκεί στην πράξη λοιπόν, με όρους μαζικού κινήματος, θα αποκαλύπτονται τα περιορισμένα όρια, η αδήριτη ανάγκη διεύρυνση τους. Εκεί στην πράξη θα  ενισχύεται η ταξική ανεξαρτησία και δράση του μαζικού κινήματος, η δημιουργία μαζικού κοινωνικού ηγεμονικού ρεύματος με καθαρή αντικαπιταλιστική στόχευση και κομμουνιστική προοπτική.
 
Πάνω απ’ όλα επομένως, η μαχόμενη Αριστερά, και δη η κομμουνιστική Αριστερά του 21ου αιώνα, παρουσιάζεται, πράττει, κρίνει και κρίνεται  με το δικό της αυτοτελές πρόγραμμα. 
 
Ο γερασμένος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός προωθεί κατά κύματα μια αντιδραστική ανασυγκρότηση όλων των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων με πυρήνα τον δομικό κατακερματισμό και τη διάσπαση της εργατικής τάξης.
 
Αναδομεί αντιδραστικότερα τη σύγχρονη αστική δημοκρατία, το συνολικό πολιτικό σύστημα και τις διεθνείς γεωστρατηγικές σχέσεις. Καταπατά αμείλικτα τα δικαιώματα και τις ανάγκες των σύγχρονων εργατών, αυτών των μοναδικών παραγωγών πλούτου και αξιών.
 
Επιχειρεί έτσι να διαμορφώνει παραγωγικές, κοινωνικές, πολιτικές και γεωστρατηγικές προϋποθέσεις προκειμένου να κατακτήσει μια νέα και ανώτερη, αν είναι δυνατόν, μακρά περίοδο δυναμικής άνθησης και ανάπτυξης της κερδοφορίας και διαιώνισης της αναπαραγωγής του.
 
Η υποκειμενικότητα της επαναστατικής πρωτοπορίας  μπορεί να εκφράζει στο σήμερα την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα αλλαγής των συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί από τα ιστορικά όρια όλων των εποχών.
 
Μπορεί να εκφράσει τη δυνατότητα κάθαρσης του σύγχρονου ιστορικού πεδίου της πάλης των τάξεων από τους πολιτικούς συσχετισμούς, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στο διαφορετικό  αντικειμενικό δυναμισμό των αντίθετων τάσεων της κοινωνικής εξέλιξης της εποχής μας. 
 
Στη μορφή που παίρνει η βαρβαρότητα του σύγχρονου καπιταλισμού και στη  σημερινή  μορφή των πολιτικών συσχετισμών, υπάρχουν, ζουν και διεκδικούν τα δικά τους δικαιώματα οι ήττες, τα λάθη, οι αποτυχίες, οι προδοσίες, η υποταγή του εργατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, τα κάθε λογής αντεπαναστατικά ρεύματα.
 
Αλλά και στη νέα αντιφατική μορφή και με δεδομένη τη δυνατότητα των παραγωγικών δυνάμεων και της εργασίας, στις επαναστατικές προσδοκίες της επιστήμης και του πολιτισμού, 
στις νέες εκρηκτικές δυνατότητες ενός ελεύθερου χρόνου χαράς και δημιουργίας,
της νέας δυνητικής ποιότητας του «πλούτου» και της σχέσης με τη Φύση,
στις ανάγκες για πολιτική χειραφέτηση από τη βαθιά κρίση της πολιτικής,
στις ανάγκες της εργατικής δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας, της ειρήνης και των επαναστατικών ιδανικών,
δηλαδή στις νέες «σχέσεις- νάρκες» που απειλούν να τινάξουν σε κομμάτια την καπιταλιστική κοινωνία.
 
Εκεί περιέχονται οι ιστορικές κατακτήσεις της υποκειμενικής πολιτικής παρέμβασης των εργαζομένων.
Εκεί υπάρχουν, ζουν και διεκδικούν τα νέα δικαιώματά τους η νίκη και η νέα δυναμική της Οκτωβριανής Επανάστασης, τα μικρά και μεγάλα βήματα για σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς, οι αγώνες του εργατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, ο Μάης του ’68, οι εργατικές και νεολαιίστικες αντιστάσεις του περασμένου και του σημερινού αιώνα απέναντι στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση, οι επαναστατικές απόπειρες ενάντια στην υποταγή και τον εκφυλισμό του κινήματος.
 
Αυτοί τώρα δεν έχουν άλλη οδό πολιτισμού από το μοντέρνο σκοταδισμό έλεγε ο Πάνος Γεραμάνης.
 
Αλλά  δεν μπορούν πια μακροπρόθεσμα να ξεδοντιάζουν τους δικούς μας.
 
Μόνο ο δικός μας πολιτισμός μπορεί να σώσει και να μετασχηματίσει ό,τι αξίζει και από τον δικό τους και από το τελικό αποτέλεσμα της διαπάλης μεταξύ μας.
Ο πραγματικός, ο κορυφαίος πόλεμος των πολιτισμών πλησιάζει, έστω και αν οι βασικοί αντίπαλοι ιστορικοί στρατοί δεν έχουν ακόμα συνειδητά παραταχθεί.

Σε αυτό θέλουμε να συμβάλλουμε!

Η εποχή που ζούμε είναι μια δύσκολη εποχή.

Αλλά είναι η δικιά μας εποχή.
  Από - Kommon
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: