Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Η μαύρη βίβλος του Καπιταλισμού*: ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΤΕ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ ΕΡΓΑΤΕΣ

του Ροζέ Μπορντιέ[1]
Στις ημέρες και τους μήνες που ακολούθησαν την κατάληψη της Βαστίλης, και κυρίως τον Αύγουστο, ένας ιδιαίτερα έντονος εργατικός αναβρασμός, που ήταν περισσότερο σημαντικός και αποφασιστικός απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε σήμερα μετά από δυο αιώνες, διαπέρασε πολλές συντεχνίες και άρχισε να σκιαγραφεί τα χαρακτηριστικά, που σε μερικές περιπτώσεις ήταν, φυσικά, συγκεχυμένα, του πραγματικού προσώπου μιας μοντέρνας πάλης των τάξεων. Ήδη από τον Απρίλιο, μια εξέγερση που στρεφόταν εναντίον της βιοτεχνίας του διάσημου χαρτοποιού Ζαν - Μπατίστ Ρεβεγιόν είχε καταδείξει ότι ένα τμήμα του πληθυσμού του Παρισιού, που η ένδειά του ερχόταν σε αντίθεση με τον πλούτο, ήταν εξοργισμένο. Η βιοτεχνία απασχολούσε τετρακόσιους ανθρώπους (από τους οποίους το ένα τέταρτο ήταν παιδιά) και δεν γνωρίζουμε αν ανάμεσα στους πολυάριθμους εξεγερμένους υπήρχαν και εργαζόμενοι στη βιοτεχνία. Παραδόξως, η ουσία βρισκόταν αλλού, και πρώτα απ’ όλα στη φήμη που διαδόθηκε μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο στο προάστιο του Σεντ-Αντουάν: Ότι ο Ρεβεγιόν είχε μιλήσει προσβλητικά σ’ εκείνους που, αν και ήδη δεν αμείβονταν καλά, κινδύνευαν να δουν τους μισθούς τους να μειώνονται ακόμα περισσότερο. Ήταν αλήθεια; Ήταν ψέμα; Οι εξαθλιωμένοι έδωσαν την απάντηση κατακλύζοντας τους δρόμους και στη συνέχεια πλήρωσαν το αντίτιμο της τρομερής καταστολής που επακολούθησε. Νεκροί σωριάστηκαν στους δρόμους, ενώ την επόμενη ημέρα απαγχονίστηκαν μερικοί από τους συλληφθέντες διαδηλωτές, άλλοι κακοποιήθηκαν με βάναυσο τρόπο και άλλοι φυλακίστηκαν. Όπως ήδη αναφέραμε, αυτά συνέβησαν τον Απρίλιο, όταν ακόμα ο άνεμος φυσούσε εναντίον των φτωχών. Όμως, μετά την 14η Ιουλίου, είχαν την εντύπωση ότι επιτέλους θα φυσούσε υπέρ τους.
Για τον Ζορές[2], η πιο αξιοσημείωτη διάσταση της κατάληψης της Βαστίλης ήταν ότι επέτρεψε στο λαό να συνειδητοποιήσει για πρώτη φορά τη δύναμή του. Πράγματι, αυτή η συνείδηση αναπτύχθηκε με μια εκπληκτική ευρύτητα, με μια αδιάκοπη ορμητικότητα που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, για να μην πούμε ο ορισμός, των αυθεντικών επαναστάσεων όσων είναι θύματα της εκμετάλλευσης και της υπερεκμετάλλευσης, και όχι μόνο -εφόσον, απ’ ό,τι φαίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν οι πιο δραστήριοι- των εργαζομένων στα υποδηματοποιία και στις βιοτεχνίες κατασκευής περουκών, αλλά και των γυναικών που τις αποκαλούσαν «οι γυναίκες της αγοράς». Παρ’ όλα αυτά, αυτοί που έδρασαν με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο, αλλά και με τον πιο συμβολικό και τον πιο παθιασμένο, ήταν αναμφίβολα οι νεαροί μαθητευόμενοι ράφτες.
Τι ήθελαν; Πρώτα απ’ όλα, ένα καλύτερο μισθό και σαράντα δεκάρες βρέξει χιονίσει. Έπειτα, να μην επιτρέπεται στους εμπόρους μεταχειρισμένων ενδυμάτων να κατασκευάζουν καινούργια ρούχα.

Το δεύτερο αίτημά τους πρέπει αναμφίβολα να μας προβληματίσει. Την απαίτηση αυτή την ασπάζονταν και οι ιδιοκτήτες των ραφείων που επιθυμούσαν να εξαφανίσουν τον ανταγωνισμό, με συνέπεια η σχετική ουδετερότητα που έδειξαν απέναντι στους μισθωτούς μαθητευόμενούς τους να φαίνεται ύποπτη. Μπορούμε να μαντέψουμε το εκβιαστικό δίλημμα: Α! χωρίς τους εμπόρους μεταχειρισμένων ενδυμάτων, θα πληρωνόμασταν καλύτερα. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει σημασία. Ακόμα και να υπήρξε υπό αυτή την έννοια σύμπτωση συμφερόντων, αυτό δεν αναιρεί σε τίποτα την αξία της πρωτοβουλίας που πήραν από μόνοι τους οι εργαζόμενοι, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ένα μισθολογικό αίτημα διατυπώθηκε με συγκεκριμένο τρόπο και ότι οι εργαζόμενοι έδειξαν την επιθυμία τους να οργανωθούν. Τι όμως μπορούσαν να κάνουν; Να συγκεντρώνονται και να συζητούν; Επέλεξαν τις πρασιές απέναντι από το Λούβρο. Σύντομα όμως άρχισαν να προβληματίζονται για το πώς θα εμπόδιζαν τους ανεπιθύμητους να πλησιάζουν, ώστε να είναι σίγουροι ότι ήταν όλοι τους αποκλειστικά και μόνο άνθρωποι του ίδιου επαγγέλματος, και ότι σε κάθε τους συγκέντρωση θα ήταν τρεις χιλιάδες, εφόσον τόσοι είχαν εκδηλώσει την επιθυμία να παίρνουν μέρος στις συναντήσεις;
Δεν υπήρχε περίπτωση να ζητούν από τους παριστάμενους να δείχνουν μια κάρτα μέλους, κάτι που άλλωστε κανείς δεν είχε ακόμα σκεφτεί εκείνες τις ημέρες του πυρετώδους, πρωτόγονου και εμβρυακού συνδικαλισμού. Κάποιος είχε μια ιδέα. Ήταν πολύ απλό. Η καθημερινή, χειρωνακτική και σκληρή εργασία τους είχε ως συνέπεια να φθείρεται τόσο πολύ το δέρμα, να το έχουν τρυπήσει τόσο βαθιά και τόσες πολλές φορές οι βελόνες μέσα στα χρόνια, ώστε αρκούσε να δείξει κάποιος τα κατασημαδεμένα δάχτυλά του για να γίνει δεκτός.
Με αυτό τον τρόπο, κανείς δεν μπορούσε να εξαπατηθεί, κανείς δεν μπορούσε να εξαπατήσει: Ο καθένας ήξερε με ποιον είχε να κάνει. Αυτή η φυσική απόδειξη υπήρξε λοιπόν η πρώτη κάρτα μέλους. Για τους εργαζομένους, μαρτυρούσαν τα τραύματα. Ενάντια στους εργαζομένους, πολλαπλασιάζονταν οι φόνοι.
Δεν πρόκειται να κάνουμε έναν απολογισμό, δεν θα επιδοθούμε, όπως έχουν κάνει άλλοι αλλού, σε μια μακάβρια και μανιοκαταθλιπτική λογιστική. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι δεν τιμούμε όπως πρέπει αναμνήσεις που έχουμε μάθει να σεβόμαστε, επειδή αποτελούν ένα κομμάτι του εαυτού μας. Θα προσπαθήσουμε όμως να καταδείξουμε την ουσία μέσα από επώδυνα και αλησμόνητα γεγονότα, που συγκροτούν το μακρύ μαρτυρολόγιο της γαλλικής εργατικής τάξης, την οποία επέλεξε ως θύμα του ο καπιταλισμός.
Οι κατέχοντες, το γνωρίζουμε, ύψωσαν γρήγορα εμπόδια με τη μορφή των νόμων, των κανονισμών και των ελέγχων. Με το ιδιαίτερα ευφυές πρόσχημα ότι θα καταργούσε τις συντεχνίες των εργοδοτών και των εργαζομένων που θεωρήθηκαν ως κάτι το περιοριστικό, και φυσικά επικαλούμενος το όνομα της ελευθερίας, ο νόμος Δε Σαπελιέ του 1791 εναντίον των επαγγελματικών ενώσεων και του δικαιώματος της απεργίας έπληξε στην πραγματικότητα όσους, για να επιβιώνουν, δεν είχαν τίποτα άλλο εκτός από τα άθλια χέρια τους, που οι ράφτες τα είχαν μετατρέψει σε ταυτότητα αναγνώρισης. Η προειδοποίηση είχε δοθεί και η αστική τάξη την ενσωμάτωσε στις δομές της. Όμως, αυτό δεν αρκούσε. Παρά τα φαινόμενα, ο νόμος Λε Σαπελιέ δεν μπορούσε να προσφέρει συνεχώς μια εγγυημένη προστασία. Αυτό το γενικό μέτρο αφορούσε σημαντικά και επικίνδυνα γεγονότα που όμως συνέβαιναν περιστασιακά. Δεν πρόσφερε τη βεβαιότητα της διατήρησης της τάξης στο επίπεδο της επίμοχθης καθημερινότητας. Κάτι που διορθώθηκε το 1803 με τη θέσπιση του εργατικού βιβλιαρίου. Είναι περιττό να επεκταθούμε σε αυτό το θέμα. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι σήμαιναν για έναν εργαζόμενο τα αρνητικά σχόλια ενός αφεντικού που καταγράφονταν σ’ ένα βιβλιάριο, το οποίο επιπλέον ο εργαζόμενος μπορούσε να το παραλάβει μόνο από την αστυνομία. Χωρίς τη συγκατάθεση του εργοδότη, ήταν αδύνατον κάποιος να εγκαταλείψει τη δουλειά του. Να έφευγε από τη δουλειά του χωρίς να πάρει το βιβλιάριό του; Σε αυτή την περίπτωση, χαρακτηριζόταν ως αλήτης και η ποινή του ήταν έξι μήνες φυλακής. Έτσι, στη γαλλική κοινωνία, μια μόνο τάξη, μια πολύ μεγάλη κοινωνική οντότητα που γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη, βρέθηκε συνεχώς υπό επίσημη παρακολούθηση. Ο τόνος είχε δοθεί, η εξουσία έλεγε στους εργάτες: Σας έχω βάλει το μάτι.

Και στα στόχαστρα τουφεκιών. Κάτι που δεν θα σταματούσε πια. Κυρίες και κύριοι διαχειριστές-εκπρόσωποι των μετόχων της ΕΠΕ, οι Αρμόδιοι Ανθρωπιστές, παλιοί πειθήνιοι μαθητές ενός συστήματος που σας έχει ενσταλάξει την παιδαγωγική της επιλεκτικής αγανάκτησης, εσείς που δίνετε μαθήματα επειδή έχετε μάθει πολύ καλά το δικό σας, μας επαναλαμβάνετε πρόθυμα, αναφερόμενοι στην παλιά κοινωνική προσδοκία που πάνω της εξακολουθούν να είναι στραμμένα τα τουφέκια και την οποία επιμένουμε να διατηρούμε μέσα μας σαν ουλή: Προσέξτε, είστε οι διάδοχοί τους! Ας το παραδεχτούμε. Αλλά και εσείς είστε διάδοχοι κάποιων άλλων.
Εφόσον σας αρέσουν οι καλοί λογαριασμοί, έχουμε το δικαίωμα να σας ζητήσουμε το λόγο. Για ποιο λόγο, στις αρχές του 1830, η μόνη απάντησή σας ήταν να πυροβολήσετε εκείνους τους νεαρούς χτίστες της Κρεζ[3] οι οποίοι, στην πρωτεύουσα του νομού όπου ήταν φημισμένοι για το επάγγελμά τους, σκοτώνονταν στη δουλειά για ένα ξεροκόμματο το μεσημέρι, ένα πιάτο ζωμό το βράδυ και ένα σάπιο στρώμα -όταν έβρισκαν- στα ενοικιαζόμενα δωμάτια κάποιου σπαγκοραμμένου; Δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν πια οι νεαροί χτίστες και εγκατέλειψαν τα γιαπιά.
Πυρ! Είναι παράλογο ότι αυτή η μικρή συλλαβή, τόσο εικόνα όσο και λέξη, σας ασκεί μια αυθόρμητη γοητεία. Είναι η ενστικτώδης ποίηση που δικαιολογεί την καταδίκη σας. Πυρ στο Παρίσι, πυρ στη Λα Ρικαμαρί, πυρ στο Φουρμί, πυρ στη Χάβρη, πυρ, πυρ, πυρ! Και για ποιο λόγο, το 1834, στην οδό Τρανσονέν στρέψατε τα όπλα προς τα θεμέλια των σπιτιών για να πυροβολήσετε στα υπόγεια μέσα από τους φεγγίτες; Για ποιο λόγο; Μπορούμε να σας δώσουμε την απάντηση, αν δεν τη γνωρίζετε: Επειδή, μέσα στα υπόγεια, ζούσαν τις περισσότερες φορές εργατικές οικογένειες. Για μια τυφλή εξέγερση και μερικά οδοφράγματα στη συνοικία Σεν-Μερί, οι στρατιωτικές Αρχές θεώρησαν σκόπιμο να προβούν χωρίς καθυστέρηση σε αντίποινα. Η οδός Γρανσονέν, που βρισκόταν πολύ κοντά, πρόσφερε τις δυνατότητες που μόλις αναφέραμε. Δολοφονήθηκαν λοιπόν, έχοντας ελάχιστες δυνατότητες διαφυγής και ακόμα λιγότερες ν’ αμυνθούν, μέσα στους τοίχους των θλιβερών υπογείων τους, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι. Ο Ντομιέ[4] έχει απεικονίσει με συγκλονιστικό τρόπο αυτό το λαμπρό κατόρθωμα του 35ου συντάγματος υπό τις διαταγές ενός στρατηγού που το όνομά του θα γινόταν διαβόητο και σε άλλα μέρη: Μπιζό[5].
Τα οδοφράγματα στον Σεν-Μερί, όσο ανίσχυρα και αν ήταν, προκάλεσαν σοβαρές ανησυχίες, καθώς την ίδια περίοδο οι εργάτες μεταξιού της Λιόν υπεράσπιζαν και πάλι τα δικαιώματά τους. Τρία χρόνια μετά την εξέγερσή τους το 1831, αυτή η επίδειξη της οργής τους αναστάτωσε τις Αρχές, ακόμα περισσότερο καθώς, όπως και τα γεγονότα στο Παρίσι, σχετιζόταν με την Εταιρεία για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που ήταν το μαύρο πρόβατο για την κυβέρνηση και την εργοδοσία. Αυτή τη φορά, οι εργάτες μεταξιού είχαν εξεγερθεί εναντίον μιας απόφασης που τους στερούσε ένα επίδομα και καταργούσε τα επικουρικά ταμεία τους.
Πυρ! Πόσοι ήταν οι νεκροί; Διακόσιοι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς. Το 1831 ήταν εξακόσιοι και, από τότε, εκείνο το έτος αναπαριστούσε με αριθμούς στη μνήμη μερικών έναν παράλογο τρόμο. Είχαν φοβηθεί τόσο πολύ! Οι εξεγερμένοι έγιναν κύριοι της πόλης, καθώς οι πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές είχαν αποσυρθεί από το προσκήνιο (οιωνός της Κομούνας του 1871), και συγκρότησαν ένα συμβούλιο από δεκάξι εργάτες μεταξιού το οποίο εγκαταστάθηκε στο δημαρχείο. Αρχικά, όμως, δεν ήταν αυτός ο σκοπός του αγώνα τους. Κάθε άλλο. Ήθελαν απλά, και εξάλλου το πέτυχαν, την επιβολή μιας διατίμησης στα αγαθά. Το αποκορύφωμα είναι ότι, σε αυτή τη σύγκρουση, ο αρχικός προσανατολισμός ήταν η ταξική συνεργασία. Ποιος λοιπόν τη διέλυσε; Όλοι είχαν συνυπογράψει το αίτημα, συμπεριλαμβανομένων των εργοστασιαρχών και των μελών του δικαστικού συμβουλίου επίλυσης των εργασιακών διαφορών, των εντεταλμένων εκπροσώπων του Εμπορικού Επιμελητηρίου και του ίδιου του νομάρχη. Και έπειτα, ειπώθηκε, αρχικά με έμμεσο τρόπο και στη συνέχεια ανοιχτά, ότι αυτοί που υπέγραψαν υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν στις απαράδεκτες πιέσεις μιας μάζας σε κατάσταση υπερδιέγερσης. Οι εργοδότες, μερικοί στην αρχή αλλά ολοένα περισσότεροι στη συνέχεια, και οι προύχοντες της πόλης απέρριψαν ανεπιφύλακτα τη συμφωνία, και τελικά τους υποστήριξε ο νομάρχης που έφτασε μέχρι το σημείο να πει τα ακόλουθα παράλογα λόγια: Πρόκειται για μια δέσμευση που βασίζεται στο λόγο της τιμής των εμπλεκομένων. Πράγματι. Και είχε προσθέσει: Η οποία δεν είναι υποχρεωτική. Η εφαρμογή της συμφωνίας, εξήγησε και γνωρίζουμε το τροπάριο (πάντα επίκαιρο), εξαρτάται από την καλή θέληση του κάθε εμπλεκομένου.
Αλλά οι εργάτες του μεταξιού είχαν μια πραγματική αίσθηση της τιμής. Ενώ οι αρχιτεχνίτες των εργαστηρίων οδηγούνταν στην ανεργία, για να αποτελέσουν ένα παράδειγμα, οι εργάτες συνειδητοποίησαν πολύ καλά το μάθημα που τους είχαν διδάξει: Ότι ο λόγος της τιμής που δίνεται σ’ ένα μισθωτό δεν αξίζει τίποτα. Είναι δύσκολο να ανεχθεί κανείς μια τόσο μεγάλη περιφρόνηση και ακολούθησε η έκρηξη. Ο Τύπος πήρε θέση, επιδεικνύοντας ένα επιθετικό ζήλο. Οι εργατικές κινητοποιήσεις είναι μεταδοτικές, έγραψε η Le Temps απαιτώντας τη γρήγορη καταστολή τους. Η έκκλησή της εισακούστηκε. Ο εισαγγελέας της Λιόν διαπίστωσε αυτάρεσκα και μ’ ένα βαθμό κυνισμού, λησμονώντας την αξιοπρέπειά του ως δικαστικού, ότι η δικαιοσύνη μπορούσε πια να βασίζεται στην υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων: Μπορούσε λοιπόν να δράσει. Τέλος, ο πρωθυπουργός Κασμίρ Περιέ[6] επέπληξε δριμύτατα τους ταραξίες: Οι εργάτες πρέπει να μάθουν ότι το μοναδικό αντίδοτο που υπάρχει για τα βάσανά τους είναι η υπομονή και η καρτερία.
Δυο λέξεις που δεν έχουν γεράσει. Σήμερα, στην εποχή της μαζικής ανεργίας, των «χωρίς μόνιμη κατοικία», της «υποβάθμισης των προαστίων», των απόρων που ζουν μ’ επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας, των νέων χωρίς εργασία και προοπτικές ακόμα και αν έχουν ένα πανεπιστημιακό δίπλωμα, τι λένε χωρίς να το τηρούν, επειδή αυτός είναι ο επίκαιρος τρόπος εξαπάτησης; Υπομονή. Καρτερία. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Ο καπιταλισμός του πρώτου μισού του 19ου αιώνα μιλούσε ωμά. Ο καπιταλισμός του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα εφαρμόζει την πρακτική του να μη λέει τίποτα. Εν τω μεταξύ, οι διανοούμενοι επέτρεψαν να συντελεστεί μ’ επιτυχία αυτή η μεταμόρφωση.
Όπως επίσης συνέχισαν, εφόσον είχε γίνει πια συνήθεια, να παρατάσσουν στρατιώτες εδώ, αστυνομικούς εκεί, και τις περισσότερες φορές και στρατιώτες και αστυνομικούς. Πυρ! Πυρ εναντίον των προλετάριων τον Ιούνιο του 1848, για τους οποίους είναι καλύτερο να μη θυμόμαστε ότι ήταν επίσης αυτοί που είχαν εξεγερθεί τον Φεβρουάριο[7], εξίσου πολυάριθμοι, εξίσου θαρραλέοι με τους αστούς. Ήταν όμως αναγκαίο να δώσουν οι προλετάριοι τόση σημασία στο γεγονός ότι θα έκλειναν τα «εθνικά εργαστήρια»;[8] Ήταν αναγκαίο να διατηρηθούν, αφού θα μπορούσαν ν’ αντικατασταθούν, έστω και επιφανειακά, από μερικές άλλες θέσεις εργασίας που ενδεχομένως θα δημιουργούνταν αργότερα; Οι προλετάριοι όμως είχαν απαυδήσει να είναι θύματα. Άρχισαν να σκέφτονται, να σχολιάζουν, ν’ ασκούν κριτική. Με λίγα λόγια, αποδείχτηκαν ικανοί ν’ αναλύουν τις καταστάσεις με πολύ μεγαλύτερη πολιτική οξυδέρκεια από αυτή που η αστική τάξη υπέθετε ότι διέθεταν. Συνόψισαν τις καταστάσεις, συνέθεσαν τα επιμέρους δεδομένα. Τις τους πρότειναν στην πραγματικότητα; Να καταταγούν στο στρατό (για να πυροβολούν τα αδέρφια τους) ή περιστασιακές θέσεις εργασίας, κάτι που θα τους υποχρέωνε ν’ αλλάζουν τόπο διαμονής και θα κατέστρεφε την οικογενειακή τους ζωή. Επιπλέον, δεν υπήρχε στην πραγματικότητα καμία διασφάλιση γι’ αυτές τις αμφίβολες ανταμοιβές. Μετά από την αυταπάρνηση που είχαν δείξει τον Φεβρουάριο, η ένδεια παραμόνευε τους περισσότερους προλετάριους τον Ιούνιο. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, να μη θεωρήσουν ότι το μόνο που θα μπορούσε να τους βοηθήσει ήταν, για μια ακόμα φορά, να κατέβουν στους δρόμους και προσφύγουν στα οδοφράγματα; Πυρ! Και, φυσικά, σχηματίζουμε την οδυνηρή εντύπωση ότι η επανάσταση στράφηκε εναντίον του εαυτού της. Αυτή όμως η αισθητική του πνεύματος οδηγεί σε ρομαντικές αντιλήψεις. Πολύ πιο πεζά, έπρεπε να εδραιωθεί η απόλυτη εξουσία της κυρίαρχης τάξης και να παγιωθούν τα κέρδη, ακόμα και πάνω στην εξαθλίωση, αν χρειαζόταν. Ακόμα περισσότερο καθώς είναι δύσκολο να γίνει κάτι διαφορετικό σε μια κοινωνία που η κοινωνική και πολιτισμική της οργάνωση έχει ως θεμέλιό την αδικία. Όταν πρότειναν στον Λουί Μπλαν[9] ν’ αναλάβει κάποιο υπουργείο ανάπτυξης με αβέβαιες αρμοδιότητες και μ’ ένα εντελώς εξευτελιστικό προϋπολογισμό, αντέδρασε: Μου ζητάτε να κάνω στους πεινασμένους μια διάλεξη για την πείνα. Πράγματι, ήταν εντελώς περιττό. Ήταν πιο δραστικό, πιο αποτελεσματικό απλά να εξαφανίσουν τους πεινασμένους. Ιδίως αφού είχαν την κακή συνήθεια να θυμώνουν. Ποτέ δε θα μάθουμε τους πραγματικούς αριθμούς. Τέσσερις χιλιάδες νεκροί; Πέντε χιλιάδες; Οι στασιαστές κυνηγήθηκαν μέχρι τα μεγάλα λατομεία της Μονμάρτης όπου, καθώς βρέθηκαν μπροστά στους περίκλειστους κάθετους βράχους, αποτέλεσαν τέλειους στόχους. Τι όμορφη εξάσκηση για τους στρατιώτες. Η μια ομοβροντία διαδεχόταν την άλλη, μέχρι που έπεσαν όλοι. Δεν επέζησε κανένας. Αναλογιστείτε πώς ήταν τα λατομεία! Μια ανέλπιστη ευκαιρία, ένα είδος οδού Τρανσομέν κάτω από τον ανοιχτό ουρανό. Παρ’ όλα αυτά, τα υπόγεια ασκούν μια έλξη που οφείλεται στο φυσικό μυστήριο που τα περιβάλλει και πρέπει επομένως να πιστέψουμε ότι οι δυνάμεις της καταστολής ένιωθαν μια νοσταλγία γι’ αυτά. Έτσι, σε μια άλλη συνοικία του Παρισιού, κάποιοι άλλοι δυστυχισμένοι κλείστηκαν σ’ ένα υπόγειο και κανείς δεν γνωρίζει πόσο χρόνο κράτησε η αγωνία τους. Αυτές οι λεπτομέρειες έμοιαζαν δευτερεύουσες και μετά από τρία χρόνια ο Μπαντιγκέ-Βοναπάρτης[10] πραγματοποιούσε μ’ επιτυχία το πραξικόπημά του.
Απέμενε να γίνει αυτοκράτορας, κάτι που άλλωστε αποτελούσε οικογενειακή παράδοση[11]. Αφού λοιπόν ικανοποίησε αυτό τον ένδοξο αταβισμό, έπρεπε να προσαρμόσει στις ανάγκες της εποχής το σύμβολο της πίστης του. Άλλωστε, δεν αγαπούσε το λαό; Δεν ήταν φίλος των ταπεινών; Δεν είχε ανησυχίες αλτρουιστικού και φιλανθρωπικού χαρακτήρα; Δεν είχε ταχθεί υπέρ της εξάλειψης της ένδειας, έστω και αν πολλοί αστειεύονταν μαζί του λέγοντας ότι τον «απασχολεί η εξάλειψη της ένδειας μετά από τις δέκα το βράδυ» (όταν δηλαδή παρευρισκόταν σε πολυτελείς δεξιώσεις); Δυστυχώς, φαίνεται ότι η αγέρωχη σύζυγός του δεν μοιραζόταν τις απόψεις του. Όταν ο διοικητής του στρατιωτικού αποσπάσματος διέταξε τους άντρες του ν’ ανοίξουν πυρ χωρίς καμία προειδοποίηση εναντίον του πλήθους στη Λα Ρικαμαρί, στις 16 Ιουνίου 1869, στη διάρκεια μιας επιχείρησης για τη σύλληψη των απεργών μεταλλωρύχων, η συγκίνηση για τους δεκατρείς νεκρούς και τους πολυάριθμους τραυματίες υπήρξε τόσο έντονη, ώστε οι κάτοικοι του Σεν-Ετιέν, που βρίσκεται κοντά στη Λα Ρικαμαρί, αλλά και των περιχώρων απηύθυναν με σεβασμό μια έκκληση στην αυτοκράτειρα Ευγενία. Το μόνο που της ζήτησαν ήταν να φροντίσει να δοθεί βοήθεια στα θύματα, χωρίς να προβούν σε καμία κρίση για την ενέργεια του στρατού. Εν ολίγοις, το αίτημά τους ήταν απόλυτα χριστιανικό. Να ποια ήταν η απάντηση της βαθιά χριστιανής αυτοκράτειρας των Γάλλων: Η βοήθεια σε οικογένειες που δεν φοβήθηκαν να προσβάλουν τους γενναίους στρατιώτες που έκαναν το καθήκον τους ήταν το χειρότερο παράδειγμα που θα μπορούσε να δοθεί στον άθλιο πληθυσμό του Σεν-Ετιέν.
Με αυτό τον τρόπο γλίτωνε εκ των προτέρων τον κόπο ένας άλλος άθλιος πληθυσμός, αυτός του Ομπέν στο νομό Αβεϊρόν, που μερικούς μήνες αργότερα δοκιμάστηκε με τον ίδιο τρόπο και είχε έναν επιπλέον νεκρό, να υποβάλει με τον πρέποντα και δέοντα σεβασμό στην Αυτής Μεγαλειότητά Της ένα παρόμοιο ενοχλητικό αίτημα.
Παρόμοια διαβήματα δικαιολογούνται συχνά, τουλάχιστον κατά προτεραιότητα, από την ανελέητη μοίρα που πλήττει τα ορφανά παιδιά. Υπάρχει η τάση να επιβάλλεται η ιδιωτική ελεημοσύνη στις περιπτώσεις όπου η επίσημη τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να δράσει. Ή δεν θέλει. Επειδή πρέπει να εποπτεύει άλλους τομείς, να δώσει αξία σε άλλες ανθρώπινες παραμέτρους και της είναι ήδη αρκετά δύσκολο να ελέγχει τις ηλικίες των εργαζομένων, τους τόπους εργασίας τους, τα ωράριά τους και τις στατιστικές σε ό,τι αφορά στην παιδική εργασία. Διαδοχικά, από νόθες λύσεις σε νόθες λύσεις, η επίσημη τάξη πραγμάτων θα προσπαθούσε να επιδείξει μέσα στα χρόνια, ή ορθότερα μέσα από τις δεκαετίες, μια μεμψίμοιρη κατανόηση που η σκληρότητα της εργοδοσίας δεν της επέτρεπε να έχει. Έπρεπε όμως ταυτόχρονα να φροντίσει και για τα συμφέροντα της ιδιοκτησίας. Όχι κάτω των οχτώ ετών, σας βολεύει; Δέκα ετών; Δώδεκα ετών τα παιδιά που εργάζονται στα ορυχεία, δεκατριών ετών εκείνα που εργάζονται τη νύχτα; Το παιδικό εργατικό δυναμικό και το γυναικείο εργατικό δυναμικό συνέβαλλαν με ιδιαίτερα αποδοτικό τρόπο στην αυξανόμενη ευημερία των εργοστασιαρχών, καθώς τόσο τα παιδιά όσο και οι γυναίκες αμείβονταν με μικρότερους μισθούς. Όταν μετά το 1874 εμφανίστηκαν οι πρώτοι επιθεωρητές εργασίας, συνεσταλμένα στην αρχή και περισσότερο δυναμικά στη δεκαετία του 1880, οι επιχειρήσεις που απασχολούσαν παράνομα ανήλικα παιδιά τα έβαζαν να παίζουν κρυφτό, εφόσον δεν πήγαιναν σχολείο για να παίξουν εκεί. Προσοχή, ήρθε ο επιθεωρητής! Και τα μικρά πόδια έτρεχαν γρήγορα προς το γνωστό μέρος που τους είχε υποδειχθεί εκ των προτέρων, τις περισσότερες φορές μια άμαξα με σακιά κάτω από τα οποία κρύβονταν.
Τι θα μπορούσαμε να πούμε σε αυτά τα καχεκτικά αγράμματα παιδιά; Επειδή πεινούσαν, γίνονταν συνένοχα αυτών που τα εκμεταλλεύονταν εναντίον εκείνων που ήθελαν να τα υπερασπίσουν. Τουλάχιστον, χόρταιναν την πείνα τους.
Τα παιδιά; Για πολλά χρόνια ήταν μάρτυρες των διωγμών σας. Πραγματικοί. Με την έννοια που δίνουν στη λέξη οι διακεκριμένοι σας συγγραφείς. Στη διάρκεια της αιματοβαμμένης εβδομάδας τον Μάιο του 1871, ενώ η Κομούνα, μεγαλειώδης και ανυπέρβλητη, ψυχορραγώντας κληροδοτούσε το μήνυμά της, σε μερικές συνοικίες ξεκίνησε ένα πραγματικό κυνήγι με θηράματα, όχι μόνο τις διάσημες «πυρπολήτριες» που άναβαν πυρκαγιές με πετρέλαιο, αλλά και παιδιά. Ήταν βέβαιοι ότι αυτοί νέοι Γαβριάδες, ικανοί να χώνονται παντού, θ’ άναβαν πολλές πυρκαγιές.
Οι Βερσαλίες[12] είχαν την πρόθεση να μη χαριστούν σε κανέναν. Σύμφωνα με τον Μορίς Ντομανζέ, ο αντιδραστικός ιστορικός Ντομπάν προσπάθησε μάταια στην οδό ντε Λα Πε να γλιτώσει από το θάνατο ένα πεντάχρονο κοριτσάκι. Τέσσερα παιδιά τουφεκίστηκαν μαζί με τη μητέρα τους, η οποία είχε μόλις αγοράσει πετρέλαιο για το φωτισμό του σπιτιού της. Ένας αυτόπτης μάρτυρας, φίλος του Καμίλ Πελετάν, θα του εξιστορούσε αργότερα ότι είχε δει να οδηγούν μερικά πάμφτωχα παιδιά σ’ ένα στρατώνα για να τα εκτελέσουν. Είχε προσέξει ότι ένα από αυτά που έκλαιγε φορούσε ξύλινα τσόκαρα χωρίς κάλτσες. Έπειτα, οι βαριές πόρτες έκλεισαν Και ενώ φώναξε προς τους στρατιώτες «Είναι ντροπή να σκοτώνετε παιδιά!», κάποιοι καλοί αστοί που βρίσκονταν γύρω του άρχισαν να βρυχούνται: «Καλά κάνουν. Ας μας απαλλάξουν από τη σπορά του όχλου!»
Η σπορά του όχλου! Ανήκε άραγε σε αυτή την επίφοβη και τόσο ποταπή κατηγορία ο μικρός Εμίλ Κορνάιγ που, την Πρωτομαγιά του 1891, στο Φουρμί, στη βόρεια Γαλλία, με το ισχνό κορμί του διάτρητο από τις σφαίρες, άφησε την τελευταία του πνοή μπροστά στο καφενείο το «Χρυσό Δαχτυλίδι» όπου προσπαθούσε να βρει καταφύγιο;
Ήταν δέκα ετών και είχε πάνω του ένα μυστηριώδες όπλο που βρέθηκε στις τσέπες του όταν τον έθαψαν: μια σβούρα.
Οι τουφεκισμοί στο Φουρμί απέκτησαν μια ιδιαίτερη θέση στην Ιστορία, παρόλο που άλλοι υπήρξαν εξίσου ή και περισσότερο δολοφονικοί. Ίσως επειδή έγιναν σε μια εποχή και κάτω από συνθήκες που ήταν πιο δύσκολο να χωρίσει ο ανθρώπινος νους αυτού του είδους τις ωμότητες. Σε τελική ανάλυση, ακτινοβολούσε ήδη η διάσημη «Δημοκρατία των Δημοκρατών»[13], είχαν ψηφιστεί οι μεγάλοι νόμοι της δεκαετίας του 1880[14], είχε επιτέλους επιτραπεί στους εργάτες να δημιουργούν συνδικάτα και μέσω αυτών να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη κ.λπ. Όμως, ακριβώς ένα χρόνο πριν τους τουφεκισμούς στο Φουρμί, οι εργατικές κινητοποιήσεις για την Πρωτομαγιά του 1890 προκάλεσαν τόσο μεγάλο τρόμο στην αστική τάξη, ώστε το Παρίσι τέθηκε κυριολεκτικά σε κατάσταση πολιορκίας. Πολλά συντάγματα με πλήρη εξοπλισμό έφτασαν στην πρωτεύουσα με σύντονες πορείες. Στις Βερσαλίες -πάντα στις Βερσαλίες- μεταφέρθηκαν επιβλητικές πυροβολαρχίες και όλα τα αστυνομικά τμήματα, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο, τέθηκαν σε κατάσταση μόνιμου συναγερμού. Τα μέτρα ήταν τόσο υπερβολικά, ώστε ακόμα και ο Τύπος της Δεξιάς έδειξε τον εκνευρισμό του. Οι χρονικογράφοι έγραφαν ότι η Γαλλία έμοιαζε να έχει κάνει μια μεγαλύτερη επιστράτευση το 1890 για ν’ αντιμετωπίσει τους εργαζομένους της από εκείνη που είχε κάνει το 1870 για ν’ αντιμετωπίσει τους Πρώσους.
Δεν είχε λοιπόν άδικο ο Μπλανκί[15] όταν είπε ότι το σύνθημα πολλών αστών ήταν «Καλύτερα ο βασιλιάς της Πρωσίας από τη Δημοκρατία», σύνθημα που προανήγγειλε το ιδιαίτερα γνωστό «Καλύτερα ο Χίτλερ από το Λαϊκό Μέτωπο» του 1936. Εξάλλου, το 1890 οι εύπορες οικογένειες εγκατέλειψαν το Παρίσι για να καταφύγουν στην ύπαιθρο, όπως πολλές έκαναν και το 1936, όταν οι εργάτες κατέλαβαν τα εργαστήρια, τις αποθήκες και τα μηχανουργεία. Πάντως, αυτή η πρώτη Πρωτομαγιά πραγματοποιήθηκε, παρά τις επιμέρους περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές συγκρούσεις, χωρίς να υπάρξει συνολικά μια μεγάλη αντιπαράθεση και, μάλιστα, μια αντιπροσωπία στην οποία συμμετείχε ο Ζιλ Γκεσντ[16] έγινε δεκτή σύμφωνα με το πρωτόκολλο από τη Βουλή.
Τότε, γιατί συνέβη η σφαγή στο Φουρμί; Το ερώτημα αυτό έχει τεθεί πάρα πολλές φορές, σε σημείο που να υπάρχει μια παράλογη δυσαναλογία με τη σημασία του περιστατικού. Μπορούμε ν’ αφήσουμε κατά μέρος τη γελοία ερμηνεία για τον τοπικό αστυνόμο που περιδιάβαινε την κωμόπολη κραδαίνοντας το πιστόλι του, κάτι που αν είχε γίνει μάλλον θα έκανε τους γεροδεμένους εργάτες να διπλωθούν στα δυο από τα γέλια. Δεν μπορούμε όμως να μη θέσουμε σοβαρά ερωτήματα για τη μαζική παρουσία όλων αυτών των στρατιωτών, των υπαξιωματικών και των αξιωματικών, για τον τρόπο με τον οποίο είχε οργανωθεί μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των πιθανών απεργών -ο δήμαρχος Ογκίστ Μπερνιέ και ο πρόεδρος της Ένωσης των βιομηχάνων Σαρλ Μπελέν είχαν σίγουρα ανάμειξη στην παρουσία του στρατού-, για το ζήλο του υπονομάρχη, για τη γρήγορη άφιξη ενός εισαγγελέα και για όλα τα υπόλοιπα. Πυρ! Από το πρωί ήδη, όταν οι εργάτες συγκεντρώθηκαν μπροστά από το υφαντουργείο «Το Απαράμιλλο», για να παρακινήσουν αυτούς που βρίσκονταν μέσα να ενωθούν μαζί τους στη διαδήλωση, μια ομάδα στρατιωτών υπό τις διαταγές ενός υπολοχαγού επέδειξε μεγαλύτερη διάθεση παρέμβασης απ’ όση χρειαζόταν. Πολλοί άντρες συνελήφθησαν, όταν όμως οι σύζυγοί τους και οι φίλοι τους άρχισαν να διαμαρτύρονται, τους διαβεβαίωσαν ότι θα τους άφηναν ελεύθερους το μεσημέρι. Δεν το έκαναν. Η οργή άρχισε να φουντώνει. Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και με τους εργάτες του μεταξιού πριν εξήντα χρόνια, μια υπόσχεση σε εργάτες δεν άξιζε τίποτα. Φυσικά, η απογευματινή διαδήλωση δεν μπορούσε παρά να ερμηνεύει αυτή την έντονη οργή. Όμως, δεν ήταν πυκνή και δεν έδειχνε ιδιαίτερα απειλητική. Υπήρχαν μάλιστα και μερικές εκδηλώσεις χαράς. Και η χαρά όμως δεν είναι αποδεκτή. Πυρ! Μια εικοσάχρονη νεαρή κοπέλα, η Μαρί Μπλοντό, βάδιζε επικεφαλής της πορείας, κρατώντας ένα κλαδί με λευκάνθεμα. Πυρ! Καθώς οι σφαίρες τη βρήκαν στο πρόσωπο, τα μαλλιά της Μαρί κυριολεκτικά αποκολλήθηκαν από το κεφάλι της, τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά της πετούσαν στον αέρα μαζί με τα λευκάνθεμα κάτω από το όμορφο φως του ήλιου του Βορρά, και -αντέχετε να ακούσετε αυτή τη λεπτομέρεια;- τα μαλλιά της δεν βρέθηκαν ποτέ. Το μόνο που βρέθηκε στη γωνία του πεζοδρομίου ήταν κομμάτια από μυαλά και οστά.
Φτάνει! Φτάνει, θα πείτε εσείς με τις ευαίσθητες ψυχές που γνωρίζετε τόσο καλά να προσεύχεστε για τη σωτηρία της ψυχής και για την άνοδο του χρηματιστηρίου. Φτάνει! Μα τι νομίζετε; Αυτές οι λεπτομέρειες μας προκαλούν την ίδια απέχθεια που προκαλούν και σ’ εσάς. Ποιος όμως είναι υπεύθυνος γι’ αυτές; Οι νεκροί ήταν εννιά.
Τα ονόματά τους είναι γραμμένα σε μια στήλη στο Φουρμί: Λουίζ Ιμπλέ, είκοσι ετών. Σαρλ Λερουά, είκοσι ενός ετών. Γκιστάβ Πεστιό, δεκαέξι ετών. Εμίλ Σεγκό, τριάντα ετών. Φελισί Τονελιέ, δεκαεφτά ετών. Μαρί Μπλοντό, είκοσι ετών. Εμίλ Κορνάιγ, δέκα ετών. Ματί Ντιό, δεκαεφτά ετών. Κλεμπέρ Ζιλοτό, δεκαεννέα ετών.
Ο Ζιλοτό, κληρωτός της κλάσης του 1890, κουνούσε πάνω από το κεφάλι του τη γαλλική σημαία. Πυρ!
Η Μαρί Μπλοντό και τα λευκάνθεμά της έγιναν θρύλος. Όσο για τον ταγματάρχη Σαπίς, που έδωσε δυο φορές το παράγγελμα στους στρατιώτες ν’ ανοίξουν πυρ, θα τον παρασημοφορούσε αργότερα ο στρατηγός Γκαλιφέ[17], ένας άλλος ειδήμονας. Δεν έγινε καμία έρευνα, δεν αναζητήθηκε κανένας υπεύθυνος, δεν διώχθηκε ποινικά κανένας, μ’ εξαίρεση τον Λαφάργκ[18, που είχε την ατυχή ιδέα να είναι ένας από τους ομιλητές σε μια συνάντηση που είχε γίνει τον Απρίλιο στο Φουρμί, και τον συνδικαλιστή Κουλίν, ο οποίος στη διάρκεια της πορείας έγραφε ένα άρθρο στο τραπέζι ενός καπηλειού. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι οι Αρχές είχαν ανακαλύψει τους ενόχους. Και δεν ήταν οι οποιοδήποτε. Οι διευθυντές των επιχειρήσεων της βόρειας Γαλλίας μισούσαν τον Κουλίν. Όσο για τον Λαφάργκ, πέρα από το γεγονός ότι ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σοσιαλισμού στη Γαλλία, ήταν επίσης γαμπρός του Μαρξ. Έξι έτη καθείρξεως για τον πρώτο, ένας έτος φυλάκισης για τον δεύτερο. Όσα είχαν πει αυτοί οι δυο υποκινητές, όπως επισήμανε το αιτιολογικό της δικαστικής απόφασης, δεν μπορούσαν παρά να παρακινήσουν τους εργάτες σε ανατρεπτικές ενέργειες. Κατά βάθος, οι εννέα κάτοικοι του Φουρμί είχαν δολοφονηθεί από την προπαγάνδα και όχι από τις σφαίρες. Στη Βουλή, ο βουλευτής Ερνέστ Ρος, που έδειξε στους κοινοβουλευτικούς άντρες ένα αιματοβαμμένο πουκάμισο, τιμωρήθηκε με προσωρινό αποκλεισμό από τις εργασίες του κοινοβουλίου.
Στο Φουρμί, δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά σε ανθρώπινους στόχους τα τουφέκια τύπου Λεμπέλ, που είχαν πρόσφατα αντικαταστήσει τα δύσχρηστα τουφέκια τύπου Σασεπό. Θα χρησιμοποιούνταν και σε άλλες Πρωτομαγιές. Έπειτα, θα εμφανίζονταν νέοι τύποι τουφεκιών, άλλοι άνθρωποι θα βρίσκονταν πίσω από τα τουφέκια και άλλοι άνθρωποι θα βρίσκονταν πίσω από αυτούς, μερικοί από τους οποίους κατείχαν υψηλά πολιτικά αξιώματα. Ιδιαίτερα υψηλά, σε μερικές περιπτώσεις. Ο ριζοσπάστης Κλεμανσό πριν τον πόλεμο του 1914-18, ο σοσιαλιστής Ζιλ Μος μετά από τον πόλεμο του 1939-45 ηγήθηκαν των κατασταλτικών μηχανισμών. Πρέπει όμως να τους απαριθμήσουμε; Νεκροί υπήρξαν και στη Χάβρη στη δεκαετία του 1920, και στο Παρίσι στις 9 Φεβρουάριου 1934 ανάμεσα στους αντιφασίστες διαδηλωτές.
Η υπενθύμιση του παρελθόντος προκαλεί μακροπρόθεσμα παραισθήσεις. Να μην επιμένουμε λοιπόν; Ίσιος. Όμως, δεν πρέπει ποτέ να χάσουμε την αίσθηση αυτού το ρίγους που μας διαπερνά και κάνει ν’ αντηχεί στη μνήμη μας η ηχώ ενός προγονικού μίσους: Πυροβολήστε, δεν είναι παρά εργάτες.

* Μετάφραση από τα γαλλικά ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΑΤΟΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ

Σημειώσεις

[1] Ο Ροζέ Μπορντιέ έχει γράψει μυθιστορήματα και δοκίμια, μεταξύ των οποίων τα: Les blés (βραβείο Renaudot), Un âge d’or, Le Tour de ville, Meeting, La Grande vie, La Belle de mai. Τελευταίο έργο του: Chronique de la cité joyeuse, εκδόσεις Albin Michel, 1996.
[2] Ζαν Ζορές (1859-1914). Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του γαλλικού σοσιαλιστικού κινήματος, δολοφονήθηκε εξαιτίας των φιλειρηνικών του θέσεων τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. (Σ.τ.Μ.)
[3] Νομός της Κεντρικής Γαλλίας.
[4] Ονορέ Ντομιέ (1808-1879). Γάλλος λιθογράφος, ζωγράφος και γλύπτης. (Σ.τ.Μ.)
[5] Τομά Ρομπέρ Μπιζά (1784-1849). Στρατάρχης της Γαλλίας. Ο Μπιζό υπήρξε ο επικεφαλής των γαλλικών στρατευμάτων που νίκησαν τους Αλγερινούς (1837) και τους Μαροκινούς (1844), νίκες που άνοιξαν το δρόμο για την αποικιοκρατική κυριαρχία της Γαλλίας στη Βόρεια Αφρική.
[6] Κασμίρ Περιέ (1777-1832). Γάλλος πολιτικός.
[7] Η αστική επανάσταση του Φεβρουάριου του 1848 σήμανε το τέλος της βασιλείας του Λουδοβίκου-Φιλίππου (μοναρχία του Ιουλίου) και την ίδρυση της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας. Στις 23 Ιουνίου του 1848, πραγματοποιήθηκε μια εργατική εξέγερση με αφορμή το κλείσιμο των «εθνικών εργαστηρίων» και με κεντρικό σύνθημα «ψωμί και δουλειά». Η εξέγερση κράτησε μέχρι τις 26 Ιουνίου και την κατάπνιξή της ακολούθησε μια περίοδος βάναυσης καταστολής. (Σ.τ.Μ.)
[8] «Εθνικά ή κοινωνικά εργαστήρια»: εργοτάξια που δημιουργήθηκαν μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848 στο Παρίσι και σε πολλές μεγάλες επαρχιακές πόλεις για να μειωθεί η ανεργία. (Σ.τ.Μ.)
[9] Λουί Μπλαν (1811-1882). Γάλλος ουτοπιστής σοσιαλιστής, ο εισηγητής της πρότασης για τη δημιουργία των «εθνικών εργαστηρίων». (Σ.τ.Μ.)
[10] Μπαντιγκέ ονομαζόταν ο μασόνος του οποίου δανείστηκε τα ρούχα ο Λουδοβίκος-Ναπολέων Βοναπάρτης (ο μετέπειτα Ναπολέων Γ) για να δραπετεύσει από το οχυρό του Αμ, όπου είχε φυλακιστεί μετά την αποτυχημένη απόπειρά του να καταλάβει την εξουσία, όταν ξεκινώντας από την Αγγλία όπου ζούσε αυτοεξόριστος είχε αποβιβαστεί μαζί με οπαδούς του στο λιμάνι της Βουλόνης (1840). Από τότε, οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον αποκαλούσαν περιφρονητικά με αυτό το προσωνύμιο. (Σ.τ.Μ.)
[11] Ο Λουδοβίκος-Ναπολέων Βοναπάρτης ήταν τρίτος γιος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, αδερφού του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. (Σ.τ.Μ.)
[12] Στη διάρκεια της Κομούνας του Παρισιού, οι Βερσαλίες ήταν η έδρα της «νόμιμης· κυβέρνησης που είχε επικεφαλής της τον Θιέρσο.
[13] Πρόκειται για την Τρίτη Δημοκρατία (1870-1940). (Σ.τ.Μ.)
[14] Οι νόμοι αυτοί αφορούσαν την παραχώρηση σημαντικών δημοκρατικών ελευθεριών και την καθιέρωση της δωρεάν υποχρεωτικής εκπαίδευσης. (Σ.τ.Μ.)
[15] Λουί Ογκίστ Μπλανκί (1805-1881). Γάλλος σοσιαλιστής, ένθερμος υποστηρικτής της επαναστατικής δράσης. Οι θεωρητικές του θέσεις αποτέλεσαν τον αναγκαίο δεσμό ανάμεσα στον ουτοπικό σοσιαλισμό και το μαρξισμό.
[16] Ζιλ Γκεσντ (1854-1922). Γάλλος σοσιαλιστής, συνέβαλε στη διάδοση του μαρξισμού στη Γαλλία ιδρύοντας την πρώτη γαλλική μαρξιστική εφημερίδα. (V Égalité).
[17] Γκαστόν Ογκίστ Γκαλιφέ (1830-1909). Γάλλος στρατηγός, ήταν ο επικεφαλής των δυνάμεων που κατέστειλαν την Κομούνα του Παρισιού. (Σ.τ.Μ.)
[18] Πολ Λαφάργκ (1842-1911). Ο σημαντικότερος Γάλλος θεωρητικός μαρξιστής ίου 19ου αιώνα, είχε παντρευτεί την κόρη του Μαρξ, Λάουρα. (Σ.τ.Μ.)
 
από:  e-KOZANH

Δεν υπάρχουν σχόλια: