Θα
μπορούσε ο Λένιν να εξηγήσει γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ απαγόρευσε τη χρήση
λάπτοπ και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών σε υπερατλαντικές πτήσεις από
αραβικές και μουσουλμανικές χώρες προς τις ΗΠΑ;
Η απάντηση είναι… προφανώς. Το πρόβλημα είναι ότι θα χρησιμοποιούσε τα ίδια εργαλεία με τα οποία εξήγησε και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αυτή τη φορά οι μάχες δεν ξεκινούν με μια δολοφονία στο Σαράγεβο αλλά με μια πτήση από την Αθήνα.
Πριν από μερικές εβδομάδες δύο οχήματα της Πυροσβεστικής άρχισαν να καταβρέχουν ένα αεροσκάφος της Emirates στo αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Δεν ήταν ούτε άσκηση ούτε κάποιο ατύχημα που δεν έγινε γνωστό στα μέσα ενημέρωσης. Η αψίδα νερού που σχημάτιζαν ήταν ο παραδοσιακός χαιρετισμός με τον οποίο γιορτάζονται συχνά τα εγκαίνια μιας νέας πτήσης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, της πτήσης EK209, που συνδέει καθημερινά την Αθήνα με το Νιούαρκ –ένα από τα τρία μεγαλύτερα αεροδρόμια που εξυπηρετούν τη Νέα Υόρκη.
Για τις λεγόμενες US3, δηλαδή τις τρεις μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρείες των ΗΠΑ (American, Delta και United Airlines), η συγκεκριμένη κίνηση έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει και ισοδυναμούσε με κήρυξη εμπορικού πολέμου από την πλευρά των «μεσανατολικών» ME3 (Emirates, Etihad και Qatar Airways).
Ηδη από τις 22 Ιανουαρίου, όταν η Emirates ανακοίνωσε ότι θα ξεκινά από την Αθήνα η δεύτερη non-stop πτήση της από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ (η πρώτη εγκαινιάστηκε πριν από μερικά χρόνια από το Μιλάνο), οι US3 άρχισαν να βομβαρδίζουν τα αμερικανικά ΜΜΕ με μηνύματα για τον «πόλεμο» που δέχονται.
Οπως υποστηρίζουν εδώ και χρόνια, οι τρεις μεγάλες αεροπορικές εταιρείες του Περσικού Κόλπου έχουν λάβει σχεδόν 50 δισεκατομμύρια δολάρια σε κρατικές επιδοτήσεις, γεγονός που αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό και απειλεί 1,2 εκατομμύριο θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ (;).
Οι διευθύνοντες σύμβουλοι των US3 ζήτησαν αμέσως να δουν τον πρόεδρο Τραμπ (ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντά του μόλις 48 ώρες πριν από την ανακοίνωση της πτήσης Αθήνα – Νιούαρκ) και του έθεσαν ένα πάγιο αίτημά τους: οι αμερικανικοί αιθέρες πρέπει να κλείσουν για τις μεγάλες αεροπορικές εταιρείες της Μέσης Ανατολής.
Τρεις μήνες αργότερα ο νέος πρόεδρος ανακοίνωνε ότι όσοι πετούν προς τις ΗΠΑ με μεσανατολικές αερογραμμές (συμπεριλαμβανομένων των πανίσχυρων τουρκικών αερογραμμών) δεν θα μπορούν να φέρουν στην καμπίνα επιβατών οποιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή μεγαλύτερη από το κινητό τηλέφωνο.
Καθώς τα «πληβειακά» μέσα ενημέρωσης τύπου CNN και FOX News, που απευθύνονται στο «πόπολο», αναμασούσαν τις κυβερνητικές θέσεις ότι η απαγόρευση αποφασίστηκε για λόγους ασφαλείας, σοβαρά αγγλοσαξονικά έντυπα, όπως οι Financial Times και η Washington Post, εξηγούσαν τι πραγματικά είχε συμβεί.
Η απαγόρευση ήταν μια τροχιοδεικτική βολή που στόχευε κυρίως την προσοδοφόρα business class των αερογραμμών – εκεί όπου οι επιβάτες μετατρέπουν τα αεροπλάνα σε ιπτάμενα γραφεία για όσο διαρκεί η υπερατλαντική πτήση.
Προχωρώντας τη συγκεκριμένη ανάλυση ένα βήμα περισσότερο οι οικονομολόγοι Σουρές Ναϊντού από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια και Μάρσαλ Στάινμπάουμ από το Ινστιτούτο Ρούσβελτ κατέφυγαν στα γραπτά του Λένιν για να εξηγήσουν τη φαινομενικά «παρανοϊκή» απόφαση του Τραμπ.
Η απάντηση είναι… προφανώς. Το πρόβλημα είναι ότι θα χρησιμοποιούσε τα ίδια εργαλεία με τα οποία εξήγησε και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αυτή τη φορά οι μάχες δεν ξεκινούν με μια δολοφονία στο Σαράγεβο αλλά με μια πτήση από την Αθήνα.
Πριν από μερικές εβδομάδες δύο οχήματα της Πυροσβεστικής άρχισαν να καταβρέχουν ένα αεροσκάφος της Emirates στo αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Δεν ήταν ούτε άσκηση ούτε κάποιο ατύχημα που δεν έγινε γνωστό στα μέσα ενημέρωσης. Η αψίδα νερού που σχημάτιζαν ήταν ο παραδοσιακός χαιρετισμός με τον οποίο γιορτάζονται συχνά τα εγκαίνια μιας νέας πτήσης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, της πτήσης EK209, που συνδέει καθημερινά την Αθήνα με το Νιούαρκ –ένα από τα τρία μεγαλύτερα αεροδρόμια που εξυπηρετούν τη Νέα Υόρκη.
Για τις λεγόμενες US3, δηλαδή τις τρεις μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρείες των ΗΠΑ (American, Delta και United Airlines), η συγκεκριμένη κίνηση έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει και ισοδυναμούσε με κήρυξη εμπορικού πολέμου από την πλευρά των «μεσανατολικών» ME3 (Emirates, Etihad και Qatar Airways).
Ηδη από τις 22 Ιανουαρίου, όταν η Emirates ανακοίνωσε ότι θα ξεκινά από την Αθήνα η δεύτερη non-stop πτήση της από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ (η πρώτη εγκαινιάστηκε πριν από μερικά χρόνια από το Μιλάνο), οι US3 άρχισαν να βομβαρδίζουν τα αμερικανικά ΜΜΕ με μηνύματα για τον «πόλεμο» που δέχονται.
Οπως υποστηρίζουν εδώ και χρόνια, οι τρεις μεγάλες αεροπορικές εταιρείες του Περσικού Κόλπου έχουν λάβει σχεδόν 50 δισεκατομμύρια δολάρια σε κρατικές επιδοτήσεις, γεγονός που αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό και απειλεί 1,2 εκατομμύριο θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ (;).
Οι διευθύνοντες σύμβουλοι των US3 ζήτησαν αμέσως να δουν τον πρόεδρο Τραμπ (ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντά του μόλις 48 ώρες πριν από την ανακοίνωση της πτήσης Αθήνα – Νιούαρκ) και του έθεσαν ένα πάγιο αίτημά τους: οι αμερικανικοί αιθέρες πρέπει να κλείσουν για τις μεγάλες αεροπορικές εταιρείες της Μέσης Ανατολής.
Τρεις μήνες αργότερα ο νέος πρόεδρος ανακοίνωνε ότι όσοι πετούν προς τις ΗΠΑ με μεσανατολικές αερογραμμές (συμπεριλαμβανομένων των πανίσχυρων τουρκικών αερογραμμών) δεν θα μπορούν να φέρουν στην καμπίνα επιβατών οποιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή μεγαλύτερη από το κινητό τηλέφωνο.
Καθώς τα «πληβειακά» μέσα ενημέρωσης τύπου CNN και FOX News, που απευθύνονται στο «πόπολο», αναμασούσαν τις κυβερνητικές θέσεις ότι η απαγόρευση αποφασίστηκε για λόγους ασφαλείας, σοβαρά αγγλοσαξονικά έντυπα, όπως οι Financial Times και η Washington Post, εξηγούσαν τι πραγματικά είχε συμβεί.
Η απαγόρευση ήταν μια τροχιοδεικτική βολή που στόχευε κυρίως την προσοδοφόρα business class των αερογραμμών – εκεί όπου οι επιβάτες μετατρέπουν τα αεροπλάνα σε ιπτάμενα γραφεία για όσο διαρκεί η υπερατλαντική πτήση.
Προχωρώντας τη συγκεκριμένη ανάλυση ένα βήμα περισσότερο οι οικονομολόγοι Σουρές Ναϊντού από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια και Μάρσαλ Στάινμπάουμ από το Ινστιτούτο Ρούσβελτ κατέφυγαν στα γραπτά του Λένιν για να εξηγήσουν τη φαινομενικά «παρανοϊκή» απόφαση του Τραμπ.
Ο ρατσισμός είναι ένα χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού
Ούγκο ΤσάβεςΣυγκεκριμένα τους ενδιέφεραν οι θέσεις του Ρώσου επαναστάτη για τον ιμπεριαλισμό ως μια φάση του καπιταλισμού, στην οποία τα εθνικά μονοπώλια αρχίζουν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους χρησιμοποιώντας την πολιτική εξουσία του κράτους για να καταλάβουν μεγαλύτερα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς.
Δανειζόμενοι στοιχεία και από τον Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (τον μεγάλο μαρξιστή οικονομολόγο της προπολεμικής γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας που ενέπνευσε τον Λένιν) οι δύο οικονομολόγοι περιγράφουν τις US3 σαν ένα σύγχρονο καρτέλ, το οποίο ελέγχεται από θεσμικούς επενδυτές, όπως μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αμοιβαία κεφάλαια.
Στο εσωτερικό του καρτέλ δεν υπάρχει πλέον ανταγωνισμός, που θεωρητικά θα οδηγούσε σε μείωση τιμών και βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών (στις ΗΠΑ οι τιμές των εισιτηρίων αυξήθηκαν έως και κατά 11%, τη στιγμή που το «σύνδρομο της οικονομικής θέσης» απειλεί τους περισσότερους επιβάτες ενώ ο εταιρείες θησαυρίζουν με κρυφές χρεώσεις για επιπλέον αποσκευές και γεύματα, τα οποία έχουν πάψει να προσφέρουν δωρεάν στους πελάτες τους).
Τι γίνεται όμως όταν ξένοι ανταγωνιστές απειλούν το «καρτέλ» με καλύτερες υπηρεσίες και φτηνότερες τιμές; Τότε οι US3 θυμούνται ότι οι «εχθροί» τους λαμβάνουν κρατικές επιδοτήσεις (όπως κάνουν βέβαια ανομολόγητα και οι ίδιες) και τρέχουν στον μπαμπά-κράτος για βοήθεια.
Στην εποχή Τραμπ, μάλιστα, δεν χρειάζονται πλέον ούτε μεσάζοντες: Ο νέος πρόεδρος έχει προσλάβει ως σύμβουλό του τον Λάρι Φλινκ, διευθύνοντα σύμβουλο της Blackrock, της μεγαλύτερης τράπεζας επενδύσεων του πλανήτη, η οποία ελέγχει τεράστια πακέτα μετοχών των μεγαλύτερων αεροπορικών εταιρειών των ΗΠΑ (αυτό που ο Λένιν εξηγούσε ως συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας).
Εχοντας λάβει το μήνυμα ο Τραμπ, δηλαδή το ομοσπονδιακό κράτος, χρησιμοποιεί εργαλεία όπως η εθνική ασφάλεια για να στείλει ένα σαφές μήνυμα στους ξένους ανταγωνιστές: ή θα υποταχτείτε στην οικονομική και στρατιωτική μας ισχύ ή θα σας κάνουμε τη ζωή δύσκολη.
Το πρόβλημα είναι ότι, όπως κατάλαβε πολύ καλά και ο Λένιν, τέτοιου είδους ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί μάς έδωσαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν βρισκόμαστε φυσικά σε αυτό το σημείο. Σήμερα απλώς πρέπει να πετάμε χωρίς λάπτοπ.
Διαβάστε:
Who Owns the Skies? (2006)
Δύο οικονομολόγοι εξηγούν, από τις σελίδες του περιοδικού «Jacobin», πώς η απαγόρευση χρήσης λάπτοπ σε πτήσεις ισοδυναμεί με αυτό που ο Λένιν ίσως χαρακτήριζε «ανακατεύθυνση της ροής προσόδου (rent) στην παγκόσμια οικονομία».
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών, 1/4/2017
ΠΗΓΗ— INFOWAR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου