Kώστας Λουλουδάκης (Ιουλιανός)
Όμως ο «δρόμος των κρίσεων και της ανεργίας» στερούνταν ιδεολογίας και ορθολογισμού. Άρα, χρειαζόταν νέα δομικά στοιχεία και εξειδίκευση, διότι οι φιλελεύθερες ορθοδοξίες του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς είχαν χάσει, από την δεκαετία του 1930, με αφορμή το «μεγάλο Κραχ», κάθε ίχνος αξιοπιστίας.
Επιπρόσθετα, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επικράτησε ένα θεσμικό πλέγμα το οποίο περιέκλειε μια νέα σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας. Ήταν η «Κεϋνσιανή Συναίνεση» που κατ΄ επέκταση οδήγησε στο «κοινωνικό κράτος».
Η μεταπολεμική αυτή έκφραση του καπιταλισμού, με συνιστώσες που παραλλάζουν από χώρα σε χώρα και από κοινωνία σε κοινωνία, ήταν η απάντηση στις εκπληκτικές οικονομικές και πολεμικές επιδόσεις του σοσιαλιστικού στρατοπέδου• καθώς επίσης, και στην αποτελεσματικότητά του όσο αφορούσε στο επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της ΕΣΣΔ, λόγω της νέας μορφής οργάνωσης της κοινωνίας και παρά την καταστροφή των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των υποδομών της.
Η Σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας προσπόριζε στο Σοβιετικό κράτος το θαυμασμό, ενώ ο διεθνιστικός χαρακτήρας της κομμουνιστικής ιδεολογίας και το κύρος που απέκτησε λόγω των αντιφασιστικών-αντιστασιακών ευρωπαϊκών κινημάτων, προσέλκυσε ευρύτερες μάζες σε όλο τον κόσμο.
Ο έντονος φόβος του καπιταλισμού για το πού θα στραφούν ιδεολογικά και οργανωτικά οι μεταπολεμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες, ήταν η αιτία για την θεσμοθέτηση της μακρο-οικονομικής παρέμβασης του κράτους στην αγορά, με σκοπό την δημιουργία ενός πλαισίου που θα οργάνωνε την αναδιανομή του εισοδήματος που θα οδηγούσε σε μια κοινωνική πολιτική. Η «Κεϋνσιανή Συναίνεση» ,λοιπόν, ήταν το εύρημα του καπιταλισμού προκειμένου να ανασχέσει την ισχυροποίηση του σοσιαλιστικού κοινωνικού μοντέλου στο διεθνές σκηνικό.
Η μεταπολεμική συναίνεση μεταξύ κράτους και οικονομίας της αγοράς ονομάστηκε «μικτή οικονομία», στο πλαίσιο, όμως, των ανανεωμένων ή νεοσυστημένων καρτελικών συμπράξεων και ενώσεων κεφαλαίων και στην από-ιδεολογικοποίηση της κοινωνικής θεωρίας. Δηλαδή, η διευρυμένη οικονομική και κοινωνική κρατική παρέμβαση του μεταπολεμικού κράτους στην ελεύθερη αγορά και στην ιδιωτική οικονομία, δεν τίθενται με ιδεολογικούς όρους, αλλά καθ’ υποφοράν ενός αποδεκτού πλέγματος κοινωνικών συμφερόντων. Γι αυτό, με τη θεσμοποίηση της «μικτής οικονομίας» παρατηρείται η προσπάθεια ταύτισης του συμφέροντος της εργατικής τάξης με το γενικό, το κρατικό και το εταιρικό συμφέρον.
Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ο κρατικός παρεμβατισμός που απέβλεπε στην άμβλυνση της αλληλοσυμπληρούμενης αντίφασης μεταξύ της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», της κρατικής γραφειοκρατικής υπαλληλοκρατίας, των συνδικάτων, των εργατών, των αγροτών και των μεσοστρωμάτων, έπαψε να είναι αναπόσπαστο μέρος της άμυνας του καπιταλισμού απέναντι στον σοσιαλισμό.
Καθόλου τυχαία, οι Financial Times του Λονδίνου έγραψαν σε κύριο άρθρο: «Η πτώση του σοβιετικού μπλοκ άφησε το Δ.Ν.Τ. και τους G7 να εξουσιάζουν τον κόσμο και να δημιουργούν μια νέα εποχή»
Η «νέα εποχή» σηματοδότησε την διάσταση του σύγχρονου φιλελευθερισμού ο οποίος εισήγαγε νέους όρους στην πολιτική προκειμένου να προβάλεται η δεδομενικότητα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
«Θεωρείται πλέον δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο – τουλάχιστον σε όσους δεν είναι οικονομικά αναλφάβητοι ή αθεράπευτα παρωπιδικοί – ότι μόνο οι ελεύθερες αγορές μπορούν να δημιουργήσουν πλούτο, να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη και να κάνουν μια χώρα και τους κατοίκους της πλουσιότερους.» επισημαίνει ο Αριστείδης Χατζής αρθογράφος, συγγραφέας, Φιλελεύθερος και αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Με τον ορό «ελεύθερη αγορά» ο κύριος καθηγητής, στο πλαίσιο της μονεταριστικής και φορμαλιστικής θεωρίας του, εννοεί ένα σύστημα εκμετάλλευσης ελαστικών μορφών εργασίας και φτηνών μεροκάματων, δημόσιας επιδότησης, τραπεζικού δανεισμού, και αποφυγή φορολογίας, υπέρ των επενδυτών και του ιδιωτικού κέρδους. Δηλαδή, η «ελευθερία» νοείται όχι ως κάτι γενικού ιδεώδους προς το οποίο οφείλει να προσανατολίζεται το κράτος, αλλά ως μοτίβο μαζικής παρέμβασής του στην οικονομία, προκειμένου να διατηρήσει ένα κράτος πρόνοιας για τους γύπες των αγορών.
Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ ο φιλελευθερισμός ήταν νέα «συναίνεση» του καπιταλισμού, που ονομάστηκε «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», καθώς οι κύριοι εμπνευστές και διαφημιστές της ήταν οι πολυμερείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ ή η Παγκόσμια Τράπεζα με έδρα την Ουάσινγκτον.
Σύμφωνα με το πνεύμα της «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», η «οικονομική κρίση» οφειλόταν στην υπερβολική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, και στην απουσία ενός κατάλληλου συστήματος «ελεύθερου ανταγωνισμού». Άρα, επιβάλλονταν να εφαρμοστούν από τις κυβερνήσεις «προγράμματα δομικής προσαρμογής» και μεταρρυθμίσεις με τις γνωστές συνταγές : δημοσιονομική λιτότητα, αύξηση στις τιμές των δημοσίων υπηρεσιών, ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να εξυπηρετηθεί το «δημόσιο» χρέος στις ιδιωτικές τράπεζες!
Ως προς το μείζον ζήτημα του χρέους και της αποπληρωμής του, ο αγαπητός δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου ορθολογικά είχε περιγράψει με την πένα του τί πρέπει να γίνει: «Όταν χρωστάς, πουλάς, και όταν έχεις ανάγκη κάθε ευρώ για να ξεχρεώσεις, πουλάς όσο-όσο. Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει. Έχουν κάτι καλύτερο να προτείνουν οι διαμαρτυρόμενοι και ασχημονούντες (μαζί με την επιταγή -καλυμμένη!- παρακαλώ).»
Σε αυτό το πλαίσιο τα αλαζονικά παράσιτα που κοσμούν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καλούνται να παραχωρήσουν το δημόσιο δίκτυό της ΔEΗ στους επενδυτές- εναλλακτικούς παρόχους, μεσάζοντες δηλαδή που έχουν την υπέροχη ροπή να βγάζουν κέρδος με δημόσια κόλλυβα πουλώντας αέρα κοπανιστό. Τους αυτοκινητόδρομους να τους μετατρέψουν σε ιδιωτικές οδούς, μερικών μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού επενδυτών, που γνωρίζουν καλά τα σύντομα μονοπάτια προς τον πλούτο. Επιπρόσθετα, μετέτρεψαν 14 αεροδρόμια σε ιδιωτική πίστα μιας εταιρείας, αφού πρώτα τράπεζα που χρηματοδοτήθηκε από δημόσιο χρήμα δάνεισε τα χρήματα της εξαγοράς τους από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ! Στην ουρά περιμένουν και κάποιοι που ορέγονται την «αρπαγή» του νερού, των νοσοκομείων των προγραμμάτων συνταξιοδότησης, την αρπαγή των δημόσιων Πανεπιστημίων.
Το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας έχει ήδη δοθεί ως ιδιωτική πισίνα σε μια εταιρεία, η οποία υποχρέωσε τους εργάτες να υπογράψουν «σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας αορίστου χρόνου»!
Θέλουν να δημιουργήσουν μια κοινωνία όπου οι σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες θα διαμεσολαβούνται αποκλειστικά μέσω των ιδιωτικών θεσμών των αγορών και που σιγά-σιγά θα οδηγήσει στην απόρριψη συλλογικών υποκειμένων, (κόμματα, πολιτικά προγράμματα, οικονομικά συστήματα, εργατικά σωματεία κτλπ) με στόχο να εξαφανίσουν ή να δυσχεράνουν την έκφραση οποιασδήποτε συλλογικής τοποθέτησης των πολιτών.
Ωστόσο, όλα τα παραπάνω, στο πλαίσιο της Ιστορικής κατεύθυνσης, έχουν μια αφετηρία.
Ήταν 10 Απριλίου του 1947 όταν στο Mont Pelerin, μετέπειτα ιερό βουνό των απανταχού νεοφιλελεύθερων που βρίσκεται στο Βεβέ της Ελβετίας, συγκεντρώθηκαν τριάντα εννιά καθηγητές από όλο τον κόσμο με επικεφαλής τους Friedrich August Hayek και Milton Friedman προκειμένου να θέσουν τις βάσεις του νεοφιλελεύθερου μανιφέστου του Hayek, που είχε ήδη γράψει το ευαγγέλιο του Πάσχου Μανδραβέλη «The Road of Serfdom» που υποστηρίζει «ότι θα ζούμε καλύτερα με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία της αγοράς και ότι o ρόλος της κάθε κυβέρνησης θα πρέπει να περιοριστεί στη δημιουργία των προϋποθέσεων που χρειάζεται για να λειτουργήσει ο ελεύθερος ανταγωνισμός των αγορών και στην προστασία της ιδιωτικής επένδυσης και περιουσίας». (μετάφραση: διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών και της δημόσιας ασφάλισης, διάλυση των εργατικών συνδικάτων). «Όλες τις λειτουργίες του κράτους θα τις αναλάβουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες με κίνητρο το κέρδος, θα παρέχουν βασικές υπηρεσίες στους πολίτες.»
Εκεί ιδρύθηκε και η οργάνωση «Mont Pelerin Society», με σκοπό να συμβάλει στην επικράτηση των φιλελεύθερων ιδεών και στην «καταπολέμηση της υπεροχής της μαρξιστικής και της κεϋνσιανής σκέψης που σαρώνουν τον κόσμο». Από εδώ ξεπήδησαν και οι «δεξαμενές σκέψης» (think tanks) που ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία συνέβαλαν αποφασιστικά στην επικράτηση του διανοητικού ρεύματος που ονομάστηκε «θατσερισμός». (Η μεγάλη αγάπη του αγαπητού φιλελεύθερου Ανδρέα Ανδριανόπουλου)
Ο Hayek, κάτοχος βραβείου Νόμπελ της Οικονομίας, έλεγε ότι θα «χρειαστεί τουλάχιστον μία γενιά προκειμένου να επικρατήσει το δόγμα του». Τόσο λίγο, μια και γνώριζε ότι το μεγάλο πλεονέκτημά του, ήταν ότι είχε αστείρευτες πηγές χρημάτων. Οι ολιγάρχες, οι πλούσιοι άνθρωποι με τα μονοπώλια και τα ιδρύματά τους όπως ο John Merrill Olin, οι «αυτοπροαίρετες ομάδες» δηλαδή, όπως έλεγε και ο Hayek έδωσαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για να δημιουργήσουν think tanks και να ιδρύσουν σχολές διοίκησης επιχειρήσεων για να μετατρέψουν τις οικονομικές σχολές των πανεπιστημίων σε προπύργια της νεοφιλελεύθερης σκέψης…
Είκοσι έξι χρόνια μετά την δημιουργία του think tank «Mont Pelerin Society», η συγκεκριμένη θεωρία του Hayek και ο ίδιος αποκτούν μια χώρα. Σύμφωνα με τον «Τhe Guardian» και την εφημερίδα «Καθημερινή» στις 02.09.2007: «Το πρώτο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που εφαρμόστηκε ποτέ, ήταν στη Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ, (Pinochet) το οποίο στήριξε η αμερικανική κυβέρνηση και οικονομολόγοι τους οποίους είχε διδάξει ο Μίλτον Φρίντμαν, (Milton Friedman ) εκ των ιδρυτών της Εταιρείας του Μον Πελερέν (Mont Pelerin). Εκεί, ήταν εύκολο να εξασφαλίσουν υποστηρικτές για το πείραμα αυτό: όποιος είχε αντίθετη γνώμη τον πυροβολούσαν. Αργότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα χρησιμοποίησαν την ισχύ τους στα αναπτυσσόμενα κράτη, για να ζητήσουν την εφαρμογή ανάλογων πολιτικών. Στην προώθηση του νεοφιλευθερισμού τα μέσα ενημέρωσης έπαιξαν καταλυτικό ρόλο καθώς προωθούσαν τα συμφέροντά τους.»
Ωστόσο, με απαισιοδοξία θα επισημάνουμε πως οι γνωστικές δυνάμεις μεγάλης μερίδας των εργαζομένων σχετίζονται σχεδόν αποκλειστικά με τα δρώμενα της οθόνης τους, κάτι που δεν αφήνει ούτε μία αμυδρή σκιά ελεύθερης βούλησης. Η αίσθηση της ελευθερίας, αυτής της μερίδας, προκύπτει καθώς αλλάζει τις οπτικές γωνιές θέασης ή τα κανάλια της τηλεόρασής της.
Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών ζει ,λοιπόν, μέσα σε ένα καθεστώς απομόνωσης όχι μόνο από τα κέντρα αποφάσεων αλλά και από την ουσιαστική πληροφόρηση. Διατηρείται ο λαός ή καλύτερα η «κοινή γνώμη» στο σκοτάδι, ώστε να εξασφαλίζεται η μη ανάμιξή της στην σχεδιαζόμενη πολιτική, που σκοπό έχει την διατήρηση του συστήματος, τη σταθερότητα του καπιταλισμού και την επέκταση του ,ώστε να μην απομείνει πλέον κανένας μη εμπορικός χώρος στην κοινωνική δραστηριότητα.
Η κοινωνία πρέπει μόνο να υποφέρει, και να πιστεύει σε γελοίους σωτήρες, σε υψηλόφρονους φασίστες, σε θρησκευτικούς και εθνικούς φανατισμούς, σε δοξασίες συνωμοσιολόγων. Βολικό, καθώς σε μια «δυτικού τύπου δημοκρατία» είναι αδύνατον να βγάλεις έξω αποσπάσματα θανάτου και Τανκ όπως στην Χιλή στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ο Ελβετός φιλόσοφος Jean-Jacques Rousseau στο βιβλίο του «Πραγματεία περί της καταγωγές και των θεμελίων της ανισότητας…» ευρηματικά εξηγεί πώς λειτουργεί ο Κόσμος: […] η κοινωνία και οι νόμοι που έβαλαν νέα δεσμά στους αδύνατους και έδωσαν περισσότερη δύναμη στους πλούσιους, αναπόφευκτα κατέστρεψαν τη φυσική ελευθερία, εγκαθίδρυσαν για πάντα το νόμο της ιδιοκτησίας και της ανισότητας, έκαναν τον επιδέξιο σφετερισμό ένα τελεσίδικο δικαίωμα, και για το κέρδος λίγων φιλόδοξων ανθρώπων καταδίκασαν από κει και μετά ολόκληρη την ανθρωπότητα στην εργασία, την υποτέλεια και τη φτώχεια».
Πηγή: imerodromos.gr
από:Η ΣΦΗΚΑ
Ήταν το 1946, όταν ο Αμερικάνος οικονομολόγος Kenneth Boulding στην 57η
συνδιάσκεψη της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης με κυνισμό ομολογούσε:«Ο
σημερινός Κόσμος ζει κάτω από το αφόρητο καταπιεστικό δίλημμα: είτε θα
διευρύνει την κατανάλωση ακολουθώντας τον δρόμο του πολέμου, είτε θα
μειώνει την παραγωγή ακολουθώντας το δρόμο των κρίσεων και της
ανεργίας». Δηλαδή, για να διατηρηθεί ο καπιταλισμός, οι φορείς του δεν
θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν κάθε μορφή βίας για να τον κρατήσουν
στην ζωή.
Όμως ο «δρόμος των κρίσεων και της ανεργίας» στερούνταν ιδεολογίας και ορθολογισμού. Άρα, χρειαζόταν νέα δομικά στοιχεία και εξειδίκευση, διότι οι φιλελεύθερες ορθοδοξίες του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς είχαν χάσει, από την δεκαετία του 1930, με αφορμή το «μεγάλο Κραχ», κάθε ίχνος αξιοπιστίας.
Επιπρόσθετα, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επικράτησε ένα θεσμικό πλέγμα το οποίο περιέκλειε μια νέα σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας. Ήταν η «Κεϋνσιανή Συναίνεση» που κατ΄ επέκταση οδήγησε στο «κοινωνικό κράτος».
Η μεταπολεμική αυτή έκφραση του καπιταλισμού, με συνιστώσες που παραλλάζουν από χώρα σε χώρα και από κοινωνία σε κοινωνία, ήταν η απάντηση στις εκπληκτικές οικονομικές και πολεμικές επιδόσεις του σοσιαλιστικού στρατοπέδου• καθώς επίσης, και στην αποτελεσματικότητά του όσο αφορούσε στο επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της ΕΣΣΔ, λόγω της νέας μορφής οργάνωσης της κοινωνίας και παρά την καταστροφή των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των υποδομών της.
Η Σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας προσπόριζε στο Σοβιετικό κράτος το θαυμασμό, ενώ ο διεθνιστικός χαρακτήρας της κομμουνιστικής ιδεολογίας και το κύρος που απέκτησε λόγω των αντιφασιστικών-αντιστασιακών ευρωπαϊκών κινημάτων, προσέλκυσε ευρύτερες μάζες σε όλο τον κόσμο.
Ο έντονος φόβος του καπιταλισμού για το πού θα στραφούν ιδεολογικά και οργανωτικά οι μεταπολεμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες, ήταν η αιτία για την θεσμοθέτηση της μακρο-οικονομικής παρέμβασης του κράτους στην αγορά, με σκοπό την δημιουργία ενός πλαισίου που θα οργάνωνε την αναδιανομή του εισοδήματος που θα οδηγούσε σε μια κοινωνική πολιτική. Η «Κεϋνσιανή Συναίνεση» ,λοιπόν, ήταν το εύρημα του καπιταλισμού προκειμένου να ανασχέσει την ισχυροποίηση του σοσιαλιστικού κοινωνικού μοντέλου στο διεθνές σκηνικό.
Η μεταπολεμική συναίνεση μεταξύ κράτους και οικονομίας της αγοράς ονομάστηκε «μικτή οικονομία», στο πλαίσιο, όμως, των ανανεωμένων ή νεοσυστημένων καρτελικών συμπράξεων και ενώσεων κεφαλαίων και στην από-ιδεολογικοποίηση της κοινωνικής θεωρίας. Δηλαδή, η διευρυμένη οικονομική και κοινωνική κρατική παρέμβαση του μεταπολεμικού κράτους στην ελεύθερη αγορά και στην ιδιωτική οικονομία, δεν τίθενται με ιδεολογικούς όρους, αλλά καθ’ υποφοράν ενός αποδεκτού πλέγματος κοινωνικών συμφερόντων. Γι αυτό, με τη θεσμοποίηση της «μικτής οικονομίας» παρατηρείται η προσπάθεια ταύτισης του συμφέροντος της εργατικής τάξης με το γενικό, το κρατικό και το εταιρικό συμφέρον.
Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ο κρατικός παρεμβατισμός που απέβλεπε στην άμβλυνση της αλληλοσυμπληρούμενης αντίφασης μεταξύ της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», της κρατικής γραφειοκρατικής υπαλληλοκρατίας, των συνδικάτων, των εργατών, των αγροτών και των μεσοστρωμάτων, έπαψε να είναι αναπόσπαστο μέρος της άμυνας του καπιταλισμού απέναντι στον σοσιαλισμό.
Καθόλου τυχαία, οι Financial Times του Λονδίνου έγραψαν σε κύριο άρθρο: «Η πτώση του σοβιετικού μπλοκ άφησε το Δ.Ν.Τ. και τους G7 να εξουσιάζουν τον κόσμο και να δημιουργούν μια νέα εποχή»
Η «νέα εποχή» σηματοδότησε την διάσταση του σύγχρονου φιλελευθερισμού ο οποίος εισήγαγε νέους όρους στην πολιτική προκειμένου να προβάλεται η δεδομενικότητα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
«Θεωρείται πλέον δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο – τουλάχιστον σε όσους δεν είναι οικονομικά αναλφάβητοι ή αθεράπευτα παρωπιδικοί – ότι μόνο οι ελεύθερες αγορές μπορούν να δημιουργήσουν πλούτο, να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη και να κάνουν μια χώρα και τους κατοίκους της πλουσιότερους.» επισημαίνει ο Αριστείδης Χατζής αρθογράφος, συγγραφέας, Φιλελεύθερος και αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Με τον ορό «ελεύθερη αγορά» ο κύριος καθηγητής, στο πλαίσιο της μονεταριστικής και φορμαλιστικής θεωρίας του, εννοεί ένα σύστημα εκμετάλλευσης ελαστικών μορφών εργασίας και φτηνών μεροκάματων, δημόσιας επιδότησης, τραπεζικού δανεισμού, και αποφυγή φορολογίας, υπέρ των επενδυτών και του ιδιωτικού κέρδους. Δηλαδή, η «ελευθερία» νοείται όχι ως κάτι γενικού ιδεώδους προς το οποίο οφείλει να προσανατολίζεται το κράτος, αλλά ως μοτίβο μαζικής παρέμβασής του στην οικονομία, προκειμένου να διατηρήσει ένα κράτος πρόνοιας για τους γύπες των αγορών.
Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ ο φιλελευθερισμός ήταν νέα «συναίνεση» του καπιταλισμού, που ονομάστηκε «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», καθώς οι κύριοι εμπνευστές και διαφημιστές της ήταν οι πολυμερείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ ή η Παγκόσμια Τράπεζα με έδρα την Ουάσινγκτον.
Σύμφωνα με το πνεύμα της «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», η «οικονομική κρίση» οφειλόταν στην υπερβολική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, και στην απουσία ενός κατάλληλου συστήματος «ελεύθερου ανταγωνισμού». Άρα, επιβάλλονταν να εφαρμοστούν από τις κυβερνήσεις «προγράμματα δομικής προσαρμογής» και μεταρρυθμίσεις με τις γνωστές συνταγές : δημοσιονομική λιτότητα, αύξηση στις τιμές των δημοσίων υπηρεσιών, ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να εξυπηρετηθεί το «δημόσιο» χρέος στις ιδιωτικές τράπεζες!
Ως προς το μείζον ζήτημα του χρέους και της αποπληρωμής του, ο αγαπητός δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου ορθολογικά είχε περιγράψει με την πένα του τί πρέπει να γίνει: «Όταν χρωστάς, πουλάς, και όταν έχεις ανάγκη κάθε ευρώ για να ξεχρεώσεις, πουλάς όσο-όσο. Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει. Έχουν κάτι καλύτερο να προτείνουν οι διαμαρτυρόμενοι και ασχημονούντες (μαζί με την επιταγή -καλυμμένη!- παρακαλώ).»
Σε αυτό το πλαίσιο τα αλαζονικά παράσιτα που κοσμούν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καλούνται να παραχωρήσουν το δημόσιο δίκτυό της ΔEΗ στους επενδυτές- εναλλακτικούς παρόχους, μεσάζοντες δηλαδή που έχουν την υπέροχη ροπή να βγάζουν κέρδος με δημόσια κόλλυβα πουλώντας αέρα κοπανιστό. Τους αυτοκινητόδρομους να τους μετατρέψουν σε ιδιωτικές οδούς, μερικών μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού επενδυτών, που γνωρίζουν καλά τα σύντομα μονοπάτια προς τον πλούτο. Επιπρόσθετα, μετέτρεψαν 14 αεροδρόμια σε ιδιωτική πίστα μιας εταιρείας, αφού πρώτα τράπεζα που χρηματοδοτήθηκε από δημόσιο χρήμα δάνεισε τα χρήματα της εξαγοράς τους από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ! Στην ουρά περιμένουν και κάποιοι που ορέγονται την «αρπαγή» του νερού, των νοσοκομείων των προγραμμάτων συνταξιοδότησης, την αρπαγή των δημόσιων Πανεπιστημίων.
Το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας έχει ήδη δοθεί ως ιδιωτική πισίνα σε μια εταιρεία, η οποία υποχρέωσε τους εργάτες να υπογράψουν «σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας αορίστου χρόνου»!
Θέλουν να δημιουργήσουν μια κοινωνία όπου οι σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες θα διαμεσολαβούνται αποκλειστικά μέσω των ιδιωτικών θεσμών των αγορών και που σιγά-σιγά θα οδηγήσει στην απόρριψη συλλογικών υποκειμένων, (κόμματα, πολιτικά προγράμματα, οικονομικά συστήματα, εργατικά σωματεία κτλπ) με στόχο να εξαφανίσουν ή να δυσχεράνουν την έκφραση οποιασδήποτε συλλογικής τοποθέτησης των πολιτών.
Ωστόσο, όλα τα παραπάνω, στο πλαίσιο της Ιστορικής κατεύθυνσης, έχουν μια αφετηρία.
Ήταν 10 Απριλίου του 1947 όταν στο Mont Pelerin, μετέπειτα ιερό βουνό των απανταχού νεοφιλελεύθερων που βρίσκεται στο Βεβέ της Ελβετίας, συγκεντρώθηκαν τριάντα εννιά καθηγητές από όλο τον κόσμο με επικεφαλής τους Friedrich August Hayek και Milton Friedman προκειμένου να θέσουν τις βάσεις του νεοφιλελεύθερου μανιφέστου του Hayek, που είχε ήδη γράψει το ευαγγέλιο του Πάσχου Μανδραβέλη «The Road of Serfdom» που υποστηρίζει «ότι θα ζούμε καλύτερα με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία της αγοράς και ότι o ρόλος της κάθε κυβέρνησης θα πρέπει να περιοριστεί στη δημιουργία των προϋποθέσεων που χρειάζεται για να λειτουργήσει ο ελεύθερος ανταγωνισμός των αγορών και στην προστασία της ιδιωτικής επένδυσης και περιουσίας». (μετάφραση: διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών και της δημόσιας ασφάλισης, διάλυση των εργατικών συνδικάτων). «Όλες τις λειτουργίες του κράτους θα τις αναλάβουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες με κίνητρο το κέρδος, θα παρέχουν βασικές υπηρεσίες στους πολίτες.»
Εκεί ιδρύθηκε και η οργάνωση «Mont Pelerin Society», με σκοπό να συμβάλει στην επικράτηση των φιλελεύθερων ιδεών και στην «καταπολέμηση της υπεροχής της μαρξιστικής και της κεϋνσιανής σκέψης που σαρώνουν τον κόσμο». Από εδώ ξεπήδησαν και οι «δεξαμενές σκέψης» (think tanks) που ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία συνέβαλαν αποφασιστικά στην επικράτηση του διανοητικού ρεύματος που ονομάστηκε «θατσερισμός». (Η μεγάλη αγάπη του αγαπητού φιλελεύθερου Ανδρέα Ανδριανόπουλου)
Ο Hayek, κάτοχος βραβείου Νόμπελ της Οικονομίας, έλεγε ότι θα «χρειαστεί τουλάχιστον μία γενιά προκειμένου να επικρατήσει το δόγμα του». Τόσο λίγο, μια και γνώριζε ότι το μεγάλο πλεονέκτημά του, ήταν ότι είχε αστείρευτες πηγές χρημάτων. Οι ολιγάρχες, οι πλούσιοι άνθρωποι με τα μονοπώλια και τα ιδρύματά τους όπως ο John Merrill Olin, οι «αυτοπροαίρετες ομάδες» δηλαδή, όπως έλεγε και ο Hayek έδωσαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για να δημιουργήσουν think tanks και να ιδρύσουν σχολές διοίκησης επιχειρήσεων για να μετατρέψουν τις οικονομικές σχολές των πανεπιστημίων σε προπύργια της νεοφιλελεύθερης σκέψης…
Είκοσι έξι χρόνια μετά την δημιουργία του think tank «Mont Pelerin Society», η συγκεκριμένη θεωρία του Hayek και ο ίδιος αποκτούν μια χώρα. Σύμφωνα με τον «Τhe Guardian» και την εφημερίδα «Καθημερινή» στις 02.09.2007: «Το πρώτο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που εφαρμόστηκε ποτέ, ήταν στη Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ, (Pinochet) το οποίο στήριξε η αμερικανική κυβέρνηση και οικονομολόγοι τους οποίους είχε διδάξει ο Μίλτον Φρίντμαν, (Milton Friedman ) εκ των ιδρυτών της Εταιρείας του Μον Πελερέν (Mont Pelerin). Εκεί, ήταν εύκολο να εξασφαλίσουν υποστηρικτές για το πείραμα αυτό: όποιος είχε αντίθετη γνώμη τον πυροβολούσαν. Αργότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα χρησιμοποίησαν την ισχύ τους στα αναπτυσσόμενα κράτη, για να ζητήσουν την εφαρμογή ανάλογων πολιτικών. Στην προώθηση του νεοφιλευθερισμού τα μέσα ενημέρωσης έπαιξαν καταλυτικό ρόλο καθώς προωθούσαν τα συμφέροντά τους.»
Ωστόσο, με απαισιοδοξία θα επισημάνουμε πως οι γνωστικές δυνάμεις μεγάλης μερίδας των εργαζομένων σχετίζονται σχεδόν αποκλειστικά με τα δρώμενα της οθόνης τους, κάτι που δεν αφήνει ούτε μία αμυδρή σκιά ελεύθερης βούλησης. Η αίσθηση της ελευθερίας, αυτής της μερίδας, προκύπτει καθώς αλλάζει τις οπτικές γωνιές θέασης ή τα κανάλια της τηλεόρασής της.
Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών ζει ,λοιπόν, μέσα σε ένα καθεστώς απομόνωσης όχι μόνο από τα κέντρα αποφάσεων αλλά και από την ουσιαστική πληροφόρηση. Διατηρείται ο λαός ή καλύτερα η «κοινή γνώμη» στο σκοτάδι, ώστε να εξασφαλίζεται η μη ανάμιξή της στην σχεδιαζόμενη πολιτική, που σκοπό έχει την διατήρηση του συστήματος, τη σταθερότητα του καπιταλισμού και την επέκταση του ,ώστε να μην απομείνει πλέον κανένας μη εμπορικός χώρος στην κοινωνική δραστηριότητα.
Η κοινωνία πρέπει μόνο να υποφέρει, και να πιστεύει σε γελοίους σωτήρες, σε υψηλόφρονους φασίστες, σε θρησκευτικούς και εθνικούς φανατισμούς, σε δοξασίες συνωμοσιολόγων. Βολικό, καθώς σε μια «δυτικού τύπου δημοκρατία» είναι αδύνατον να βγάλεις έξω αποσπάσματα θανάτου και Τανκ όπως στην Χιλή στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ο Ελβετός φιλόσοφος Jean-Jacques Rousseau στο βιβλίο του «Πραγματεία περί της καταγωγές και των θεμελίων της ανισότητας…» ευρηματικά εξηγεί πώς λειτουργεί ο Κόσμος: […] η κοινωνία και οι νόμοι που έβαλαν νέα δεσμά στους αδύνατους και έδωσαν περισσότερη δύναμη στους πλούσιους, αναπόφευκτα κατέστρεψαν τη φυσική ελευθερία, εγκαθίδρυσαν για πάντα το νόμο της ιδιοκτησίας και της ανισότητας, έκαναν τον επιδέξιο σφετερισμό ένα τελεσίδικο δικαίωμα, και για το κέρδος λίγων φιλόδοξων ανθρώπων καταδίκασαν από κει και μετά ολόκληρη την ανθρωπότητα στην εργασία, την υποτέλεια και τη φτώχεια».
Πηγή: imerodromos.gr
από:Η ΣΦΗΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου