Ο αντιφασιστικός αγώνας στο β΄ παγκόσμιο πόλεμο έχει μια
δραματική επικαιρότητα στην ιστορική συγκυρία που βιώνουμε σήμερα στο πετσί μας.
Η μικρασιατική καταστροφή, η προσφυγιά, η οικονομική κρίση του 1929 και λίγο
αργότερα η χρεοκοπία της χώρας, το «ιδιώνυμο» του Βενιζέλου και οι διώξεις των
κομμουνιστών, των αγωνιστών και των «συνοδοιπόρων» τους, η άνοδος του φασισμού
και η δικτατορία του Μεταξά, ο Μάης του ’36, οι διώξεις, οι εξορίες, οι
φυλακίσεις, τα βασανιστήρια είναι μια αλυσίδα γεγονότων που σημάδεψαν τα σκληρά
χρόνια του μεσοπολέμου στη χώρα μας.
Παρά την ανελέητη σύγκρουση στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης
στη χώρα μας για τη μορφή, τη δομή του αστικού κράτους και τη νομή της
κυβερνητικής εξουσίας, ο «εθνικός διχασμός» όπως έχει καταγραφεί ιστορικά
ανάμεσα στους φιλελεύθερους Βενιζελικούς και τους βασιλικούς από το 1914,
κοινός τους αντίπαλος διαχρονικά ήταν η εργατική τάξη, οι αγρότες και τα φτωχά
λαϊκά στρώματα. Με συνέπεια αντιμετώπισαν τον «εσωτερικό εχθρό και δεν δίστασαν
να ρίξουν την πλειοψηφία της κοινωνίας στην κόλαση για να υπερασπίσουν τα
ζωτικά -για την αστική τάξη και το κεφάλαιο- συμφέροντά τους.
Οι φτωχοί και οι εξαθλιωμένοι, οι κυνηγημένοι, το ΚΚΕ και οι
κομμουνιστές, ο «εσωτερικός εχθρός» ήταν αυτοί που σήκωσαν το βάρος του
απελευθερωτικού αγώνα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Αστική τάξη και πολιτική ηγεσία
εγκατέλειψαν τη ρημαγμένη χώρα στην τύχη της στα τραγικά χρόνια της κατοχής και
όσοι παρέμειναν επέλεξαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τη συνεργασία με
τους κατακτητές Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους. Και πάλι κοινός τους εχθρός
ήταν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ και όχι οι φασίστες κατακτητές που λεηλατούσαν τη χώρα.
Στα χρόνια της κατοχής φάνηκε ξεκάθαρα και ο ρόλος που είχε
ο ανώτερος κλήρος της εκκλησίας. Επέλεξε την απουσία από το αγώνα της εθνικής
αντίστασης και τη συνεργασία με τους κατακτητές σε αντίθεση με τους λαϊκούς κληρικούς.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ιεραρχών της εκκλησίας έμεινε ασυγκίνητη από το δράμα
του σκλαβωμένου ελληνικού λαού. Ελάχιστοι ιεράρχες συντάχθηκαν στον
απελευθερωτικό αγώνα, μετατρέποντας τους άμβωνες των εκκλησιών σε επάλξεις του
αγώνα. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Ιωακείμ.
Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ (Απόστολος Αποστολίδης), ήταν ανιψιός
του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ'. Γεννήθηκε στο Ορτάκιοϊ (Νικομήδεια)
της Βιθυνίας στη Μ. Ασία το 1883. Σπούδασε στη θεολογική Σχολή της Χάλκης και
ήξερε γαλλικά, τουρκικά, ελληνικά κι αρμένικα. Το 1914 πήγε στη Θράκη για να
υπερασπιστεί τους διωκόμενους από το κύμα τρομοκρατίας που εξαπέλυσαν οι
νεότουρκοι. Την ίδια χρονιά χρίστηκε μητροπολίτης στη Δυτική Θράκη. Για την
πολύπλευρη πατριωτική του δράση διώχθηκε και κατάφερε να ξεφύγει βρίσκοντας
άσυλο στην Ελλάδα το 1922. Τον Ιούνη του 1923 χρίστηκε μητροπολίτης Σερβίων και
Κοζάνης. Φλογερός και επιβλητικός ο Μητροπολίτης Ιωακείμ πολύ γρήγορα ήρθε σε
αντίθεση με την τοπική άρχουσα τάξη της πόλης.
Δραστήριος και ανήσυχο πνεύμα ο μητροπολίτης ανέπτυξε
πλούσια δράση. Συμπαραστάτης στο δράμα των προσφύγων μετέτρεψε το κτήριο της
μητρόπολης σε Προσφυγικό Νοσοκομείο και ως τα τέλη του 1924 εκεί έβρισκαν
καταφύγιο οι φτωχοί ασθενείς. Τον Απρίλη 1926 το Πατριαρχείο έδωσε εντολή στον
Ιωακείμ να μετατεθεί στην Αυστραλία, ορίζοντας ως διάδοχό του τον Κοζανίτη επίσκοπο
Σηλυβρίας Ευγένιο. Σε σύντομο χρόνο παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Κοζάνη. Τάχθηκε
αποφασιστικά υπέρ της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που επιχειρήθηκε το 1929
αρθρογραφώντας και στο περιοδικό της ΟΛΜΕ της εποχής. Η δημόσια παρέμβασή του
προκάλεσε την οργή όλων των αντιδραστικών δυνάμεων, που τον κατήγγειλαν ως
«κομμουνιστή».
Στη χρόνια της
δικτατορίας του Μεταξά, τον Αύγουστο του 1936, εξορίστηκε στο Άγιο Όρος
γιατί την 1-8-36, έστειλε οξύτατη επιστολή στο βασιλιά και την κυβέρνηση, εξ
ονόματος του λαού της Δυτ. Μακεδονίας για παραμέληση της περιοχής.
Πρόεδρος της ΝΕ του ΕΑΜ Κοζάνης, πρωτοστάτησε στην οργάνωση
του απελευθερωτικού αγώνα της περιοχής μας. Φλογερός επαναστάτης και πρόσφυγας
ο μητροπολίτης Ιωακείμ βγήκε στο βουνό τον Απρίλη του 1943. Τον Ιούλη του ΄43
εκλέχτηκε επίτιμος αντιπρόεδρος της Παμμακεδονικής Συνόδου του ΕΑΜ στη
Σκουτέρνα (Ελατοχώρι) Πιερίων. Αργότερα τέλεσε τον αγιασμό στο πρώτο
Πανθεσσαλικό Συνέδριο του ΕΑΜ και την άνοιξη του 1944 εκλέχτηκε αντιπρόεδρος
της ΠΕΕΑ.
Με τη απελευθέρωση ο Ιωακείμ ξαναγύρισε στην Κοζάνη τον
Οκτώβρη του 1944. Στις 17 Φλεβάρη του 1945 η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε την έκπτωση
του Ιωακείμ από το μητροπολιτικό θρόνο, με το αστείο επιχείρημα πως τον εγκατέλειψε
στα χρόνια της κατοχής χωρίς την άδειά της.
Το δοσίλογο κράτος και η αντιδραστική Σύνοδος της Εκκλησίας,
καταδίωξε τον αείμνηστο ιεράρχη, τον καθαίρεσε, τον προπηλάκισε, όπως όλους
τους αγωνιστές. Και μόνο ύστερα από πολύχρονους αγώνες του λαού και του
αντιστασιακού κλήρου, επέβαλαν την αναγνώριση της Εθ. Αντίστασης από το επίσημο
κράτος και το αντιδραστικό κατεστημένο της Εκκλησίας.
Ο αγωνιστής Μητροπολίτης πέθανε το 1962 στην Αθήνα, στο
Παγκράτι. Θάφτηκε στην Αθήνα, αλλά στην ανακομιδή των λειψάνων του, Εκκλησία και
Κράτος δεν τα τοποθέτησαν στο κοινοτάφιο των επισκόπων.
Τιμή και δόξα στους αγωνιστές!
Τιμή και δόξα στους νεκρούς μας!
Τιμή και δόξα στους αγωνιστές!
Τιμή και δόξα στους νεκρούς μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου