Σαν χθες, στις 28 Ιουνίου 1979, ο πραγματικός
(και συνταγματικά αφορολόγητος) ιδιοκτήτης του ελληνικού κράτους (ο
οποίος μεταξύ των τελών του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου αιώνα
έκρινε ότι τα συμφέροντά του θα διαφυλάσσονταν αποτελεσματικότερα αν
αποδεσμευόταν από τη φορολογική μέγγενη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
και, ως εκ τούτου, οργάνωσε —με τη συμβολή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και
με την πλήρη αποικιοκρατική προσκόλληση στο Ηνωμένο Βασίλειο— μια
επιτυχημένη αστική επανάσταση, ίδρυσε δικό του κράτος, επέβαλε σημαία
αλλά και δικό του ανομολόγητο, άγραφο Σύνταγμα, αργότερα και γραπτό),
εκμεταλλευόμενος τις τότε πρόσφατες πολεμικές περιπέτειες στην Κύπρο («Η
Ευρώπη θα συμβάλει θετικά απέναντι στις αποσταθεροποιητικές τουρκικές
τάσεις»), κατάφερε, με τις πολιτικές του ορντινάντσες (ΝΔ – ΚΟΔΗΣΟ –
Ενωση Κέντρου – ΕΔΑ – ΚΚΕ Εσωτ. – ΠΑΣΟΚ), να υλοποιήσει έναν μακρόπνοο
στρατηγικό σχεδιασμό, μια μακρόπνοη στρατηγική επιλογή: την ένταξη του
ελληνικού κράτους στην Ένωση Χάλυβος και Άνθρακος (μετέπειτα Ευρωπαϊκή
Κοινότητα, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Ευρωπαϊκή Ένωση).
Με την πλήρη ένταξη στην Ένωση Χάλυβος και Άνθρακος (μια κοινοπραξία
βρετανών, γάλλων, γερμανών και ολλανδών βιομηχάνων και τραπεζιτών που
ιδρύθηκε το 1951 και που απώτερο στόχο είχε την ολοκληρωτική κατάργηση
κάθε διακρατικής δασμολογικής πολιτικής) ο πραγματικός ιδιοκτήτης του
ελληνικού κράτους, το περίφημο εφοπλιστικό κεφάλαιο, κατήγαγε μια από
τις πρώτες περιφανείς του νίκες: θα μπορούσε πλέον να αγοράζει φτηνό
πετρέλαιο από αραβικές χώρες και να το μεταπωλεί σε αντίστοιχες
ευρωπαϊκές δίχως τον τελωνειακό βραχνά.
Ως «ανταλλάγματα» για αυτό, θα δινόταν στο ελληνικό κράτος ένα
μαστίγιο, η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) όπως επίσης και η άρση κάθε
προστατευτικής δασμολογικής πολιτικής υπέρ των κυριότερων κλάδων του
εγχώριου πρωτογενούς (αγροτοκτηνοπτηνοτροφία και αλιεία) και
δευτερογενούς (βιομηχανία/βιοτεχνία) τομέα, και ένα καρότο: τα
Μεσογειακά Οικονομικά Προγράμματα (και, αργότερα, τα Πακέτα Ντελόρ και
τα Πακέτα Σαντέρ). Τουτέστιν, για κάθε δισεκατομμύριο επιδοτήσεων (το
οποίο, μαζί με τα εξωτερικά δάνεια, αναγκαστικά διοχετευόταν για να
συντηρείται ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του ελληνικού καπιταλισμού,
καθότι το εφοπλιστικό κεφάλαιο δεν πλήρωνε φόρο) θα καταστρέφονταν 10
δισεκατομμύρια πραγματικού παραγωγικού ιστού τόσο στον πρωτογενή όσο και
στον δευτερογενή τομέα.
Τα χρόνια περνούσαν και η καταστροφή του παραγωγικού ιστού
αντισταθμιζόταν από τις πολιτικές ορντινάντζες των εφοπλιστών (οι
κυβερνήσεις ΝΔΣΟΚ) με εξωτερικά δάνεια αλλά και με νομισματικές
υποτιμήσεις («διολισθήσεις»). Μέχρι που στα μέσα της δεκαετίας του ’90
το εφοπλιστικό κεφάλαιο έφτασε πια να καταγάγει έναν πραγματικό άθλο:
την ένταξη του κράτους Του στην ΟΝΕ (δηλαδή την πλήρη σύνδεση τής επί τη
εμφανίσει νομισματικής εγχώριας ανταλλακτικής αξίας προς ένα πολύ
σκληρό νόμισμα, ίσο περίπου με την αξία του γερμανικού μάρκου).
Χάρη στη στρατηγική επιλογή του ευρώ ο εντόπιος εφοπλισμός θα
μπορούσε πλέον να αγοράζει αργό πετρέλαιο αλλά και πετρελαϊκά παράγωγα
με πάμφθηνο νόμισμα από το Ιράν και να τα μεταφέρει (χωρίς φυσικά
τελωνειακούς δασμούς — αυτοί είχαν αρθεί το 1979) στις χώρες της
Ευρωζώνης, πωλώντας τα σε πανάκριβο νόμισμα. Θα μπορούσε πλέον να
μεταφέρει χύδην φορτία με τα φορτηγά του, αυξάνοντας εκθετικά τα κέρδη.
Ωστόσο η αδυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος και η αφαίρεση κάθε
έννοιας αυτόνομης δημοσιονομικής πολιτικής με την ένταξη στην ΟΝΕ έφεραν
σχεδόν αμέσως στην επιφάνεια και κάποιες άλλες, βαθύτατες παθογένειες
του κράτους των εφοπλιστών: την ολοκληρωτική καταστροφή του παραγωγικού
ιστού που συντελέστηκε με την ένταξη στην ΕΟΚ (και ως εκ τούτου τα
υπέρογκα κρατικά ελλείμματα εξαιτίας ακριβώς αυτής της ανυπαρξίας
παραγωγικού ιστού και της αδυναμίας καταβολής φόρων) και τον υπέρογκο
εξωτερικό δανεισμό προκειμένου να συντηρείται ο (όχι και τόσο
πολυπληθής, όπως τουλάχιστον «διαφημίζεται», σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά
κράτη) η κρατική γραφειοκρατία του ελλαδικού καπιταλισμού, δηλαδή οι
υπάλληλοι του κράτους των εφοπλιστών.
Όπως, πολύ γλαφυρά, είχε δηλώσει ο λόρδος Κάννιγκ, «αν θέλουν οι
έλληνες εφοπλιστές να έχουν ένα κράτος, θα πρέπει να πληρώνουν φόρους
για αυτό το κράτος». Αυτοί είναι οι νόμοι του καπιταλισμού. Παγκοσμίως.
Το ελλαδικό εφοπλιστικό κεφάλαιο ωστόσο ούτε θέλησε ούτε εδέησε να
πληρώσει ποτέ δραχμή (ή ευρώ) φόρο σ’ αυτό το κράτος, με συνέπεια το
κράτος Του να αναγκάζεται από ιδρύσεώς του συνεχώς να υπερδανείζεται
προκειμένου να αντεπεξέλθει στα (όχι και τόσο μεγάλα, όσο τουλάχιστον
«διαφημίζονται») έξοδα της κρατικής του γραφειοκρατίας. Όπως έχει
επισημάνει ο Παπαϊωάννου αλλά και ο Γερ. Κακλαμάνης, αυτή ακριβώς ήταν,
είναι και θα είναι η δυσμορφία του ελληνικού καπιταλισμού και καμία
άλλη, αυτή ακριβώς ήταν, και θα είναι η αιτία της κρίσης: o κτήτης,
κάτοχος και νομέας μιας οργανωμένης πολιτικής οντότητας, που κατέχει το
μονοπώλιο της χρήσης εξουσίας σε μια καθορισμένη γεωγραφική περιοχή,
αρνείται πεισματικά (παρ’ όλο που αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στην πρώτη
θέση παγκοσμίως…) να πληρώσει τον αναλογούντα φόρο συντήρησης της κτήσης
του.
Αυτά φυσικά τα γνωρίζει πολύ καλά ΚΑΙ ο ιδιοκτήτης της κτήσης ΚΑΙ οι
ορντινάντσες του — και ορισμένοι ερευνώντες, μερικοί από τους οποίους
ευρισκόμενοι τώρα στα κυβερνητικά επιτελεία ίσως να τα λησμόνησαν. Οι
υπόλοιποι ας συνεχίσουν να διερωτώνται τι ακριβώς συνέβη με τη
ζαμπονοτυρόπιτα, αγωνιούντες μην τυχόν και «μας» εκδιώξουν από την Ένωση
Άνθρακος και Χάλυβος.
Λεογκύστ Δελετώ
ΠΗΓΗ: - Κατιούσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου